«Γιατί δυσλειτουργεί η δικαιοσύνη;»

• Παναγιώτης Πικραμμένος: «Φαντάζομαι μία εντελώς διαφορετική Δικαιοσύνη για την Χώρα μας. Μία Δικαιοσύνη απηλλαγμένη από την απομόνωση και την ρουτίνα στην οποία την οδηγεί μια οιονεί δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία, απηλλαγμένη από τα βάρη της καθημερινότητας, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές. Μία Δικαιοσύνη ανοιχτή στην αλληλεπίδραση με την κοινωνία»

 

 

 

 

 

 

• Χριστόφορος Αργυρόπουλος: « Η δικαιοσύνη πρέπει να πάψει να νοείται μόνον ως απονεμόμενο αγαθό και να αποτελέσει φρόνημα και πράξη στις σχέσεις μας με τους άλλους στις καθημερινές συναλλαγές και στις διενέξεις μας. Χρειάζεται να καλλιεργηθεί μια άλλη παιδεία για τη διευθέτηση των αναπόφευκτων δυσλειτουργιών της κοινωνικής συμβίωσης»

 

 

• Βασίλης Σκουρής: «Είμαστε έτοιμοι να θέσουμε υπό αμφισβήτηση καθιερωμένες δομές στον χώρο της δικαιοσύνης;»

 

 

 • Θεόδωρος Φορτσάκης: «Ταχύτητα και ποιότητα κατά την απονομή της Δικαιοσύνης»

 

 

• Ολοκληρωμένα τα κείμενα των εισηγήσεων των ομιλητών

 

 

 

 

Πραγματοποιήθηκε στις 16.5. η 8η κατά σειρά συζήτηση στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με θέμα, «Γιατί δυσλειτουργεί η δικαιοσύνη;», του κύκλου υπό τον γενικό τίτλο: «Ελλάδα: Μεταρρυθμίσεις, Ρήξεις, Τομές».

 

 

 

 

Την εκδήλωση διοργάνωσαν η Κίνηση Πολιτών, η Διεθνής Διαφάνεια-Ελλάς, το ΙΟΒΕ, το ΕΛΙΑΜΕΠ και η Kantor, σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο πλαίσιο του προγράμματος Megaron Plus.

 

 

 

 

Στη συζήτηση συμμετείχαν οι κύριοι: Παναγιώτης Πικραμμένος, Πρόεδρος ΣτΕ ε.τ., πρ. Πρωθυπουργός, Βασίλειος Σκουρής, Πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Θεόδωρος Φορτσάκης, Πρόεδρος Νομικής Σχολής Αθηνών και Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ένωσης Ελλήνων Ποινικολόγων. Τη συζήτηση συντόνισε ο κ. Νίκος Φραγκάκης, Δικηγόρος, Πρόεδρος ΕΚΕΜΕ και Αντιπρόεδρος της Κίνησης Πολιτών.

 

 

 

 

Ο κ. Παναγιώτης Πικραμμένος, σημείωσε ότι το πρόβλημα της δυσλειτουργίας της Δικαιοσύνης στη χώρα μας αντιμετωπίζεται μεμονωμένα, τη στιγμή που η καλή ή κακή λειτουργία των άλλων δύο λειτουργιών – και ιδιαίτερα της εκτελεστικής – επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και τη λειτουργία της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Ο κ. Πικραμμένος τόνισε ότι χρειάζεται μία ριζική αλλαγή του συστήματος σε τρεις άξονες :

1. Άνοιγμα της Δικαιοσύνης στην κοινωνία, όπου οι Δικαστές δεν θα είναι απομονωμένοι στο λειτούργημά τους αλλά θα μπορούν να  μεταπηδούν στη Δημόσια Διοίκηση ή ακόμα και στην ελεύθερη αγορά για να μεταφέρουν την εμπειρία τους, ενώ αντίστροφα, θα μπορούν να θητεύουν στην Δικαιοσύνη καθηγητές Πανεπιστημίου και διακεκριμένοι δικηγόροι, προκειμένου να εισφέρουν τις δικές τους γνώσεις.

 

 

 

 

2. Ενασχόληση της Δικαιοσύνης μόνο με τις σοβαρές υποθέσεις με την παράλληλη δημιουργία ειδικών δικαστηρίων για την επίλυση συγκεκριμένων διαφορών, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί γρήγορη και αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς και

 

 

 

 

3. Βελτίωση του επιπέδου των δικαστικών λειτουργών, με αναβάθμιση της παρεχόμενης από την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών εκπαίδευση που πρέπει να είναι μεταπτυχιακού επιπέδου.

 

 

 

 

Ο κ. Πικραμμένος αναφέρθηκε επίσης στην οικονομική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και στην ανάγκη κατάρτισης και διαχείρισης ενός προϋπολογισμού για τη Δικαιοσύνη  από ένα ανεξάρτητο όργανο.

 

 

 

 

Στο κλείσιμο της ομιλίας του ο κ. Πικραμμένος τόνισε ότι όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προκύψουν μέσα από συνεννόηση και συνεργασία με τις άλλες δύο εξουσίες, με τη συνδρομή ενδεχομένως ενός θεσμικού οργάνου που θα μελετήσει και θα εισηγηθεί ένα νέο εθνικό σχεδιασμό για τις μέλλουσες και μείζονες αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Ο κ. Βασίλης Σκουρής, έθεσε το ερώτημα αν είμαστε έτοιμοι να θέσουμε υπό αμφισβήτηση καθιερωμένες δομές στον χώρο της Δικαιοσύνης, εντοπίζοντας στην ανάλυσή του δύο ζητήματα:

 

 

 

 

Τις εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών και την αναθεώρηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων.

 

 

 

 

Η ανάθεση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δικαστικών καθηκόντων σε άλλες κατηγορίες νομικών και η ευχέρεια άσκησης διοικητικών καθηκόντων από δικαστικούς λειτουργούς θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν στην αντιμετώπιση των δυσλειτουργιών της δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Επιπρόσθετα, η ίδρυση ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου με μη ισόβια μέλη και αποστολή την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων θα συμβάλλει στον αποτελεσματικό έλεγχο της συνταγματικότητας, χωρίς να αλλοιώσει και να αποδυναμώσει το ισχύον καθεστώς ελέγχου.

 

 

 

 

Στην εισήγησή του, ο κ. Θεόδωρος Φορτσάκης εξέτασε την ταχύτητα και την ποιότητα κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, παραθέτοντας παραδείγματα από την ελληνική πραγματικότητα και παρουσίασε μια σειρά από άμεσα εφαρμόσιμα μέτρα για τη βελτίωση της σημερινής κατάστασης στον χώρο της Δικαιοσύνης, τα οποία αφορούν στη λειτουργία (π.χ. εισαγωγή μηχανογράφησης και ηλεκτρονικών διαδικασιών) και στη χωροταξική ανακατανομή των Δικαστηρίων με συνένωση ή κατάργηση μικρών επαρχιακών Ειρηνοδικείων –  Πρωτοδικείων, σε αλλαγές στους Κώδικες Πολιτικής Δικονομίας (π.χ. άμεση επίδοση αγωγής, αποκλεισμός υποθέσεων λόγω ποσού, κατάργηση μικροδιαφορών, επίλυση μόνο με διαμεσολάβηση – διαιτησία) και Ποινικής Δικονομίας (π.χ. απαγόρευση δεύτερης αναβολής), σε αλλαγές στη Διοικητική Δίκη (π.χ. θέσπιση σε ευρύτερη κλίμακα διαδικασιών εν συμβουλίω), στην αφαίρεση ύλης από τα δικαστήρια (π.χ. κληρονομητήρια, πιστοποιητικά κ.α.), στην κωδικοποίηση διατάξεων και τη βελτίωση της νομοθετικής διαδικασίας, στην αύξηση του κόστους προσφυγής στη Δικαιοσύνη, στην παροχή κινήτρων ενθάρρυνσης της διαμεσολάβησης, στην εντατικοποίηση της επιθεώρησης των δικαστών και στον έλεγχο απόδοσής τους και στην δραστική μείωση του αριθμού των δικαστών.

 

 

 

 

Ο κ. Χριστόφορος Δ. Αργυρόπουλος, πριν να επικεντρώσει την εισήγησή του στις εναλλακτικές μορφές απονομής δικαιοσύνης, αναφέρθηκε στην ανάγκη ύπαρξης ενός δικαιοδοτικού συστήματος που να εγγυάται τη δίκαιη και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων, σε εύλογο χρονικό διάστημα.

 

 

 

 

Ωστόσο η ελληνική πραγματικότητα, που χαρακτηρίζεται από το εθνικό «σύμπτωμα» της χωρίς φειδώ προσφυγής στις δικαστικές αρχές για κάθε είδους διαφορά, ουσιαστικά ακυρώνει το δικαίωμα αυτό.

 

 

 

 

Η ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος, όμως, απαιτεί ειλικρινή βούληση τόσο από την εξουσία όσο και από όλους τους ενδιαφερομένους καθώς και καλλιέργεια μιας άλλης παιδείας για τη διευθέτηση των δυσλειτουργιών της κοινωνικής συμβίωσης.

 

 

 

 

Ο κ. Αργυρόπουλος, σημείωσε ότι το πρόβλημα της έγκαιρης απονομής δικαιοσύνης μπορεί να αντιμετωπισθεί με την ευρεία εφαρμογή υποκατάστατων μορφών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών, όπως τη διαμεσολάβηση, την ποινική διαμεσολάβηση και άλλες μορφές.

 

 

 

 

Η εκούσια ρύθμιση των διαφορών συμβάλλει στην καλλιέργεια νοοτροπίας στους πολίτες για συμμόρφωση στον νόμο, χωρίς διακρίσεις και προϋποθέσεις, καθώς και στην ανάπτυξη πνεύματος αμοιβαιότητας και συνευθύνης, διασφαλίζοντας την ειρηνική κοινωνική συμβίωση.

 

 

 

 

Συνοψίζοντας τη συζήτηση, ο κ. Νίκος Φραγκάκης, αφού σημείωσε ότι τα προβλήματα δυσλειτουργίας της Ελληνικής Δικαιοσύνης είναι διαχρονικά σε σημείο που να θεωρούνται ανεπίλυτα, διαπίστωσε ότι από τις θέσεις των εισηγητών αναδύεται σύγκλιση απόψεων ως προς το ότι οι μέχρι σήμερα προσπάθειες θεραπείας ήταν αποσπασματικές, ενώ αυτό που χρειάζεται είναι η ριζική επανεξέταση της οργάνωσης και του τρόπου απονομής της Δικαιοσύνης, στη βάση προηγούμενης αναγκαίας συνεννόησης με τη νομοθετική και τη διοικητική λειτουργία για το σχεδιασμό και την άμεση εφαρμογή ριζοσπαστικών μέτρων, όπως το άνοιγμα της Δικαιοσύνης στην κοινωνία, όπου οι Δικαστές θα μπορούν να μεταπηδούν στη Δημόσια Διοίκηση ή ακόμα και στην ελεύθερη αγορά για να μεταφέρουν την εμπειρία τους, ενώ αντίστροφα, θα μπορούν να θητεύουν στην Δικαιοσύνη καθηγητές Πανεπιστημίου και διακεκριμένοι δικηγόροι.

 

 

 

 

Το ζητούμενο, σε κάθε περίπτωση, είναι η έγκαιρη, με ποιότητα επίλυση των διαφορών, η οποία δεν είναι ανάγκη να προέρχεται πάντα από το δικαστικό σύστημα όπως είναι σήμερα διαρθρωμένο, αφού αυτό ασφυκτιά από τον υπερβολικό αριθμό συσσωρευμένων υποθέσεων, ενώ γενική είναι η αντίληψη ότι, πάντως, δεν χρειάζονται περισσότεροι δικαστές.

 

 

 

 

Πρέπει η επίλυση των διαφορών να αναζητηθεί και σε νέες μορφές αντιμετώπισής τους, κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού, όπως με τη διαιτησία και τη διαμεσολάβηση.

 

 

 

 

Πέρα, όμως, από τις αναγκαίες αλλαγές στο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, προέχει η (δια της παιδείας) καλλιέργεια στους πολίτες μιας διαφορετικής αντίληψης για την αναζήτηση λύσεων με διαπραγμάτευση και συμβιβαστική προσέγγιση μεταξύ των αντιδικούντων.

 

 

 

 

 

 

Χριστόφορος Αργυρόπουλος: « Η δικαιοσύνη πρέπει να πάψει να νοείται μόνον ως απονεμόμενο αγαθό και να αποτελέσει φρόνημα και πράξη στις σχέσεις μας με τους άλλους στις καθημερινές συναλλαγές και στις διενέξεις μας. Χρειάζεται να καλλιεργηθεί μια άλλη παιδεία για τη διευθέτηση των αναπόφευκτων δυσλειτουργιών της κοινωνικής συμβίωσης»

 

 

« Εναλλακτικές μορφές απονομής της Δικαιοσύνης»

1. «Όταν αμφισβητούνται τα δικαιώματα ή οι υποχρεώσεις ενός προσώπου ή αυτό αντιμετωπίζει κατηγορία ποινικής φύσεως δικαιούται να προσφύγει σε δικαστήριο και να αναπτύξει ενώπιον του τις απόψεις του. Η άσκηση του θεμελιώδους αυτού δικαιώματος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δικαιοδοτικού συστήματος, που εγγυάται τη δίκαιη, πλήρη και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζει η έννομη τάξη, μέσα σε εύλογο χρόνο.

 

 

 

 

2. Το δικαίωμα ένδικης προστασίας και ακρόασης είναι ιδιαιτέρως και ευλόγως δημοφιλές και γι’ αυτό είναι πολύ συχνή η άσκησή του.

 

 

 

 

Πράγματι στην κυριαρχούσα μορφή πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας, από το ένα μέρος αναπτύσσεται ο ανταγωνισμός και η εγωιστική πρόσληψη των εννόμων συμφερόντων και από το άλλο  η δίκαιη επίλυση διαφορών μεταξύ ουσιαστικώς άνισων υποκειμένων που αντιπαρατίθενται, αποβαίνει ανέφικτη χωρίς την «εξουσιαστική και γι’ αυτό δεσμευτική, ανεξάρτητη απόφαση» ενός αμερόληπτου τρίτου, του δικαστή.

 

 

 

 

Ο νόμος επιβάλλει γενικώς την ισότητα όλων απέναντί του, αλλά η αντικειμενικώς ίση μεταχείριση των αντιπάλων μερών κατά την επίλυση της συγκεκριμένης ιδιωτικής διαφοράς πραγματώνεται διαδικαστικά.

 

 

 

 

Την ίδια ανάγκη ισηγορίας στις διοικητικές διαφορές δημιουργεί η εκ των πραγμάτων υπερέχουσα ισχύς του Κράτους. Η δικανική μορφή της ποινικής δίκης, εξ άλλου, συνίσταται σε «μια δικονομικά οργανωμένη διαδικασία που αποβλέπει μεθοδευμένα στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας με παράλληλη προστασία των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου».

 

 

 
3. Για τους λόγους αυτούς  η  απονομή  της  δικαιοσύνης,  πέραν  της  αναντικατάστατης θεσμικής αλλά και κοινωνικής της σημασίας, έχει εσωτερικευθεί από τους πολίτες ως αξία καθ’ εαυτήν. Η προσφυγή σε δικαστήριο έχει εγγραφεί στη συλλογική συνείδηση ως προέκταση της κοινωνικής και οικονομικής αντιπαράθεσης, αλλά και ως αναπαλλοτρίωτο κεκτημένο και ουσιώδης εγγύηση  της ισότητας, της ελευθερίας και των δικαιωμάτων τους κατά την παροιμιώδη έκφραση «υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο».

 

 

 

 

4. Πρακτικά, λοιπόν, ανακύπτει σύγκρουση ανάμεσα στο δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη και στο δικαίωμα που απορρέει από αυτό για την παροχή της έννομης προστασίας σε εύλογο χρόνο, αφού η χωρίς φειδώ  άσκηση του πρώτου, όταν δεν εξικνείται ως την κατάχρησή του, τείνει να επιβραδύνει υπέρμετρα την ικανοποίηση του δευτέρου.

 

 

 

 

Η εξισορρόπηση είναι αποτέλεσμα σταθμίσεως, δηλαδή «ζήτημα πραγματικό, εξαρτώμενο από τις συντρέχουσες συγκυρίες».

 

 

 

 

Η επιτάχυνση της διαδικασίας δεν επιτυγχάνεται με άστοχα, αποσπασματικά και ατελέσφορα μέσα.Ούτε, ασφαλώς, με την απομείωση των δικαιοκρατικών εγγυήσεων της ευθυδικίας.

 

 

 

 

Για τη ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτείται η ειλικρινής βούληση της εξουσίας και όλων των ενδιαφερομένων, στους οποίους περιλαμβάνονται τόσο οι παράγοντες, όσο και οι χρήστες της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Με άλλα λόγια οι σχετικές προσπάθειες έχουν ιδιαζόντως δυσχερείς προϋποθέσεις ευδοκιμήσεως.

 

 

 

 

 

5. Στη Χώρα μας κατά παράδοση η προσφυγή στη δικαιοσύνη αποτελεί  τον συνήθη τρόπο επίλυσης των διαφορών, κατ’ αγνόηση των δυνατοτήτων συμβιβασμού. Το εθνικό αυτό σύμπτωμα και ιδίως η επιτεινόμενη έξαρσή του διαθέτουν ειδικότερες, περισσότερο ή λιγότερο πειστικές, ερμηνείες. Η αύξηση της δικαστικής ύλης, πάντως, συνεπάγεται αντίστοιχη επιβάρυνση των δικαστηρίων και συνακόλουθη καθυστέρηση εκδίκασης των αυξανόμενων εκκρεμών υποθέσεων, όπως έχει διαγνωστεί και με τις αποφάσεις του ΕυρΔΔΑ.

 

 

 

 

6. Ενόψει αυτών η έγκαιρη επίλυση των διαφορών πρέπει να αναζητηθεί και σε νέες μορφές αντιμετώπισής τους, κατά παράκαμψη της δικαστικής οδού. Με την τελευταία αυτή έννοια η εξωδικαστική ρύθμιση ιδιωτικών κυρίως διαφορών δεν συνιστά κατά κυριολεξία «απονομή δικαιοσύνης», αλλά εκδήλωση της ιδιωτικής αυτονομίας και της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρα 5 παρ. 1 Συντάγματος και 361 ΑΚ).

 

 

 

 

Αποτελεί πράξη εκούσιας εφαρμογής του νόμου, ο οποίος έτσι δεν αντλεί το κύρος του από μόνη τη δύναμη καταναγκασμού που διαθέτει, αλλά και από την πειθώ του, την αναγνώριση, δηλαδή, της αξίας του ως κανόνα καθολικής χρησιμότητας.

 

 

 

 

7. Η «εναλλακτική ή ειρηνική επίλυση των διαφορών» έχει ήδη εισαχθεί, με διάφορες παραλλαγές, στην ελληνική έννομη τάξη, χωρίς όμως ευρεία εφαρμογή. Αναφέρονται  ιδίως οι διατάξεις για τον εξώδικο, αλλά και τον δικαστικό συμβιβασμό ή τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς με την παρέμβαση του δικαστηρίου καθώς και η απόπειρα των διαδίκων για συμβιβαστική επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς ως προϋπόθεση του παραδεκτού της συζήτησης της αγωγής.

 

 

 

 

Επισημαίνεται, επίσης, η μεσολάβηση κατά τη σύναψη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας  (ν. 1876/1990), όπως, και οι διατάξεις περί διαιτησίας (άρθρα 867 επ. ΚΠολΔ και ν. 2735/1999 για τη διεθνή διαιτησία).

 

 

 

 

Στην ευρύτερη κατηγορία των ρυθμίσεων αυτών μπορούν να ενταχθούν και οι διατάξεις που αφορούν τον φιλικό διακανονισμό των καταναλωτικών διαφορών (ν. 2251/1994), η διαδικασία συνδιαλλαγής του Πτωχευτικού Κώδικα και ο εξωδικαστικός συμβιβασμός των υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (ν. 3869/2010). Στην εξωδικαστική λύση διαφορών Πολίτη και Κράτους συμβάλλει εξ ορισμού η παρέμβαση ανεξάρτητων δημόσιων αρχών, όπως είναι ο Συνήγορος του Πολίτη.

 

 

 

 

8. Ιδιαίτερη σημασία για την προώθηση των μορφών εκούσιας επίλυσης διαφορών αποτελεί ο νεαρός θεσμός της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που αποτελεί ενσωμάτωση στο ελληνικό δίκαιο της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ν. 3898/2010).

 

 

 

 

Τα προτερήματα της διαμεσολάβησης είναι η εχεμύθεια, η ευελιξία της σχετικής διαδικασίας, ο έλεγχος από τα ίδια τα μέρη της διάρκειας και της έκβασής της και η εκούσια εκτέλεση της, ώστε να διασφαλίζεται κατά το δυνατόν η διατήρηση φιλικής και βιώσιμης σχέσης των μερών «χάριν και του ευρύτερου κοινωνικού συμφέροντος». Μένει να διαπιστωθεί η κοινωνική αποδοχή του.

 

 

 

 

9. Στην περιοχή της ποινικής καταστολής αξιόλογη είναι η ποινική διαμεσολάβηση για τα  πλημμελήματα ενδοοικογενειακής βίας μέσω του αρμόδιου Εισαγγελέα (άρθρο 11 ν. 3500/2006), κυρίως όμως   η αναγωγή της ικανοποίησης του παθόντος σε λόγο εξάλειψης του αξιοποίνου πράξεων κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας.

 

 

 

 

Οι ρυθμίσεις αυτές συνέχονται με τον ευρύτερο θεσμό της ποινικής συνδιαλλαγής, ο οποίος έχει ως ιστορική αφετηρία το αγγλοσαξωνικό δίκαιο και ήδη έχει εισαχθεί σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία).

 

 

 

 

Η εφαρμογή της ποινικής συνδιαλλαγής έχει ως άμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό των εκκρεμών υποθέσεων και έμμεσο την αποφόρτιση των εντάσεων, τις οποίες συντηρεί η μακροχρόνια εκκρεμοδικία  εις βάρος  της κοινωνικής ειρήνευσης.

 

 

 

 

Από άλλη, όμως, άποψη παρατηρούνται προβλήματα συμβατότητας του θεσμού με τον δημόσιο και αυτεπάγγελτο χαρακτήρα της ποινικής δίωξης.

 

 

 

 

Η ορθή οριοθέτηση των πράξεων που μπορούν να υποβληθούν στη διαδικασία συναλλαγής και αν δεν ευτυχήσει ως «χρυσή τομή», κινείται ομόρροπα με την υποχρέωση της Πολιτείας να εξοφλήσει το ληξιπρόθεσμο χρέος της για την απονομή ορθής δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο.

 

 

 

 

Τούτο ισχύει για όλες τις μορφές εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, δια μέσου των οποίων τα δικαστήρια απαλλάσσονται από την εκδίκαση υποθέσεων που επιλύονται εκούσια και αντιστοίχως διαθέτουν περισσότερο χρόνο για την προσήκουσα, έγκαιρη εκπλήρωση του κοινωνικά κρίσιμου έργου τους.

 

 

 

 

10. Οι υποκατάστατες αυτές μορφές διευθέτησης των διαφορών φροντίζουν «για τη δημιουργία ισόρροπης σχέσης μεταξύ της διαμεσολάβησης και των δικαστικών διαδικασιών».

 

 

 

 

Η νομοθετική αυτή εκτίμηση είναι αισιόδοξη. Διότι η κρατούσα αντίληψη για την ανάγκη προσφυγής στη δικαιοσύνη, όπως ήδη σημειώθηκε, πέρα από την αίσθηση ισότητας, εκδηλώνει, την εμμονή στην παράδοση του «έξεστιν τοις συμβαλλομένοις περιαιρείν αλλήλοις».

 

 

 

 

Το δίκαιο, όμως, προβάλλει την ανάγκη ευθύτητας στις συναλλαγές και προτάσσει το γενικό απέναντι στο  ιδιωτικό συμφέρον.

 

 

 

 

Η δικαιοσύνη πρέπει να πάψει να νοείται μόνον ως απονεμόμενο αγαθό και να αποτελέσει φρόνημα και πράξη στις σχέσεις μας με τους άλλους στις καθημερινές συναλλαγές και στις διενέξεις μας. Χρειάζεται να καλλιεργηθεί μια άλλη παιδεία για τη διευθέτηση των αναπόφευκτων δυσλειτουργιών της κοινωνικής συμβίωσης.

 

 

 

 

Να συνειδητοποιηθεί, ότι σε δικαστική επίλυση άγονται  εκείνες μόνον οι υποθέσεις που η φύση, το περιεχόμενό τους ή τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους δεν προσφέρονται αντικειμενικά  σε διαπραγμάτευση.

 

 

 

 

11. Αυτό αναδιατάσσει τις προτεραιότητες: προηγείται η συμμόρφωση  στο νόμο όλων ανεξαιρέτως, χωρίς διακρίσεις και προϋποθέσεις.

 

 

 

 

Από τον καθολικό σεβασμό της νομιμότητας απορρέει στην περιοχή των συναλλακτικών σχέσεων  η ανάγκη να τηρούνται οι αρχές της  καλόπιστης άσκησης των δικαιωμάτων και  εκπλήρωσης των υποχρεώσεων.

 

 

 

 

Έτσι προάγεται και η ειλικρινής κατανόηση της θέσης του άλλου, από τον οποίο πρέπει να  αναμένεται ανταπόκριση που να εκφράζει την ίδια αντίληψη.

 

 

 

 

Αυτή είναι η συμπεριφορά που συνάδει με τα χρηστά ήθη, που αποτελεί το συνταγματικό όρο και το όριο άσκησης του γενικού δικαιώματος αυτοκαθορισμού κάθε ανθρώπου και συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή. Απαιτείται, λοιπόν,  η  αναδοχή της ευθύνης που αντιστοιχεί σε κάθε κοινωνό, ως η άλλη όψη της ελευθερίας του.

 

 

 

 

Πόσο είναι εφικτή η αλλαγή αυτή νοοτροπίας και πρακτικής είναι επισφαλές να προδιαγνωστεί. Ότι αξίζει, όμως, να επιδιωχθεί με συγκεκριμένα μέσα, όπως είναι η εκούσια ρύθμιση των διαφορών, είναι βέβαιο και από ωφελιμιστική, αλλά κυρίως από δικαιοπολιτική άποψη.

 

 

 

 

12. Πράγματι η επιδίωξη αυτή διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση, αφού προϋποθέτει την αυτενέργεια και την πρωτοβουλία των πολιτών, αλλά και ιστορική προοπτική, αφού συνδέεται με την αναθεώρηση των κοινωνικών σχέσεων.

 

 

 

 

Κυρίως, όμως, αναπτύσσει  ένα νέο κοινοτικό πνεύμα αμοιβαιότητας και συνευθύνης, χωρίς το οποίο  η ειρηνική κοινωνική συμβίωση  υπό την αιγίδα του νόμου, στην κρίσιμη αυτή περίοδο, εκτίθεται σε άμεση διακινδύνευση. Το χρέος της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης, που επιβάλλει το Σύνταγμα, είναι περισσότερο επίκαιρο από ποτέ. Διότι ο κίνδυνος είναι κοινός. Κοινή, λοιπόν, πρέπει να είναι και η αντιμετώπισή του.»
 

 

 

 

 

 

Τάκης  Πικραμμένος: «Φαντάζομαι μία εντελώς διαφορετική Δικαιοσύνη για την Χώρα μας. Μία Δικαιοσύνη απηλλαγμένη από την απομόνωση και την ρουτίνα στην οποία την οδηγεί μια οιονεί δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία, απηλλαγμένη από τα βάρη της καθημερινότητας, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές. Μία Δικαιοσύνη ανοιχτή στην αλληλεπίδραση με την κοινωνία»

Ι. Μία πρώτη απάντηση.

 

«Όταν θίγεται το ζήτημα της δυσλειτουργίας της Δικαιοσύνης η συζήτηση σχεδόν αυτόματα περιστρέφεται γύρω από θέματα όπως : η μεγάλη καθυστέρηση στην απονομή της, τα μισθολογικά των δικαστικών λειτουργών, ο τρόπος ανάδειξης στην ηγεσία της Δικαιοσύνης, ο τρόπος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, ο τρόπος λειτουργίας των δικαστικών ενώσεων κ.λπ.

 

 

 

 

Δεν αρνούμαι ότι όσα προανέφερα είναι θέματα που σχετίζονται με την ομαλή λειτουργία της Δικαιοσύνης και μάλιστα τα περισσότερα είναι και ιδιαιτέρως σημαντικά.

 

 

 

 

Ωστόσο, όταν άρχισα να γράφω την ομιλία μου η ενστικτώδης αντίδρασή μου στο ερώτημα : «Γιατί δυσλειτουργεί η Δικαιοσύνη» ήταν να αναρωτηθώ και γιατί να μην δυσλειτουργεί η Δικαιοσύνη; Λειτουργούν άραγε οι άλλες δύο εξουσίες στην χώρα μας τόσο υποδειγματικά, ώστε το φαινόμενο της δυσλειτυργίας να εντοπίζεται μόνο στον χώρο της Δικαιοσύνης; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι νομίζω προφανής.

 

 

 

 

Επιτρέψατε μου, όμως, να επιμείνω στο σημείο αυτό! Έχω παραστεί τα τελευταία χρόνια σε πάρα πολλά συνέδρια, ημερίδες, ομιλίες κ.λπ., όπου το πρόβλημα της λειτουργίας ή της δυσλειτουργίας, αν θέλετε, της Δικαιοσύνης αντιμετωπίζεται ως ένα μεμονωμένο πρόβλημα της λειτουργίας αυτής της Πολιτείας. Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.

