
Ίδρυμα Θεοχαράκη: Έρωτας -Θάνατος στα χρόνια του ρομαντισμού με μελωδίες απαράμιλλης ομορφιάς
Η γνωστή πιανίστρια Λευκή Καρποδίνη επανέρχεται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη με ένα πρόγραμμα κατεξοχήν ρομαντικό. Εμπνευσμένοι από τον έρωτα και τον θάνατο, οι συνθέτες Robert Schumann, Clara Wieck, Johannes Brahms, Franz Liszt και Frederik Chopin μας αφήνουν την διαθήκη τους. Έργα βαθειά, με μελωδίες απαράμιλλης ομορφιάς υμνώντας την αγάπη και τον έρωτα, έργα γεμάτα πόνο αντικρίζοντας τον θάνατο.
Έρωτας – Θάνατος.
Ένα δίπολο υπαρξιακής αναζήτησης και υπαρξιακής δοκιμασίας ανάμεσα στους όρους και τα όρια της ζωής.
Επιμέλεια κειμένων: Κωνσταντίνος Μεϊντάνης, φιλόλογος – μεταφραστής.
Ο Έρωτας και ο Θάνατος ως πραγματικότητες της ανθρώπινης Ύπαρξης στέκουν σαν δύο αντίρροποι, συνάμα όμως και παράλληλοι, άξονες δοκιμασίας και νοηματοδότησης της ζωής και πράξης του Ανθρώπου. Μια διελκυστίνδα ανάμεσα στη θέση-κατάφαση και στην άρση-άρνηση. Από τη μια, ο Έρωτας, ως αυθυπέρβαση και βίωμα πληρότητας, είναι το ζείδωρο νάμα που πλουτίζει και φωτίζει ακόμα και τις πιο μύχιες πτυχώσεις της ζωής ως γεγονότος – μια υπέρτατη κατάφαση στη μοναδικότητα του όντος Υπαρκτού. Και ο Θάνατος, ως τέλος, ως πέρας τής βιολογικής πρωτίστως διάστασης της ζωής, αποτελεί τη μόνη βεβαιότητα του Υπαρκτού, με την ερμητική αινιγματικότητα που τον χαρακτηρίζει, και το συντελεσμένα ανεπίστρεπτο, στο οποίο οδηγεί και απολήγει. Γράφει κάπου ο A.Schopenhauerπως «ο Θάνατος είναι ο μουσηγέτης της Φιλοσοφίας. Δίχως αυτόν, ο άνθρωπος δύσκολα θα μπορούσε να φιλοσοφήσει».
Τόσο όμως ο Θάνατος, όσο και ο Έρωτας, έχουν σταθεί γενεσιουργά αίτια και της Τέχνης στις πολυειδείς και πολύτροπες εκφάνσεις της, ως έκφρασης και ως αντ-απόκρισης στη ζωή. Και σε μέγιστο ίσως βαθμό, αυτό συμβαίνει συγκεκριμένα στην τέχνη της μουσικής δημιουργίας. Σ’ αυτήν, δίνονται και γίνονται με τους ήχους όσα δεν μπορούν να κρυσταλλωθούν στις λέξεις. Πρόκειται για μια αληθινή «ποίηση» της Μουσικής και μια Μουσική της ποίησης. Και ανάμεσα στους δύο αυτούς «πόλους», όχι τόσο με τη έννοια της πόλωσης κάποιου μανιχαϊστικού δυαλισμού, αλλά ως μιας διφυΐας σύμφυτης με τη βαθύτερη ουσία της Μουσικής ως έκφρασης, τανύζεται η δημιουργική στόχευση και πράξη του ανθρώπου, συχνά ίσαμε τα ακρότατα όρια της έσχατης διακινδύνευσής της. Ο Έρωτας ως «ερώτημα-άνοιγμα», ως έκκληση ζωής. Και ο Θάνατος ως «κλείσιμο», ως βαθιά σιωπή στο τέρμα της Πορείας. Γίνεται ίσως, και αυτός, με τον δικό του τρόπο, ένα Ερώτημα, μια Απορία που απομένει δίχως απόκριση.
