Ετοιμαστείτε για την επόμενη πυρηνική εποχή

Το άρθρο του foreignaffairs.com πραγματεύεται την πιθανότητα μιας νέας εποχής πυρηνικής διάδοσης ως συνέπεια της πιθανής αποδυνάμωσης της διεθνούς τάξης και των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας υπό μια δεύτερη διοίκηση Τραμπ. Αναλύει ιστορικά προηγούμενα, όπως η απόφαση της Γαλλίας να αναπτύξει τη δική της πυρηνική δύναμη λόγω δυσπιστίας προς τις ΗΠΑ, και την κατάσταση της Ουκρανίας που εγκατέλειψε τα πυρηνικά της όπλα με αβέβαιες υποσχέσεις. Επισημαίνει ότι πρώην σύμμαχοι των ΗΠΑ ενδέχεται να επιδιώξουν δικά τους πυρηνικά οπλοστάσια εάν αμφισβητηθούν οι αμερικανικές δεσμεύσεις, ενώ εξετάζει πιθανούς επόμενους πυρηνικούς παίκτες όπως η Νότια Κορέα, η Ιαπωνία και η Πολωνία. Το κείμενο εγείρει ανησυχίες για την επιβίωση του καθεστώτος μη διάδοσης και την πιθανότητα αυξημένων πυρηνικών κρίσεων.

 

  1. Ποιος είναι ο κύριος κίνδυνος που επισημαίνεται στο άρθρο σχετικά με τη διάδοση πυρηνικών όπλων;

Ο κύριος κίνδυνος που επισημαίνεται είναι ότι μια πιθανή αποδυνάμωση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, ιδιαίτερα υπό μια δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ που θα μπορούσε να διαλύσει κρίσιμα στοιχεία της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης και να αμφισβητήσει τις αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας, θα μπορούσε να οδηγήσει πρώην συμμάχους των ΗΠΑ να επιδιώξουν τη δική τους απόκτηση πυρηνικών όπλων. Αυτή η εξέλιξη θα σηματοδοτούσε μια νέα φάση διάδοσης, όχι από τρομοκράτες ή αποστάτες, αλλά από χώρες που κάποτε θεωρούνταν στενοί εταίροι των ΗΠΑ.

  1. Γιατί η συγγραφέας πιστεύει ότι μια αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια νέα κούρσα εξοπλισμών;

Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι η μεταπολεμική διεθνής τάξη και το καθεστώς μη διάδοσης πυρηνικών όπλων βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αμερικανική ισχύ και στις εγγυήσεις ασφαλείας που παρέχουν οι ΗΠΑ στους συμμάχους τους. Εάν οι ΗΠΑ γίνουν ένας αναξιόπιστος σύμμαχος και αποδυναμώσουν τις συμμαχίες τους (όπως το ΝΑΤΟ), οι χώρες που κάποτε βασίζονταν στην αμερικανική προστασία ενδέχεται να αισθανθούν την ανάγκη να αναπτύξουν τα δικά τους πυρηνικά αποτρεπτικά μέσα για την ασφάλειά τους. Η αμφισβήτηση της αξιοπιστίας των αμερικανικών εγγυήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει αυτές τις χώρες να αναζητήσουν την «στρατηγική αυτονομία» μέσω της κατοχής πυρηνικών όπλων, όπως είχε κάνει η Γαλλία υπό τον Ντε Γκωλ.

  1. Ποιο είναι το ιστορικό παράδειγμα που αναφέρεται για να υποστηριχθεί η άποψη ότι οι εγγυήσεις ασφαλείας δεν είναι πάντα αξιόπιστες;

Το ιστορικό παράδειγμα που αναφέρεται είναι η απόφαση της Γαλλίας υπό τον Πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ να αναπτύξει τη δική της πυρηνική δύναμη (force de frappe) τη δεκαετία του 1960. Ο Ντε Γκωλ δεν εμπιστευόταν ότι οι ΗΠΑ θα ανταποκρίνονταν πάντα στις ανάγκες ασφαλείας της Ευρώπης και της Γαλλίας, ακόμη και αν διέθεταν πυρηνικά όπλα. Θεωρούσε την «εκτεταμένη αποτροπή» ως μια απάτη και πίστευε ότι η Γαλλία χρειαζόταν μια δική της ανεξάρτητη πυρηνική ικανότητα για να είναι πραγματικά ασφαλής. Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η διορατικότητα του Ντε Γκωλ φαίνεται πλέον πιο ξεκάθαρη υπό το φως των πιθανών αλλαγών στην αμερικανική εξωτερική πολιτική.

  1. Ποια είναι η σημασία του Μνημονίου της Βουδαπέστης και πώς σχετίζεται με την τρέχουσα κατάσταση στην Ουκρανία;

Το Μνημόνιο της Βουδαπέστης του 1994 ήταν μια συμφωνία στην οποία η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν συμφώνησαν να παραδώσουν τα πυρηνικά όπλα σοβιετικής εποχής που βρίσκονταν στην επικράτειά τους στη Ρωσία, με αντάλλαγμα εγγυήσεις για την ασφάλεια και την εδαφική τους ακεραιότητα από τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και τη Ρωσία. Το άρθρο αναφέρει την άποψη του πολιτικού επιστήμονα Τζον Μίαρσχαϊμερ, ο οποίος είχε προβλέψει το 1993 ότι η Ουκρανία θα χρειαζόταν τελικά πυρηνικά όπλα για να αντιμετωπίσει τον ρωσικό αναθεωρητισμό και ότι καμία άλλη χώρα δεν θα της παρείχε ουσιαστικές εγγυήσεις ασφαλείας. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2014 και η πλήρης εισβολή το 2022 φαίνεται να δικαιώνουν την άποψη ότι η Ουκρανία θα ήταν πιο ασφαλής αν διατηρούσε την πυρηνική της ικανότητα, καθώς οι υποσχέσεις για προστασία αποδείχθηκαν ανεπαρκείς.

  1. Ποιες χώρες αναφέρονται ως πιθανοί επόμενοι κάτοχοι πυρηνικών όπλων και για ποιους λόγους;

Το άρθρο αναφέρει αρκετές χώρες ως πιθανούς επόμενους κατόχους πυρηνικών όπλων, κυρίως λόγω της αίσθησης αυξημένης απειλής και της πιθανής αναξιοπιστίας των αμερικανικών εγγυήσεων ασφαλείας:

Ουκρανία και Ταϊβάν: Θεωρούνται οι πιο προφανείς υποψήφιοι λόγω της άμεσης απειλής που αντιμετωπίζουν από πυρηνικά εξοπλισμένους γείτονες (Ρωσία και Κίνα αντίστοιχα). Ωστόσο, η προσπάθεια απόκτησης πυρηνικών όπλων θα μπορούσε να οδηγήσει σε προληπτικό πόλεμο.

Νότια Κορέα: Θα μπορούσε να γίνει η πρώτη νέα πυρηνική δύναμη σε αυτό το κύμα διάδοσης, ιδίως εάν οι ΗΠΑ μειώσουν την παρουσία τους ή τις εγγυήσεις τους στην περιοχή, λόγω της συνεχιζόμενης απειλής από τη Βόρεια Κορέα.

Ιαπωνία: Θα μπορούσε πιθανώς να ακολουθήσει τη Νότια Κορέα, αξιοποιώντας την υπάρχουσα προηγμένη πυρηνική της τεχνολογία και τα μεγάλα αποθέματα πλουτωνίου.

Αυστραλία: Θα μπορούσε ενδεχομένως να επανεξετάσει το πυρηνικό της πρόγραμμα που είχε εγκαταλείψει.

Ευρωπαϊκές χώρες (π.χ., Γερμανία, Πολωνία, σκανδιναβικές και βαλτικές χώρες): Η Γερμανία θα μπορούσε να συζητήσει την επέκταση της πυρηνικής προστασίας από τη Βρετανία και τη Γαλλία, ενώ η Πολωνία και άλλες χώρες στην Ευρώπη μπορεί να εξετάσουν την απόκτηση δικών τους πυρηνικών δυνάμεων, ιδίως αν αισθάνονται ότι η αμερικανική υποστήριξη είναι αβέβαιη.