 

 

 

 

Η καλή ή κακή λειτουργία των άλλων δύο λειτουργιών και ιδιαίτερα της εκτελεστικής επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την λειτουργία της Δικαιοσύνης, η οποία, από την φύση του πράγματος καλείται πάντοτε τελευταία να δώσει λύση στο πρόβλημα. Ζητήματα, όπως η δυσκολοερμήνευτες διατάξεις νόμων δημιουργούν τεράστια προσκόμματα στο έργο των δικαστικών λειτουργών.

 

 

 

 

Επίσης, η αδυναμία ή η αδιαφορία των άλλων δύο εξουσιών να οργανώσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά το Κράτος και να δώσουν επίκαιρες λύσεις σε μείζονα κοινωνικά και άλλα προβλήματα.

 

 

 

 

Για να δώσω μερικά παραδείγματα: Φταίει άραγε η δικαστική εξουσία που η Χώρα δεν απέκτησε έγκαιρα δασολόγιο και κτηματολόγιο με αποτέλεσμα να κατακλύζονται από σχετικές υποθέσεις;

 

 

 

 

Που δεν απέκτησε έγκαιρα χρήσεις γης;

 

 

 

 

Που δεν στάθηκε δυνατό να δοθεί λύση στο θέμα της αυθαίρετης δόμησης;

 

 

 

 

Είναι άραγε τόσο δύσκολο να κατανοήσει η Διοίκηση ότι στο θέμα αυτό οφείλει να σεβαστεί το Σύνταγμα και την κοινοτική νομοθεσία, όπως επανειλλημένα την έχει προτρέψει με τις αποφάσεις του το ΣτΕ;

 

 

 

 

Που δεν μπόρεσε η Χώρα να αποκτήσει ένα αξιόπιστο φορολογικό σύστημα, με αποτέλεσμα να κατακλύζονται τα Δικαστήρια και από τέτοιου είδους υποθέσεις;  Θα μπορούσα να συνεχίσω με πολλά άλλα παραδείγματα, αλλά σταματώ εδώ.

 

 

 

 

Ας δούμε, όμως, την επιρροή και από μία άλλη πλευρά!

 

 

 

 

Είναι γνωστό ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει την πλήρη ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών σε ό,τι αφορά την άσκηση του δικαιοδοτικού τους έργου. Διαφορετικά, όμως, είναι τα πράγματα σε ό,τι έχει να κάνει με την παραγωγή του νομοθετικού έργου, με την επιλογή της ηγεσίας και την Διοίκησης της Δικαιοσύνης, όπου εκεί έχουμε ενεργό ανάμειξη των άλλων δύο λειτουργιών.

 

 

 

 

Πώς έχουν εκεί τα πράγματα; Βοηθάει άραγε την λειτουργία της Δικαιοσύνης η συνεχής αλλαγή των διατάξεων των διαφόρων Κωδίκων, με πρώτο τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με κάθε νόμο που κάθε Υπουργός θεωρεί καθήκον του να εξαγγείλει.

 

 

 

 

Διατάξεων που δεν προλαβαίνουν να εφαρμόσουν τα Δικαστήρια και πολλές από τις οποίες δεν είναι δυνατόν πρακτικά να εφαρμοσθούν ;

 

 

 

 

Ή η συνεχής μετατροπή των αδικημάτων από πλημμελήματα σε πταίσματα, η σε κακουργήματα και αντίστροφα, λαμβανομένου υπόψη του χώρου των φυλακών; Βοηθούν αυτά την καλλιέργεια του αισθήματος ασφαλούς δικαίου στην κοινωνία και στην ομαλή λειτουργία των Δικαστηρίων.

 

 

 

 

Διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού! Εφαρμόσθηκε ή εφαρμόζεται η αξιοκρατία στην επιλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης ή έγιναν και γίνονται επιλογές με άλλα κριτήρια που καθόλου δεν βοηθούν στην ανύψωση του φρονήματος των δικαστών στην άσκηση της προσήκουσας επoπτείας και εν τέλει στην ομαλή λειτουργία των Δικαστηρίων;

 

 

 

 

Κινήθηκαν ποτέ πειθαρχικές διώξεις κατά των δικαστικών λειτουργών ακόμη και ανώτατων που δεν εκπληρώνουν κατά τον πρέποντα τρόπο τα δικαστικά τους καθήκοντα;

 

 

 

 

Αντιμετωπίσθηκαν πάντοτε με τον πρέποντα σεβασμό και αίσθημα ευθύνης οι δικαστικοί λειτουργοί ή παραδόθηκαν εύκολα πολλές φορές ως βορρά στα ΜΜΕ και στον λαϊκισμό, όταν ελήφθησαν αποφάσεις που δεν ήσαν αρεστές σε κυβερνήσεις ή όταν υποβλήθηκαν κάποια αιτήματα που δεν ήταν αρεστά στην εκτελεστική εξουσία;

 

 

 

 

Τέλος, στην υλικοτεχνική υποδομή έχουν ευθύνη τα δικαστήρια εάν οι χώροι που στεγάζονται δεν είναι οι πρέποντες και μερικές φορές ούτε καν αξιοπρεπείς;

 

 

 

 

Που ακόμη και σήμερα στερούνται θερμάνσεως, αναλωσίμων και πολλά εκ των οποίων αντιμετωπίζονται με δαπάνες των Δικηγορικών Συλλόγων.

 

 

 

 

Που καθυστέρησε τόσο πολύ η μηχανοργάνωση και μηχανογράφησή τους; Και άλλα πολλά!

 

 

 

 

Όλα τα παραπάνω με οδηγούν στην σκέψη ότι χρειάζεται αλλαγή στον τρόπο Διοικήσεως της Δικαιοσύνης στην χώρα μας.

 

 

 

 

Και στο πρώτο συμπέρασμα ότι για την δυσλειτουργία της Δικαιοσύνης στην Χώρα μας μέγιστο μερίδιο ευθύνης έχει ο τρόπος λειτουργίας των άλλων δύο εξουσιών που την επηρεάζουν αρνητικά!

 

 

 

 

Χρειάζεται λοιπόν μεγαλύτερη προσοχή και κατανόηση στα προβλήματα της δικαστικής εξουσίας από τις άλλες δύο, καλλίτερη συνεργασία και αντιμετώπισή της με όρους ισότητας και ισοτιμίας, όπως άλλωστε επιτάσσει και το Σύνταγμα, ώστε να αρθούν οι λόγοι δυσλειτουργίας της Δικαιοσύνης που οφείλονται στην αρνητική επίδραση από την λειτουργία των άλλων δύο εξουσιών!

 

 

 

 

2.Ένα διαφορετικό σύστημα Δικαιοσύνης για την χώρα μας ;

Τα τελευταία χρόνια, δηλαδή τα χρόνια μετά την Μεταπολίτευση, ζήσαμε θεμελιακές αλλαγές στη Χώρα μας μέρος των οποίων υπήρξε και η ίδια η Δικαιοσύνη ως πολιτειακή λειτουργία, αλλά και ως θεσμός εύρυθμης λειτουργίας των κοινωνικών σχέσεων. Ζήσαμε συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που επηρέασαν και την θέση της Δικαιοσύνης, ζήσαμε την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και αργότερα στην ζώνη του ευρώ.

 

 

 

 

Σήμερα είναι πανθομολογούμενο ότι η Δικαιοσύνη διέρχεται στην Χώρα μας μία ιδιαίτερη κρίσιμη φάση. Βρίσκεται σε μία κρίσιμη καμπή. Κατά την γνώμη μου τίθεται πλέον το ερώτημα αν χρειάζεται ριζική αλλαγή και σε καταστάσεις και δομές, οι οποίες μέχρι στιγμής θεωρούνταν αναλλοίωτες.

 

 

 

 

Ας δούμε, όμως, πρώτα, πού βρίσκεται σήμερα η κατάσταση και τι έχουν να αντιμετωπίσουν οι δικαστικοί λειτουργοί.

 

 

 

 

Η Δικαιοσύνη γενικά έχει ή είχε, τουλάχιστον μέχρι σήμερα κατεξοχήν εθνικό χαρακτήρα, ως λειτουργία σύμφυτη με το εθνικό κράτος.

 

 

 

 

Είναι, όμως, εμφανές ότι πανευρωπαϊκός αλλά και παγκόσμια, θα έλεγα το εθνικό κράτος σταδιακά υποχωρεί.

 

 

 

 

Βλέπουμε δηλαδή ότι δεν παράγεται πλέον αμιγώς εθνική νομοθεσία, αλλά εισάγεται –και μετά μεγάλης δυσκολίας θα έλεγα- προσαρμοζόμενη ευρωπαϊκή νομοθεσία τα δεσμευτικά υποδείγματα της οποίας παράγονται σε μεγάλο αριθμό από τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτά πρέπει επίσης να προστεθούν και οι διεθνείς συνθήκες, συμβάσεις κ.λπ.

 

 

 

 

Ο Έλλην Δικαστής δεν είναι πλέον μόνο εθνικός αλλά και ευρωπαίος δικαστής. Και έχει να αντιμετωπίσει τρεις διαφορετικές έννομες τάξεις.

 

 

 

 

Οι διαφορετικές αυτές έννομες τάξεις δίνουν πολλές φορές αντικρουόμενες λύσεις, οι οποίες πρέπει να εναρμονισθούν, άλλως να ερωτηθούν τα ευρωπαϊκά δικαστήρια με αποτέλεσμα να μεγαλώνει ο βαθμός των απαιτούμενων γνώσεων και δυσκολίας των υποθέσεων, πέρα από τον απαιτούμενο για την επίλυση της διαφοράς χρόνο.

 

 

 

 

Στα ζητήματα αυτά πρέπει να προστεθούν άλλα δύο. Η πολύ κακή ποιότητα της παραγόμενης εθνικής νομοθεσίας. Πράγματι ο δικαστής τελευταία έχει να αντιμετωπίσει νόμους με τεράστιο αριθμό σελίδων, με έννοιες μη εύκολα κατανοητές και με διατάξεις που δεν μπορούν εύκολα να ερμηνευθούν.

 

 

 

 

Παρατηρήθηκε ακόμα και το φαινόμενο άλλα να λέγει η ουσιαστική ρύθμιση και άλλα η εισηγητική έκθεση του νόμου.

 

 

 

 

Τελευταία, πρέπει να προστεθεί η δυσκολία που ανακύπτει από την κατάσταση των εκτάκτων συνθηκών που επικρατεί στην Χώρα μας.

 

 

 

 

Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κατακλυσθούν τα Δικαστήρια από υποθέσεις όχι μόνο αυξημένου βαθμού δυσκολίας, αλλά και τεραστίας κοινωνικής σημασίας.

 

 

 

 

Στην ουσία όλες οι υποθέσεις που αφορούν στα μείζονα οικονομικά, εργασιακά, υπαλληλικά και κοινωνικά προβλήματα, όλες δηλαδή οι υποθέσεις μεγάλου ενδιαφέροντος, αλλά και ελπίδων για το κοινωνικό σύνολο έχουν αχθεί ενώπιον των Δικαστηρίων.

 

 

 

 

Και καλείται ο Δικαστής όχι μόνον να κάνει δύσκολες ερμηνείες και δυσχερείς σταθμίσεις μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των αρχών της ισότητας, της αναλογικότητας, και της δυνατότητας της συνεισφοράς ενός εκάστου ανάλογα με τις δυνατότητές του.

 

 

 

 

Καλείται να κάνει δύσκολες ασκήσεις ισορροπίας μεταξύ της εξασφαλίσεως του εθνικού και γενικότερου συμφέροντος, αλλά και διατηρήσεως αρραγούς του κοινωνικού ιστού, διατηρώντας συγχρόνως υψηλό το κύρος της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Τέλος, καλείται ο Έλλην Δικαστής να συμβάλλει με το έργο του στην ανάπτυξη της Χώρας και την οικονομική εξυγίανσή της.

 

 

 

 

Αυτό με την επιτάχυνση της διεκπεραιώσεως του έργου του και της γρηγορότερης απονομής της Δικαιοσύνης, ιδιαίτερα δε στις φορολογικές υποθέσεις, στις υποθέσεις των δημοσίων συμβάσεων και δημοσίων έργων, στις μεγάλες περιβαντολλογικές υποθέσεις που συνδέονται με την πραγματοποίηση τουριστικών ή άλλης μορφής επενδύσεων στην Χώρα μας. Και πολύ συχνά εισπράττουν τα Δικαστήρια την άδικη μομφή ότι αυτά είναι που καθυστερούν ή δεν επιτρέπουν την πραγματοποίηση των επενδύσεων στην Ελλάδα.

 

 

 

 

Τίθεται λοιπόν κατά την γνώμη μου, το καίριο ζήτημα. Το Δικαστικό Σύστημα στην Χώρα μας, ως έχει σήμερα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις σύγχρονες προκλήσεις?

 

 

 

 

Προσωπικά κλίνω προς αρνητική απάντηση.

 

 

 

 

Χρειάζεται μία ριζική αλλαγή του συστήματος και όχι διάφορες επιμέρους παρεμβάσεις, όπως οι επιχειρούμενες, οι οποίες άλλωστε διαχρονικά δεν έχουν εξασφαλίσει ικανοποιητικά αποτελέσματα.

 

 

 

 

Κατά την γνώμη μου δε αυτή, η αλλαγή πρέπει να κινηθεί γύρω από τρεις άξονες:

 

 

 

 

1. Άνοιγμα της Δικαιοσύνης στην κοινωνία.

Φαντάζομαι μία εντελώς διαφορετική Δικαιοσύνη για την Χώρα μας.

 

 

 

 

Μία Δικαιοσύνη απηλλαγμένη από την απομόνωση και την ρουτίνα στην οποία την οδηγεί μια οιονεί δημοσιοϋπαλληλική σταδιοδρομία, απηλλαγμένη από τα βάρη της καθημερινότητας, τις εξαρτήσεις και τις επιρροές.

 

 

 

 

Μία Δικαιοσύνη ανοιχτή στην αλληλεπίδραση με την κοινωνία.

 

 

 

 

Μια Δικαιοσύνη στην οποία οι διοικητικοί δικαστές θα μπορούν να μεταπηδούν στη Δημόσια Διοίκηση ή ακόμα και στην ελεύθερη αγορά για να μεταφέρουν την πλούσια εμπειρία τους και στην οποία αντίστροφα θα μπορούν να θητεύουν καθηγητές του Πανεπιστημίου ή διακεκριμένοι δικηγόροι, προκειμένου να εισφέρουν τις δικές τους γνώσεις.

 

 

 

 

Κοντολογίς, μία Δικαιοσύνη που δεν θα φοβάται την επαφή με την κοινωνία και θα είναι σε συνεχή διάλογο μαζί της.

 

 

 
2. Ενασχόληση της Δικαιοσύνης μόνο με τις σοβαρές υποθέσεις.

Στον αιώνα της παγκοσμιοποίησης και της ταχύτητας πρέπει να παραμείνει στα Δικαστήρια η αρμοδιότης για την εκδίκαση μόνο των σοβαρών υποθέσεων που δεν μπορούν να μεταφερθούν αλλού, ώστε να μπορεί να επιτευχθεί ο σκοπός που είναι η γρήγορη και αποτελεσματική επίλυση της διαφοράς.

 

 

 

 

Αυτό, διότι άλλως κινδυνεύει να επικρατήσει η ήδη υπάρχουσα και σήμερα τάση οι μεγάλες διαφορές ιδίως με πολύπλοκο οικονομικό αντικείμενο να μην επιλύονται πλέον από τα Δικαστήρια, αλλά από όργανα συγκροτούμενα ειδικά για τον σκοπό αυτό, όργανα δηλαδή της οικονομίας της αγοράς.

 

 

 

 

Με την κατάλληλη τροποποίηση του Συντάγματος θα μπορούσε να επιτραπεί η ίδρυση στην Χώρας μας ειδικών Δικαστηρίων, δεδομένου ότι οι λόγοι που απαγόρευαν την ίδρυσή τους έχουν εκλείψει.

 

 

 

 

Θα αναφέρω ως παράδειγμα την περίπτωση του Βελγίου που ίδρυσε ειδικά Δικαστήρια για την επίλυση των θεμάτων της ιθαγενείας και των μεταναστών, υποθέσεις που σήμερα κατακλύζουν και έχουν προκαλέσεις συμφόρηση στα  Διοικητικά Δικαστήρια. Άλλο παράδειγμα θα ήταν η ίδρυση δικαστηρίων ειδικών για την επίλυση των φορολογικών διαφορών.

 

 

 

 

Νομίζω επίσης ότι μπορούμε να εμπιστευθούμε στους δικηγόρους και τους Δικηγορικούς Συλλόγους την επίλυση πολλών υποθέσεων που είναι μη καίριας σημασίας και άγονται σωρηδόν ενώπιον της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Να οπλισθούν οι δικηγορικοί σύλλογοι με άσκηση δημόσιας εξουσίας και αρμοδιότητες και να συγκροτήσουν όργανα με τα οποία θα μπορούν να επιλύουν της απλές υποθέσεις.

 

 

 

 

Να γίνουν οι δικηγόροι πραγματικοί συλλειτουργοί της Δικαιοσύνης. Ευχαρίστως δε θα έβλεπα την ουσιαστικότερη συμμετοχή τους στην απονομή της Δικαιοσύνης που σήμερα προβλέπει το Σύνταγμα.

 

 

 

 

Φυσικά στην αποσυμφόρηση της Δικαιοσύνης μπορούν να συμβάλλουν η επίλυση των διαφορών στα πλαίσια της Διοικήσεως και θεσμοί όπως η διαμεσολάβηση, η διαιτησία κ.λπ.

 

 

 

 

3. Βελτίωση του επιπέδου των δικαστικών λειτουργών, αλλά και των παρεχομένων σ’ αυτούς μέσων.

Όλο και πιο συχνά ο Έλλην Δικαστής καλείται να εφαρμόσει εξειδικευμένη νομοθεσία, είναι υποχρεωμένος να κινηθεί ανάμεσα σε γνωμοδοτήσεις ειδικών εμπειρογνωμόνων, σε πορίσματα δικηγορικών εταιρειών παγκόσμιας εμβέλειας, να διεισδύσει σε πολυδαίδαλες διαδρομές κεφαλαίων κ.ο.κ., είναι δηλαδή υποχρεωμένος να δαμάσει ύλη για την οποία δεν απέκτησε την κατάλληλη εκπαίδευση και υποδομή.

 

 

 

 

Μπορεί λοιπόν να ανταποκριθεί ο Έλλην Δικαστής στις παραπάνω προκλήσεις με μόνο όπλο του το υψηλό φρόνημα και την αδάμαστη θέλησή του με τα πενιχρά μέσα που του παρέχει η Ελληνική Πολιτεία?

 

 

 

 

Χρειάζεται λοιπόν, πρωτίστως, άνοδος του επιπέδου της παρεχόμενης στους δικαστικούς λειτουργούς εκπαίδευσης και περαιτέρω εξειδίκευσή τους.

 

 

 

 

Στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών πρέπει να πάψει να επαναλαμβάνεται η ύλη, η οποία έχει ήδη διδαχθεί στα Πανεπιστήμια, αλλά πρέπει να γίνονται μαθήματα μεταπτυχιακού επιπέδου και με ειδικότερες κατευθύνσεις.

 

 

 

 

Τα δε εξειδικευμένα σεμινάρια που οργανώνονται και είναι πράγματι τις περισσότερες φορές πολύ υψηλού επιπέδου πρέπει να συνοδεύονται και από σχετικές εξετάσεις των συμμετεχόντων σε αυτά, ώστε μόνον τότε οι δικαστικοί που τα παρακολούθησαν να μπορούν να υποβληθούν σε κρίση για προαγωγή.

 

 

 

 

Εναλλακτικώς μπορεί να καθιερωθεί ως προϋπόθεση για την κρίση προς προαγωγή των δικαστικών λειτουργών η επιτυχής αποφοίτησή τους από σχολές επιμόρφωσης που θα ιδρυθούν στα πλαίσια της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.

 

 

 

 

Ένα άλλο σχετικό, αλλά λεπτό και ευαίσθητο ζήτημα που πρέπει όμως να αντιμετωπισθεί είναι οι αρνητικές επιπτώσεις από την καθιερούμενη από τη Σύνταγμα ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών.

 

 

 

 

Θεσπίζοντας το Σύνταγμα την δικαστική ανεξαρτησία είναι, τουλάχιστον στα μάτια μου, προφανές ότι αναφέρεται στην ουσία της δικαιοδοτικής τους κρίσεως και όχι στην εν γένει άσκηση των καθηκόντων τους. Διότι είναι και οι δικαστές εργαζόμενοι και ως εργαζόμενοι πρέπει να αξιολογούνται.

 

 

 

 

Δε θεσπίζει δηλαδή το Σύνταγμα το ανεξέλεγκτο του Δικαστού, ο οποίος ουδεμία υπηρεσία προσφέρει.

 

 

 

 

Βεβαίως υπάρχει το ζήτημα της δυσκολίας και της βαρύτητος των υποθέσεων, της ποιότητος απονομής της Δικαιοσύνης, του χρόνου που χρειάζεται μία υπόθεση για να ωριμάσει κ.λπ. Συμφωνώ ότι απόλυτο μέτρο δεν υπάρχει.

 

 

 

 

Μπορούν, όμως, οι Ολομέλειες των Δικαστηρίων να θεσπίζουν κάποια ενιαία κριτήρια ως προς τον αριθμό των υποθέσεων που πρέπει να συζητούνται, τον χρόνο παραδόσεως των αποφάσεων κ.λπ.

 

 

 

 

Και να επιβραβεύονται με ειδικά επιδόματα οι δικαστές, οι οποίοι επιτυγχάνουν τους στόχους.

 

 

 

 

Διότι αυτή την στιγμή υπάρχει μία εξίσωση προς τα κάτω που δυναμιτίζει το κύρος της Δικαιοσύνης και υποσκάπτει τις προσπάθειες των άξιων λειτουργών της.

 

 

 

 

Μου είναι πραγματικά αδιανόητο να αμείβονται με τον ίδιο τρόπο εκείνοι που κυριολεκτικά δίνουν κάθε ικμάδα των δυνάμεών τους για την άσκηση του λειτουργήματός τους με αυτούς που δεν εργάζονται μετερχόμενοι πλείστα όσα προσχήματα.

 

 

 

 

Στο πλαίσιο αυτό πρέπει ίσως να ξαναδούμε και να ξανασυζητήσουμε θέματα όπως η συγκρότηση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου, τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή σε κρίση για προαγωγή, τις προϋποθέσεις για την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου κλπ. Και, βέβαια πρέπει να εξαλειφθούν από τον Κώδικα Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και άλλους νόμους, διατάξεις που παρέχουν σχετικές αρμοδιότητες στον Υπουργό Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Τέλος, θα ήθελα να πω ότι δεν χρειαζόμαστε μεγαλύτερο αριθμό δικαστών, αλλά καλύτερους δικαστές.

 

 

 

 

Οι δικαστές πρέπει δε να απασχολούνται μόνο με το κυρίως έργο τους και όχι με βοηθητικά καθήκοντα. Πρέπει δε να πλαισιωθούν από, τουλάχιστον, διπλάσιο αριθμό δικαστικών υπαλλήλων, από εξειδικευμένο προσωπικό και να τους παρασχεθεί αφειδώς η απαιτούμενη υλικοτεχνική υποδομή.

 

 

 

 

ΙΙ. Οικονομική Ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.

Θεωρώ ότι θεμελιώδες στοιχείο για την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι η οικονομική της ανεξαρτησία. Η Δικαιοσύνη έχει τους δικούς της πόρους. Οι πόροι αυτοί πιστεύω ότι πρέπει να διατίθενται κατ’ αρχήν για την λειτουργία της και τις απολαβές των δικαστικών λειτουργών.

 

 

 

 

Η σταθερή και ισομερής χρηματοδότηση της δικαιοσύνης συντελεί στην εγκαθίδρυση ενός ανεξάρτητου και σταθερού συστήματος απονομής της. Η κατάρτιση ενός προϋπολογισμού για την δικαιοσύνη μετά από εκτίμηση και ανάλυση των αναγκών των δικαστηρίων και η διαχείρισή τους από ένα ανεξάρτητο όργανο θα απαλλάξει τους δικαστές από τον κίνδυνο άσκησης πιέσεων από την πολιτική εξουσία που μπορούν να επηρεάσουν την καθημερινή τους εργασία και θα ενισχύει την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Είμαι, λοιπόν, πραγματικά υπερήφανος που κατά την διάρκεια της θητείας μου έγινε ένα πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση αυτή με το νόμο 3900/2010, ο οποίος δίνει στα Δικαστήρια μια πάγια προκαταβολή για τα τρέχοντα έξοδά τους και τα αναλώσιμα.

 

 

 

 

Ας γίνει λοιπόν και ένα ακόμη βήμα και ας γίνει μία μελέτη, ώστε να μετρηθεί το ύψος στο οποίο ανέρχονται οι πόροι της Δικαιοσύνης και η σχέση τους προς τα έξοδα λειτουργίας της και τις απολαβές των δικαστικών λειτουργών.

 

 

 

 

Θεωρώ ότι αν, όπως πιστεύω, το ύψος των πόρων είναι σαφώς μεγαλύτερο, το υπόλοιπο μπορεί να περιέρχεται στο Δημόσιο. Ας δοθούν οι πόροι αυτοί σε ένα ανεξάρτητο όργανο να τους διαχειρισθεί.

 

 

 

 

Με τον τρόπο αυτό πιστεύω ότι θα ξεπεράσουμε θεσμούς που δεν ευδοκίμησαν και απαξιώθηκαν δικαίως ή αδίκως, όπως ο θεσμός του αποκαλούμενοι «Μισθοδικείου».

 

 

 

 

Επίσης θα ξεφύγουμε από καταστάσεις που ζήσαμε τελευταία και που εκλόνισαν το κύρος της Δικαιοσύνης, όπως οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των δικαστικών λειτουργών που κινήθηκαν ίσως και πέρα από τα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.

 

 

 

 

Πιστεύω ότι με τον τρόπο αυτόν θα αποκατασταθεί η ηρεμία στους κόλπους της Δικαιοσύνης και θα επιταχυνθεί το έργο της.

 

 

 

 

Όλες όμως αυτές οι αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν κατά την διάρκεια της θητείας ενός Υπουργού Δικαιοσύνης, όσο καλή θέληση και να έχει.

 

 

 

 

Και οφείλω να πω ότι είχα τη χαρά να συνεργασθώ με Υπουργούς που έδειξαν πραγματικό ενδιαφέρον για την επίλυση των ζητημάτων της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Οι αλλαγές αυτές πρέπει να μελετηθούν συνολικά και όχι αποσπασματικά όπως γίνεται μέχρι τώρα και να αποτελέσουν τον εθνικό σχεδιασμό για τις μέλλουσες και μείζονες αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης.

 

 

 

 

Για να γίνουν αλλαγές στον χώρο της Δικαιοσύνης, απαιτείται οπωσδήποτε ευρύτερη συναίνεση.

 

 

 

 

Συμπερασματικά λοιπόν για την άρση των δυσλειτουργιών στον χώρο της Δικαιοσύνης προτείνω:

 

1. Την καλλίτερη συνεννόηση και συνεργασία με τις άλλες δύο εξουσίες, οι οποίες οφείλουν να συμπεριφέρονται απέναντι στην δικαστική εξουσία με όρους ισότητας και ισοτιμίας και

 

2. Την θέσπιση ενός οργάνου που θα μελετήσει και θα εισηγηθεί ένα νέο εθνικό σχεδιασμό στον χώρο της Δικαιοσύνης.»

 

 

 

 

 

 

Βασίλης Σκουρής: «Είμαστε έτοιμοι να θέσουμε υπό αμφισβήτηση καθιερωμένες δομές στον χώρο της δικαιοσύνης;»

(Εγγυήσεις της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστών – Αναθεώρηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων)

 

 

 

 

Ι. ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ

(1) «Οι σχετικές εγγυήσεις στο κείμενο του Συντάγματος είναι άρτιες και πλήρεις, μπορούν δε να χαρακτηρισθούν υποδειγματικές.

 

 

 

(2) Κυρίως στο επίπεδο της προσωπικής ανεξαρτησίας καθιερώνεται καθεστώς σχεδόν απόλυτης αυτοδιοίκησης της δικαστικής εξουσίας.

 

 

 

 

(3) Δύο ειδικότερα ζητήματα προβάλλουν εδώ και έχουν σχέση αφενός με τον τρόπο ανάδειξης της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων και αφετέρου με τον στεγανό χαρακτήρα της δικαιοσύνης.

 

 

 

 

(4) Η προβλεπόμενη στο Σύνταγμα πρωτοβουλία της Κυβέρνησης στην επιλογή της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων έχει κακώς αναχθεί σε μείζον πρόβλημα λειτουργίας της δικαιοσύνης. Η εξαίρεση από τον κανόνα της αυτοδιοίκησης της δικαστικής εξουσίας είναι η ελάχιστη δυνατή, ενώ η διαρκής αναζήτηση βελτιώσεων μάλλον ενισχύει και πάντως δεν εξουδετερώνει τους λόγους δυσλειτουργίας.

 

 

 

 

(5) Ο στεγανός χαρακτήρας της δικαστικής εξουσίας εκφράζεται με την αποκλειστικότητα της ανάθεσης δικαστικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς με την παράλληλη απαγόρευση άσκησης άλλων καθηκόντων από την πλευρά τους.

 

 

 

 

(6) Ο Έλληνας δικαστής είναι “ισόβιος”, έχει δε πλήρη και αποκλειστική απασχόληση. Δεν επιτρέπεται αυτό που συμβαίνει αλλού και μπορεί πολλαπλώς να αποβεί χρήσιμο, δηλαδή (πρώτον) η ανάθεση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα δικαστικών καθηκόντων σε άλλες κατηγορίες νομικών (π.χ. καθηγητών πανεπιστημίου και δικηγόρων) και (δεύτερον) η ευχέρεια άσκησης πάλι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα διοικητικών κυρίως καθηκόντων από δικαστικούς λειτουργούς.

 

 

 

 

ΙΙ. ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

(7) Ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων στηρίζεται σε μακρά παράδοση, έχει ασφαλώς πλεονεκτήματα, παρουσιάζει όμως και  μειονεκτήματα.

 

 

 

 

(8) Και στο πλαίσιο της συνταγματικής αναθεώρησης και στον τρόπο άσκησης του ελέγχου εισάγονται μηχανισμοί και παρατηρούνται τάσεις ο έλεγχος να καταστεί κύριος και συγκεντρωτικός.

 

 

 

 

(9) Οι εμπειρίες τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο συνηγορούν σαφώς υπέρ της ίδρυσης ειδικού δικαιοδοτικού οργάνου για την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας.

 

 

 

 

(10) Δεν κρίνεται σκόπιμη η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο με την παρούσα σύνθεσή του. Ενδείκνυται η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου με μη ισόβια μέλη και με κύρια αποστολή την άσκηση του ελέγχου της συνταγματικότητας των τυπικών νόμων.

 

 

 

 

(11) Μεταξύ των τύπων και συστημάτων οργάνωσης των Συνταγματικών Δικαστηρίων που παρατηρούνται διεθνώς πρέπει να προτιμηθούν οι λύσεις εκείνες που επιφέρουν τις ελάχιστες δυνατές αποκλίσεις στο ισχύον καθεστώς του ελέγχου, προκειμένου να υπάρξει βελτίωση και όχι αλλοίωση του συστήματος και να μην αποδυναμωθούν ο αποφασιστικός ρόλος και η θετική συμβολή των “κοινών” δικαστών.»

 

 

 

 

 

 

Θεόδωρος Φορτσάκης: «Ταχύτητα και ποιότητα κατά την απονομή της Δικαιοσύνης»

1. «Λειτουργία Δικαιοσύνης (γενικές προϋποθέσεις)

 

 

 

 

• Επίλυση διαφορών, όχι νομοθεσία ούτε εκτέλεση νόμων.

• Υπάρχει ιδεατός ρυθμός λειτουργίας (ταχύτητα) της δικαιοσύνης;

• Η Δικαιοσύνη, για να λειτουργήσει ορθά πρέπει να πληρούνται   δύο βασικές προϋποθέσεις:

να υπάρχει μια εύλογη χρονική απόσταση ανάμεσα στη γένεση της  διαφοράς και στην επίλυσή της.Χρειάζεται χρόνος για μελέτη και ωρίμανση,

να υπάρχει μικρός αριθμός διαφορών.

 

 

 

 

2. Τι σημαίνει «ποιότητα» δικαιοσύνης;

• Διασφάλιση ικανοποιητικού βαθμού προστασίας και πραγμάτωσης των δικαιωμάτων των διαδίκων.

 

 

• Διασφάλιση της τήρησης της νομιμότητας όπου γεννάται διαφορά.

 

 

 

 

 Αντιβαίνει αυτό στην επίτευξη εύλογου χρόνου ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης;

– Όχι, εφόσον τηρούνται οι προηγούμενες προϋποθέσεις.

 

 

 

 

 Χρειάζεται να κρίνονται όλες οι υποθέσεις δύο φορές εξαρχής;

– Όχι. Πρέπει να περιοριστεί η έφεση, ώστε να λειτουργεί ως πραγματικός μηχανισμός ελέγχου της πρωτόδικης απόφασης, όχι ως δεύτερη δίκη επί του ιδίου αντικειμένου. Να οριστούν συγκεκριμένοι λόγοι έφεσης. Μάλιστα στην ποινική δίκη παρέχονται ουσιαστικά έξι ένδικα βοηθήματα στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης (βούλευμα και δίκη)! Να περιοριστεί αντίστοιχα και η αναίρεση.

 

 

 

 

• Η διασφάλιση της ποιότητας σημαίνει αδιαφορία για το κόστος της δικαιοσύνης;

– Όχι, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η οικονομική διάσταση της απονομής της δικαιοσύνης (εύλογο κόστος, ούτε δωρεάν ούτε απαγορευτικό). Εδώ ανήκει και το πρόβλημα του αριθμού των δικαστών.

 

 

 

 

3. Η κατάσταση στην Ελλάδα σήμερα (2012) (στοιχεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης)

 

• Εκκρεμούν στο ΣτΕ, 27.975 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 5 χρόνια

 

• Εκκρεμούν στα Διοικητικά Εφετεία (9), 60.394 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 3,5 χρόνια

 

• Εκκρεμούν στα Διοικητικά Πρωτοδικεία (30), 376.629 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 5 χρόνια

 

• Εκκρεμούν στο Ελεγκτικό Συνέδριο 30.365 υποθέσεις. Μέσος όρος εκδίκασης: 3 χρόνια

 

• Εκκρεμούν στον ΑΠ, 2.692 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 1 χρόνος

 

• Εκκρεμούν στα Πολιτικά Εφετεία (21), 36.304 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 3 χρόνια

 

• Εκκρεμούν στα Πρωτοδικεία (64), 255.382 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 3 χρόνια  στις πολιτικές υποθέσεις, 4 χρόνια στις ποινικές

 

• Εκκρεμούν στα Ειρηνοδικεία (301), 445.689 υποθέσεις, Μέσος όρος εκδίκασης: 2,5 χρόνια + σημαντική αύξηση λόγω εκουσίας δικαιοδοσίας.

 

• Οι μέσοι όροι συχνά συγκαλύπτουν το πραγματικό πρόβλημα, που μπορεί να υπερβεί τη δεκαετία ανάλογα με το συγκεκριμένο δικαστήριο και την συγκεκριμένη κατηγορία υπόθεσης.

 

 

 

 

Φθάνουμε έτσι στην αρνησιδικία.

• Κυρώσεις: άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου:

403 καταδίκες (ειδικά το 2011: 50 υποθέσεις) (ακραία περίπτωση 27 χρόνια καθυστέρησης, 8.420.822 € για χρηματική αποζημίωση και ηθική ικανοποίηση, στα 47 κράτη του Συμβουλίου της Ευρώπης η Ελλάδα είναι η 4η κατά σειρά στις παραβιάσεις της εύλογης διάρκειας).

 

 

 

 

Ειδικά για τη διοικητική δίκη: άρθρα 53-58 του Ν. 4055/2012 (δίκαιη δίκη) (νέο ένδικο βοήθημα για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της διοικητικής δίκης. βλ. ΣτΕ 4467/2012: επιδίκασε 4.800 €).

 

 

 

 

4. Αίτια- Εξωγενή, ενδογενή.

 

 

-Εξωγενή:

• Πολυνομία και κακή ποιότητα της νομοθεσίας. Δεν τηρούνται οι κανόνες νομοθετικής ποιότητας του ΟΟΣΑ, ούτε καν οι λίγοι τέτοιο κανόνες του ελληνικού Συντάγματος (π.χ. να μην εισάγονται άσχετες διατάξεις στους νόμους, άρθρο 74 παρ. 5  δ. 2 Σ.)

 

• Η νοοτροπία των πολιτών, δηλαδή η “δικομανία”, η εύκολη, αβασάνιστη προσφυγή στη δικαιοσύνη. Γιατί;

 

• Αδυναμία επίλυσης των προβλημάτων σε επίπεδο διαπροσωπικό των εμπλεκομένων μερών,

 

• Έλλειψη κοινωνικών μηχανισμών που θα εμπόδιζαν γένεση της διαφοράς,

 

• Έλλειψη εξωδικαστικών τρόπων επίλυσης (διαμεσολάβηση, συμβιβασμός, διαιτησία,

 

• Έλλειψη εμπιστοσύνης στους ελάχιστους υπάρχοντες τρόπους,

 

• Έλλειψη δεοντολογίας των δικηγόρων που συχνά ωθούν τους εντολείς τους προς τη δικαστική διένεξη, αντί να τους διαφωτίσουν αντικειμενικά για την έκβαση της υπόθεσης και για την εξωδικαστική επίλυση,

 

• Ειδικά για τις διοικητικές διαφορές, κακή λειτουργία της Διοίκησης, αδυναμία θέσπισης αποτελεσματικών εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου της νομιμότητας, ορισμένες φορές μη συμμόρφωση στις δικαστικές αποφάσεις,

 

Το επίπεδο απονομής (ποιότητα) της Δικαιοσύνης ως δείκτης πολιτισμού μιας Χώρας. Είναι αλληλένδετα!

 

• Ενδογενή = η ποιότητα λειτουργίας της δικαιοσύνης, θα αναφερθώ αμέσως μετά, με τις προτάσεις βελτίωσης.

 

 

 

 

5. Θεραπεία (ενδογενών παθολογιών)

 

5.1. Λειτουργία δικαστηρίων

• Μηχανογράφηση υπηρεσιών: Στην Αθήνα μόνο το Πρωτοδικείο και ο Άρειος Πάγος διαθέτουν μηχανογράφηση.

 

• Το Ειρηνοδικείο και το Εφετείο λειτουργούν αναλογικά, δηλαδή χειρόγραφα.

 

• Ηλεκτρονικές διαδικασίες: Κατάθεση δικογράφων & προτάσεων / Έκδοση αποφάσεων απ’ ευθείας καθαρογραμμένων και θεωρημένων.

 

• Κατάργηση χρόνου δικαστικών διακοπών (όχι των διακοπών των δικαστών) (σήμερα από 15/6 μέχρι 15/9)!!

 

• Απελευθέρωση ωραρίου λειτουργίας (σήμερα 9-3, να γίνει 12/ωρο, 8-8).

 

 

 

 

5.2. Αλλαγές στον ΚΠολΔ

• Άμεση επίδοση αγωγής, με την κατάθεση. Απαγόρευση αναβολής λόγω μεταγενέστερου προσδιορισμού προσεπίκλησης/ανταγωγής.

 

• Απλοποίηση των διαδικασιών, π.χ. δυνατότητα συμπλήρωσης της αγωγής με τις προτάσεις, ώστε να περιοριστεί η απόρριψη λόγω αοριστίας. Γενικότερα, περιορισμός δικονομικών απαράδεκτων για να διασφαλιστεί η ουσιαστική πρόοδος δίκης.

 

• Ενοποίηση ειδικών διαδικασιών.

 

• Αποκλεισμός υποθέσεων λόγω ποσού: κατάργηση μικροδιαφορών → επίλυση μόνο εξωδικαστικά.

 

• Αποσβεστικές προθεσμίες για προσδιορισμό & συζήτηση ενδίκων μέσων μετά την άσκησή τους.

 

• Ιδίως αποσυμφόρηση Ειρηνοδικείων (υπερχρεωμένα νοικοκυριά, εκουσία δικαιοδοσία, σωματεία, κλπ.) → προσδιορισμός τακτικής σε Ειρηνοδικείο Αμαρουσίου το 2020, δημοσίευση διαθήκης 2017!

 

 

 

 

5.3. Αλλαγές στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας

 

• Σημαντική μείωση της ποινικής ύλης με μαζική αποποινικοποίηση των αδικημάτων ήσσονος σημασίας (πολεοδομικά, ασφαλιστικά, φορολογικά, κτλ.) Η ποινική διαδικασία δεν αποτελεί τρόπο είσπραξης των δημοσίων εσόδων! Σήμερα βρίσκονται στη φυλακή 65% αλλοδαποί!

 

• Απαγόρευση 2ης αναβολής.

 

• Έκδοση της απόφασης και καθαρογραφή επιτόπου, σύντομες αποφάσεις, άμεση επίδοση αποσπάσματος.

 

• Περιορισμός ενδίκων μέσων (π.χ. κατά των βουλευμάτων).

 

 

 

 

5.4. Αλλαγές στη Διοικητική Δίκη

• Κυρίως βελτίωση λειτουργίας της Διοίκησης με ανάπτυξη τυποποιημένων μορφών διοικητικών πράξεων και με ανάπτυξη διοικητικών μορφών επίλυσης διαφορών.

 

• Επαναφορά ειδικών διοικητικών δικαστηρίων (π.χ. φορολογικά, όπου σήμερα δεν διασφαλίζεται ούτε η ελάχιστη ποιότητα, κοινωνικο-ασφαλιστικά, πολεοδομικά).

 

• Απαγόρευση αναβολής λόγω μη αποστολής φακέλου από Διοίκηση → αποδοχή ισχυρισμών διοικουμένου.

 

• Μεταφορά ακυρωτικών αρμοδιοτήτων του ΣτΕ στα Εφετεία και Πρωτοδικεία.

 

• Θέσπιση σε ευρύτερη κλίμακα διαδικασιών εν συμβουλίω / πιλοτικών δικών.

 

• Απαγόρευση 2ης αναβολής στο ΣτΕ.

 

 

 

 

5.5. Εξαγωγή ύλης από δικαστήρια

Να εκμεταλλευτούμε τους υπάρχοντες φορείς, π.χ.:

 

-τους συμβολαιογράφους,

 

-τους ληξίαρχους,

 

-τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

 

-τους Δικηγόρους,

 

-τα Επαγγελματικά Επιμελητήρια,

 

-τα ΚΕΠ

 

 

 

 

Παραδείγματα:

• Έκδοση κληρονομητήριων από Συμβολαιογράφους.

 

• Έκδοση συναινετικών διαζυγίων από Ληξιάρχους.

 

• Σύσταση σωματείων με ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως προσωπικές εταιρίες.

 

• Έκδοση πιστοποιητικών από ΚΕΠ.

 

• Κατάθεση εταιρικών στο Υπουργείο Εμπορίου / Νομαρχίες.

 

• Αποποινικοποίηση ήσσονος σημασίας αδικημάτων (φορολογικών, ασφαλιστικών, πολεοδομικών, κλπ.) → Χρηματικές & Διοικητικές ποινές.

 

• Κτηματολόγιο: αιτήσεις διόρθωση αρχικής εγγραφής σε ειδικές Επιτροπές Δ/ντων Κτηματολογικών Γραφείων.

 

 

 

 

5.6. Χωροταξική ανακατανομή

• Συνένωση ή κατάργηση μικρών επαρχιακών Ειρηνοδικείων – Πρωτοδικείων.

 

• Ίδρυση μεταβατικών Ειρηνοδικείων / Πρωτοδικείων → Διαδικασία μέσω διαδικτύου – Συγκρότηση δικαστηρίου μόνο για συζήτηση υποθέσεων.

 

• Διάσπαση υπερκορεσμένων Πρωτοδικείων.

 

 

 

 

5.7. Κωδικοποίηση διατάξεων

• Διάσπαρτη πολυνομία → ασάφεια ως προς το ισχύον δίκαιο → αναίρεση αποφάσεων (π.χ. το 50% των εργατικών αποφάσεων αναιρούνται λόγω αντικρουόμενων διατάξεων).

 

• Απλοποίηση ισχύουσας νομοθεσίας (κατάργηση, αναδιατύπωση διατάξεων).

 

• Βελτίωση νομοθετικής διαδικασίας – παραγωγής.

 

 

 

 

5.8. Αύξηση κόστους προσφυγής στη Δικαιοσύνη

• Καταβολή παραβόλων με την κατάθεση της μήνυσης, αγωγής, καταβολή παραβόλου για κάθε λόγο αναιρετικό, κλπ.

 

• Επιδίκαση πραγματικών δικαστικών εξόδων.

 

 

 

 

5.9. Διαμεσολάβηση

• Ενθάρρυνση των διαδίκων με παροχή κινήτρων (π.χ. φορολογικών), μειωμένων εξόδων (σε συνδυασμό με την αύξηση κόστους προσφυγής στα τακτικά δικαστήρια).

 

• Ενθάρρυνση των δικηγόρων με παροχή κινήτρων (π.χ. προείσπραξη μεγαλύτερης αμοιβής).

 

 

 

 

5.10. Εντατικοποίηση επιθεώρησης δικαστών

• Έλεγχος απόδοσης – καθυστερήσεων → πειθαρχικές ποινές.

 

• Επιβράβευση ταχύτητας – παραγωγικότητας (ειδικές αμοιβές για εξαιρετικές επιδόσεις – προαγωγές).

 

 

 

 

5.11. Αριθμός δικαστών, αριθμός δικαστηρίων

• Δραστική μείωση αριθμού δικαστών, στην Ελλάδα σήμερα περίπου 30 ανά 10.000 κατοίκους, στη Γαλλία 12, στην Ιταλία 11, η Σουηδία και η Φινλανδία 12.

 

• Καλύτερη κατανομή: μέσος όρος υπηρετούντων δικαστών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια στην Ευρώπη: 70%.

 

• Μέσος όρος υπηρετούντων δικαστών σε πρωτοβάθμια δικαστήρια στην Ελλάδα: 58%.

 

• Δραστική μείωση των δικαστηρίων. με ενοποίηση των ανωτάτων δικαστηρίων. Μία μόνο δικαιοδοτική τάξη στη δικαιοσύνη!

 

• Εκδίκαση από μονομελή ή τριμελή δικαστήρια, ολομέλεια ανωτάτων δικαστηρίων με επταμελή σύνθεση!

 

• Συνεχής επιμόρφωση των δικαστών.

 

• Εξειδίκευση των δικαστών.

 

• Επαγγελματική εμπειρία των δικαστών εκτός δικαστηρίων.

 

• Εμπλουτισμός της τάξεως των δικαστών με προσωπικότητες εκτός Σώματος.

 

 

 

 

5.12. Συνολικός ανασχεδιασμός συστήματος

• Όχι οριακές, όχι αποσπασματικές αλλαγές.

 

• Νέο δικονομικό σύστημα χωρίς μεταβατικές διατάξεις.

 

•Διάσπαση ύλης:

 

– παράλληλη λειτουργία παλαιού συστήματος μέχρι την εξάντληση εκκρεμοτήτων,

– νεοεισαγόμενες υποθέσεις με νέο δικονομικό σύστημα.

 

•Δημιουργία παρατηρητηρίου με αναλυτική καταγραφή ανά κατηγορία υποθέσεων και ανά δικαστήριο. Συνεχής διαμόρφωση προτάσεων βελτίωσης.

 

 

 

 

5. Συμπεράσματα

• Η ποιότητα της Δικαιοσύνης, στοιχείο της οποίας είναι η απονομή της με εύλογο ρυθμό, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το βαθμό πολιτισμού της κοινωνίας στο πλαίσιο της οποίας απονέμεται.

 

 

• Στην Ελλάδα σήμερα είναι επείγον να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των υποθέσεων που εκδικάζονται. Πρέπει γι αυτό να αντιμετωπιστούν οι εξωγενείς παράγοντες πολλαπλασιασμού των διαφορών, τους οποίους ήδη ανέφερα.

 

 

• Η αντιμετώπιση του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί πρέπει να γίνει χωριστά για τις συσσωρευμένες υποθέσεις από την μία πλευρά, από την άλλη για τις νέες.

 

 

• Πρέπει κατ’ αρχάς να χρησιμοποιηθούν οι δυνατότητες του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, που ήδη ανέφερα, έπειτα να ληφθούν νομοθετικές πρωτοβουλίες για μεγαλύτερη αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης και ριζικότερα μέτρα. Τέλος, πρέπει να εισαχθούν νέες συνταγματικές ρυθμίσεις για την δικαιοσύνη.

 

 

• Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα εμπειρικά, ανάλογα με την κατηγορία υποθέσεων και τα συγκεκριμένα δικαστήρια. Για αυτό πρέπει να ενεργοποιηθεί συνεχής καταγραφή και ανάλυση δεδομένων. Θα χρειαστεί χρόνος, επιμονή και υπομονή. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις.»

 

 

 

 

www.mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα