
Ελληνική οικονομία: Ανάπτυξη υπό σκιάν χρέους και υψηλής φορολογίας
Η επίτευξη πλεονασμάτων μέσω υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, ιδιαίτερα μέσω έμμεσων φόρων όπως ο ΦΠΑ, αποτελεί σημαντική πρόκληση για την κοινωνική συνοχή και την πραγματική ευημερία των πολιτών
Η ελληνική οικονομία παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης, με την πρόσφατη αναβάθμιση των προοπτικών της από τον οίκο Fitch (BBB-) να σηματοδοτεί την κατάταξη του αξιόχρεου της χώρας εντός της επενδυτικής βαθμίδας από όλους τους κύριους οίκους αξιολόγησης. Αυτή η εξέλιξη τροφοδοτείται από τη συνεχή βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών. Ωστόσο, κρίσιμα ερωτήματα παραμένουν σχετικά με τη βιωσιμότητα της ανάπτυξης, το βάρος της φορολογίας στους πολίτες και τις μακροχρόνιες συνέπειες της κρίσης.
Ανάπτυξη έναντι χρέους: Μια εύθραυστη ισορροπία
Ένα κεντρικό ζήτημα είναι εάν η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει την οικονομία της με ρυθμό ταχύτερο από την αύξηση του χρέους. Τα στοιχεία βάση ανάλυσης του σημερινού Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων του Economic Research της Alpha Bank, δείχνουν μια αξιοσημείωτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Το 2024, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το 153,6% του ΑΕΠ. Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι από το 2019, ο εν λόγω δείκτης έχει μειωθεί κατά 29,6 ποσοστιαίες μονάδες, η μεγαλύτερη μείωση στην ΕΕ-27. Αυτή η αποκλιμάκωση αποδίδεται σε:
–Υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης σε σύγκριση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους (από το 2021). Για το 2024, η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 2,3%.
–Επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (από το 2022).
–Υψηλό πληθωρισμό, ο οποίος τείνει να μειώνει τον λόγο χρέους προς ονομαστικό ΑΕΠ.
Για το 2025, οι δημοσιονομικοί στόχοι έχουν αναθεωρηθεί επί τα βελτίω, με πρόβλεψη για πρωτογενές πλεόνασμα 3,2% του ΑΕΠ και περαιτέρω μείωση του δημόσιου χρέους στο 145,7% του ΑΕΠ. Η κυβέρνηση εξέφρασε επίσης πρόθεση για πρόωρη αποπληρωμή χρέους ύψους €31,6 δισ. έως το 2031, από τα δάνεια του πρώτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής.
Πρωτογενή πλεονάσματα: Η αλήθεια πίσω από τους αριθμούς
Τι σημαίνουν όμως τα «πρωτογενή πλεονάσματα» σε απλή γλώσσα, ειδικά όταν φαίνεται να βασίζονται σε υψηλή φορολογία; Το πρωτογενές πλεόνασμα είναι η διαφορά μεταξύ των εσόδων και των δαπανών του κράτους, πριν συνυπολογιστούν οι τόκοι για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Το 2024, η Ελλάδα πέτυχε το τέταρτο υψηλότερο πρωτογενές πλεόνασμα στην ΕΕ (4,8% του ΑΕΠ ή €11,4 δισ.). Για πρώτη φορά μετά το 2020, υπήρξε και πλεόνασμα στο συνολικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης (συμπεριλαμβανομένων των τόκων), ύψους 1,3% του ΑΕΠ.
Αυτό το αποτέλεσμα οφείλεται κυρίως στη σημαντική άνοδο των εσόδων (+8%), ενώ οι δαπάνες αυξήθηκαν ηπιότερα (+2,2%). Είναι κρίσιμο να σημειωθεί ότι το 60% της αύξησης των εσόδων προήλθε από τους φόρους:
–Οι άμεσοι φόροι αυξήθηκαν κατά 15%, κυρίως από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων, κάτι που το Υπουργείο Οικονομικών συνδέει με μεταρρυθμίσεις για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
–Οι έμμεσοι φόροι (όπου κυριαρχεί ο ΦΠΑ) κατέγραψαν ετήσια άνοδο 6%, σχεδόν αποκλειστικά από τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας.
–Τα έσοδα από ασφαλιστικές εισφορές αυξήθηκαν κατά σχεδόν 10% το 2024.
Αυτά τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι τα πλεονάσματα στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στην αυξημένη είσπραξη φόρων και εισφορών. Το ίδιο το οικονομικό δελτίο αναγνωρίζει την «αδήριτη ανάγκη να αξιοποιηθεί ο δημοσιονομικός χώρος με ουσιώδη περιστολή του φορολογικού βάρους στη μισθωτή εργασία… αλλά και του μη μισθολογικού κόστους εργασίας για τις επιχειρήσεις».
Ο ΦΠΑ και το κύμα ακρίβειας
Η αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ κατά 6% σε ένα έτος αναδεικνύει τον σημαντικό του ρόλο στα κρατικά ταμεία. Αν και το δελτίο δεν ποσοτικοποιεί την ακριβή επιβάρυνση των πολιτών από τους συντελεστές ΦΠΑ σε είδη διατροφής και υπηρεσίες, ούτε αναλύει λεπτομερώς τη συμβολή του στο τρέχον κύμα ακρίβειας, η αύξηση των εσόδων από αυτόν τον φόρο, που συνδέεται με την ισχυρή ιδιωτική κατανάλωση (+2,1% το 2024), υποδηλώνει ότι οι πολίτες πληρώνουν περισσότερο ΦΠΑ καθώς οι τιμές αυξάνονται ή/και η κατανάλωση παραμένει ανθεκτική παρά τις αυξημένες τιμές. Η έμφαση στην αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, όπως ο ΦΠΑ, εγείρει ερωτήματα για την αναλογικότητα της επιβάρυνσης, καθώς οι φόροι αυτοί συχνά επηρεάζουν δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα.
Δημοσιονομικός χώρος και κοινωνικός αντίκτυπος
Η υπεραπόδοση των εσόδων οδήγησε στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου, ο οποίος επέτρεψε την υιοθέτηση νέων μέτρων εντός του τρέχοντος έτους, συνολικού ύψους €1,1 δισ. Αυτά περιλαμβάνουν:
-Αύξηση του προϋπολογισμού του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων κατά €500 εκατ. ετησίως.
-Επιστροφή ενός ενοικίου κατ’ έτος σε οικογένειες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος (εκτιμώμενο ετήσιο κόστος €230 εκατ.).
-Επιδότηση ύψους €250 σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (π.χ., συνταξιούχοι με κριτήρια, ανασφάλιστοι ηλικιωμένοι, άτομα με αναπηρία), συνολικού ύψους €360 εκατ..
Παράλληλα, ο προϋπολογισμός του 2024 περιλάμβανε αυξήσεις μισθών και επιδομάτων των δημοσίων υπαλλήλων, για πρώτη φορά μετά την ανάκαμψη της οικονομίας.
Ερωτήματα που (δεν) απαντώνται πλήρως από το Δελτίο:
Απώλεια ΑΕΠ και επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα: Το δελτίο παρέχει στοιχεία ΑΕΠ από το 2020 και συγκρίνει την πορεία του χρέους από το 2019 (προ πανδημίας). Δεν προσφέρει ανάλυση για το συνολικό ΑΕΠ που χάθηκε από την έναρξη της οικονομικής κρίσης (π.χ., 2009-2010) ούτε εκτίμηση για το πότε το ΑΕΠ θα επανέλθει στα επίπεδα προ εκείνης της κρίσης.
Χρέος ανά Κυβέρνηση: Το έγγραφο δεν αναλύει τη δημιουργία χρέους ανά κυβερνητική περίοδο.
Κόστος τόκων ανά Κυβέρνηση και ανά πολίτη: Το 2024, οι τόκοι εξυπηρέτησης του χρέους μπορούν να υπολογιστούν ως η διαφορά μεταξύ πρωτογενούς πλεονάσματος (4,8% του ΑΕΠ) και συνολικού πλεονάσματος (1,3% του ΑΕΠ), δηλαδή 3,5% του ΑΕΠ. Με το πρωτογενές πλεόνασμα στα €11,4 δισ., το ΑΕΠ του 2024 υπολογίζεται περίπου στα €237,5 δισ. (€11,4 δισ. / 0,048). Συνεπώς, οι τόκοι ανήλθαν περίπου σε €8,31 δισ. (0,035 * €237,5 δισ.). Το δελτίο δεν παρέχει ανάλυση αυτού του κόστους ανά κυβέρνηση ή ανά πολίτη.
Μέτρα οικονομικής εξόντωσης: Το δελτίο δεν παραθέτει έναν εξαντλητικό κατάλογο των περικοπών μισθών, συντάξεων, απομείωσης κοινωνικών δαπανών ή στοιχείων υποχρηματοδότησης παιδείας και υγείας που επιβλήθηκαν κατά τα χρόνια της κρίσης. Αναφέρει όμως την πρόσφατη αύξηση μισθών στο δημόσιο “για πρώτη φορά μετά την επάνοδο της ελληνικής οικονομίας σε φάση ανάκαμψης”, υπονοώντας προηγούμενες περικοπές ή στασιμότητα. Επισημαίνει, επίσης, την ανάγκη μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης.
Συμπεράσματα και προοπτικές
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε μια φάση δημοσιονομικής προσαρμογής και βελτίωσης της πιστοληπτικής της εικόνας. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ είναι σημαντική και οι προβλέψεις δείχνουν συνέχιση αυτής της τάσης. Ωστόσο, η επίτευξη πλεονασμάτων μέσω υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης, ιδιαίτερα μέσω έμμεσων φόρων όπως ο ΦΠΑ, αποτελεί σημαντική πρόκληση για την κοινωνική συνοχή και την πραγματική ευημερία των πολιτών.
Η αξιοποίηση του δημοσιονομικού χώρου για στοχευμένες ελαφρύνσεις και επενδύσεις είναι ένα θετικό βήμα, αλλά η μακροπρόθεσμη στρατηγική πρέπει να εστιάσει στη δημιουργία μιας βιώσιμης ανάπτυξης που δεν θα υπονομεύεται από υπερβολική φορολογία και θα διασφαλίζει την ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των πολιτών. Τα ερωτήματα για τις μακροχρόνιες πληγές της κρίσης και την πλήρη αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου παραμένουν ανοιχτά και απαιτούν συνεχή παρακολούθηση και πολιτικές που θα υπερβαίνουν την απλή διαχείριση των δημοσιονομικών δεικτών.
mywaypress.gr – Για προσεκτικούς αναγνώστες