
Τράπεζα Ελλάδος: Χρειάζεται αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής, πιο φιλική προς την ανάπτυξη
Η υπέρβαση του δημοσιονομικού στόχου είχε ως αποτέλεσμα τη στέρηση πόρων από την πραγματική οικονομία που θα τη βοηθούσαν στην ανάκαμψή της και στην ενίσχυση της ρευστότητας. Σε αυτό συνέβαλε τόσο η συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών όσο και η διατήρηση υψηλών ληξιπρόθεσμων οφειλών της γενικής κυβέρνησης προς τους ιδιώτες, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση -Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος. Η επισκόπηση μεταξύ άλλων αναφέρει:
Η εκ νέου υπέρβαση των δημοσιονομικών στόχων έχει αρνητικές επιδράσεις στην πραγματική οικονομία αφού της στερεί αναγκαίους πόρους και ρευστότητα. Η συγκράτηση των πρωτογενών δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στα χαμηλότερα από τους στόχους δηλωθέντα εισοδήματα.
Χρειάζεται, λοιπόν, μία αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι πιο φιλική προς την ανάπτυξη. Παράλληλα, θα πρέπει να εντατικοποιηθούν και οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής για την αύξηση των δημοσίων εσόδων και την ενίσχυση του ανταγωνισμού. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων και η διεύρυνση της φορολογικής βάσης θα ανοίξουν το δρόμο για τη μείωση των φο-ρολογικών συντελεστών και θα ενισχύσουν περαιτέρω την ανάπτυξη.
Οι δράσεις που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν προς τους παραπάνω στόχους είναι η υποχρεωτική χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών ως μέσου περιορισμού της φοροδιαφυγής, η εντατικοποίηση των φορολογικών ελέγχων, η άμεση εφαρμογή του ηλεκτρονικού περιουσιολογίου, η επέκταση του θεσμού των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, η ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ 2014-2020, η κατάλληλη νομοθεσία για τις χρήσεις γης, η αποτελεσματικότερη λειτουργία του Κράτους και η επιτάχυνση του Προγράμματος Αποκρατικοποιήσεων.
Παρά την αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας, τα ποσοστά μακροχρόνιας ανεργίας και ανεργίας των νέων παραμένουν υψηλά και χρειάζεται να ενισχυθούν οι στοχευμένες ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης με στόχο την αποτελεσματικότερη κάλυψη των αναγκών της αγοράς σε εξειδικευμένο προσωπικό. Παράλληλα, θα πρέπει να εντατικοποιηθεί το σχέδιο δράσης ενάντια στην αδήλωτη εργασία ώστε να ενισχυθεί η νόμιμη εργασία και να τονωθούν τα δημόσια έσοδα από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Προκλήσεις, κίνδυνοι και πηγές αβεβαιότητας
Οι οργανωτικές και λειτουργικές αναδιαρθρώσεις που έχουν υλοποιήσει οι τράπεζες έχουν μειώσει στο σύνολό του τον πιστωτικό κίνδυνο, αλλά και πιο συγκεκριμένα την έκθεση στους δανειολήπτες με υψηλό πιστωτικό κίνδυνο.
Παρ’ όλα αυτά, οι προκλήσεις για την αντιμετώπιση του κληροδοτήματος του υψηλού α-ποθέματος μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων παραμένουν σημαντικές για το τραπεζικό σύστημα και πρέπει να αντιμετωπιστούν στο άμεσο μέλλον.
Οι τράπεζες έχουν πραγματοποιήσει πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στα χαρτοφυλάκιά τους. Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις ανοιγμάτων στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, έχουν καθυστερήσει αποφάσεις λόγω του γεγονότος ότι τα μη εξυπηρετούμε-να ανοίγματα έχουν τιμολογηθεί από την α-γορά με πολύ μικρή αξία έναντι της αρχικής ονομαστικής τους αξίας. Βεβαίως, στις περιπτώσεις πώλησης μη εξυπηρετούμενων α-νοιγμάτων στο χαρτοφυλάκιο στεγαστικών δανείων υπάρχει ευνοϊκότερη τιμολόγηση, αν και υπολείπεται σημαντικά της ονομαστικής τους αξίας. Σε κάθε περίπτωση, οι τράπεζες θα πρέπει να προχωρήσουν σε μια πιο επιθετική πολιτική πώλησης ή μεταβίβασης, αναγνωρίζοντας τις ζημίες. Οι τράπεζες θα πρέπει ακόμα να δημιουργήσουν πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα για να αντιμετωπίσουν μελλοντικές πωλήσεις ή μεταβιβάσεις μη ε-ξυπηρετούμενων δανείων και ανοιγμάτων. Μέσα θωράκισης και περαιτέρω εξυγίανσης των ισολογισμών αποτελούν η συνέχιση των πωλήσεων υποκαταστημάτων και θυγατρικών στο εξωτερικό και η επιτάχυνση των μέτρων μείωσης του λειτουργικού κόστους.
Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος
Αναρτήθηκε σήμερα στο δικτυακό τόπο της Τράπεζας της Ελλάδος η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, η οποία δημοσιεύεται δύο φορές το χρόνο από τη Διεύθυνση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Η συγκεκριμένη Επισκόπηση εστιάζεται στις εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που έλαβαν χώρα κατά το εννεάμηνο Ιανουαρίου -Σεπτεμβρίου 2017. Η Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος αξιολογεί τις εξελίξεις, εντοπίζει τους κύριους παράγοντες των συστημικών κινδύνων του ελληνικού τραπεζικού τομέα και των λοιπών κλάδων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και αναλύει τη λειτουργία των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών (ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, συστημάτων διακανονισμού τίτλων και κεντρικού αντισυμβαλλόμενου).
Επιπλέον, η Επισκόπηση περιλαμβάνει και δύο Ειδικά Θέματα. Στο πρώτο Ειδικό Θέμα εξετάζεται, με τη χρήση εναλλακτικών σεναρίων ως προς τη σύσταση των προς πώληση δανειακών χαρτοφυλακίων, η επίδραση στην κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών από ενδεχόμενες πιο συστηματικές πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) σε διάφορα επίπεδα τιμών. Στο δεύτερο Ειδικό Θέμα εξετάζεται η πορεία της αγοράς εταιρικών ομολόγων ελληνικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε όρους εκδόσεων και αποδόσεων.
Με την αξιολόγηση των συστημικών κινδύνων παρέχεται ένα βασικό εργαλείο για την άσκηση της μακροπροληπτικής πολιτικής, η οποία έχει ως στόχο τη μείωση των συστημικών κινδύνων του χρηματοπιστωτικού συστήματος και θα πρέπει να συμπληρώνει τη μικροπροληπτική εποπτεία των τραπεζών, που επικεντρώνεται περισσότερο στην ευρωστία των μεμονωμένων ιδρυμάτων.
Σχετικός σύνδεσμος: Επισκόπηση του Ελληνικού Χρηματοπιστωτικού Συστήματος, Ιανουάριος 2018.
Καθαρές δανειακές ανάγκες της κεντρικής διοίκησης σε ταμειακή βάση: Ιανουάριος-Δεκέμβριος 2017
Την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2017 το ταμειακό αποτέλεσμα της κεντρικής διοίκησης παρουσίασε έλλειμμα 4.434 εκατ. ευρώ, έναντι ελλείμματος 3.569 εκατ. ευρώ την αντίστοιχη περίοδο του 2016. Κατά την περίοδο αυτή, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού διαμορφώθηκαν σε 48.415 εκατ. ευρώ, από 48.941 εκατ. ευρώ πέρυσι. Όσον αφορά τις δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού, στις οποίες περιλαμβάνονται και δαπάνες ύψους περίπου 2.124 εκατ. ευρώ που αφορούν την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών (έναντι 3.850 εκατ. ευρώ πέρυσι), αυτές διαμορφώθηκαν σε 53.128 εκατ. ευρώ, από 51.143 εκατ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2016.