
∆ηµόσια φαρµακευτική δαπάνη: Πρόσφατες εξελίξεις
• «Η όποια περαιτέρω περιστολή στο κόστος της φαρμακευτικής περίθαλψης θα πρέπει απαραιτήτως να συνεξετάζεται τόσο με τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας όσο και με τις προοπτικές βιωσιμότητας της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας»
«Η φαρμακευτική δαπάνη περιλαμβάνει τη συνολική δαπάνη για φάρμακα και λοιπά φαρμακευτικά είδη που χορηγούνται σε ασθενείς.
Πιο αναλυτικά, περιλαμβάνονται οι δαπάνες για όλα τα συνταγογραφούμενα –αποζημιούμενα και μη– και μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, είτε είναι πρωτότυπα είτε είναι γενόσημα (ουσιωδώς όμοια σκευάσματα με εμπορική επωνυμία ή με κοινόχρηστη διεθνή ονομασία).
Η φαρμακευτική δαπάνη διακρίνεται σε δημόσια και ιδιωτική.
Η πρώτη περιλαμβάνει τις δαπάνες όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης για τα συνταγογραφούμενα (εκτός νοσοκομείων) φάρμακα, είναι δηλαδή η αποζημίωση της φαρμακευτικής δαπάνης που καταβάλλουν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί.
Από την άλλη πλευρά, η ιδιωτική φαρμακευτική δαπάνη περιλαμβάνει τα ποσοστά συμμετοχής των ασφαλισμένων για τα αποζημιούμενα φάρμακα, τις ίδιες δαπάνες των ασθενών-καταναλωτών για τα μη καλυπτόμενα από τα ασφαλιστικά ταμεία φαρμακευτικά σκευάσματα και συναφή είδη, καθώς και την αποζημίωση μέρους της δαπάνης από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις.
Ο Πίνακας 3.3.1 αποτυπώνει την εξέλιξη της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης στην Ελλάδα και σε επιλεγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την περίοδο 1990-2010, τόσο ως ποσοστό του ΑΕΠ και της συνολικής δαπάνης υγείας, όσο και σε απόλυτους όρους.
Είναι προφανές ότι η δημόσια φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο (μη σταθμισμένο) όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το 2010, διπλασιάζοντας το ποσοστό συμμετοχής στο ΑΕΠ από το προγενέστερο χρονικό σημείο, δηλαδή το 2000.
Η ίδια εικόνα αναδύεται και από τη στήλη της δημόσιας κατά κεφαλήν φαρμακευτικής δαπάνης (σε τιμές ίσης αγοραστικής δύναμης), το απόλυτο ποσό της οποίας υπερτριπλασιάζεται κατά τη δεκαετία 2000-20102, έναντι αύξησης κατά 40% στο σύνολο της ΕΕ των 27.
Είναι αξιοσημείωτο, επίσης, το ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό συμμετοχής της δημόσιας δαπάνης για φάρμακα στη συνολική φαρμακευτική δαπάνη το 2010, το οποίο υπερβαίνει κατά 50% περίπου τον μέσο όρο της Ευρώπης, προσεγγίζοντας το αντίστοιχο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Από την άλλη πλευρά, η συνολική δημόσια δαπάνη υγείας ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι χαμηλότερη όχι μόνο από το μέσο ευρωπαϊκό όρο, αλλά και από αντίστοιχες, ως προς το μέγεθος και το επίπεδο οικονομίας, ευρωπαϊκές χώρες.
Στη συνέχεια, από τα δεδομένα του Πίνακα 3.3.2, διαπιστώνεται ότι η δημόσια εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας σημειώνει έναν ιδιαίτερα υψηλό ρυθμό ανόδου κατά την περίοδο 2002-2009 της τάξης του 16,2%, έναντι 12,2% για το σύνολο των δαπανών υγείας.
Ως εκ τούτου, ο εξορθολογισμός του κόστους της φαρμακευτικής περίθαλψης βρέθηκε στο επίκεντρο των δράσεων της πολιτικής υγείας, κατά την περίοδο κρίσης που διέρχεται η χώρα μας.
Συνιστά έναν από τους κυριότερους τομείς παρέμβασης, στο πλαίσιο εφαρμογής του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, τόσο στο αρχικό Μνημόνιο και στις αναθεωρήσεις του όσο και στο Δεύτερο Μνημόνιο, αποτελώντας έναν από τους βασικούς πυλώνες της δημοσιονομικής εξυγίανσης κατά την τριετία 2010-2012.
Έτσι, η φαρμακευτική δαπάνη όλων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης διαμορφώνεται, κάτω από την ασφυκτική πίεση και τον έλεγχο των εταίρων-δανειστών μας, σε ποσά μειωμένα κατά 15% κατ’ έτος κατά τη διετία 2010 και 20114.
Η εξωνοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη κατά το 2012, σύμφωνα με το Δεύτερο Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής (Πρώτη Αναθεώρηση), αναμένεται να μην υπερβεί το ποσό των 3,1 δισεκ. ευρώ, μειωμένη κατά περίπου 1 δισ. ευρώ ή κατά 25% σε σχέση με το 2011.
Επισημαίνεται ότι μία εξοικονόμηση αυτού του ύψους ήταν και ο στόχος στο Μνημόνιο Συνεννόησης μεταξύ της ελληνικής πολιτείας και των εταίρων-δανειστών μας (Μάρτιος 2012).
Η περιστολή της φαρμακευτικής δαπάνης κατά περίπου 1 δισεκ. ευρώ το 2012 κατέστη δυνατή μέσω:
(i) αλλαγών στο σύστημα τιμολόγησης και συγκεκριμένα λόγω σημαντικής μείωσης των τιμών των εκτός πατέντας φαρμάκων (κατά 50% μετά τη λήξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας) και των γενόσημων σκευασμάτων (επιπλέον 10% κατ’ ελάχιστον), (ii) της μείωσης των περιθωρίων κέρδους των φαρμακοποιών –με στόχο ένα μέσο ποσοστό κάτω από 15%– και των χονδρεμπόρων,
(iii) της εφαρμογής της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης φαρμάκων με βάση τη δραστική ουσία και των πρωτοκόλλων συνταγογράφησης,
(iv) της επικαιροποίησης του θετικού και του αρνητικού καταλόγου συνταγογραφούμενων φαρμάκων,
(v) της καθιέρωσης της ασφαλιστικής τιμής των φαρμάκων και
(vi) της αύξησης της συγχρηματοδότησης, δηλαδή της συμμετοχής στη δαπάνη των ασφαλισμένων, με ελάχιστες εξαιρέσεις για ειδικές χρόνιες παθήσεις.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί ότι η αυξημένη συμμετοχή των ασφαλισμένων στη φαρμακευτική δαπάνη σε συνδυασμό με την εφαρμογή της ασφαλιστικής τιμής των φαρμάκων που σημαίνει ότι ο ασθενής επιβαρύνεται με τη διαφορά (κατά 50%, σύμφωνα με την τελευταία ρύθμιση) σε περίπτωση που επιλέγει ακριβότερο φάρμακο, μεταφέρει ένα σημαντικό βάρος από τον ΕΟΠΥΥ στους ασφαλισμένους.
Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι μία μερίδα του πληθυσμού μειώνει εξ ανάγκης τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας, κατά την περίοδο κρίσης που διέρχεται η χώρα μας, ενδέχεται να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ποιό τητα αλλά και στο προσδόκιμο ζωής, θέτοντας πιθανόν σε κίνδυνο την προστασία της δημόσιας υγείας.
Υποστηρίζεται από ειδικούς μελετητές ότι μία υπέρμετρα μεγάλη μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης πιθανόν να προκαλέσει σημαντικές στρεβλώσεις στο σύνολο των παροχών υγείας μέσω αφενός της μετακύλισης μεγάλου βάρους στα νοικοκυριά –μία ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη για τις πλέον ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού στην παρούσα κρίση – και αφετέρου με την υποκατάσταση της φαρμακευτικής περίθαλψης από παρεμβατική νοσοκομειακή περίθαλψη, με πιθανό αποτέλεσμα την αύξηση των δαπανών υγείας συνολικά.
Είναι γενικώς αποδεκτό ότι η σχέση μεταξύ της φαρμακευτικής δαπάνης και της νοσοκομειακής περίθαλψης είναι σύνθετη, με την έννοια ότι η πρωτοβάθμια φαρμακευτική περίθαλψη για την αντιμετώπιση διάφορων παθήσεων περιορίζει την ανάγκη για την πιθανότατα δαπανηρότερη νοσοκομειακή φροντίδα.
Αξίζει να επισημανθεί ότι ο σημαντικός εξορθολογισμός στο κόστος της φαρμακευτικής περίθαλψης κατά την πρόσφατη περίοδο οφείλεται πρωτίστως στις αλλεπάλληλες περικοπές των τιμών των φαρμάκων και σε περιορισμένο μόνο βαθμό στην εφαρμογή των αναγκαίων διαρθρωτικών μέτρων τα οποία στοιχειοθετούν καίριες αλλαγές στα πλαίσια της πολιτικής φαρμάκου στη χώρα μας.
Στη δέσμη των σημαντικών παρεμβατικών μέτρων που σχεδιάστηκαν και τίθενται κατ’ ανάγκην σε εφαρμογή, περιλαμβάνονται, όπως προαναφέρθηκε, η ηλεκτρονική συνταγογράφηση αλλά προπαντός τα μέτρα για την προώθηση της χρήσης των γενόσημων σκευασμάτων μέσω της υποχρεωτικής συνταγογράφησης με γνώμονα τη δραστική ουσία και με την υποχρεωτική αντικατάσταση με το φθηνότερο ανώνυμο γενόσημο στο φαρμακείο.
Η θεσμοθέτηση αυτών των διαρθρωτικών μέτρων ολοκληρώθηκε με τον εφαρμοστικό νόμο για την υγεία (Νόμος 4512/1.3.2012), πλην όμως η εφαρμογή ορισμένων εξ αυτών, ειδικά της συνταγογράφησης με βάση τη δραστική ουσία και η επικαιροποίηση του θετικού και του αρνητικού καταλόγου τέθηκαν σε εφαρμογή προς το τέλος (Νοέμβριο και Δεκέμβριο, αντίστοιχα) του 2012.
Η διεθνής εμπειρία έχει να επιδείξει πληθώρα μέτρων και πολιτικών που αποβλέπουν στη συγκράτηση της φαρμακευτικής δαπάνης που έχει απασχολήσει τα ασφαλιστικά ταμεία και τα συστήματα υγείας όλων των χωρών, ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων, ιδιαίτερα μετά την πρόσφατη χρηματοοικονομική κρίση.
Τα βασικότερα από αυτά τα μέτρα αποβλέπουν στην ορθολογική χρήση φαρμάκων12 τόσο από τους συνταγογραφούντες ιατρούς και φαρμακοποιούς όσο και από τους ασθενείς-καταναλωτές μέσω εργαλείων και πολιτικών στις οποίες περιλαμβάνονται:
(i) Η συνταγογράφηση με γνώμονα τη δραστική ουσία δηλαδή με βάση την κοινόχρηστη διεθνή ονομασία των φαρμάκων και όχι την εμπορική επωνυμία.
(ii) Οι οδηγίες συνταγογράφησης που βασίζονται κυρίως σε κλινικά πρωτόκολλα συνταγογράφησης.
(iii) Οι φαρμακευτικοί προϋπολογισμοί για τους γιατρούς, βάσει των οποίων καθορίζεται το ανώτατο όριο φαρμακευτικής δαπάνης κατά περιοχή και χρονική περίοδο.
(iv) Η υποχρεωτική ή ενδεικτική υποκατάσταση γενόσημων σκευασμάτων στα φαρμακεία.
(v) Η παρακολούθηση και έλεγχος της συνταγογραφικής συμπεριφοράς των ιατρών.
(vi) Η ενημέρωση του κοινού προκειμένου να γίνεται ορθολογική χρήση των φαρμάκων (π.χ. σχετικά με τη χρήση των γενόσημων ή για τις αρνητικές συνέπειες της πολυφαρμακίας).
Όπως διαφαίνεται από την προηγηθείσα ανάλυση, η δέσμη των παρεμβατικών μέτρων που θεσμοθετήθηκαν και εφαρμόζονται στη χώρα μας, κάτω από τη συνεχή παρακολούθηση και τον έλεγχο των εκπροσώπων των δανειστών μας, στοιχειοθετούν μία διαδικασία ευθυγράμμισης της φαρμακευτικής πολιτικής προς τα ισχύοντα στις περισσότερες από τις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πρωτεύοντα στόχο την περιστολή του κόστους της φαρμακευτικής περίθαλψης και κατ’ επέκταση τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Ωστόσο, η προώθηση και η εφαρμογή από την πολιτεία μέτρων που στοχεύουν στην περιστολή της δημόσιας δαπάνης σε υπέρμετρο ίσως βαθμό πιθανόν θα οδηγήσουν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Η πρόβλεψη του Δεύτερου Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής για περαιτέρω μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης κατά 800 εκατ. ευρώ για τη διετία 2013-2014, προκειμένου να μην υπερβαίνει στο τέλος του 2014 το 1% του ΑΕΠ, που είναι και ο ευρωπαϊκός μέσος όρος, είναι πιθανόν εφικτή, ιδιαίτερα με την εφαρμογή, εκτός των προαναφερθέντων μέτρων, και του εργαλείου της αυτόματης επιστροφής (CLAWBACK) –5% παρακράτηση επί των τιμολογίων του ΕΟΠΥΥ– ανά εξάμηνο στη φαρμακοβιομηχανία.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι εκπρόσωποι της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας, οι οποίοι αντιδρούν ιδιαίτερα στο μέτρο της συνταγογράφησης με βάση την κοινόχρηστη διεθνή ονομασία, υποστηρίζουν ότι έτσι εξαντλούνται τα όρια αντοχής των φαρμακευτικών επιχειρήσεων και καθιστούν αβέβαιη τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητάς τους.
Το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι το ποιοτικό και ασφαλές επώνυμο φάρμακο δεν είναι δυνατόν να διατίθεται σε τιμές που καθιστούν την παραγωγή του ασύμφορη.
Εν κατακλείδι, η όποια περαιτέρω περιστολή στο κόστος της φαρμακευτικής περίθαλψης θα πρέπει απαραιτήτως να συνεξετάζεται τόσο με τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας όσο και με τις προοπτικές βιωσιμότητας της εγχώριας φαρμακοβιομηχανίας.»
Πηγή: «Οικονομικές Εξελίξεις» του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) , άρθρο της κας Ζ.Ν. Αναστασάκου
www.mywaypress.gr ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΥΡΟΥΣ