
Όρος εθνικής επιβίωσης η ύπαρξη ενός εθνικού σχεδίου προσέλκυσης επενδύσεων, ανάταξης και ανάπτυξης
Η υποτίμηση των αδυναμιών της οικονομίας δεν είναι καλός σύμβουλος – Οι εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν αποτελούν την πλέον ηχηρή διάψευση των επιπόλαιων εκτιμήσεων της κυβέρνησης
Πριν την εκδήλωση της πανδημίας, αποτελούσε κοινή συνισταμένη όλων των οικονομικών αναλύσεων, ότι το πλέον κρίσιμο βήμα για την πρώτη φάση ανάταξης της οικονομίας είναι ότι απαιτούνται άνω των 100 δισ. ευρώ επενδύσεων –κύρια από το εξωτερικό- την επόμενη 7ετία.
Η σημαντική προϋπόθεση ήταν να αποδείξει η χώρα ότι έχει πράξει ουσιαστικά βήματα βελτίωσης της εικόνας της ως πλέον φιλικής προς την επιχειρηματικότητα.
Όπως εκτιμούν οι οικονομολόγοι, «η χώρα θα πρέπει να αποκτήσει κουλτούρα επενδύσεων την ώρα που το σχεδόν εχθρικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, η αναξιοκρατία και η υψηλή φορολογία αποθαρρύνουν τις επενδύσεις. Δεδομένης μάλιστα της περιορισμένης εμπιστοσύνης των αγορών, των πολιτών και των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας στο πολιτικό σύστημα, πρέπει ακόμη πολλά να γίνουν ώστε να δούμε πραγματική και διατηρήσιμη ανάπτυξη στη χώρα.»
Είχε προηγηθεί (από το βήμα του Βιομηχανικού Συνεδρίου του ΣΕΒ «Bιομηχανία 4.0: Η ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί»), ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών με την επισήμανση ότι η ελληνική οικονομία έχει το υψηλότερο με διαφορά δημόσιο εξωτερικό χρέος σε όλον τον δυτικό κόσμο. «Έχουμε το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων στο ΑΕΠ μας σε όλο τον δυτικό κόσμο, ίσως και σε όλο τον κόσμο, έχουμε ένα από τα πλέον δυσμενή δημογραφικά και δυσμενή συμμετοχή στο εργασιακό δυναμικό και το μόνο που είναι σίγουρα θετικό είναι ότι έχουμε περάσει μια τόσο δραματική δεκαετία που θα ελπίζαμε ότι κανείς δεν θέλει να διακινδυνεύσει να φέρει πίσω» και συνέχισε: «Πρέπει να κάνουμε μια ανάλυση του τι συμβαίνει σε κομβικούς τομείς και ειδικότερα στη μεταποίηση όπου υπάρχει μεγάλο έλλειμμα διότι η μη διασύνδεση με τη τεχνολογία είναι ο πιο σίγουρος δρόμος ότι η μεταποίησή μας θα αρχίσει να συρρικνώνεται».
Μόλις στις 4 Μαΐου ο ΣΕΒ με αφορμή την ανάλυση για την απασχόληση μετά τον Κορωνοϊό, παρουσιάζοντας τις προτάσεις του, σημείωνε, πέραν της αναγκαίας σύνδεσης της στρατηγικής απασχόλησης με μέτρα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ότι «καμία στρατηγική δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική εάν δεν συνδυάζεται με τη διαφύλαξη του παραγωγικού ιστού και της παραγωγικής απασχόλησης, την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, την αύξηση και την επιτάχυνση των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων, την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, τον παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας και την κοινωνική συνοχή».
Στις 16 Απριλίου κατά τη διάρκεια τηλεδιάσκεψης του κ. Μητσοτάκη με τον Διοικητή του ΟΑΕΔ, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι «αυτή η κρίση εκτιμώ ότι θα είναι προσωρινή, θα είναι απότομη, σκληρή, επώδυνη, αλλά προσωρινή».
Δεν γνωρίζουμε σε ποιά σενάρια ύφεσης, τα οποία άλλωστε οι ίδιοι υπουργοί του δηλώνουν ότι δεν μπορούν να προβλέψουν, στηρίζει την εκτίμηση περι προσωρινότητας ο πρωθυπουργός.
Να επιλέξουμε ότι έχει την υποχρέωση να είναι αισιόδοξος δίνοντας το παράδειγμα. Θεμιτό. Όταν όμως απουσιάζει ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο, είναι παρακινδυνευμένη άσκηση αισιοδοξίας, που δεν προοιωνίζει κάποιο θετικό αποτέλεσμα.
