«Φιλιά στα παιδιά»: Μια ταινία γεμάτη ανθρωπιά, μάθημα ιστορίας και ήθους, ύμνος στην αξία της αλληλεγγύης και της κατανόησης του άλλου

• «Σφυρίγματα των τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα τραίνα»

 

• «…στο μέσα μας φυσάει ο αέρας, όχι εκεί έξω. Και η βροχή, στο μέσα μας πέφτει κι αυτή»

 

• «…μια εικόνα της ζωής που προχωράει με το κόκκινο της ορμής και του πάθους, αφήνοντας πίσω τύψεις κι ενοχές για λάθη, ατολμίες ή παραλείψεις μας. Μας χαρίζει το βάλσαμο της λήθης, να μπορούμε να ξεχνάμε για να προχωράμε»

 

 

 

 

 

 

 

«…με κείνη την ακαταμάχητη επιμονή των παιδιών γραπώνεται από την αιωνιότητα αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα όσων επρόκειτο από τότε και στο εξής να αντικρύσουν αυτή τη φωτογραφία. Για να υπενθυμίζει στο διηνεκές τα εγκλήματα των Γερμανών, για να μην ξεχνάμε»

 

 

 

 

Η πολυβραβευμένη ταινία του Βασίλη Λουλέ «Φιλιά στα παιδιά» θα προβληθεί την Τετάρτη 22 Μαΐου, στο Μουσείο Κινηματογράφου (Λιμάνι – Αποθήκη Α’), σε ειδική εκδήλωση που διοργανώνεται υπό την αιγίδα του ΑΠΘ και του Δήμου Θεσσαλονίκης, με την υποστήριξη της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης και του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

 

 

 

 

Στο εξαιρετικό αυτό ντοκιμαντέρ, το οποίο τιμήθηκε με οχτώ βραβεία σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ, πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής που σώθηκαν από τη σύλληψη και το θάνατο χάρις σε οικογένειες Χριστιανών, πέντε “κρυμμένα παιδιά” που έζησαν μέσα στην απόλυτη σιωπή, αφηγούνται τις ιστορίες τους. Μια ταινία γεμάτη ανθρωπιά, μάθημα ιστορίας και ήθους, ύμνος στην αξία της αλληλεγγύης και της κατανόησης του άλλου.

 

 

 

 

Θα πραγματοποιηθούν δύο προβολές, στις 19.00 και στις 21.30, ενώ στο τέλος της καθεμίας θα γίνει συζήτηση με τον ίδιο το σκηνοθέτη.

 

 

 

 

Οι προβολές απευθύνονται σε κάθε ενδιαφερόμενο.

 

 

 

 

•Παραθέτουμε τρία ξεχωριστά  κείμενα με την ευαίσθητη ματιά του Βασίλη Λουλέ, σκηνοθέτη της ταινίας “Φιλιά εις τα παιδιά”, όπως δημοσιεύθηκαν σε τοπικές εφημερίδες όπου προβλήθηκε η ταινία τους προηγούμενους μήνες.

 

 

 

 

 

 

«Σφυρίγματα των τραίνων που σε πηγαίνουν πιο μακριά απ’ τα τραίνα» (*)

 

viewimg

« Γεννήθηκα και μεγάλωσα στα Τρίκαλα, κοντά στον σταθμό των τραίνων. Εκεί ήταν και το σχολείο μου, δίπλα. Πήγαινα βόλτες με τους γονείς μου και τον μικρό μου αδελφό Παναγιώτη και βλέπαμε τα τραίνα να έρχονται και να φεύγουν. Μου άρεσαν τα χόρτα ανάμεσα στις ράγες. Μονή γραμμή, μία. Μέσ’ τη νύχτα άκουγα τα σφυρίγματα, μέσ’ τον ύπνο μου ταξίδευα. Από τότε.

 

 

 

 

Από τη Λάρισα των παιδικών μου χρόνων θυμάμαι εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’60 κάποιες μέρες που έμεινα στο σπίτι του θείου Κώστα, αδελφού της μάνας μου. Με τα ξαδέλφια μου τον Φόρη και τον Σάκη -μπορεί και με την Αγγέλα- να βαδίζουμε ανάμεσα στις ράγες επιστρέφοντας στο σπίτι. Εκεί προς το τέρμα Βόλου. Καλοκαίρι, μεσημέρι.

 

 

 

 

Όλος το τόπος μια απέραντη αλάνα, χόρτα, ανοιχτωσιά. Περνούσαν τα τραίνα δίπλα μας και σφύριζαν δαιμονισμένα να φύγουμε. Ισορροπούσαμε πάνω στις ράγες. Σε τρεις διαφορετικές ράγες. Μεγάλος σταθμός η Λάρισα, κόμβος σιδηροδρομικός, ο καθένας μας είχε πάρει από μία γραμμή και πηγαίναμε. Ακόμα πηγαίνουμε.

 

 

 

 

Στα φοιτητικά μου χρόνια –κι αργότερα-, πολλά ταξίδια με τραίνο, φευγαλέοι έρωτες, δάκρυα, αποχωρισμοί («θα σε θυμάμαι για πάντα»), αναμονή, προσμονή και λαχτάρα, πακέτα τσιγάρα, ρεμβασμοί κι αγωνίες, κιθάρες, γλέντια και παρέες εφήμερες, ταξίδια κουβαλώντας μέσα μου απώλειες και πένθη, δάκρυα στο τζάμι κοιτώντας έξω. Ώρες και χιλιόμετρα ταξιδιών, ένα ταξίδι μέσα μου. Κι άρχισα να κάνω ταινίες.

 

 

 

 

Αναλογίζομαι κάποια απ’ όσα αφηγήθηκαν στο ντοκιμαντέρ “Φιλιά εις τα παιδιά” οι πέντε “ήρωές” του, τα πέντε Εβραιόπουλα της Κατοχής που γλύτωσαν από το θάνατο κρυμμένα σε φιλόξενα χριστιανικά σπίτια:

 

 

 

 

Ο μικρός Μάριος που τριγύρναγε στα χωράφια κι έβλεπε τα τραίνα να περνούν, τα τραίνα που είχαν πάρει τον πατέρα του στην Πολωνία, στο Άουσβιτς. «Ρώταγα τη γιαγιά, ρώταγα και τη μάνα μου, αλλά κανείς δεν ήξερε να απαντήσει πότε θα ‘ρθει ο μπαμπάς». Και τα τραίνα να απομακρύνονται, να χάνονται στο βάθος του ορίζοντα, δίχως απάντηση.

 

 

 

 

Οι Γιαννιώτες Εβραίοι –αφηγείται η Ευτυχία- δυό χιλιάδες άνθρωποι, φορτώθηκαν σε δεκάδες φορτηγά και στοιβάχτηκαν για λίγες μέρες σε αποθήκες κοντά στον σταθμό της Λάρισας. Τέλη Μαρτίου του 1944. Μαζί τους στοιβάχτηκαν κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί, από άλλες πόλεις της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, και φυσικά και οι Λαρισαίοι.

 

 

 

 

Επαρχιώτες άνθρωποι, οι περισσότεροι δεν είχαν βγει ποτέ μέχρι τότε έξω από τις πόλεις που είχαν γεννηθεί, δεν είχαν δει ποτέ τους τραίνο. Στοιβαγμένοι στις αποθήκες, περιμένοντας και τη δική τους σειρά, άκουγαν τα τραίνα να περνούν και να σφυρίζουν μεσ’ τη νύχτα. Τα τραίνα που κουβαλούσαν άλλους Εβραίους από άλλες πόλεις, νοτιότερες. Και από τη Αθήνα.

 

 

 

 

Σ’ ένα από αυτά ήταν και ο μπαμπάς του Μάριου (2 Απριλίου 1944). Οι διαδρομές στο χάρτη, τα ταξίδια που (δεν) είχαν κάνει οι πιο πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, ξανασμίγουν σ’ ένα ταξίδι «…στην Πολωνία» -έτσι ακαθόριστα-, σ’ ένα ταξίδι με τραίνο, χωρίς επιστροφή. Αθήνα-Λάρισα-Θεσσαλονίκη-Άουσβιτς.

 

 

 

 

Η μικρή Σέλλυ έκανε το ταξίδι ανάποδα, προς την Αθήνα, με τραίνο κι αυτή. «Για τους περισσότερους Εβραίους το τραίνο ήταν ο δρόμος προς το θάνατο. Για μένα ήταν ο δρόμος προς τη ζωή».

 

 

 

 

Ο Σήφης ταξίδεψε με καΐκι σωτηρίας –θαλασσινός αυτός, από τα Χανιά.

 

 

 

 

Και η μικρή Ροζίνα, κρυμμένη για πολύ καιρό στο φιλόξενο σπίτι της Θεσσαλονίκης, έγραφε στο ημερολόγιο εγκλεισμού της: «…περικύκλωναν τους Εβραίους κάθε τόσο από καμιά συνοικία, και τους συγκέντρωναν όλους στο σταθμό τραίνου του Βαρώνου Χηρς (στη Θεσσαλονίκη), όπου από εκεί έφευγαν». Εξαφανίζονταν με το σφύριγμα του τραίνου.

 

 

 

 

Μεγάλο ταξίδι οι ταινίες, αλλά αυτό ειδικά το ντοκιμαντέρ στάθηκε ακόμα μεγαλύτερο ταξίδι. Στα 7 χρόνια που κράτησε η δημιουργία του πολλές διαδρομές τρέξανε μέσα μου. Πολλές φορές θέλησα να παρατήσω την ταινία στη μέση, πολλές φορές λύγισα κάτω από το βάρος του φορτίου που κουβαλούσαν αυτοί οι άνθρωποι.

 

 

 

 

Στις δικές τους προσωπικές απώλειες, στην απώλεια αγαπημένων, φίλων, γειτόνων, προστίθονταν και τα εκατομμύρια των άλλων αδικοχαμένων της γερμανικής κτηνωδίας, προστίθονταν και η απώλεια της παιδικής τους ηλικίας. Αλλά και οι δικές μου, προσωπικές απώλειες, οι οικείοι αποχωρισμοί και θάνατοι, τα μικρά και μεγάλα πένθη. Όλα μαζί ένα κουβάρι.

