
ΔΝΤ: η παγκόσμια οικονομία υφίσταται σημαντικές μεταβολές
Η δημοσιονομική πολιτική καλείται να κάνει περισσότερα με λιγότερα. Υπάρχει ακόμη περιθώριο στον πλανήτη για περισσότερη αντικυκλική, φιλοαναπτυξιακή, περιεκτική, ισχυρή και συνετή δημοσιονομική πολιτική
Τα νέα, αυξημένα “καθήκοντα” των ανά τον κόσμο δημοσιονομικών πολιτικών σε ένα περιβάλλον ασυνήθιστης αβεβαιότητας περιγράφει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην τελευταία του έκθεση “Fiscal Monitor”.
Σύμφωνα με το διεθνή Οργανισμό, η παγκόσμια οικονομία υφίσταται σημαντικές μεταβολές, συμπεριλαμβανομένων της επιβράδυνσης της παραγωγικότητας, της τεχνολογικής αλλαγής και της παγκόσμιας οικονομικής ολοκλήρωσης. Αυτό εγείρει νέες απαιτήσεις για τις δημόσιες πολιτικές που θα διευκολύνουν τη μετάβαση αυτή, αμβλύνοντας ταυτόχρονα τον αντίκτυπο για όσους επηρεάζονται αρνητικά. Η δημοσιονομική πολιτική καλείται να παίξει μεγαλύτερο ρόλο στην προαγωγή της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας γύρω από τις προοπτικές ανάπτυξης καθώς επίσης και οι διογκωμένοι ισολογισμοί των κυβερνήσεων απαιτούν μια καλύτερη κατανόηση και διαχείριση των κινδύνων. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να επιτελέσει το δύσκολο έργο του να πετύχει περισσότερα και σημαντικότερα σε ένα πιο περιοριστικό περιβάλλον.
Το 2016 οι προηγμένες οικονομίες χαλάρωσαν τη δημοσιονομική πολιτική τους κατά το 1/5 του 1% του ΑΕΠ τους, σπάζοντας μιας πενταετή τάση σταδιακής δημοσιονομικής προσαρμογής. Οι χώρες που συνέβαλαν περισσότερο στη μεταβολή της συνολικής εικόνας ήταν η Ιταλία, η Ισπανία και οι ΗΠΑ και σε μικρότερο βαθμό ο Καναδάς και η Γερμανία. Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η συνολική δημοσιονομική πολιτική αυτής της ομάδας χωρών αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές ουδέτερη το 2017, καθώς και τα επόμενα χρόνια. Ως αποτέλεσμα, το δημόσιο χρέος στις προηγμένες οικονομίες αναμένεται να σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα, ξεπερνώντας κατά μέσο όρο το 100% του ΑΕΠ, αντί να μειωθεί όπως ανέμενε το Ταμείο προηγουμένως.
Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ των ανεπτυγμένων οικονομιών αυξήθηκε κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2016, φτάνοντας το 107,6% του ΑΕΠ και αναμένεται να παραμείνει υψηλός και σχετικά σταθερός μεσοπρόθεσμα (σε αντίθεση με την πρόβλεψη του Απριλίου του 2016 για ήπια και σταθερή μείωση).
Το ΔΝΤ επισημαίνει πως η γενική εκτίμηση για την πορεία της δημοσιονομικής πολιτικής συγκαλύπτει τις ουσιαστικές διαφορές που παρουσιάζουν οι χώρες μεταξύ τους. Ενώ ο Καναδάς και η Ευρωζώνη θα συνεχίσουν να χαλαρώνουν την πολιτική τους, η Κορέα και το Ην. Βασίλειο σχεδιάζουν να ακολουθήσουν συσφικτική πολιτική φέτος.
Στην Ευρωζώνη ειδικότερα, η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να είναι επεκτατική κυρίως λόγω των πολιτικών στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Στη Γαλλία, η στηριζόμενη στις δαπάνες προσαρμογή που υλοποιείται από το 2014 έχει επιβραδυνθεί και το διαρθρωτικό πρωτογενές έλλειμμα αναμένεται να διευρυνθεί οριακά το 2017, αντικατοπτρίζοντας εν μέρει τις αυξημένες ανάγκες για ασφάλεια μετά τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και την αύξηση του “λογαριασμού” για τους μισθούς τους δημοσίου. Για το 2017, οι προτεραιότητες του γερμανικού προϋπολογισμού περιλαμβάνουν τη φορολογική ανακούφιση του προσωπικού εισοδήματος, την αύξηση των δαπανών για υποδομές και την ενίσχυση της χρηματοδότησης για έρευνα και ανάπτυξη. Η Ιταλία σχεδιάζει τη μείωση της εταιρικής φορολογίας αλλά και μια σειρά νέων πρωτοβουλιών για δαπάνες (υψηλότερες συντάξεις, μισθοί και δημόσιες επενδύσεις).
Στις αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες, η επιδείνωση των δημοσιονομικών θέσεων φαίνεται να έχει φτάσει στο τέλος της, αν και η αναμενόμενη βελτίωση εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξελίξεις στις αγορές εμπορευμάτων.
Τι προκαλεί αβεβαιότητα
Η αβεβαιότητα που περιβάλλει τις μελλοντικές δημοσιονομικές πολιτικές καθώς και οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι “σκιάζουν” το παγκόσμιο δημοσιονομικό outlook του ΔΝΤ.
Από τους παράγοντες που συνεισφέρουν στην πολιτική αβεβαιότητα, το Ταμείο ξεχωρίζει την απουσία σαφήνειας ως προς το μέγεθος και τη σύνθεση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης που έχουν προαναγγελθεί στις ΗΠΑ, τις εκλογές που λαμβάνουν χώρα στην Ευρώπη (γαλλικές, γερμανικές και πιθανότατα ιταλικές) και το επικείμενο Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο της Κίνας που θα ανακατέψει την τράπουλα της ηγεσίας και θα ορίσει τη νέα στάση πολιτικής του Κομμουνιστικού Κόμματος. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί ότι οι λεπτομέρειες του “διαζυγίου” της Βρετανίας με την ΕΕ δεν έχουν οριστικοποιηθεί και η μετάβαση ενδέχεται να διαρκέσει πολλά χρόνια.
Στις αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες οικονομίες, η ταχύτερη αύξηση των επιτοκίων, μια σημαντική ανατίμηση του αμερικανικού δολαρίου και οι χαμηλότερες τιμές εμπορευμάτων θα μπορούσαν να επιδεινώσουν την ευαισθησία στο χρέος και να πυροδοτήσουν τις υποχρεωτικές αποπληρωμές υποχρεώσεων, ιδίως εκείνες που σχετίζονται με έμμεσες κρατικές εγγυήσεις για εταιρικό δανεισμό.
Επίσης, οι γεωπολιτικές εντάσεις, όπως η εντατικοποίηση των συγκρούσεων σε περιοχές της Μέσης Ανατολής και στην Αφρική, η περαιτέρω αύξηση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών προς τις γειτονικές χώρες και την Ευρώπη, καθώς και η άνοδος της τρομοκρατίας παγκοσμίως, θα μπορούσαν με τη σειρά τους να επηρεάσουν τη δημοσιονομική πολιτική, συμπεριλαμβανομένης της ανάληψης πιθανού δημοσιονομικού κόστους.
Το μονοπάτι της δημοσιονομικής πολιτικής
Το Ταμείο εκτιμά πως τα υψηλά επίπεδα χρέους, οι μακροχρόνιες δημογραφικές προκλήσεις και οι αυξημένοι δημοσιονομικοί κίνδυνοι καθιστούν αναγκαία την υγιή δημόσια οικονομική διαχείριση. Οι πολιτικές θα πρέπει να εντάσσονται σε ένα αξιόπιστο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο που θα διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, θα διαχειρίζεται επαρκώς τους κινδύνους και θα ενθαρρύνει τις χώρες να οικοδομούν “μαξιλάρια” ασφαλείας τις περιόδους ανάκαμψης.
Για το ΔΝΤ, η χάραξη δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει να καθοδηγείται από τρεις στόχους:
-να είναι αντικυκλική. Μια αντικυκλική δημοσιονομική αντίδραση θα πρέπει να στηρίζεται κυρίως σε αυτόματους σταθεροποιητές και να είναι συμμετρική (δηλαδή να επεκτείνεται σε κακές περιόδους και να συσφίγγει σε καλές περιόδους). Στην Ευρωζώνη, η συνολική κυκλική θέση, συνηγορεί υπέρ μιας ελαφρώς πιο επεκτατικής συνολικής δημοσιονομικής πολιτικής το 2017.
-να είναι φιλική προς την ανάπτυξη. Τα μέτρα φόρων και δαπανών μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως διαρθρωτικά εργαλεία για να στηρίξουν τις τρεις “μηχανές” της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης: το απόθεμα φυσικών κεφαλαίων, το εργατικό δυναμικό και την παραγωγικότητα. Εν μέσω χαμηλών επιτοκίων δανεισμού και σημαντικών δυσλειτουργιών στις υποδομές, πολλές χώρες τείνουν να αυξάνουν τις δημόσιες επενδύσεις, ωστόσο το ταμείο θεωρεί πως για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητα της επένδυσης πρέπει επίσης να δίδεται έμφαση στην προσεκτική επιλογή έργων, τη διαχείριση και την αξιολόγηση. Η πιο φιλική προς την ανάπτυξη φορολογία των επιχειρήσεων που θα εστιάζει στη φορολόγηση των ενοικίων και θα περιορίζει το βάρος για τις πρακτικές τω διοικήσεων μπορεί να ενισχύσει τις ιδιωτικές επενδύσεις.
-να προάγει την περιεκτικότητα. Η παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση και τεχνολογική αλλαγή έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη και την ευημερία, απεγκλωβίζοντας 1 δισ. ανθρώπους από τη φτώχεια από τη δεκαετία του 1980. Αλλά τα κέρδη αυτά δεν κατανέμονταν ισόποσα σε όλες τις χώρες. Στις ανεπτυγμένες οικονομίες, για παράδειγμα, το εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού έχει αυξηθεί με τριπλάσιο σχεδόν ρυθμό από ότι το εισόδημα του υπόλοιπου πληθυσμού την τελευταία 30ετία. Η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στο να διασφαλιστεί πως φτωχή και μεσαία τάξη θα έχουν μερίδιο στην ανάπτυξη.
Επιπλέον, η πολιτική θα πρέπει να πλαισιώνεται από μία ισχυρή φορολογική ικανότητα, καθώς για να υλοποιήσουν την φιλόδοξη ατζέντα τους για τη δημοσιονομική πολιτική όταν το δημόσιο χρέος βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να εξασφαλίσουν μια σταθερή και προσαρμοστική πηγή εσόδων που να μπορεί να κινητοποιείται όταν είναι απαραίτητο. Η φορολογία είναι παράλληλα καθοριστικός παράγοντας ως προς την ικανότητα μιας χώρας να αποπληρώνει τα χρέη της.
Τέλος, η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι συνετή. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση απέδειξε ότι τα δημόσια οικονομικά είναι εκτεθειμένα σε μεγάλους κινδύνους που συχνά υποτιμώνται. Η διάσωση προβληματικών τραπεζών και μια βαθιά οικονομική ύφεση οδήγησε το δημόσιο χρέος των ανεπτυγμένων οικονομικών σε επίπεδα που δεν είχαν ειδωθεί ξανά σε καιρό ειρήνης. Οι κυβερνήσεις θα πρέπει να κατανοήσουν καλύτερα τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται και να υιοθετήσουν στρατηγικές διαχείρισής τους. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, η Κίνα είναι ένα παράδειγμα της σημασίας των συνετών δημοσιονομικών πολιτικών. Το χρέος της αυξήθηκε ταχέως την τελευταία δεκαετία -ταχύτερα από οποιασδήποτε άλλης χώρας. Οι αρχές αναγνωρίζουν την ανάγκη να τεθεί υπό έλεγχο ο ρυθμός συσσώρευσης χρέους και να μειωθούν οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι. Η αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών νωρίς, θα βελτιώσει τις προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα. Η δημοσιονομική πολιτική στην Κίνα μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία προσαρμογής.
Συνολικά, η δημοσιονομική πολιτική καλείται να κάνει περισσότερα με λιγότερα. Υπάρχει ακόμη περιθώριο στον πλανήτη για περισσότερη αντικυκλική, φιλοαναπτυξιακή, περιεκτική, ισχυρή και συνετή δημοσιονομική πολιτική, καταλήγει το ΔΝΤ.