  1. Ποια είναι η ιδέα της «δυνατότητας ταχείας πυρηνικοποίησης» (latent nuclear capability) και ποια χώρα αποτελεί παράδειγμα;

Η «δυνατότητα ταχείας πυρηνικοποίησης» αναφέρεται στην ικανότητα μιας χώρας να αναπτύξει και να κατασκευάσει πυρηνικά όπλα γρήγορα, χωρίς να τα κατέχει ή να τα παράγει ενεργά επί του παρόντος. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της ανάπτυξης μιας προηγμένης πολιτικής πυρηνικής βιομηχανίας, της κατοχής μεγάλων αποθεμάτων σχάσιμου υλικού και μιας ισχυρής εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Η Ιαπωνία αναφέρεται ως το κύριο παράδειγμα μιας χώρας με τέτοια ικανότητα («βόμβα στο υπόγειο»), καθώς διαθέτει ένα προηγμένο πυρηνικό ενεργειακό πρόγραμμα, σημαντικά αποθέματα διαχωρισμένου πλουτωνίου και μια αξιόλογη αμυντική βιομηχανία, επιτρέποντάς της να λάβει τα τελικά βήματα προς τον πυρηνικό εξοπλισμό μέσα σε λίγους μήνες εάν το αποφάσιζε.

  1. Πώς συνδέεται η πιθανή κατάρρευση της «φιλελεύθερης τάξης» με το καθεστώς μη διάδοσης πυρηνικών όπλων;

Το άρθρο υποστηρίζει ότι το καθεστώς μη διάδοσης πυρηνικών όπλων είναι εγγενώς συνδεδεμένο με τη φιλελεύθερη διεθνή τάξη που οικοδομήθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Αυτή η τάξη βασίζεται σε ένα πλέγμα συνεργατικών διεθνών εταιρικών σχέσεων και θεσμών, στους οποίους οι χώρες αισθάνονται ασφαλέστερες μέσω της συλλογικής αυτοσυγκράτησης όσον αφορά την απόκτηση πυρηνικών όπλων. Η αμερικανική ισχύς, που ιστορικά έχει χρησιμοποιηθεί για την υποστήριξη αυτής της τάξης και την παροχή εγγυήσεων ασφαλείας στους συμμάχους, είναι ένα κρίσιμο στοιχείο του καθεστώτος μη διάδοσης. Εάν η φιλελεύθερη τάξη καταρρεύσει, ιδίως λόγω μιας αλλαγής στην αμερικανική εξωτερική πολιτική που υπονομεύει τις συμμαχίες και τις εγγυήσεις ασφαλείας, το καθεστώς μη διάδοσης θα αποδυναμωθεί ή θα καταρρεύσει επίσης, καθώς οι χώρες θα αναζητήσουν άλλα μέσα για την ασφάλειά τους, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών όπλων.

  1. Ποια είναι η προοπτική για μια «ευρωπαϊκή αποτροπή» και ποιοι είναι οι πιθανοί περιορισμοί της;

Το άρθρο αναφέρει την πιθανότητα δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής αποτροπής, όπου η Βρετανία και η Γαλλία θα μπορούσαν να επεκτείνουν την πυρηνική τους προστασία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία. Ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για αυτή την ιδέα. Μια τέτοια εξέλιξη θα μπορούσε να συμβάλει στη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής ασφάλειας σε έναν κόσμο όπου η αμερικανανική παρουσία και αξιοπιστία αμφισβητούνται. Ωστόσο, υπάρχουν πιθανοί περιορισμοί. Ο συγγραφέας επισημαίνει ότι εάν οι ΗΠΑ αποδειχθούν αναξιόπιστος σύμμαχος, αυτό θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση όλες τις μελλοντικές συμφωνίες εκτεταμένης αποτροπής, συμπεριλαμβανομένης μιας ευρωπαϊκής. Επιπλέον, χώρες που στο παρελθόν δεν εμπιστεύονταν τις αμερικανικές εγγυήσεις (όπως η Γαλλία) μπορεί να μην εμπιστεύονται περισσότερο τις βρετανικές ή γαλλικές εγγυήσεις, οδηγώντας τις να επιδιώξουν τις δικές τους πυρηνικές δυνατότητες για μεγαλύτερη βεβαιότητα.

Σχετικά Άρθρα