Τα σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης και οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις μέσω της υποκατάστασης εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα

• Δυνατότητες υποκατάστασης εισαγωγών και προοπτικές ανάπτυξης

 

 

 

«Σε μία ανοιχτή οικονομία, μέρος των ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται στην παραγωγική διαδικασία προέρχεται από εισαγωγές.

 

 

Επιπλέον μέρος της ζήτησης για τελικά προϊόντα και υπηρεσίες καλύπτεται από εισαγωγές.

 

 

Η διαδικασία αυτή συνεπάγεται μία “διαρροή” ζήτησης προς το εξωτερικό, η οικονομική σημασία της οποίας ποικίλλει ανάλογα με το μέγεθος της διαρροής και το κατά πόσον αυτή συνοδεύεται από ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο.

 

 

Η παρατήρηση, για παράδειγμα, μίας παρατεταμένης και σημαντικής σε μέγεθος διαρροής, σε συνδυασμό με διευρυμένα εξωτερικά ελλείμματα, συνιστά ένδειξη σοβαρών προβλημάτων στη λειτουργία της οικονομίας και την ανταγωνιστικότητα, καθώς παραπέμπει στην ύπαρξη έντονης εισαγωγικής διείσδυσης με παράλληλη αδυναμία αντιστάθμισής της από αυξημένες εξαγωγές.

 

 

Ακόμη, μία σημαντική διαρροή μπορεί να συνεπάγεται αδυναμία μετουσίωσης μίας αύξησης της ζήτησης σε ανάλογη αύξηση του προϊόντος, αλλά και αυξημένη εξάρτηση των τιμών στην εγχώρια αγορά από τις τιμές στο εξωτερικό, με συνέπεια την ακαμψία των τιμών ακόμα και υπό συνθήκες εσωτερικής υποτίμησης.

 

 

Το μέγεθος της διαρροής ζήτησης προς το εξωτερικό διαμέσου των εισαγωγών ενδιάμεσων και τελικών προϊόντων και υπηρεσιών αντανακλάται στην “εισαγόμενη συνιστώσα”(import content) ή αλλιώς την αναλογία των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών που ενσωματώνεται στην αξία της εγχώριας ζήτησης και των εξαγωγών.

 

 

Στην περίπτωση της Ελλάδας, και με δεδομένο το ιστορικό υψηλών ελλειμμάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο, ο προσδιορισμός της εισαγόμενης συνιστώσας συνολικά και κατά κλάδο δραστηριότητας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

 

 

Αυτό προκύπτει αφενός διότι μπορεί να συμβάλλει στην αποτύπωση του δομικού-ανταγωνιστικού προβλήματος της οικονομίας και αφετέρου, πολύ περισσότερο επειδή δύναται να καταδείξει τη δυνατότητα αύξησης της παραγωγής μέσω της υποκατάστασης εισαγωγών σε συγκεκριμένους κλάδους δραστηριότητας.

 

 

Η υποκατάσταση εισαγόμενων προϊόντων μπορεί να δημιουργήσει ανάπτυξη χωρίς να απαιτείται αύξηση της ζήτησης ή ακόμα και υπό συνθήκες όπου η ζήτηση είναι σε κάμψη, μέσω της κάλυψης τμήματος της υπάρχουσας ζήτησης από εγχώριες πηγές.

 

 

Η προοπτική αυτή αποκτά ιδιαίτερη σημασία στην τρέχουσα συγκυρία, όπου η εγχώρια ζήτηση υποχωρεί.

 

………….

 

Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται σαφές ότι τα σχετικά μεγάλα ποσοστά της έμμεσης εισαγόμενης συνιστώσας εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό από την έλλειψη αυτάρκειας της χώρας σε είδη πρώτων υλών και άλλα ενδιάμεσα προϊόντα, η οποία εν μέρει απορρέει από το μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας και από τη διαθεσιμότητα πόρων.

 

 

Ταυτόχρονα όμως και σε συνδυασμό με τα επίσης μη αμελητέα ποσοστά της έμμεσης εισαγόμενης συνιστώσας σε κλάδους όπως τα έπιπλα, η κλωστοϋφαντουργία  και ακόμα και τα τρόφιμα και η γεωργία, προκύπτουν σημαντικές ενδείξεις για τη διαχρονική εξασθένηση της παραγωγικής βάσης της χώρας, η οποία έχει οδηγήσει σε σοβαρές ανεπάρκειες.