Robert Schumann (1810-1856) – Arabesque σε Ντο Μείζονα, Op. 18
Η Arabesque είναι έργο του 1839, όπως και η «Φαντασία» σε Ντο μείζονα, Op. 17, και η Kreisleriana, Op. 16. Ο Schumannήταν 29 ετών όταν συνέθεσε αυτό το, φαινομενικά απλό, πιανιστικό κομμάτι, το οποίο εντάσσεται στην κατηγορία των λεγόμενων Charakter Stücke, τα οποία προορίζονταν συνήθως να ακουστούν σε κάποιο καλλιτεχνικό σαλόνι. Ανήκει λοιπόν στην ονομαζόμενη Haus Musik (μουσική για «οικιακή» ζωντανή ερμηνεία και ακρόαση).Ωστόσο, ο συνθέτης κινείται πέρα από την ευτερπή ευκολία που αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό ανάλογων έργων, καθώς υιοθετεί μεν την μορφή του Rondo ως δομικό στοιχείο άρθρωσης του μουσικού υλικού του, διαμορφώνει δε το σύνολό του με έναν ιδιαίτερα πρωτότυπο τρόπο, όσον αφορά την συναισθηματική ενέργεια που εκλύεται από κάθε μέρος του. Το πρώτο και βασικό τμήμα του έργου, συγκεκριμένα, με την πλούσια πεποικιλμένη μουσική γραφή σε ένα ρυθμό σταθερό, ταυτοχρόνως όμως εκλεπτυσμένα εύκαμπτο στη ροή του, οδηγεί σε δύο επόμενα «επεισόδια» σε τονικότητα ελάσσονα, όπου η συναισθηματική ένταση εκδηλώνεται σαφέστερα και πιο άμεσα.
ΟSchumannχρησιμοποιεί εδώ για πρώτη φορά την ονομασία “Arabesque” (κάτι που θα κάνει αργότερα και ο Debussy, όπως και άλλοι συνθέτες κατόπιν), και με κάποια αυστηρότητα χαρακτηρίζει το έργοαπλώς ως κομμάτι «πιο λεπτού και γυναικείου στυλ». Μέσω της εκδίπλωσης τού μουσικού του λόγου εκφράζει, τόσο τις προσωπικές του ιδέες στη μέθοδο της σύνθεσης, όσο και τις «πολυσχιδείς καταστάσεις του εσωτερικού κόσμου μου», όπως ο ίδιος επισημαίνει. Όταν συνθέτει το έργο αυτό, βρισκόμενος στη Βιέννη, φαίνεται πως διακατέχεται από μια επίμονη αίσθηση μελαγχολίας, εξαιτίας της ανεκπλήρωτης ερωτικής του επιθυμίας για την -μετέπειτα σύζυγό του- Clara Wieck.
Στην απόληξη του έργου (με τίτλο “Zum Schluss”), ο Schumann γίνεται ένας οραματιστής του ιμπρεσσιονιστικά Ανεπίτευκτου, με μια Codaπου εν μέρει θυμίζει ως ηχοχρωματική ατμόσφαιρα το τελευταίο κομμάτι του κύκλου «Παιδικές Σκηνές» (“Der Dichterspricht”, «ο Ποιητής μιλά»). Εδώ όμως η εσωστρεφής σοβαρότητα και ο διακριτικός δισταγμός των αρμονιών, όπως και των φράσεων που αναφύονται από αυτές, φωτίζει με μιαν λεπτή αύρα chiaroscuro -σαν μια δειλινή απόχρωση πριν τη σιωπή- την τρυφερή εκφραστικότητα του κομματιού στο σύνολό του. Μια εκκρεμότητα πόθου αναπάντητου και άρρητης ελπίδας μένει ως αίσθηση, καθώς ο ήχος σβήνει…
Clara Wieck–Schumann (1819-1896) –Τρεις Ρομάντζες, Op. 21
Η Clara Wieck, σύζυγος του Schumannκαι ο μεγάλος έρωτας της ζωής του, ήταν ίσως η πιο γνωστή πιανίστρια στην Ευρώπη κατά την περίοδο του Ρομαντισμού. Υπήρξε και συνθέτρια ενός σημαντικού αριθμού έργων, από τα οποία οι Τρεις Ρομάντζες, Op.21 αποτελούν έξοχα δείγματα πιανιστικής γραφής και συνθετικής πρωτοτυπίας. Η χρονιά της σύνθεσης των τριών αυτών κομματιών είναι το 1853, όταν το ζεύγος Schumannγνωρίζει για πρώτη φορά τον 20χρονο Johannes Brahmsκαι ανάμεσα στους τρεις αναπτύσσεται μια πραγματική φιλία ζωής. Για τον Brahms, η εντύπωση και ο θαυμασμός που του προκαλεί η Claraτροφοδοτούν συναισθήματα που κυμαίνονται πέρα από την απλή, αλλά μεστή, φιλία. Ένας έρωτας που δεν θα εκδηλωθείάμεσα και ρητά ποτέ από τη μεριά του συνθέτη, κυρίως λόγω του σεβασμού και της ευγνωμοσύνης που αυτός τρέφει για τον Schumann για την υποστήριξη που του παρέσχε στα πρώτα βήματα της μουσικής του πορείας.
