Συνεργασία για την Ανταγωνιστικότητα

Τελετή Υπογραφής Διακήρυξης Συνεργασίας Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου και Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας των Η.Π.Α.

Υπεγράφη σήμερα Κοινή Διακήρυξη μεταξύ του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας των Η.Π.Α. και του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.

Οι δύο οργανισμοί:

  • Αναγνωρίζοντας τη σημασία της ανάπτυξης αποτελεσματικών πολιτικών ανταγωνιστικότητας για την προώθηση της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης
  • Αναγνωρίζοντας ότι η καινοτομία είναι η κινητήρια δύναμη της μελλοντικής αύξησης της παραγωγικότητας και της ευημερίας
  • Κατανοώντας ότι οι επενδύσεις στην καινοτομία και την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου συμβάλουν στην περιφερειακή , εθνική και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα

και

  • Επιθυμώντας να προωθήσουν και να ενισχύσουν τις σχέσεις συνεργασίας μεταξύ τους και να συνεργαστούν για την προώθηση πολιτικών και στρατηγικών ανταγωνιστικότητας για την προώθηση της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης

θα επιδιώξουν τη δημιουργία μιας στρατηγικής συνεργασίας για την κινητοποίηση μιας κρίσιμης μάζας ηγετών και εμπειρογνωμόνων, προκειμένου να προωθήσουν τη βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη και να αναπτύξουν αποτελεσματικές πολιτικές ανταγωνιστικότητας, καινοτόμα επιχειρηματική δραστηριότητα, επιστημονική και τεχνολογική συνεργασία και ανάπτυξη που βασίζεται στην καινοτομία .

Για το σκοπό αυτό, τα συμβαλλόμενα μέρη, θα συνεργαστούν για την προώθηση συμμαχιών με στόχο την οργάνωση διαλόγων πολιτικής, σεμιναρίων και δραστηριοτήτων που θα επικεντρώνονται σε μια σειρά θεμάτων που σχετίζονται με την ανταγωνιστικότητα.

Ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, Σίμος Αναστασόπουλος, δήλωσε σχετικά: «Η συμφωνία Συνεργασίας που υπογράφουμε σήμερα με το Compete, το Συμβούλιο για την Ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ, αποτελεί σημαντικό βήμα στην προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας. Με την πρόσβαση που αποκτούμε στα εργαλεία και την εμπειρία του Compete θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε πρακτικά και αποτελεσματικά στη ανάταξη της οικονομίας, στη δημιουργία φιλικού και αποδοτικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα και βεβαίως στη προσέλκυση επενδύσεων που αποτελεί και την μέγιστη πρόκληση για την ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Τα Ελληνο-Αμερικανικό Επιμελητήριο με τη σημερινή Συμφωνία βάζει τις βάσεις στην πρωτοβουλία  συγκρότησης ενός Ανεξάρτητου Επιχειρηματικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας, στα πρότυπα του Compete, με τη συμμετοχή επιχειρήσεων, επαγγελματικών και ακαδημαϊκών φορέων και με την επιδίωξη της συνεργασίας όλων των εταίρων για την προώθηση του εθνικού συμφέροντος.»

Η Πρόεδρος του Council on Competitiveness, Deborah Wince-Smith, συμπλήρωσε:  “Εξ ονόματος του Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας των ΗΠΑ, είναι τιμή μου να καταλήξω σε αυτή την τελετή Υπογραφής Διακήρυξης Συνεργασίας με το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο. Μαζί θα κινήσουμε διμερείς πρωτοβουλίες για την προώθηση των πολιτικών για την ανταγωνιστικότητα και των πρακτικών που διαμορφώνουν τη μελλοντική ικανότητα για επιχειρηματική καινοτομία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής αξίας για την επίτευξη μακροπρόθεσμης βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας χωρίς αποκλεισμούς για τα δύο έθνη μας.”