 

 

Οι τελευταίες, οδηγώντας τη χώρα σε μεγαλύτερη εξάρτηση από τις εισαγωγές και τις τιμές των εισαγόμενων αγαθών σε κύρια είδη, την κατέστησαν και εξακολουθούν να την καθιστούν πιο ευάλωτη, κυρίως κατά την περίοδο της ύφεσης.

 

 

Παράλληλα δυσχεραίνουν το έργο ανασυγκρότησης της οικονομίας, δεδομένου ότι η αναγκαία αποκατάσταση (στο βαθμό που αυτό καθίσταται εφικτό) αυτών των ανεπαρκειών είναι υποχρεωτικά σταδιακή και απαιτεί ένα μακροχρόνιο χρονικό ορίζοντα.

 

 

Είναι απαραίτητο να τονισθεί στο σημείο αυτό ότι η σπουδαιότητα για την ελληνική οικονομία της έμμεσης εισαγόμενης συνιστώσας της εγχώριας παραγωγής γίνεται ξεκάθαρη μόνο μέσω των υπολογισμών των επιμέρους ποσοστών της σε κλαδικό επίπεδο, και δεν συνάγεται απευθείας από τα στοιχεία για τη έμμεση εισαγόμενη συνιστώσα σε επίπεδο οικονομίας.

 

 

Ιδιαίτερα για την κατανάλωση, καθώς ένα σημαντικό μερίδιο αυτής αντιστοιχεί σε υπηρεσίες, το εύρος της εισαγόμενης συνιστώσας των οποίων είναι περιορισμένο, το μέγεθος της έμμεσης εισαγόμενης συνιστώσας για το σύνολο της οικονομίας αποκρύπτει τη σημαντική διαρροή ζήτησης σε κλάδους εμπορεύσιμων αγαθών όπως αυτοί που προαναφέρθηκαν.

 

 

Τα τελευταίο επιχείρημα φαίνεται ότι ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τα στοιχεία για τα ποσοστά της άμεσης εισαγόμενης συνιστώσας της κατανάλωσης.

 

Ειδικότερα, παρατηρείται ότι εξαιρετικά υψηλές είναι οι σχετικές αναλογίες όχι μόνο στις περιπτώσεις κατηγοριών όπως, για παράδειγμα, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές (96,9% το 2008 και 97,8% το 2010), τα μηχανοκίνητα οχήματα κλπ. (94,9% το 2008 και 88,7% το 2010) και ο λοιπός εξοπλισμός μεταφορών (97,2% το 2008 και 95,2%, το 2010) λόγω της απουσίας τεχνολογίας και ικανότητας εγχώριας παραγωγής, αλλά και σε σημαντικούς για την κατανάλωση κλάδους εμπορεύσιμων προϊόντων όπου υπάρχουν ευνοϊκές προϋποθέσεις από απόψεως εμπειρίας και παραγωγικών δυνατοτήτων.

 

 

Τέτοιοι κλάδοι είναι τα τρόφιμα (28,9% το 2008 και 33,5% το 2010), η κλωστοϋφαντουργία με τα είδη ένδυσης και υπόδησης (69,2% το 2008 και 71,3% το 2010), τα έπιπλα κλπ. (65,2% το 2008 και 68,7% το 2010), αλλά και οι χημικές ουσίες κλπ. (84% το 2008 και 83,1% το 2010) και τα βασικά φαρμακευτικά προϊόντα (68,1% το 2008 και 67,2% το 2010).

 

 

Στους εν λόγω κλάδους, οι οποίοι είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εκτεθειμένοι στο διεθνή ανταγωνισμό, η χώρα δεν εκμεταλλεύτηκε τις παραγωγικές της δυνατότητες και υπέστη διαχρονικά ριζικές απώλειες σε όρους ανταγωνιστικότητας, με αποτέλεσμα να χάσει μερίδια των σχετιζόμενων αγορών και να αναγκαστεί να στραφεί, με αυξανόμενες ανάγκες, σε εισαγωγές που κατευθύνονται άμεσα στην τελική καταναλωτική δαπάνη.