Όταν πριν την πανδημία υπήρχε κενό στην ύπαρξη εθνικού σχεδίου, τώρα, στην περίοδο της κρίσης και με την εύθραυστη κατάσταση της οικονομίας, είναι όρος εθνικής επιβίωσης για όλους η ύπαρξη ενός εθνικού σχεδίου προσέλκυσης επενδύσεων, ανάταξης και ανάπτυξης. Και αναγκαία προϋπόθεση ένα εθνικό σχέδιο διόρθωσης και απαλοιφής των υποκείμενων νοσημάτων της οικονομίας. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα είναι αδικαιολογήτως απών αυτή την κρίσιμη περίοδο χωρίς να διαθέτουν ένα τέτοιο εθνικό σχέδιο.
Και τα σενάρια ύφεσης, που είναι απαραίτητο να υπάρξουν, προετοιμάζουν την ευελιξία στις πρόνοιες και την ιεράρχηση αναγκών σε εναλλακτικά σχέδια επιβίωσης, ανόρθωσης και ανάταξης που θα συνθέσουν ένα ολοκληρωμένο σχέδιο. Προκαλεί απορίες η αδυναμία κατανόησης των υπουργών, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν σενάρια ύφεσης. Αυτή η θέση αντιφάσκει με την εκτίμηση περι προσωρινότητας. Σε ποιο σενάριο βασίσθηκε αυτή η εκτίμηση;
Η υποτίμηση των αδυναμιών της οικονομίας δεν είναι καλός σύμβουλος.
Ο κ.Μητσοτάκης υπερεκτιμά πόσο γρήγορα η οικονομία μπορεί να ανακάμψει.
Τα υποκείμενα νοσήματα της οικονομίας δεν καλλωπίζονται με κανέναν τρόπο.
Είναι εδώ και έχουν ανοικτό μέτωπο με όλους.
Φαλκιδεύουν το μέλλον όλων.
Ποιος θα ασχοληθεί ουσιαστικά με αυτά;
Ποιος θα κηρύξει εθνικό συναγερμό;
Ο κενός, ανούσιος, δειλός, συμβατικός, κοινότυπος λόγος δεν παρέχει προοπτική στη χώρα. Μας οδηγεί σε ένα σχέδιο στο πουθενά. Η ύπαρξη εθνικού σχεδίου προσθέτει πραγματική αξία στις προοπτικές της χώρας.
Οι σημερινές εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν αποτελούν την πλέον ηχηρή διάψευση των επιπόλαιων εκτιμήσεων της κυβέρνησης για ύφεση 4,7% το 2020.
Όπως αναφέρει η έκθεση:
-Η Ελλάδα θα έχει ύφεση 9,7% το 2020, την μεγαλύτερη σε όλη την ΕΕ
– Στο 196,4% το δημόσιο χρέος
– Η ανεργία θα ανέλθει στο 19,9%, στο υψηλότερο επίπεδο πανευρωπαϊκά,
-Η οικονομία της Ελλάδας αναμένεται να πληγεί σοβαρά από την πανδημία COVID-19. Ο αντίκτυπος της κρίσης αναμένεται να είναι μεγάλος λόγω της συμβολής που έχει ο τουρισμός για το ελληνικό ΑΕΠ, σε συνδυασμό με το υψηλό μερίδιο πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι οποίες είναι ιδιαιτέρως ευάλωτες.
-Η ύφεση και το κόστος των φορολογικών μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης θα οδηγήσει σε σημαντικό έλλειμμα το 2020. Εκτιμά πως 160.000 θέσεις εργασίας θα μπορούσαν να χαθούν εξαιτίας της κρίσης και το ποσοστό ανεργίας θα μπορούσε να αυξηθεί στο 20% το 2020.
Ο δικός μας τρόπος;
Σύμφωνα με το reuters «η απόφαση της Τρίτης από το συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας ενδέχεται να είχε ως στόχο τα σχέδια οικονομικής τόνωσης της αγοράς των ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά έχει επίσης τη δυνατότητα να κλονίσει τα θεμέλια της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.» Το δημοσίευμα έχει τον δεικτικό τίτλο «ο τρόπος μας ή κανένας τρόπος;»
Δηλαδή θα υπάρξει Ευρώπη με τον τρόπο που θέλει η ηγεσία της Γερμανίας ή δεν θα υπάρξει καθόλου Ευρώπη; Για ποια Ευρώπη μιλάμε; Πόσες θυσίες ακόμη;
Πώς θα αντιδράσει η ελληνική κυβέρνηση, με ποιες ενέργειες, σε ποια όργανα; Η ενεργητική στάση της θα καθορίσει -και εδώ -πολλά.
Π. Τσακιρίδης
my way press.gr