Το γερμανικό «θαύμα» αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανισορροπίας για την ΕΕ και την παγκόσμια οικονομία

Τα δίδυμα πλεονάσματα της Γερμανίας – Το δόγμα του εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας μετά την κρίση- Ο στρατηγικός ρόλος του κόστους εργασίας στη Γερμανία -Αποταμιεύσεις- Επενδύσεις

 
 Τα δίδυμα πλεονάσματα της Γερμανίας

Η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας εισήλθε στο όγδοο κατά σειρά έτος, έχοντας επιτύχει σημαντικές επιδόσεις στο δημοσιονομικό και στο εμπορικό της πλεόνασμα. Όσον αφορά, το δημοσιονομικό πλεόνασμα, το 2017 διαμορφώθηκε περί τα €37 δισ., ήτοι το υψηλότερο που έχει καταγραφεί από το 1990, έτος επανενώσεως των δύο Γερμανιών, ενώ το εμπορικό πλεόνασμα διαμορφώθηκε, €4 δισ. χαμηλότερα από το ιστορικά υψηλό επίπεδο του 2016, στα €245 δισ.
Το δόγμα του εξωτερικού εμπορίου της Γερμανίας μετά την κρίση

Το 2002 με την εισαγωγή του ευρώ ως φυσικού νομίσματος, η Γερμανία εμφάνιζε πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της, ύψους 1,9% του ΑΕΠ. Παρά την οικονομική κρίση της περιόδου 2008-9, η Γερμανία αύξησε το πλεόνασμα περαιτέρω, επιτυγχάνοντας στην περίοδο 2002-2017 μια σωρευτική άνοδο της τάξεως των 6,1 ποσοστιαίων μονάδων. Ειδικότερα, το πλεόνασμα διαμορφώθηκε το 2017 στο 8,0% του ΑΕΠ, ενώ το 2015 σημείωσε ιστορικά υψηλό αγγίζοντας το 8,9% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους αριθμούς (2017: $271 δισ.), το πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας είναι το μεγαλύτερο παγκοσμίως, διαμορφούμενου ψηλότερα ακόμα και από το αντίστοιχο της Κίνας και της Ιαπωνίας. Σύμφωνα δε με την εκτίμηση του οικονομικού ινστιτούτου Ifo, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, θα συνεχίσει την ανοδική του πορεία και θα διαμορφωθεί περί τα $299 δισ. το 2018. Η σημειωθείσα άνοδος του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό στην στρατηγική κίνηση της Γερμανίας, όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση το 2008-09 η οποία ανάγκασε πολλές χώρες της Ευρωζώνης να περιορίσουν τα εμπορικά τους ελλείμματα, να στρέψει το εξαγωγικό της ενδιαφέρον σε χώρες εκτός Ευρωζώνης. Η εν λόγω κίνηση, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει περαιτέρω, τόσο το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ιδίας, όσο και της ίδιας της Ευρωζώνης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι ΗΠΑ έχουν προτρέψει τη Γερμανία να αυξήσει την εσωτερική της ζήτηση και τις εισαγωγές, προκειμένου να υπάρξει μείωση των παγκόσμιων οικονομικών ανισορροπιών και να ενδυναμωθεί η παγκόσμια ανάπτυξη. Ωστόσο, η Γερμανία απορρίπτει τις συστάσεις, καθώς θεωρεί ότι η εξωτερική της θέση, αποτελεί προϊόν λιτότητας και ανταγωνιστικότητας, που επετεύχθη με βαρύ τίμημα.

Ο στρατηγικός ρόλος του κόστους εργασίας στη Γερμανία

Σημαίνουσα σημασία στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών προϊόντων, διαδραμάτισε ο τρόπος καθορισμού των μισθών που έλαβε χώρα κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’90. Συγκεκριμένα εκείνη την περίοδο οι περισσότερες μισθολογικές συμβάσεις άρχισαν να πραγματοποιούνται σε εταιρικό επίπεδο. Επιπροσθέτως, η ενοποίηση των δύο Γερμανιών και η διεύρυνση της ΕΕ επέδρασε ουσιαστικά, καθώς συνέτεινε στην αύξηση της προσφοράς εργασίας με χαμηλότερο κόστος. Σημαντική εξέλιξη στην επιβράδυνση του μισθολογικού κόστους στη Γερμανία, αποτέλεσε το γεγονός ότι, οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις επικεντρώθηκαν στο κομμάτι της μεταποιήσεως με εξαγωγικό χαρακτήρα, ενώ οι μισθοί μειώθηκαν σχεδόν στην υπόλοιπη οικονομία, σε όλη τη δεκαετία του 2000. Επιπλέον, οι μισθοί για τα άτομα με χαμηλή ειδίκευση μειώθηκαν σημαντικά σε όλους τους τομείς, προκειμένου να δημιουργηθεί μια ευέλικτη αγορά εργασίας για τους χαμηλόμισθους και για να περιορισθεί η αύξηση της ανεργίας του συγκεκριμένου εργατικού δυναμικού. Οι μισθολογικές μεταρρυθμίσεις μείωσαν το εργατικό κόστος της παραγωγής, συγκράτησαν τις μισθολογικές αυξήσεις, βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα και αύξησαν τις εξαγωγές, καθιστώντας πλεονασματικό το ισοζύγιο τρεχουσών πληρωμών.