Οι τρεις Ρομάντζες απαρτίζουν αφενός ένα μουσικά συνεκτικό σύνολο και αφετέρου η καθεμιά φέρει τον δικό της χαρακτήρα και τη δική της μουσική ταυτότητα. Η C.Schumannγνωρίζει πώς να αξιοποιεί τόσο τις ηχητικές δυνατότητες του πιάνου όσο και την δεξιοτεχνική δεινότητα της μουσικής Έκφρασης, και αυτό αναφαίνεται με τρόπο εναργή και άμεσο σε κάθε κομμάτι. Άλλωστε, οι διαφορετικές ενδείξεις του tempo (Andante, Allegretto – sehr zart zu spielen, Agitato), πέρα από ειδοποιά χαρακτηριστικά της κάθε Ρομάντζας, μοιάζουν να αποτελούν αναβαθμούς μιας μουσικής αναζήτησης. Μιας περιπλάνησης σε τόπους και τοπία πιανιστικών εικόνων και συναισθημάτων. Με τρόπο δημιουργικά εύγλωττο, αλλά και εταστικά εστιασμένο στην πιο μικρή φαινομενικώς λεπτομέρεια, η συνθέτρια σμιλεύει το μουσικό υλικό της, συγκροτώντας τρία έργα σε άμεση συνάφεια, σαν μετάβαση από το ένα στο επόμενο, συγχρόνως όμως με τη δική τους αυθυπαρξία ως μορφοπλαστικών και εκφραστικών επιτευγμάτων. Έργα υψηλών απαιτήσεων για τον ερμηνευτή τους, καθώς συνδυάζουν την δεξιοτεχνική γραφή με το σφρίγος της έκφρασης σε μια δυσεπίτευκτα ισόρροπη και αμφίδρομη σχέση. Στα τρία αυτά κομμάτια, ως σύνολο, συνυφαίνεται το συγκεκριμένα Αυτόνομο με το ευρύτερα Συναφές και με τρόπο διττό: μέσω της μορφής καί μέσω του περιεχομένου.
Johannes Brahms (1833-1897) – Τέσσερις Μπαλλάντες, Op. 10
Οι τέσσερις Μπαλλάντες γράφτηκαν από τον Brahmsστην ηλικία των 21 ετών, λίγο μετά τη γνωριμία του με τον Robertκαι την Clara Schumann, το καλοκαίρι του 1854. Ο Brahms, σε αντίθεση με τον Liszt, εκπροσωπεί με το Έργο του την Παλαιά Γερμανική Σχολή, η μουσική του έμπνευση και γραφή δεν έχουν περιγραφικό χαρακτήρα, είναι «Καθαρή Μουσική», η λειτουργικότητα και η υφή της οποίας αφορούν αποκλειστικά τον ήχο.
Το έργο αυτό εκδόθηκε το 1856. Δεν αποτελεί ανέρειστη εικασία το ότι ο Brahmsεπηρεάστηκε βαθιά από την ψυχική κατάρρευση του μέντορά του 5 μήνες μετά την πρώτη τους γνωριμία, καθώς ο Schumann, υποφέροντας από έντονες ψυχικές διαταραχές, αποπειράθηκε ν’ αυτοκτονήσει πέφτοντας στον Ρήνο. Παράλληλα όμως και τα συναισθήματά τουBrahms προς την Clara άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονα και βαθιά κατά τη διάρκεια των μηνών εκείνων. Στη σύνθεση του αριστουργηματικού αυτού κύκλου είναι εμφανείς οι εναλλαγές στον συναισθηματικό κόσμο του δημιουργού του: η σκιά της απειλής του θανάτου από τη μία, ο ανομολόγητος-και ανεκπλήρωτος- έρωτας από την άλλη. Το αέναο δίπολο. Ο Έρως και ο Θάνατος. Η Θέση και η Άρση της ζωής…
Οι 4 Μπαλλάντες συνδέονται μεταξύ τους ανά δύο, ως ζεύγη, σε παράλληλες τονικότητες. Η πρώτη Μπαλλάντα αποτελεί εξαίρεση στο Έργο του Brahmsως προς το έναυσμα της δημιουργίας της, καθώς είναι εμπνευσμένη από ένα σκωτσέζικο ποίημα με τον τίτλο “Edward” που περιλαμβανόταν σε μια επιλογή ποιημάτων με τον γενικό τίτλο Stimmen der Völkerin ihren Liedern(«Φωνές των λαών μέσα από τα τραγούδια τους»), συγκροτημένη από τον Johann Gottfried Herder. Στο ποίημα αυτό, γίνεται διάλογος ανάμεσα σε μια μητέρα και τον γιο της, καθώς ο γιός γυρνάει σπίτι με ένα ξίφος γεμάτο αίματα, και εκείνη τον ρωτάει γιατί είναι κόκκινο το ξίφος του. Ο γιος απαντάει κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Ότι σκότωσε ένα γεράκι, ένα ζώο, μέχρι που, στο τέλος, αναγκάζεται να πει την αλήθεια- ότι σκότωσε τον πατέρα του.
Οι Μπαλλάντες Op. 10είναισυνθετικό επίτευγμα για έναν συνθέτη τόσο νεαρής ηλικίας, ήδη βαθιά εξοικειωμένο με την τέχνη του και σαφώς προσανατολισμένο ως προς τους μουσικούς στόχους του. Η αρμονική συνάφεια μεταξύ τους εδράζεται σε ένα είδος τονικού κέντρου σε καθεμία από τις πρώτες τρεις, γραμμένου στην τονικότητα της μπαλλάντας που ακολουθεί, ενώ η τέταρτη καταλήγει στην τονικότητα της Ρε Μείζονος/σι ελάσσονος, αναδείχνοντας έτσι τον αρμονικό συσχετισμό της με τις προηγούμενες. Μπαλλάντες έχουν γράψει και άλλοι συνθέτες, στον Brahmsόμως αντί για μια όσμωση του ποιητικού εν προκειμένω στοιχείου με τη μουσική του απόδοση, η μουσική στοιχειοθετεί καθ’ ολοκληρίαν το πλαίσιο στο οποίο αναπτύσσεται το νόημα του έργου με την δύναμη του Ήχου, και όχι με τη σιωπηλή δυναμική της Λέξης.
Franz Liszt (1811-1886) – Τρία «Όνειρα Αγάπης» (Liebesträume) – Νυχτερινά, S. 541
Τα τρία «Όνειρα Αγάπης» φέρουν τον χαρακτηριστικό υπότιτλο «Νυχτερινά» (Notturni).Ειδικότερα το τρίτο είναι από τα γνωστότερα και δημοφιλέστερα πιανιστικά έργα του Liszt. Στην αρχική τους μορφή είχαν συντεθεί ως τραγούδια (Lieder) ανάμεσα στα 1845 και 1849. Η μεταγραφή τους ως κομματιών για πιάνο έγινε από τον συνθέτη το 1850. Αφορμή έμπνευσης των έργων αυτών στάθηκαν τρία ποιήματα: τα δύο πρώτα αποτελούσαν μελοποιήσεις για σοπράνο και πιάνο δύο ποιημάτων του Ludwig Uhland (“Hohe Liebe” και “Seliger Tod”) και το τρίτο ήταν μελοποίηση ενός ποιήματος του Ferdinand Freiligrath (“Oh Lieb”). Ο Lisztδημιουργεί, με τα ηχοχρώματα του πιάνου και τη σαγηνευτική αρμονική παλέτα του, τρία πραγματικά «πιανιστικά» ποιήματα, με έκτυπη στη μουσική τους διάσταση (ή ορθότερα την πολυδιαστατικότητά τους), μια «αφήγηση» συναισθημάτων και συναισθηματικών διακυμάνσεων. Πρόκειται λοιπόν για «προγραμματική» μουσική, για έναν μουσικό τρόπο έκφρασης που αφορμάται από -αλλά και οδηγεί πίσω στην- αρχική πηγή του, πλάθοντας ηχητικές εικόνες με μια αμεσότητα και στιλπνή διαύγεια που γίνονται αντιληπτές και συνειδητοποιούνται, τόσο μέσω της διάνοιας, ως έννοιες, όσο και μέσω της ψυχής, ως αισθήσεις, από την πλευρά του ακροατή.
Ο βαθύς λυρισμός των έργων αυτών μοιάζει να αναφύεται αυθόρμητα από την δομική, αλλά και την αρμονική διάσταση της πιανιστικής γραφής. Η λυρική αυτή ατμόσφαιρα σταδιακά φορτίζεται και κλιμακώνεται σε πάθος, το οποίο κατόπιν είτε μοιάζει να υποχωρεί είτε να κατασιγάζεται, δίχως όμως να πάψει να υφίσταται με έναν άρρητα ανήσυχο τρόπο. Το τρίτο «Όνειρο», σαν να συγκεφαλαιώνει όλα όσα προηγήθηκαν, κινείται πιο πέρα και από τον απλό λυρισμό και τη συναισθηματική ένταση, καθώς ανελίσσεται μουσικά σε μια κορύφωση, σαν ένα βαθύβλυστο «ξέσπασμα» πάθους, πριν οδηγηθεί πάλι στην αρχική του ευγενική εκφραστικότητα, σχηματίζοντας έτσι έναν αδιόρατο κύκλο που περικλείει και συνέχει το συναίσθημα με τη βιωματική του πληρότητα.
Frédéric Chopin (1810-1849) – Φαντασία σε φα ελάσσονα, Op. 49
Η περίπτωση του Φρειδερίκου Σοπέν μοιάζει ίσως κάπως παράδοξη. Ο νεαρός συνθέτης, που εστίασε την μουσική του δημιουργική δραστηριότητα σχεδόν αποκλειστικά στο πιάνο, ήταν σε μεγάλο βαθμό «αυτοδίδακτος». Η συστηματικότερη μουσική του εκπαίδευση, ενώ ο ίδιος είχε από νωρίς κάνει τα δικά του βήματα στο πιάνο και στη σύνθεση, άρχισε όταν, σε ηλικία 16 ετών, εισήχθη στο Κονσερβατουάρ της Βαρσοβίας, όπου, στη διάρκεια των τριών χρόνων των σπουδών του, ενίσχυσε και τελειοποίησε τη δεξιοτεχνική του ικανότητα και γνώση, έχοντας ήδη διαμορφώσει ένα βαθιά προσωπικό μουσικό ιδίωμα. Υπήρξε ο κατεξοχήν «πιανιστικός» συνθέτης που καλλιέργησε και μορφοποίησε μια πιανιστική γλώσσα απόλυτα προσωπική και ενοφθαλμισμένη με την άσβεστη αγάπη του για την πατρίδα του, την Πολωνία, την οποία άφησε πίσω του σε νεαρή ηλικία. Αν και ξεχωριστός δεξιοτέχνης και ερμηνευτής του πιάνου, δεν εμφανίστηκε ως σολίστ παρά γύρω στις 30 περίπου φορές ενώπιον ευρύτερου κοινού στην καριέρα του – και ποτέ σε ένα «ρεσιτάλ πιάνου». Η άπεφθη, στην ουσία και τη μορφή της, πιανιστική τέχνη του διαπνέεται σε μεγάλο βαθμό από την τέχνη του τραγουδιού, της λυρικά διαμορφούμενης και αναπτυσσόμενης μελωδίας.
Η Φαντασία ως είδος σύνθεσης είχε αξιοποιηθεί από προγενέστερους συνθέτες με πολλούς τρόπους και για διαφορετικούς σκοπούς, και κυρίως ως μορφή αυτοσχεδιασμού. Ο Chopin, στο συγκεκριμένο έργο καινοτομεί τόσο ως προς τη δομή όσο και ως προς τις μουσικές επιλογές του υλικού που αξιοποιεί. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν διστάζει να αρχίσει το έργο σε μια τονικότητα και να ολοκληρώσει τη σύνθεση σε τονικότητα άλλη από την αρχική (κάτι που είχε κάνει και ο Mozart στην ημιτελή Φαντασία σε ρε ελάσσονα, KV 397, της οποίας το δεύτερο τμήμα είναι στη Ρε Μείζονα). Η εισαγωγή της Φαντασίας θυμίζει πένθιμο εμβατήριο με μιαν υπόρρητη ηρωική χροιά, και κυρίως στο δεύτερο τμήμα της, οπότε και περνάμε στην τονικότητα της Φα Μείζονος. Το κύριο θέμα του έργου εμφανίζεται 3 φορές, και σε διαφορετικές τονικότητες, σα να αναδιαμορφώνεται, δίνοντας τη διαφορετική όψη μιας συνειδητής και στοχαστικής αναζήτησης. Τα στοιχεία της λυρικότητας και ενός νοσταλγικού πόνου στίζουν τη δομή του και νοτίζουν την ατμόσφαιρά του. Οι περήφανες, ηρωικές συγχορδίες, το κεντρικό τμήμα του έργου σε μορφή Choralπου μοιάζει σαν μια κατανυκτική προσευχή, και η καταληκτική Coda, συγκροτούν ένα σύνολο μουσικών επιλογών και στοιχείων γραφής που συνέχονται σε ένα αρμονικό Όλον με μιαν αδιαμφισβήτητη αυθορμησία έμπνευσης, αλλά και την έμπεδη γνώση χειρισμού του πρωτογενούς μουσικού υλικού που υφαίνεται σε ένα θαυμαστά ολοκληρωμένο πιανιστικό αποτέλεσμα.
Λευκή Καρποδίνη
Έχει δώσει συναυλίες στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, στον Καναδά, το Ισραήλ, τη Ρωσία, την Αμερική και τα νησιά Μπαρμπέιντος. Στο Wigmore Hall, Purcell Room, ZKM, Meistersaal, Bolivar Hall, καθώς και σε μεγάλα φεστιβάλ όπως το Schlesswig Holstein, Banff Festival, Cully Classique, Brighton, Cheltenham, Mecklenburg Vorponnerm, Symi, Tel Hai Piano Festival, Aegean festival, Samos Music & Arts Days, Paxos, κ.ά. Έχει συνεργαστεί με διάφορες ορχήστρες και σύνολα, και εξαιρετικούς μουσικούς εκτωνοποίων η Μυρσίνη Μαργαρίτη, ο Αγγελος Λιακάκης, η Αγγέλα Γιαννάκη, ο Απόλλων Γραμματικόπουλος, ο Αστέριος Πούφτης, η Ruby Hughes, η Claire Booth, ο Thomas Rann, ο Rafael Payne, η Μαρία Ζαχαριάδου, το κουαρτέτο Stenhammar, το Ensemble Modern, η Συμφωνική Ορχήστρα Δήμου Αθηναίων, η Guildhall Symhpony Orchestra, η Pan – European Orchestra κ.ά. Κατά τη διαμονή της στο Βερολίνο υπήρξε μέλος των πιανιστικών τρίο Trioskop και Fibonacci. Από το 2013 δίνει συναυλίες με τον πιανίστα Michael Brownlee Walker. Οι εμφανίσεις της έχουν αποσπάσει εξαιρετικές κριτικές από τον τύπο και το κοινό στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η Λευκή Καρποδίνη είναι αριστούχος διπλωματούχος πιάνου του Ωδείου Αθηνών και απόφοιτος του Guildhall School of Music and Drama (Bmus, Mmus, PGDip) και της Ακαδημίας ΙΕΜΑ της Φρανκφούρτης. Υπήρξε υπότροφος του ΙΚΥ, της ΙΕΜΑ και των Mozarteum, Schlesswig Holstein, Banff Centre, Tel Hai καιBelgais Centre, όπου συμμετείχε σε σεμινάρια διάσημων μουσικών εκ των οποίων ο Murray Perahia, ο Leon Fleischer, η Angela Hewitt, ο Graham Johnson και πολλοί άλλοι. Έχει βραβευτεί με τον τίτλο Sir Henry Richardson Award και έχει πάρει το πρώτο βραβείο στον διαγωνισμό Schubert (GSMD), καθώς και στον πανελλήνιο μουσικό διαγωνισμό «Φίλων». Η διδασκαλία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της καριέρας της. Έχει διδάξει στο GSMD του Λονδίνου και το BBIS του Βερολίνου. Μαθητές της έχουν λάβει βραβεία και διακρίσεις σε διάφορους διαγωνισμούς. Τον Οκτώβριο του 2018 έδωσε τριήμερο σεμινάριο πιάνου στο Leiston της Αγγλίας, όπου θα ξαναδιδάξει το 2019 και τον Απρίλιο του 2020 θα δώσει σεμινάρια στο Suffolk της Αγγλίας. Διδάσκει πιάνο στο Ωδείο Αθηνών, στη Σχολή Μωραΐτη. Παράλληλα με την πιανιστική της καριέρα συνθέτει κυρίως κομμάτια για πιάνο, για τα διάφορα μαθησιακά επίπεδα. Τον Ιανουάριο του 2019 συνέθεσε τη μουσική για τη θεατρική παράσταση „Να σώσουμε την παράσταση“, σε σκηνοθεσία Βασίλη Ραΐση.
Η mywaypress.gr είναι χορηγός επικοινωνίας.