 

 

 

 

Οι ράγες, τα χόρτα ανάμεσα, τα τραίνα που χάνονται στο βάθος, τα αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν. Ο θείος Κώστας της Λάρισας. Ο παιδικός φίλος Χρήστος, των Τρικάλων, που έλιωσε καθηλωμένος σ’ ένα κρεβάτι επί χρόνια. Κι ο αδελφός μου ο Παναγιώτης, που έφυγε κι αυτός καβάλα μια νύχτα καλοκαιριού του ’91 και αναπαύεται τώρα σε κοιμητήριο των Τρικάλων.

 

 

 

 

Φυσικά δίπλα στη γραμμή των τραίνων, που συνεχίζουν να ταξιδεύουν –και για την πάρτη του. Για την πάρτη κι όλων των υπόλοιπων που αναχώρησαν, όλων τους: Χριστιανών κι Εβραίων, άθεων και άθρησκων, Ελλήνων και ξένων, έγχρωμων και λευκών, μεταναστών και γηγενών.

 

 

 

 

Και τώρα; Τα σφυρίγματα συνεχίζουν να διαπερνούν τις νύχτες μας, άλλοτε απειλητικά, ανατριχιαστικά, κι άλλοτε με τη γλυκειά υπόσχεση μιας άλλης προοπτικής.»

(*) Ο τίτλος είναι από ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη (“Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου”, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ, 1990).( εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, Γιάννενα, 23/4/2013 )

 

 

 

 

 

 «Τρεις ιστορίες της λίμνης»

 

(Τη Δευτέρα 15 Απριλίου έγινε στα ΓΙΑΝΝΕΝΑ η επαναληπτική προβολή του ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά», μετά τον συνωστισμό της α’ προβολής (31 Μαρτίου). Όπως και τότε, η αίθουσα γέμισε. Έγραψα κάτι μ’ αυτή την αφορμή. Κάτι για τα Γιάννενα, τη λίμνη, τους Εβραίους της πόλης. Και για μένα. Τρεις ιστορίες-τρεις εικόνες εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Λάρισας, 10/4/2013 )

 

 

 

 

«Ιστορία 1η: Ιανουάριος-Μάρτιος 1989

Είμαι ήδη δυο μήνες σχεδόν στα Γιάννενα, πρώτος βοηθός σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό σήριαλ «Ο Λούσιας», από το βιβλίο του Νίκου Χουλιαρά.

 

 

 

 

Μου αρέσει πολύ η πόλη, το σενάριο, ο τόπος, οι συνεργάτες, οι επαγγελματικές προοπτικές που ανοίγονται, οι φοιτητές που συναντώ καθημερινά ζητώντας τους να παίξουν ως κομπάρσοι στις σκηνές πλήθους, οι φίλοι που δημιούργησα ήδη, κάποιες όμορφες κοπέλες που φλερτάρω –η μία μου αρέσει πολύ.

 

 

 

 

Νιώθω την υγρασία της λίμνης, σε κάνει να βυθίζεσαι εύκολα στα χρόνια του Εμφυλίου (1946-1949), εκεί όπου ξεκινάει η ιστορία του βιβλίου και φτάνει στα χρόνια του ’60. Τρέχοντας σαν τρελός να προλάβω τις δεκάδες καθημερινές εκκρεμότητες του σήριαλ, στέκομαι καμιά φορά σε απόμερες, χορταριασμένες γωνιές του κάστρου, σε παλιά σπίτια. Μια μέρα πέρασα μπροστά από τη Συναγωγή, κι έτσι έμαθα ότι εδώ υπήρχαν πολλοί Εβραίοι πριν τον Πόλεμο.

 

 

 

 

Λίγο παρακάτω είχα ραντεβού με μια κοπέλα. Τα ξέχασα όλα.

 

 

 

 

Αυτές τις μέρες κάνουμε γυρίσματα στη Ντραμπάτοβα (νομίζω έτσι λέγεται), στην απέναντι μεριά της λίμνης, εκεί που η απόσταση από το νησάκι είναι πολύ μικρή (150 μέτρα). Ένα εγκαταλελειμμένο παλιό φορτηγό (της Γερμανικής Κατοχής; του Εμφυλίου;) έχει γίνει το καταφύγιο του άστεγου και αποσυνάγωγου Λούσια, του νεαρού ήρωα του βιβλίου και του σήριαλ.

 

 

 

 

Κάποιοι ντόπιοι περνάνε απέναντι στο νησάκι με βάρκες, αραγμένες στις όχθες. Μοιάζουν με πιρόγες, αν και με πιο πλατειά βάση (μου θυμίζουν πολύ τις «πλάβες» -αν θυμάμαι καλά το όνομα- στις γκραβούρες του βιβλίου «Στα μυστικά του βάλτου» της Πηνελόπης Δέλτα/αρχές του 20ού αιώνα/Μακεδονικός Αγώνας/λίμνη των Γιαννιτσών). Ξέρω να κωπηλατώ κάπως, και προθυμοποιούμαι να πάω εγώ να φέρω προμήθειες από το νησάκι. Με προειδοποιούν για ισχυρά ρεύματα που σε παρασύρουν, αλλά εγώ τίποτα.

 

 

 

 

Ξεκινώ από την απέναντι όχθη με κατεύθυνση το μαγαζί πάνω στο νησάκι, κάτω από τις επευφημίες του συνεργείου και των ηθοποιών. Κατάλαβα αμέσως ότι τα πράγματα είναι ζόρικα, τα χρειάστηκα, αλλά προσποιήθηκα τον άνετο –χαιρέτησα μάλιστα τους θαυμαστές μου. Το ισχυρό ρεύμα με παρέσυρε μακριά από την αποβάθρα του νησιού. Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα να πλέω ανάμεσα στα καλάμια, σε μια τεράστια έκταση που περιβάλλει μεγάλο μέρος του νησιού. Χάθηκα μέσα στα “φιόρδ” που σχηματίζονται.

 

 

 

 

Ήμουν τουλάχιστον ασφαλής, το ρεύμα με είχε ξεβράσει. Άγγιζα τα καλάμια, άκουγα τον αέρα που πέρναγε ανάμεσα, τον ξερό κρότο που κάνουν όταν χτυπιούνται μεταξύ τους, τον ήχο απ’ τα κουπιά μες το νερό. Στα παλούκια που έχουν μπήξει οι ψαράδες στο βυθό στέκονταν κάτι πουλιά, σαν γλαρόνια μου φάνηκαν. Στα ήρεμα νερά καθρεφτίζονταν το πλαϊνό της πιρόγας. Ξάπλωσα εντελώς, ανάσκελα. Οι κορυφές των καλαμιών πέρναγαν από πάνω μου. Η πλώρη μπροστά μου υψωνόταν σα να πέταγε. Το χέρι μου στο νερό, αφημένο σε μια γλυκειά, υπνωτική παραίτηση.

 

 

 

 

Τελικά έχει δίκιο ο Λούσιας, από το απέναντι εγκαταλελειμμένο φορτηγό: «…στο μέσα μας φυσάει ο αέρας, όχι εκεί έξω. Και η βροχή, στο μέσα μας πέφτει κι αυτή». Κι ας τον λένε αλαφροΐσκιωτο και «λωλό». Σαν τον Λούσια κι εγώ τώρα, να μην μπορώ να αποφασίσω ποιό μονοπάτι του νερού να ακολουθήσω για να βγω έξω απ’ τον λαβύρινθο των καλαμιών: «Κι αυτό το κανάλι να ακολουθήσω, καλά είναι, αλλά και το άλλο να πάρω, καλό είναι κι αυτό. Αλλά, και πάλι, γιατί να βγω; Ντιπ λωλός είμαι;»

 

 

 

 

Και άφησα να με πηγαίνει το ρεύμα.

 

 

 

 

Οι φωτογραφίες αυτές είναι από κινηματογραφικές λήψεις του Κώστα Μπαλάφα (τέλη δεκαετίας του ’50) που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία “Φιλιά εις τα παιδιά”.

 

  

 

 

Ιστορία 2η: μέσα Μαρτίου 2008

Δεύτερη μέρα έρευνας και προεργασίας για τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά». Μόνος μου, οργώνω την πόλη, ψάχνω για σημεία σχετικά με τη ζωή των Εβραίων πριν τον Πόλεμο που τους αφάνισε, σημειώνω ένα προς ένα τα σημεία στα οποία έζησε η «ηρωίδα» μου Ευτυχία, συναντώ κάποιους ανθρώπους που θα μου δώσουν πληροφορίες.

 

 

 

 

Κορμανιό, Μεγάλη Ρούγα, Εβραϊκή γειτονιά έξω από το Κάστρο, Συναγωγή μέσα στο Κάστρο (τη θυμάμαι από παλιότερα), καλντερίμια, ελάχιστα παλιά εβραϊκά σπίτια. Το υπέροχο Εβραϊκό Νεκροταφείο με τους παμπάλαιους τάφους. Οι παλιοί νεκροί, πριν τον Πόλεμο, ήταν τυχεροί, έχουν ένα τόπο δικό τους. Οι καινούργιοι έγιναν στάχτη και καπνός, σκόρπισαν στον αέρα.

 

 

 

 

Έχω αγωνία για τον καιρό, φοβάμαι μήπως βρέχει σε μια βδομάδα που θα ξανάρθουμε όλοι μαζί για το γύρισμα. Κάνει κρύο αλλά έχω ιδρώσει από την ένταση, το άγχος να προλάβω, τον φόβο ότι δεν θα μπορέσω να «πιάσω» τίποτα από αυτά τα φευγαλέα συναισθήματα που περιέγραψε στην συγκλονιστική της αφήγηση η Ευτυχία. Τίποτα κι απ’ όσα έχω νοιώσει κι εγώ, και μένουν άμορφη μάζα μέσα μου.

 

 

 

 

Βηματίζω πάνω-κάτω στο μώλο, κοιτάω τα δέντρα και ψάχνω για σημεία στα οποία θα στήσουμε την κάμερα. Είναι μέσα Μαρτίου, τα δέντρα είναι ακόμα γυμνά, χωρίς φύλλα. Όπως ακριβώς και τότε, το 1944 που οι Γερμανοί, ξημέρωμα 25ης Μαρτίου («…η εθνική γιορτή» όπως λέει η Ευτυχία), άρπαξαν όλους τους Εβραίους, τους φόρτωσαν στα φορτηγά και τους πήραν στη Λάρισα. Κι από κει, στοιβαγμένοι στα τραίνα, κατέληξαν στο Άουσβιτς. Για πάντα, οι περισσότεροι.