Αποταμιεύσεις- Επενδύσεις

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, αντικατοπτρίζει μια εσωτερική ανισορροπία μεταξύ αποταμιεύσεως και επενδύσεων. Στη δεκαετία του ’90, η Γερμανία είχε έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσώνσυναλλαγών ως απόρροια του ελλείμματος του δημοσίου τομέα, που οφειλόταν στο κόστος της ενοποιήσεως των δύο Γερμανιών. Αργότερα, καθώς το δημόσιο έλλειμμα ξεκίνησε να υποχωρεί το εταιρικό χρέος άρχισε να αυξάνεται, εξαιτίας της επιδεινώσεως της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Ωστόσο, με την πάροδο των ετών η κερδοφορία των επιχειρήσεων η οποία προήλθε σε σημαντικό βαθμό από τον περιορισμό του εργατικού κόστους και ο περιορισμός των δαπανών του δημοσίου τομέα, συνέβαλαν ουσιαστικά στην ενίσχυση της αποταμιεύσεως, τόσο από πλευράς δημοσίου, όσο και επιχειρήσεων. Παρά ταύτα είναι έντονη η απουσία των επενδύσεων τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στο δημόσιο τομέα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, οι επενδύσεις υπολείπονται σημαντικά στις υποδομές, στα ψηφιακά δίκτυα και στην εκπαίδευση. Όσον αφορά τις μεγάλες επιχειρήσεις αυτές επενδύουν, αλλά σε μικρότερο ρυθμό από το ρυθμό των αποσβέσεων τους. Σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), οι επενδύσεις έχουν υποχωρήσει από το 13% του ΑΕΠ τη δεκαετία του 1990 στο 11% τα τελευταία έτη.

Το πλεονασματικό ισοζύγιο στο διευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών ( TARGET 2)

Πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσεως, οι τράπεζες είχαν εύκολη πρόσβαση σε ιδιωτικά κεφάλαια (διασυνοριακά διατραπεζικά δάνεια, άμεσες επενδύσεις ή καταθέσεις από το εξωτερικό) για να αντισταθμίσουν τις εκροές πληρωμών που προέκυπταν από τα ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας ή λόγω αποκτήσεως ξένων περιουσιακών στοιχείων. Τα υπόλοιπα λογαριασμών στο διευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών, αυξήθηκαν τα έτη της οικονομικής κρίσεως 2011-2012. Η αιτία της αυξήσεως, εστιάζεται στη δυσκολία χρηματοδοτήσεως του τραπεζικού κλάδου σε ορισμένες χώρες (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα, Ιρλανδία). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, οι τράπεζες δεν μπορούσαν να αντλήσουν κεφάλαια με ευκολία προκειμένου να αντισταθμίσουν τις εκροές πληρωμών τους και με στόχο την αποφυγή μιας τραπεζικής κρίσεως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ενεπλάκη, αντιμετωπίζοντας τις ανάγκες ρευστότητας των τραπεζών, εκδίδοντας 3ετείς τίτλους (LTROs) με μειωμένη εξασφάλιση. Είναι αξιοσημείωτο, ότι οι περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης, έχουν έλλειμμα στο Target 2, δηλαδή οφείλουν στην ΕΚΤ και σε ένα σενάριο αποχωρήσεως από την ΕΕ, θα πρέπει να καταβάλουν την οφειλή τους, εξέλιξη η οποία μπορεί να προκαλέσει μια κρίση ρευστότητας στην οικονομία τους. Το μέγεθος της κρίσεως αποτελεί συνάρτηση του μεγέθους της οφειλής. Η Γερμανία είναι από τις λίγες πλεονασματικές χώρες της Ευρωζώνης, καθώς διαθέτει πλεόνασμα σχεδόν €950 δισ. (Deutsche Bundesbank 05.10.2018) όταν το 2006, οι αξιώσεις της από το Ευρωσύστημα ανέρχονταν σε μόλις €5 δισ.

 Διαπιστώσεις

Συμπερασματικά, το γερμανικό «θαύμα» αποτελεί σημαντικό παράγοντα ανισορροπίας για την ΕΕ και την παγκόσμια οικονομία. H Γερμανία ενδεχομένως να μην έχει κίνητρα να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, λόγω της οικονομικής της ευρωστίας και της χαμηλής ανεργίας. Ωστόσο, στο πλαίσιο εξισορροπήσεως της ευρωπαϊκής οικονομίας, η τόνωση της αναιμικής εγχώριας ζητήσεως στη Γερμανία κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να ενισχυθούν οι ρυθμοί οικονομικής ανακάμψεως στις χώρες της Ευρωζώνης που πλήττονται από υψηλή ανεργία και γενικότερα η οικονομική ανάπτυξη να αποκτήσει ένα συμμετρικό επιμερισμό.

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank

Σχετικά Άρθρα