 

………..

 

Σε κάθε περίπτωση όμως, συνεπάγεται ότι ακόμα και κατά την περίοδο κρίσης όπου η χώρα ήρθε αντιμέτωπη με τις ελλείψεις στον παραγωγικό τομέα και τα υψηλά ελλείμματα του εξωτερικού ισοζυγίου, η διαχρονική αύξηση των παραγωγικών ανεπαρκειών οδήγησε στην ενίσχυση της εξάρτησης από τις εισαγωγές.

 

 

Το συμπέρασμα αυτό δύναται να παίξει κρίσιμο ρόλο στο σχεδιασμό και επαναπροσδιορισμό του μοντέλου ανάπτυξης και κατά την περίοδο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.

 

 

 

 

Δυνατότητες υποκατάστασης εισαγωγών και προοπτικές ανάπτυξης

Τα ευρήματα της προηγούμενης ενότητας αναφορικά με τη μεγάλη διαρροή ζήτησης προς το εξωτερικό, ιδιαίτερα σε κλάδους εκτεθειμένους στο διεθνή ανταγωνισμό, καθιστούν σαφές ότι οι ανεπάρκειες στην εγχώρια παραγωγή δεν προκύπτουν σε όλες τις περιπτώσεις από θεμελιώδη αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να παράγει αγαθά και υπηρεσίες, παρά αντανακλούν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της χώρας ακόμα και σε κλάδους στους οποίους υπάρχουν παραγωγικές δυνατότητες και τεχνογνωσία.

 

 

Τα παραπάνω συνεπάγονται την ύπαρξη σημαντικών περιθωρίων ανάπτυξης μέσω της υποκατάστασης εισαγωγών από εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα.

 

 

Η υποκατάσταση δύναται να δημιουργήσει ανάπτυξη χωρίς να απαιτείται αύξηση της ζήτησης, αλλά μέσω της κάλυψης της υπάρχουσας ζήτησης από εγχώριες πηγές.

 

 

Για παράδειγμα στην περίπτωση της κατανάλωσης, η οποία στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν αναμένεται να ενισχυθεί άμεσα, είναι εφικτό με την αντικατάσταση εισαγόμενων προϊόντων από εγχωρίως παραγόμενα να διοχετευθεί η υπάρχουσα ζήτηση για καταναλωτικά προϊόντα προς ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής.

 

 

Αυτό θα έχει πολλαπλά θετικά αποτελέσματα, όπως:

 

 

τη μείωση της διαρροής της δαπάνης για κατανάλωση στο εξωτερικό, και την παραμονή των σχετικών πόρων στην εγχώρια οικονομία, με αποτέλεσμα την ενίσχυση σε δεύτερο επίπεδο και της επενδυτικής δραστηριότητας,

 

 

την άμεση δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης, ιδιαίτερα επειδή ορισμένοι από τους κλάδους με δυνατότητες υποκατάστασης εισαγωγών χαρακτηρίζονται από σχετικά υψηλή ένταση εργασίας,

 

 

τη βελτίωση του εξωτερικού ισοζυγίου,

 

 

τη μείωση του βαθμού μετακύλισης των μεταβολών των τιμών των εισαγόμενων αγαθών στις εγχώριες τιμές καταναλωτή, και την μη παρεμπόδιση, έτσι, της διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης και, τέλος,

 

 

• την περαιτέρω συμβολή στην ανάπτυξη και μέσω πολλαπλασιαστικών επιδράσεων.

 

 

Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, στην περίπτωση της Ελλάδας, οι δυνατότητες επίτευξης των ως άνω αποτελεσμάτων μέσω της υποκατάστασης εισαγωγών ενισχύονται από το γεγονός ότι η υποκατάσταση δεν προϋποθέτει απαραίτητα την παραγωγή καινοτόμων προϊόντων, αλλά αντιθέτως την ανάταξη παραγωγικών δραστηριοτήτων στις οποίες υπάρχει σωρευμένη εμπειρία από το σχετικά πρόσφατο παρελθόν και για τις οποίες είναι επομένως ευκολότερη η αποκατάσταση του παραγωγικού ιστού που διερράγη λόγω της κάμψης της ανταγωνιστικότητας.

 

 

Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι προς την επίτευξη ενός σημαντικού βαθμού υποκατάστασης, όχι για να μεταβεί η χώρα σε καθεστώς αυτάρκειας, αλλά για να ανακτήσει μέρος του χαμένου εδάφους κινούμενη προς μια βιώσιμη ισορροπία μεταξύ του τι εισάγει και του τι μπορεί να εξάγει, συντρέχουν κατά την παρούσα συγκυρία και μία σειρά παράγοντες που κινούνται προς ευνοϊκή κατεύθυνση.

 

 

Πρώτος και σημαντικότερος παράγοντας είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας και της προόδου των διαρθρωτικών αλλαγών.

 

 

Τα μέχρι στιγμής διαθέσιμα στοιχεία και οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών αντανακλούν ήδη μία τάση βελτίωσης στην ανταγωνιστικότητα.

 

 

Εντούτοις, προκειμένου να αρχίσουν να εκδηλώνονται τα αποτελέσματα της βελτίωσης αυτής στην παραγωγή με ουσιώδεις τρόπους, είναι κρίσιμο να συνεχιστούν οι προσπάθειες ωσότου ανακτηθούν οι απώλειες ανταγωνιστικότητας από την ένταξη της χώρας στο ευρώ και ύστερα.

 

 

Ο δεύτερος ευνοϊκός παράγοντας αφορά στα πλεονεκτήματα που απολαμβάνει η εγχώρια παραγωγή λόγω μικρότερων χιλιομετρικών αποστάσεων και συνεπώς χαμηλότερου μεταφορικού κόστους σε σχέση με τα εισαγόμενα, ή και λόγω χαμηλότερου χρηματοοικονομικού (ασφάλιστρα, χρηματοοικονομικές επιβαρύνσεις, κλπ.) και συναλλακτικού κόστους (διαφήμιση, επικοινωνία, νομικές υπηρεσίες, κλπ.).

 

 

Είναι ενδεχομένως σημαντικό το γεγονός ότι τα πλεονεκτήματα αυτά έναντι των ξένων ανταγωνιστών μπορεί να ενισχυθούν από τις μεταβολές των συσχετισμών κόστους που προκαλούνται από τις εγχώριες μειώσεις στις αμοιβές της εργασίας και τις διαρθρωτικές αλλαγές.

 

 

Ένας επιπλέον παράγοντας είναι η μεταβαλλόμενη στάση του Έλληνα αγοραστή έναντι του εγχώριου παραγωγού.

 

 

Κάτω από την ασφυκτική πίεση των δυσμενών οικονομικών εξελίξεων, η συχνή προτίμηση για ξένα προϊόντα δύναται να αναστραφεί.

 

 

Στον εγχώριο καταναλωτή, ο οποίος όλο και περισσότερο αντιλαμβάνεται τις συνέπειες της ανισορροπίας που έχει δημιουργηθεί, καθώς τα εισαγόμενα εκτοπίζουν τα εγχώρια ακόμη και σε είδη που η χώρα έχει όλες τις δυνατότητες να παράγει, γίνεται σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό συνείδηση ότι πρέπει να υποστηριχθεί η εγχώρια παραγωγή, αφού τα χρήματα που δαπανά κανείς για την αγορά εγχωρίων προϊόντων κατά κάποιο τρόπο επιστρέφουν σε αυτόν και δεν διαρρέουν στο εξωτερικό.

 

 

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι η υποκατάσταση εισαγωγών αποτελεί διαδικασία που μπορεί να εξελίσσεται παράλληλα με την ενίσχυση των εξαγωγών, με τις δύο διαδικασίες, μάλιστα, να ενδυναμώνουν η μία την άλλη, καθώς, για παράδειγμα, μια νέα μονάδα που ξεκινάει να παράγει προϊόντα για την εγχώρια αγορά μπορεί να μετεξελιχθεί σε εξαγωγική.

 

 

Επιπλέον, η υποκατάσταση εισαγόμενων ενδιάμεσων προϊόντων στην παραγωγική διαδικασία δύναται να διευρύνει την πραγματική συνεισφορά μίας αύξησης των εξαγωγών στο ΑΕΠ, λόγω της συνεπαγόμενης διαρροής μικρότερου τμήματος της αύξησης αυτής στο εξωτερικό.

 

 

Η αρμονία του δίπτυχου εξαγωγών-υποκατάστασης εισαγωγών ενισχύεται και από το γεγονός ότι σε εγχώριο επίπεδο οι συνθήκες που ευνοούν την εξαγωγική δραστηριότητα ευνοούν παράλληλα και την υποκατάσταση.

 

 

Συγκεκριμένα, η αύξηση της ανταγωνιστικότητας τείνει να συμβάλλει στην αύξηση της ζήτησης για εγχώρια προϊόντα τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς.

 

 

Τη στιγμή μάλιστα που στην ελληνική οικονομία συντελούνται στην παρούσα συγκυρία σημαντικές μεταρρυθμίσεις προς κατευθύνσεις που ευνοούν την ανταγωνιστικότητα, συντρέχουν πλέον σε σημαντικό βαθμό οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την προώθηση της ανάπτυξης μέσω του συνδυασμού υποκατάστασης εισαγωγών και αύξησης των εξαγωγών.

 

 

Τέλος, τα ανωτέρω υπογραμμίζουν τη σημασία στόχευσης των δράσεων πολιτικής προς τη διοχέτευση οικονομικών πόρων και ρευστότητας σε κλάδους με προοπτική για αύξηση της παραγωγής, της υποκατάστασης εισαγωγών και αύξησης των εξαγωγών.

 

 

Καθώς η ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και η αποκατάσταση της ρευστότητας θα καταστήσει εφικτή τη διάθεση σημαντικών πόρων για τη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, είναι σημαντικό να δοθεί έμφαση στην ενδυνάμωση των διεθνώς εμπορεύσιμων κλάδων της οικονομίας.»

 

 

 

INFO

Η “εισαγόμενη συνιστώσα”, ή αλλιώς η αναλογία των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών που ενσωματώνεται στην αξία της ζήτησης, συντίθεται αφενός από τη λεγόμενη “έμμεση εισαγόμενη συνιστώσα”, δηλαδή την αναλογία των εισαγόμενων εισροών αγαθών και υπηρεσιών που ενσωματώνεται στην αξία της εγχώριας παραγωγής και αφετέρου τη λεγόμενη “άμεση εισαγόμενη συνιστώσα”, δηλαδή την αναλογία των εισαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών στις τελικές χρήσεις (κατανάλωση, εξαγωγές, κλπ.).

 

 

Η έμμεση εισαγόμενη συνιστώσα αντανακλά ουσιαστικά τη διαρροή ζήτησης προς το εξωτερικό λόγω της χρήσης εισαγόμενων πρώτων υλών και ενδιάμεσων αγαθών και υπηρεσιών στην παραγωγική διαδικασία, ενώ η άμεση εισαγόμενη συνιστώσα αντικατοπτρίζει τη διαρροή ζήτησης λόγω π.χ. της κατανάλωσης έτοιμων εισαγόμενων προϊόντων ή της απευθείας εξαγωγής αγαθών που έχουν εισαχθεί.

 

 

Ο υπολογισμός της έμμεσης εισαγόμενης συνιστώσας μίας οικονομίας για ένα δεδομένο έτος γίνεται στη βάση του Πίνακα Εισροών-Εκροών της οικονομίας για το έτος αυτό.

 

 

Πηγή:

Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), έκδοση  «Οικονομικές Εξελίξεις», άρθρο υπό τον τίτλο :

 

Η εισαγόμενη συνιστώσα της κατανάλωσης και των εξαγωγών στην Ελλάδα: Κλαδική ανάλυση και προοπτικές ανάπτυξης μέσω της υποκατάστασης εισαγωγών των κ.κ.

 

Έρση Αθανασίου, Ερευνήτρια, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.

 

Αικατερίνη Τσούμα, Ερευνήτρια, Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών.

 

 

www.mywaypress.gr – ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΥΡΟΥΣ

 

 

Σχετικά Άρθρα