 
• Η συμφωνία Συνεργασίας

Κατά το World Economic Forum (2007), «Η εθνική ανταγωνιστικότητα είναι το πλέγμα εκείνο των παραγόντων, πολιτικών και θεσμών που προσδιορίζουν το επίπεδο της παραγωγικότητας μιας χώρας. Το επίπεδο της παραγωγικότητας, με τη σειρά του, προσδιορίζει το διατηρήσιμο επίπεδο ευημερίας που μπορεί να απολαμβάνει μία οικονομία. Με άλλα λόγια, οι πιο ανταγωνιστικές οικονομίες τείνουν να είναι σε θέση να προσφέρουν υψηλότερα επίπεδα εισοδήματος στους πολίτες τους. Το επίπεδο της παραγωγικότητας προσδιορίζει επίσης την απόδοση των επενδύσεων σε μια οικονομία. Καθώς οι αποδόσεις είναι οι καθοριστικοί προσδιοριστικοί παράγοντες στη μεγέθυνση των οικονομιών, μια πιο ανταγωνιστική οικονομία είναι μια οικονομία που πιθανότατα θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο μέσο και μακροπρόθεσμο ορίζοντα».

Σύμφωνα με το Institute for Management Development, IMD, (2006), «Η ανταγωνιστικότητα των χωρών είναι το πεδίο εκείνο της οικονομικής θεωρίας που αναλύει τα στοιχεία και τις πολιτικές εκείνες που διαμορφώνουν την ικανότητα μιας χώρας να δημιουργεί και να διατηρεί ένα περιβάλλον που υποστηρίζει μεγαλύτερη παραγωγή αξίας για τις επιχειρήσεις και μεγαλύτερη ευημερία για τους πολίτες».

Κατά τον Aiginger (2006), «Ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας ή περιοχής να δημιουργεί ευημερία».

Κατά το World Economic Forum (1996), «Η ανταγωνιστικότητα είναι η ικανότητα μιας χώρας να πετύχει διατηρήσιμα υψηλούς ρυθμούς αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».

Σύμφωνα με το OECD (1996), «Ανταγωνιστικότητα σημαίνει υποστήριξη της ικανότητας των επιχειρήσεων, κλάδων, περιφερειών, χωρών ή διακρατικών περιοχών να δημιουργούν σχετικά υψηλά επίπεδα εισοδήματος και απασχόλησης των συντελεστών τους, ενώ παραμένουν εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό».

«Πρέπει να δούμε την ανταγωνιστικότητα ως το κύριο μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου, απασχόλησης των ανέργων και εξάλειψης της φτώχειας»

Είναι ένα ισχυρό μέσο αύξησης του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής ευημερίας – ένα εργαλείο για την επίτευξη στόχων. Αυξάνοντας την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα στα πλαίσια της διεθνούς εξειδίκευσης, η ανταγωνιστικότητα προσφέρει παγκοσμίως τη βάση για την αύξηση των εισοδημάτων κατά μη πληθωριστικό τρόπο».

Από το 2005, το WEF στηρίζει την ανάλυση ανταγωνιστικότητας στον Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Index – GCI), ο οποίος εκτιμά και συνυπολογίζει τους μικροοικονομικούς και μακροοικονομικούς παράγοντες που επηρεάζουν, σύμφωνα με το WEF, την εθνική ανταγωνιστικότητα . Για την κατάρτιση του GCI το WEF, μετρά τις επιδόσεις των χωρών σε 12 βασικούς πυλώνες ανταγωνιστικότητας καθένας από τους οποίους απαρτίζεται από πλήθος μεταβλητών οι οποίοι σταθμίζονται με διαφορετικά βάρη, ανάλογα με τη σπουδαιότητα που τους αποδίδεται σε σχέση με την επίτευξη της εθνικής ανταγωνιστικότητας. Οι πυλώνες ανταγωνιστικότητας του GCI και οι θεωρητικές παραδοχές του WEF που οδηγούν στην επιλογή τους είναι, συνοπτικά, οι εξής:

  1. Θεσμικό περιβάλλον (Institutions)
  2. Υποδομές (Infrastructure)
  3. Μακροοικονομικό Περιβάλλον
  4. Υγεία και Πρωτοβάθμια εκπαίδευση
  5. Ανώτατη εκπαίδευση και κατάρτιση
  6. Αποτελεσματικότητα αγοράς αγαθών
  7. Αποτελεσματικότητα αγοράς εργασίας
  8. Ανάπτυξη χρηματοοικονομικής αγοράς
  9. Τεχνολογική εξειδίκευση
  10. Μέγεθος αγοράς
  11. Εξειδίκευση βιομηχανικού τομέα – Ποιότητα επιχειρηματικών δικτύων
  12. Καινοτομία

Οι πυλώνες ανταγωνιστικότητας ομαδοποιούνται και αυτοί με τη σειρά τους σε τρεις βασικές κατηγορίες:

  • Βασικές προϋποθέσεις (Θεσμικό περιβάλλον, Υποδομές, Μακροοικονομική σταθερότητα, Υγεία & Πρωτοβάθμια εκπαίδευση).
  • Ενισχυτές Αποτελεσματικότητας (Ανώτερη Εκπαίδευση/Κατάρτιση, Αποτελεσματικότητα αγοράς εργασίας, Αποτελεσματικότητα αγοράς αγαθών, Ανάπτυξη χρηματοοικονομικής αγοράς, Τεχνολογική ετοιμότητα, Μέγεθος αγοράς).
  • Καινοτομία και Επιχειρηματική ωριμότητα (Επιχειρηματική ωριμότητα, Καινοτομία).

Η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλά στους δείκτες ανταγωνιστικότητας στη θέση 81 από 144 χώρες σύμφωνα με την έκθεση του WEF για το 2014. Να σημειωθεί ότι η χώρα παρουσίαζε σταθερά πτωτική πορεία στους δείκτες ανταγωνιστικότητας από το 2008 ως το 2013 οπότε η υλοποίηση ουσιωδών μεταρρυθμίσεων βελτίωσαν τις υποδομές σε διάφορους τομείς που είχαν άμεση θετική επίδραση στους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Η αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης, η ισχύς του Τραπεζικού κλάδου και η πρόσβαση στη χρηματοδότηση όπως και η υστέρηση στην καινοτομία αποτελούν σύμφωνα με το WEF τα σημαντικότερα προβλήματα στην επιχειρηματικότητα και καθιστούν άμεση την ανάγκη για αλλαγές και μεταρρυθμίσεις σε όλους τους τομείς που προαναφέρθηκαν.

Η λειτουργία ενός Ανεξάρτητου Επιχειρηματικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας κρίνεται απολύτως απαραίτητη και η συνδυασμένη λειτουργία του με το Εθνικό Συμβούλιο Ανάπτυξης θα είναι ιδιαίτερα επωφελής για την ταχεία αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας.

Η συμφωνία Συνεργασίας που υπογράφουμε σήμερα με το Compete, το Συμβούλιο για την Ανταγωνιστικότητα των ΗΠΑ, αποτελεί σημαντικό βήμα στην προσπάθεια ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της χώρας μας. Με την πρόσβαση που αποκτούμε στα εργαλεία και την εμπειρία του Compete θα μπορέσουμε να συμβάλλουμε πρακτικά και αποτελεσματικά στη ανάταξη της οικονομίας, στη δημιουργία φιλικού και αποδοτικού περιβάλλοντος για την επιχειρηματικότητα και βεβαίως στη προσέλκυση επενδύσεων που αποτελεί και την μέγιστη πρόκληση για την ανάπτυξη και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Τα Ελληνο-Αμερικανικό Επιμελητήριο με τη σημερινή Συμφωνία βάζει τις βάσεις στην πρωτοβουλία  συγκρότησης ενός Ανεξάρτητου Επιχειρηματικού Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας, στα πρότυπα του Compete, με τη συμμετοχή επιχειρήσεων, επαγγελματικών και ακαδημαϊκών φορέων και με την επιδίωξη της συνεργασίας όλων των εταίρων για την προώθηση του εθνικού συμφέροντος.

Σχετικά Άρθρα