
Τους πολιτικούς κινδύνους για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, επισημαίνει το ΔΝΤ
Tο δημόσιο χρέος το 2015 ανήλθε στο 178,4% του ΑΕΠ
Πολιτικούς κινδύνους για την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων σε μια σειρά χώρες, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, διαβλέπει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην ετήσια έκθεσή του για τις δημοσιονομικές εξελίξεις (Fiscal Monitor). Όπως αναφέρει η έκθεση «ο πολιτικός κύκλος ή ένα ενδεχόμενο πολιτικό αδιέξοδο μπορούν να προκαλέσουν επιπλοκές στην εφαρμογή της πολιτικής ή να αποθαρρύνουν την ανάληψη τολμηρών πρωτοβουλιών σε μια σειρά κρατών».
Στην ίδια κατηγορία με την Ελλάδα αναφορικά με τους κινδύνους το ΔΝΤ εντάσσει και χώρες όπως η Αυστραλία και ΗΠΑ, αλλά και αναδυόμενες οικονομίες όπως η Βραζιλία η Νότιος Αφρική και η Βενεζουέλα.
Ειδικότερα για την Ελλάδα, το ΔΝΤ δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες προβλέψεις εν αναμονή της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας.
Όμως και για το 2015 το ΔΝΤ αναφέρει ότι τα δεδομένα αντανακλούν τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις των στελεχών του Ταμείου αναφορικά με την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, οι οποίες υπόκειται σε αναθεώρηση, δεδομένης της υψηλής αβεβαιότητας σχετικά με τις δυνητικά σημαντικές προσαρμογές των μεγεθών που μπορεί να επέλθουν σε δεδουλευμένη βάση.
Έτσι η έκθεση, η οποία τιτλοφορείται «Αναλαμβάνουμε τώρα δράση, ενεργούμε από κοινού», εμπεριέχει στοιχεία για τα ελληνικά δημοσιονομικά δεδομένα το 2015, διαφορετικά από αυτά που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση.
Η έκθεση του ΔΝΤ
Ειδικότερα το Ταμείο ανεβάζει το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2015 στο 4,2% του ΑΕΠ, το πρωτογενές έλλειμμα στο 0,6% του ΑΕΠ, το κυκλικά προσαρμοσμένο έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης στο 1,1% του ΑΕΠ και το κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεονάσματα στο 2,3% του ΑΕΠ. Για τα δημόσια έσοδα αναφέρει πως διαμορφώθηκαν στο 45,8% του ΑΕΠ, ενώ εκτιμά πως οι δημόσιες δαπάνες ήταν στο 50% του ΑΕΠ. Τέλος, εκτιμά ότι το δημόσιο χρέος το 2015 ανήλθε στο 178,4% του ΑΕΠ.
Το ύψος των προβληματικών δανείων συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ευρωζώνη
Τον κώδωνα του κινδύνου για το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στις ευρωπαϊκές τράπεζες κρούει το ΔΝΤ, σε έκθεσή του για την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα.
Σύμφωνα με το Ταμείο, το ύψος των προβληματικών δανείων συνιστά το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ευρωζώνη, καθώς η αξία τους ανέρχεται στα 900 δισ. ευρώ – εκ των οποίων το 10% αφορά τις ελληνικές τράπεζες.
Το ΔΝΤ επισημαίνει ότι το μέγεθος των μη εξυπηρετούμενων δανείων ευθύνεται για τη μεγάλη πτώση των τραπεζικών μετοχών, επικαλούμενο ως χαρακτηριστικότερα παραδείγματα την Ελλάδα και την Ιταλία.
Στη σχετική έκθεση, επισημαίνεται παράλληλα, η ανάγκη διαμόρφωσης μίας ολοκληρωμένης λύσης του προβλήματος, συνιστώντας μία στρατηγική, η οποία θα συνδυάζει ισχυρή εποπτεία, μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου, ανάπτυξη χρηματαγορών και δημιουργία εταιρειών διαχείρισης.
Reuters: Η Αθήνα επιχειρεί να σταθεροποιήσει τα κυμαινόμενα επιτόκια στα δάνεια από τις χώρες της Ε.Ε.
Nα «κλειδώσει» το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους για τα δάνεια που έχει λάβει θα διεκδικήσει στην Ουάσιγκτον η Αθήνα, ζητώντας σταθερά επιτόκια, σύμφωνα με δημοσίευμα του πρακτορείου Reuters.
Όπως αναφέρει το Reuters, επικαλούμενο ανώνυμες πηγές που φέρονται να γνωρίζουν το σκεπτικό της ελληνικής πλευράς, κατά την εαρινή σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, από τις 15 έως τις 17 Απριλίου στην Ουάσιγκτον, η Ελλάδα θα προτείνει ένα ανώτατο όριο για το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους στο 15% του ΑΕΠ, με το 8% να πηγαίνει σε αποπληρωμές ομολόγων, δόσεων δανείων και τόκων, και το υπόλοιπο 7% να προορίζεται για αποπληρωμές εντόκων γραμματίων.
Με αυτό τον τρόπο θα «κλειδώσει» το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης χρέους για τα επόμενα χρόνια και οι επενδυτές θα έχουν μια καθαρή εικόνα για το ποσό που θα πρέπει να δαπανήσει κάθε χρόνο η Ελλάδα, αναφέρει το Reuters επικαλούμενο τις ίδιες πηγές, οι οποίες προσθέτουν ότι, μία τέτοια συμφωνία θα λειτουργήσει σαν «εγγύηση» ότι η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος της χωρίς προβλήματα.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, η Αθήνα επιχειρεί να σταθεροποιήσει τα κυμαινόμενα επιτόκια στα δάνεια από τις χώρες της Ε.Ε., ώστε να έχει ένα «μαξιλάρι» σε ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.