 

 

 

 

Φεύγοντας από την πόλη, ο δρόμος κάνει τον γύρο της λίμνης, περνάει πολύ κοντά στο νησάκι, ανηφορίζει στην πλαγιά του βουνού Μιτσικέλι -απ’ όπου μπορείς να ρίξεις μια τελευταία πανοραμική ματιά στην πόλη- πριν χαθεί στις στροφές προς Μέτσοβο.Όλες αυτές τις ώρες είμαι εντελώς ασυγκίνητος, σχεδόν αναίσθητος.

 

 

 

 

Απόγευμα, λίγο φαγητό σε μια ταβέρνα στο νησάκι, εκεί που αράζει η βάρκα (στην ίδια ταβέρνα που έφτασα τελικά οδηγώντας την πιρόγα της προηγούμενης ιστοριούλας, το 1989). Μόνος, ψυχή γύρω μου.

 

 

 

 

Ο ταβερνιάρης με ρωτάει τι κάνω εδώ πέρα. Του λέω. Μου λέει: «Ο πατέρας μου κείνη τη μέρα ήταν εδώ ακριβώς που στεκόμαστε τώρα. Κι εκεί απέναντι στο δρόμο (βλέπεις; 150 μέτρα είναι μόνο, πολύ κοντά) πέρναγαν τα φορτηγά των Γερμανών γεμάτα με Εβραίους. Πέρναγαν και πέρναγαν και τελειωμό δεν είχαν.

 

 

 

 

Όσο έφτανε το μάτι του γύρω-γύρω στη λίμνη, μια ατέλειωτη φάλαγγα. Μούγκριζε ο τόπος όλος, η σκόνη απ’ το χωματοδρόμο είχε σηκωθεί σύννεφο, δεν έβλεπε τίποτα. Μόνον άκουγε: τα παιδιά που έκλαιγαν χωρίς σταματημό, τις γυναίκες που έσκουζαν, τις γριές που μοιρολογούσαν, και τ’ αυτιά του πήγαιναν να σπάσουν. Μας τα ‘λεγε, και τα σκέπαζε. Ώρες βάστηξε αυτή η ιστορία…».

 

 

 

 

Κι ο ταβερνιάρης άφησε τη φράση στον αέρα, κι έμεινε να κοιτάει για πολλή ώρα κατά το Μιτσικέλι, προς τα κει που πέρναγαν τα φορτηγά. Κοίταζε σα να τα είχε δει αυτός κι όχι ο πατέρας του. Είχε μείνει εκεί, όρθιος με το ένα χέρι πίσω στη μέση, και τα κοίταζε που ακόμα περνούσαν μπροστά του. Με το άλλο χέρι έκανε μια κίνηση μπροστά στα μάτια του, να διώξει τη σκόνη που ακόμα δεν είχε καταλαγιάσει.

 

 

 

jpeg

INFO photo: Οι φωτογραφίες είναι από τις 19 που τράβηξαν οι Γερμανοί εκείνο το πρωί που μάζεψαν τους Εβραίους, στις 25 Μαρτίου 1944.

 

 

 

 

Ιστορία 3η: τέλη Μαρτίου 2008

Γυρίσματα στο μώλο των Ιωαννίνων. Η Ευτυχία βαδίζει ανάμεσα στα δέντρα με τα γυμνά κλαδιά. Κάνει κρύο ακόμα. Έτσι ήταν τα δέντρα και τότε, στις 25 Μαρτίου του 1944, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες των Γερμανών. Είναι τα ίδια ακριβώς δέντρα ή τα «παιδιά» τους. Κρυμμένη σχεδόν πίσω από τους χοντρούς πανύψηλους κορμούς, λεπτούλα και μικροκαμωμένη, κλαράκι στον άνεμο, κοιτάει γύρω της διακριτικά, μοιάζει σα να κρυφοκοιτάζει: σα να βλέπει και τώρα μπροστά της τους μαζεμένους αλαφιασμένους ομόθρησκους συντοπίτες της. «Θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ εκεί» λέει στην ταινία.

 

 

 

 

Στη φωτογραφία με το παιδάκι που κοιτάει προς το φακό την ώρα που άλλες γυναίκες ανεβαίνουν στα γερμανικά φορτηγά, στην άκρη δεξιά φαίνεται η μισή πόρτα ενός σπιτιού. Η Ευτυχία στέκει μπροστά της. Είναι εκεί, η ίδια ακριβώς πόρτα και σήμερα. Το ίδιο και η καμινάδα στο βάθος της φωτογραφίας, μέσα στο Κάστρο. Εκεί κι αυτή.

 

 

 

 

Δέντρα-πόρτα-καμινάδα, σχηματίζουν ένα τρίγωνο: όσοι επέζησαν γυρνάνε συνέχεια στα ίδια μέρη, φτιάχνουν εντός τους έναν νέο χάρτη με λίγα σημάδια ταυτοποιημένα -και τα υπόλοιπα, κενά που χάσκουν-, ψάχνουν στο χώρο τα ίχνη ενός αναπάντητου «γιατί;». Γαντζώνονται απ’ τα υλικά που απέμειναν, για να κρατήσουν ζωντανά μέσα τους τα άϋλα που χάθηκαν.

 

 

 

 

Αργότερα, γυρίσματα στο νησάκι. Η κάμερα στημένη ανάμεσα στα καλάμια, κρυμμένη σχεδόν (είχα πλέον μάθει καλά τα λημέρια, μετά τις στιγμές που έζησα εκεί παλιά, το 1989), παρακολουθεί το μικρό φέρυ-μποτ που πλησιάζει προς τις καλαμιές διασχίζοντας τα μονοπάτια του νερού ανάμεσά τους. Στην κουπαστή η Ευτυχία, με ένα πρόσωπο σχεδόν ευτυχισμένο, μοιάζει να ζει και πάλι εκείνες τις στιγμές «…όπως τότε, που ήμασταν παιδιά και διασχίζαμε, ανοίγαμε τα καλάμια για να περάσουμε».

 

 

 

 

Κι αυτή, όπως και όλοι όσοι σώθηκαν, θυμάται, θέλει να θυμάται, νοιώθει ότι πρέπει να θυμάται, οφείλει να θυμάται, αλλά τη λήθη είναι που λαχταρά. Μέσω της μνήμης ποθεί να βρεθεί και πάλι, να ξαναζήσει για μια τελευταία ίσως φορά σε κείνα τα μέρη και τα χρόνια, για να χαθεί στη συνέχεια μέσα στη λήθη.

 

 

 

 

Να ξεχάσει τον ξεριζωμό της απ’ τα Γιάννενα στα 10 της χρόνια, το ταξίδι της σωτηρίας της προς την Αθήνα, τους μήνες που έζησε κρυμμένη στη στοργική αγκαλιά του γενναίου «…θείου Μίμη και της θείας Μαρίας», τα μοναχικά κλάμματα στο κρεβάτι τα βράδυα μακριά από γονείς, συγγενείς και γειτόνους, την αγωνία όταν έβγαινε στον Άγιο Αντρέα στα Πατήσια να πάει να προσκυνήσει τον Επιτάφιο –για να μη δώσει υποψίες.

 

 

 

 

Να ξεχάσει κι όσα έμαθε αργότερα, γι’ αυτά που γλύτωσε και στοιχειώσαν από τότε μέσα της: για τα φορτηγά που πέρναγαν μέσα στη σκόνη με τα παιδιά να κλαίνε και τις γυναίκες να σκούζουν, τα χτυπήματα στις πόρτες στο άγριο ξημέρωμα, τα τραίνα που σφύριζαν μέσα στη νύχτα τραβώντας για το παγωμένο και παγερό Άουσβιτς, να τα σβήσει όλα. Να ξυπνήσει και, σαν ένα κακό όνειρο, να έχουν όλα περάσει.

 

 

 

 

Και να συνεχίσει την παιδική της ηλικία, από κείνο το σημείο που κόπηκε απότομα. Να ξεχαστεί παίζοντας και πάλι μέσα στις καλαμιές της λίμνης, τα γλαρόνια να στέκουν πάνω στα παλούκια των ψαράδων, οι φούντες των καλαμιών να κουνιούνται πάνω από το κεφάλι της, το κροτάλισμά τους να τη νανουρίζει, η πιρόγα να πηγαίνει με το ρεύμα από μόνη της, το χέρι της αφημένο να πλέει μέσα στο νερό…

 

 

 

 

Το πολύ-πολύ να το σηκώσει νωχελικά για να στείλει έναν φιλικό χαιρετισμό στον Λούσια τον «λωλό», που στην αντίπερα όχθη μέσα στο εγκαταλελειμμένο φορτηγό συνεχίζει να μην αμφιβάλλει: «…στο μέσα μας φυσάει ο αέρας, όχι εκεί έξω. Και η βροχή, στο μέσα μας πέφτει κι αυτή».

Όπως και το δάκρυ, του πόνου ή της λύτρωσης.»

 

 

bmp

 INFO Photo: Η Ευτυχία Νάχμαν σε σκηνή του ντοκιμαντέρ. Η φωτογραφία της λίμνης  είναι από κινηματογραφικές λήψεις του Κώστα Μπαλάφα (τέλη δεκαετίας του ’50) που χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία.

 

 

 

 

 

«Δυο φωτογραφίες – Ένα βλέμμα στο φακό»

Ο σκηνοθέτης Βασίλης Λουλές, με αφορμή την προβολή του ντοκιμαντέρ του «Φιλιά εις τα παιδιά» στα Γιάννενα, (Κυριακή 31 Μαρτίου 2013) μοιράζεται τις σκέψεις του με αφορμή δύο φωτογραφίες.

 

 

 

 

«Κοιτάζω ξανά και ξανά αυτές τις δυο φωτογραφίες που εμφανίζονται στην ταινία «Φιλιά εις τα παιδιά». Και οι δυο είναι από τα Γιάννενα. Η πρώτη, με τα δυο παιδάκια μπροστά στο φορτηγό, είναι από το μάζεμα των Εβραίων των Ιωαννίνων στις 25 Μαρτίου 1944, την ημέρα της εθνικής γιορτής. Δανείζομαι τα λόγια της Ευτυχίας Νάχμαν-Ναχμία, της Γιαννιώτισσας ηρωίδας μου από την ταινία, που ήταν τότε 10 χρονών, και σώθηκε κρυμμένη στην Αθήνα:

 

 

 

 

«Μπροστά στο φορτηγό που προσπαθούν να ανέβουν οι γυναίκες, ένα παιδάκι ξέμεινε πίσω από την πλάτη κάποιας, και είναι γυρισμένο προς τα μένα. Κάπου εκεί θα μπορούσα να ήμουνα κι εγώ… Και όπως με κοιτάζει λέω: πώς είναι δυνατόν αυτό το παιδί, και τόσα εκατομμύρια άλλα παιδιά, να μπήκαν κάποια ώρα σ’ ένα χώρο που τους έκοβε την ανάσα?».

 

 

 

 

Όλοι στη φωτογραφία είναι με γυρισμένη την πλάτη στο φακό, εκτός από το παιδάκι, που κρατάει από το χέρι ένα μικρότερο παιδί και έχει γυρίσει το πρόσωπό του προς το φακό του Γερμανού στρατιώτη-φωτογράφου. Ίσως κάτι του κίνησε την περιέργεια και γύρισε ή ίσως ο Γερμανός τού απέσπασε την προσοχή με κάποιον ήχο-κάλεσμα, δεν ξέρω πώς, αλλά με κάποιο τρόπο πάντως, του υπέκλεψε το βλέμμα στον φακό.

 

img

Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η φωτογραφία είναι η πρώτη, αλλά και η μοναδική, στη σύντομη ζωή αυτού του μικρού αγοριού. Είναι εξακριβωμένο ότι χάθηκε στο Άουσβιτς αμέσως μόλις έφτασαν εκεί τα τραίνα με τους Γιαννιώτες Εβραίους.  Ήταν ένα πρωινό μετά από βροχή και ελαφριά ομίχλη, δίπλα στη λίμνη των Ιωαννίνων. 25 Μαρτίου και τα δέντρα ήταν ακόμα γυμνά. Ο Γερμανός τράβηξε συνολικά 19 φωτογραφίες των 1.850 Εβραίων της πόλης που τους άρπαξαν μέσα στα χαράματα. Στην ταινία «Φιλιά εις τα παιδιά» παρουσιάζονται οι 6 φωτογραφίες.

 

 

 

 

 

ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΣΤΗ ΟΜΙΧΛΗ - ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Η άλλη φωτογραφία είναι από τα τέλη της δεκαετίας του ’50. Δεν είναι φωτογραφικό ενσταντανέ αλλά ένα «παγωμένο» καρέ κινηματογραφικών λήψεων που έκανε ο Κώστας Μπαλάφας –αυτός ο υπέροχος άνθρωπος και ταλαντούχος φωτογράφος.

 

 

 

 

Ήταν και πάλι ένα πρωινό με πολλή ομίχλη, στο ίδιο περίπου σημείο, κοντά στη λίμνη, την ίδια περίπου εποχή. Τα δέντρα και πάλι είναι γυμνά από φύλλα. Τα φιλμάκια εκείνου του πρωινού είναι μοναδικής ομορφιάς και ονειρικής ατμόσφαιρας και προσπάθησα να χωρέσω στην ταινία όσο περισσότερα μπορούσα. Δυστυχώς κάποια λίγα, ελάχιστα, κατάφεραν τελικά να τρυπώσουν, αφήνοντας μου μεγάλο καημό.

 

 

 

 

Στη φωτογραφία λοιπόν αυτή, τα δυο κορίτσια πάνε στο σχολείο. Στην ταινία, στην κινούμενη εικόνα, μπορεί να προσέξει κανείς ότι η κοπέλα με την κατακόκκινη ζακέτα και τις πανέμορφες μακριές κοτσίδες λικνίζεται, με όλη τη χάρη της εφηβείας της, και προχωράει αδιαφορώντας για τον φακό.

 

 

 

 

Η ζωή είναι μπροστά της, δεν έχει λόγο να γυρίσει πίσω το βλέμμα. Σκέφτομαι πως το παιδάκι της πρώτης φωτογραφίας γυρίζει το βλέμμα του προς το φακό γιατί νοιώθει ενστικτωδώς ότι η ζωή είναι ήδη πίσω του.

 

 

 

 

Και με κείνη την ακαταμάχητη επιμονή των παιδιών γραπώνεται από την αιωνιότητα αιχμαλωτίζοντας το βλέμμα όσων επρόκειτο από τότε και στο εξής να αντικρύσουν αυτή τη φωτογραφία. Για να υπενθυμίζει στο διηνεκές τα εγκλήματα των Γερμανών, για να μην ξεχνάμε.

 

 

 

 

Και ίσως τελικά ο Κώστας Μπαλάφας φωτογραφίζοντας στο ίδιο σημείο, κάποια χρόνια αργότερα, μια μέρα παρόμοια με κείνη της Κατοχής, με τις ίδιες φωτιστικές συνθήκες, μας πρόσφερε, εν αγνοία του, κι ένα ακόμα ανεκτίμητο δώρο: μια εικόνα της ζωής που προχωράει με το κόκκινο της ορμής και του πάθους, αφήνοντας πίσω τύψεις κι ενοχές για λάθη, ατολμίες ή παραλείψεις μας. Μας χαρίζει το βάλσαμο της λήθης, να μπορούμε να ξεχνάμε για να προχωράμε. (Εφημερίδα ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝ, Γιάννενα, 29/3/2013 )

 

 

 

 

 

INFO

 

8 Βραβεία σε Ελληνικά και Διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου

Greek Film Festival Chicago, USA, 2012

-ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΟΙΝΟΥ

“Αγών”-Διεθνής Συνάντηση Αρχαιολογικής Ταινίας 2012, Αθήνα

-ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής

-ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΟΙΝΟΥ

Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους 2011

-ΒΡΑΒΕΙΟ της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής για το

ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

-ΒΡΑΒΕΙΟ της Κριτικής Επιτροπής των παιδιών για το

ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας 2011

-Β’ ΒΡΑΒΕΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΜΕΓΑΛΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

-ΒΡΑΒΕΙΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑΣ

-ΒΡΑΒΕΙΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

 

 

 

 

Η ταινία:

Πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής που σώθηκαν από το θάνατο χάρις σε οικογένειες Χριστιανών, πέντε ‘‘κρυμμένα παιδιά’’ που έζησαν μέσα στην απόλυτη σιωπή, αφηγούνται τις ιστορίες τους. Ιστορίες τρόμου κι αγωνίας αλλά και στιγμές παιδικής ανεμελιάς μέσα στην αγκαλιά των ξένων. Στοργικές φωλιές, κρυφοί παράδεισοι μακριά από τη φρίκη του Ολοκαυτώματος.

 

 

 

 

Πέντε παιδιά που μεγάλωσαν απότομα.

Η Ροζίνα, ο Σήφης, η Ευτυχία, η Σέλλυ και ο Μάριος πέρασαν τη ζωή τους κουβαλώντας πάντα μαζί τη μνήμη χιλιάδων παιδιών: εκείνων που δεν πρόλαβαν ποτέ να μεγαλώσουν.

Η ταινία παρακολουθεί αυτά τα πρόσωπα από την παιδική ηλικία μέχρι σήμερα, φέρνοντας στο φως πολύτιμα προσωπικά τους ντοκουμέντα –ένα παιδικό ημερολόγιο, μια σχολική έκθεση, φωτογραφίες και οικογενειακά φιλμάκια– τεκμήρια μιας ολόκληρης εποχής.

 

 

 

 

Παράλληλα, σκιαγραφείται η ζωή των Εβραϊκών κοινοτήτων της Ελλάδας πριν τον Πόλεμο και αποκαλύπτονται σπάνιες εικόνες της κατεχόμενης Αθήνας και Θεσσαλονίκης, μέσα από κινηματογραφικά αρχεία, ερασιτεχνικές ταινίες Γερμανών στρατιωτών και παράνομες λήψεις Ελλήνων πατριωτών.

 

 

 

 

Τα γυρίσματα έγιναν στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ιωάννινα, Χανιά και στο Άουσβιτς της Πολωνίας.

 

 

 

Μαρτυρίες-Αφήγηση

 

Ροζίνα Ασσέρ-Πάρδο

Σήφης Βεντούρας

Ευτυχία Νάχμαν-Ναχμία

Σέλλυ Κούνιο-Κοέν

Μάριος Σούσης

 

 

 

 

Σκηνοθεσία–Σενάριο

Βασίλης Λουλές

 

 

 

 

Έρευνα

Βασίλης Λουλές

με τη συνεργασία

του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος

 

 

 

 

 

Μουσική

Νίκος Κυπουργός

 

 

 

 

Παραγωγή

 

MASSIVE PRODUCTIONS

ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΟΥΛΕΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Ε Ρ Τ

 

 

 

 

 

με την ενίσχυση

-ΙΔΡΥΜΑ ΙΩΑΝΝΟΥ Φ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

-ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

-ΚΕΝΤΡΙΚΟ ΙΣΡΑΗΛΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ

-AMERICAN SEPHARDI FEDERATION

-THE AMERICAN FRIENDS OF THE JEWISH MUSEUM OF GREECE

-TASK FORCE FOR INTERNATIONAL COOPERATION ON

HOLOCAUST EDUCATION, REMEMBRANCE, AND RESEARCH (I.T.F.)

 

 

 

 

 

με τη χορηγία

 

ΑΝΕΚ LINES / DIRENT / PORTO PALACE HOTEL Θεσ/νίκη

 

 

 

 

 

με την ευγενική παραχώρηση Αρχειακού Υλικού

 

-ΕΒΡΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

-UNITED STATES HOLOCAUST MEMORIAL MUSEUM

-ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

-ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

-ΕΒΡΑΪΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

-ΑΡΧΕΙΟ ΦΩΤΟΥ ΛΑΜΠΡΙΝΟΥ

-ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΜΠΕΝΑΚΗ

(συλλογή ταινιών του Κώστα Μπαλάφα)

 

 

 

 

 

με τη δημιουργική συμβολή

 

STORYDOC Εκπαιδευτικό Ινστιτούτο για το Ντοκιμαντέρ

 

 

 

 

www.mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα