Μαθήματα από την Νέα Ζηλανδία

✏ «Εάν η Ελλάς εξήγαγε όχι το τριπλάσιο της αξίας της αγροτικής παραγωγής, όπως συμβαίνει στην Νέα Ζηλανδία, αλλά έστω το διπλάσιο, τότε η αξία των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων θα άγγιζε τα $20 δις, από τα $5,8 δις»

 

 

✏ «Οι αγρότες στην Νέα Ζηλανδία δεν είναι πλέον μόνο παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, αλλά προσφέρουν πληθώρα υπηρεσιών αναψυχής, τουρισμού, ανάπλασης τοπίου και διατήρησης του περιβάλλοντος, ανταποκρινόμενοι έτσι στην εγχώρια αλλά και διεθνή αύξηση της ζήτησης (τουρισμός) για έναν ειδυλλιακό αγροτικό τρόπο ζωής με παραδοσιακά προϊόντα αλλά και με σύγχρονες υπηρεσίες, συντελώντας έτσι τα μέγιστα στην ανάπτυξη της υπαίθρου»

 

 

 

✏ «Εκτός του πλουσίου υπεδάφους (βωξίτης, μπεντονίτης, γύψος, καολίνης, λιγνίτης, μάρμαρο, περλίτης, θηραϊκή γη, ελαφρόπετρα, για να μην αναφερθούμε στον χρυσό και στα πρόσφατα στοιχεία για εκτεταμένη παρουσία υδρογονανθράκων), το έδαφος της χώρας μας είναι κατά πολύ γονιμότερο από τα περισσότερα όξινα εδάφη της Κεντρικής και Βορείου Ευρώπης χάρη στα ασβεστολιθικά πετρώματα, με βροχοπτώσεις λίαν ικανοποιητικές»

 

 

✏ «Η Τουρκία με την μισή ακτογραμμή της Ελλάδος (7.000 χλμ. έναντι 15.000 χλμ. της Ελλάδος) έχει περίπου την ίδια παραγωγή ιχθυοκαλλιεργειών»

 

 

✏ «Η Ιταλία με επίσης την μισή ακτογραμμή παράγει 12 φορές περισσότερο αλάτι (3.600.000 τόνους έναντι 200.000 τόνων)»

 

 

✏ «Ο βοτανικός πλούτος της χώρας θέτει αυτήν στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σε βιοποικιλότητα»

 

 

✏ «Η Κρήτη με έκταση 8.300 χλμ.2 έχει τον ίδιο αριθμό ειδών με το Ηνωμένο Βασίλειο (έκταση 244.000 χλμ.2)»

 

 

✏ «Το 80% της βαλκανικής βιοποικιλότητας και το 50% της ευρωπαϊκής βρίσκονται στην Ελλάδα »

 

 

✏ «Πολλά είδη βοτάνων και φυτών συλλέγονται και εξάγονται ως πρώτη ύλη για να εισαχθούν στην Ελλάδα ως τελικά προϊόντα σε τιμές πολύ υψηλότερες»

 

 

✏ «Η Ελλάς δεν έχει εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι είναι ο βοτανικός κήπος της Ευρώπης»

 

 

✏ «Πολλά τοπικά είδη παραμένουν αναξιοποίητα διότι από τη μία λείπουν τα κίνητρα για καινοτομία και επιχειρηματικότητα και από την άλλη το πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο και η γραφειοκρατία αυξάνουν το κόστος ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας»

 

 

✏ Ένα άλλο προϊόν σχετικά υποτιμημένο είναι η ξυλεία, η χώρα έχει 28% δασοκάλυψη

 

 

✏ «Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας γενικότερα και, συγκεκριμένα της βοοτροφίας και χοιροτροφίας, είναι θεμελιώδους σημασίας για την Ελλάδα, της οποίας οι εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων αποτελούν άνω του 30% των συνολικών εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων»

 

 

✏ «Η Ελλάς υστερεί σε ανάπτυξη κτηνοτροφικών προϊόντων,υπάρχουν ανεξερεύνητες δυνατότητες με τοπικές ποικιλίες ζώων (π.χ. νεροβούβαλος Βορείου Ελλάδος, τοπικές φυλές αιγοπροβάτων) για παραγωγή προϊόντων με οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τέτοια που εγγυώνται την διεθνή ζήτηση, συνδυάζοντας για τον συνειδητοποιημένο καταναλωτή χαρακτηριστικά της ιστορίας, μυθολογίας και παράδοσης του τόπου παραγωγής»

 

 

✏ Σύμφωνα τον ερευνητή του ΕΘΙΑΓΕ και ειδικό σε θέματα βάμβακος Δρ. Νταράουσε, η χώρα έχει από τις καλύτερες ποικιλίες στον κόσμο και με τις υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις.

 

 

✏ «Η Ελλάς, με τον υπέροχο και μοναδικό παγκοσμίως συνδυασμό κλιματολογικών συνθηκών και ομορφιάς της φύσης που συνυφαίνεται με το λαογραφικό, ιστορικό και μυθολογικό στοιχείο, έχει πρώτης τάξεως συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσέλκυση επισκεπτών και στην κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης για εναλλακτικές μορφές τουρισμού»

 

 

✏ Η  εταιρεία-συνεταιρισμός της Fonterra και η αντιστοίχιση με το ελαιόλαδο στην χώρα μας οργανωμένο από το χωράφι στο ράφι

 

 

 

 

Ο κύριος Αθανάσιος Χύμης, Ερευνητής, στο Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών, σε ανάλυσή του στην πρόσφατη έκδοση Οικονομικές Εξελίξεις του ΚΕΠΕ, υπό τον τίτλο : «Νέες προοπτικές οικονομικής μεγέθυνσης της Ελληνικής Οικονομίας με βάση τις επικείμενες μεταρρυθμίσεις στον αγροτικό τομέα: Μαθήματα από την Νέα Ζηλανδία» προσφέρει μια πλήρως τεκμηριωμένη ακτινογραφία των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της χώρας μας με μία άμεση σύγκριση σε πραγματικά οικονομικά πεδία με την Νέα Ζηλανδία. Αναλυτικά η εξαιρετική μελέτη έχει ως εξής:

 

 

 

 

 

Εισαγωγή

«Η παρούσα οικονομική κρίση απέδειξε ότι το πρότυπο ανάπτυξης της χώρας τα τελευταία χρόνια (αύξηση δανεισμού και κατανάλωσης εις βάρος της αποταμίευσης και των επενδύσεων) δεν ήταν βιώσιμο καθ’ ότι δεν στηριζόταν στην λεγόμενη πραγματική οικονομία, δηλαδή σε αύξηση παραγωγής, αλλά σε αύξηση κατανάλωσης η οποία πάλι δεν είχε έρεισμα σε παραγωγή αλλά σε χρήση δανεικού και τεχνητά φθηνού χρήματος.

 

 

 

 

 

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτού του προτύπου ανάπτυξης είχε να κάνει με την σύγκριση της χώρας με άλλες χώρες της ΕΕ όσον αφορά στα ποσοστά συμμετοχής του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ.

 

 

 

 

 

Έτσι, η συνεχής συρρίκνωση της συμμετοχής του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ εθεωρείτο σημάδι ωρίμανσης της Ελληνικής Οικονομίας η οποία απεκδυόταν το παραδοσιακό παλαιομοδίτικο πρότυπο και ομοίαζε περισσότερο προς τις ανεπτυγμένες οικονομίες της Δύσης.

 

 

 

 

 

Θα εξηγήσουμε στη συνέχεια γιατί αυτή η άποψη δεν ήταν απολύτως ορθή.

 

 

 

 

 

Είναι γεγονός ότι υπάρχει μία σχετική ανησυχία ότι ο αγροτικός τομέας θα συρρικνωθεί εξαιτίας της από το 2014 εφαρμογής της νέας μεταρρυθμισμένης Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ).

 

 

 

 

 

Η διεθνής βιβλιογραφία, όμως, μας προσφέρει πετυχημένα παραδείγματα χωρών από τα οποία η Ελλάς θα μπορούσε να αντλήσει χρήσιμα, πρακτικά και υλοποιήσιμα διδάγματα για το πώς κατάφεραν αυτές οι χώρες να αντιμετωπίσουν ανάλογες κρίσεις.

 

 

 

 

 

Η Νέα Ζηλανδία είναι μία τέτοια περίπτωση χώρας με αρκετές ομοιότητες με την Ελλάδα, όχι μόνο γεωγραφικές και κλιματολογικές, αλλά κυρίως οικονομικές και δομικές (επί εποχής της οικονομικής κρίσης στη Νέα Ζηλανδία).

 

 

 

 

 

Η Νέα Ζηλανδία πέρασε παρόμοια οικονομική κρίση χρέους, είχε παρόμοια ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα με παρόμοια δομικά προβλήματα και κατάφερε όχι μόνο να αντεπεξέλθει, αλλά να μεταρρυθμίσει και καταστήσει τον αγροτικό της τομέα έναν βασικό αναπτυξιακό πυλώνα της οικονομίας της.

 

 

 

 

 

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει τις δυνατότητες του ευρύτερου αγροδιατροφικού τομέα της χώρας υπό το φώς της νέας μεταρρύθμισης της ΚΑΠ αλλά και υπό τις ιδιαίτερες συνθήκες που δημιουργεί η παρούσα οικονομική κρίση.

 

 

 

 

 

Οι συνεχώς αυξανόμενες εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων και η αυξανόμενη συμμετοχή τους στο σύνολο των εξαγωγών της χώρας δείχνουν την κάθε άλλο παρά μείωση της σημασίας του πρωτογενούς τομέα της οικονομίας.

 

 

 

 

 

Υπό το φώς δε του επιτυχημένου παραδείγματος της Νέας Ζηλανδίας, το οποίο παρουσιάζεται διεξοδικά, δημιουργείται γόνιμο έδαφος για περαιτέρω δημόσια συζήτηση των προβλημάτων που άπτονται και της τρέχουσας βαθιάς οικονομικής κρίσης αλλά και της επικείμενης μεταρρύθμισης της ΚΑΠ.

 

 

 

 

 

Η Ελλάς μπορεί να αντλήσει ιδέες από τις επιτυχημένες πρακτικές που εφαρμόστηκαν στην Νέα Ζηλανδία, έτσι ώστε να μπορέσει να μά θει από την διαχείριση της κρίσης εκεί, τα μέτρα που ελήφθησαν προς αντιμετώπισή της και τα αποτελέσματά τους.

 

 

 

 

 

Προσαρμόζοντας αυτές τις πρακτικές στις δικιές της ανάγκες και ιδιαιτερότητες, η χώρα θα μπο ρέσει να βρει επιτέλους τον δρόμο προς την ανάπτυξη.

 

 

 

 

 

Η συνέχεια του άρθρου χωρίζεται σε τέσσερις ενότητες.

 

 

 

 

 

Στην πρώτη ενότητα γίνεται αναφορά στην ΚΑΠ, την μέχρι τώρα πορεία της, την επικείμενη μεταρρύθμισή της και την ενδεχόμενη επίδραση στην ελληνική γεωργία.

 

 

 

 

 

Στην δεύτερη ενότητα παρουσιάζεται η περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας, γίνεται μία σύγκριση των χαρακτηριστικών της με αυτά της Ελλάδος και περιγράφεται η οικονομική κρίση που πέρασε η χώρα.

 

 

 

 

 

Στην επόμενη ενότητα επισημαίνονται οι ομοιότητες και διαφορές της Ελλάδος με την Νέα Ζηλανδία, παρουσιάζονται περιληπτικά οι δυνατότητες του αγροτικού τομέα και τα μαθήματα που μπορεί η χώρα μας να πάρει από την περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας, και το άρθρο κλείνει με χρήσιμα συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής αντλώντας διδάγματα από την εμπειρία της χώρας αυτής.

 

 

 

 

 

Η εξέλιξη της ΚΑΠ

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η βασικότερη και πρώτη κοινή πολιτική της Ευρώπης, είχε ως αρχικό στόχο την διατροφική ασφάλεια, την αύξηση της παραγωγικότητας, την σταθεροποίηση της αγοράς και την ενίσχυση του εισοδήματος των αγροτών σε μία μεταπολεμική Ευρώπη που προσπαθούσε να επουλώσει τα τραύματάτης.

 

 

 

 

 

Ενώ οι βασικοί στόχοι επετεύχθησαν, την δεκαετία του ’80 εμφανίστηκαν σοβαρά προβλήματα με πλεονάσματα, ενώ η όλη λογική του προστατευτισμού άρχισε να κλονίζεται υπό το βάρος των αποδείξεων ότι εμποδίζει το ελεύθερο εμπόριο και, κατά συνέπεια, την αύξηση της ευημερίας σε παγκόσμιο επίπεδο.

 

 

 

 

 

Η κρίση των πλεονασμάτων και η απομόνωση των Ευρωπαίων αγροτών από τα μηνύματα της αγοράς έφερε την πρώτη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ.

 

 

 

 

 

Έτσι, ενώ μέχρι το 1992 οι δαπάνες της ΚΑΠ κατά 90% αποτελούνταν από επιδοτήσεις στις εξαγωγές και στήριξη τιμών, το 2009 το ποσοστό αυτό έπεσε στο 10% και η χρηματοδότηση έχει μετατοπιστεί πλέον σε άμεσες πληρωμές αποσυνδεδεμένες από την παραγωγή.

 

 

 

 

 

Αυτό έγινε σταδιακά.

 

 

 

 

 

Μέχρι το 2003, οπότε και η επόμενη μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, η βοήθεια στους αγρότες ήταν άμεσες πληρωμές συνδεδεμένες με την παραγωγή (αντισταθμιστικές πληρωμές) ανάλογα με την έκταση ή τον αριθμό ζώων που έκαστος παραγωγός κατείχε.

 

 

 

 

 

Μετά το 2003 (ουσιαστικά άρχισαν να εφαρμόζονται σταδιακά από το 2005 και έπειτα) οι άμεσες πληρωμές αποσυνδέονται όλο και περισσότερο από την παραγωγή και συνδέονται με ένα σύστημα πολλαπλής συμμόρφωσης που ενσωματώνει στοιχεία αειφορίας, όπως την ανάγκη διατήρησης του φυσικού και αγροτικού περιβάλλοντος, ως επιθυμητά δημόσια αγαθά.

 

 

 

 

 

Με την τελευταία συμφωνία Health Check της ΚΑΠ (2008) προβλέπεται ότι έως το 2013 το ποσοστό της υποστήριξης των αγροτών που προέρχεται από αποσυνδεδεμένες πληρωμές θα αποτελεί το 92% της υποστήριξης μέσω αμέσων πληρωμών.

 

 

 

 

 

Πράγματι, οι στρεβλώσεις στην αγορά μειώθηκαν, οι τιμές έπεσαν και πλησίασαν τις διεθνείς τιμές, τα πλεονάσματα περιορίστηκαν δραστικά, όμως, οι πιέσεις για περαιτέρω μειώσεις στην χρηματοδότηση της ΚΑΠ συνεχίζουν να υφίστανται.

 

 

 

 

 

Ας μην ξεχνούμε ότι οι πιέσεις για την αρχική μεταρρύθμιση της ΚΑΠ δεν προήλθαν μόνο από τα πλεονάσματα αλλά και από τις διαμαρτυρίες των εμπορικών εταίρων μέσω των διεθνών συμφωνιών της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT) και μετέπειτα του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) που αντικατέστησε την GATT.

 

 

 

 

 

Οι αναπτυσσόμενες χώρες διαμαρτύρονται (και όχι αδίκως) ότι η Κοινή Αγορά, παρά τα ανοίγματά της, είναι ουσιαστικά ακόμα κλειστή λόγω των δασμών και των εξαγωγικών επιδοτήσεων που, έστω και μειωμένες, εξακολουθούν να υπάρχουν βλάπτοντας τους δικούς τους αγρότες.

 

 

 

 

 

Μία μελέτη της Oxfam το 2002 αναφέρει ότι αύξηση μόλις κατά 5% του μεριδίου των αναπτυσσομένων χωρών στις παγκόσμιες εξαγωγές συνεπάγεται επιπλέον ετήσιο εισόδημα $350 δις, ποσό επταπλάσιο της οικονομικής βοήθειας των $50 δις περίπου που δέχονται ετησίως.

 

 

 

 

 

Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, οι ανεπτυγμένες χώρες διατηρούν τους αυστηρότερους περιορισμούς στο εμπόριο με τις αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ τους έχουν άρει με τις υπόλοιπες πλούσιες χώρες.

 

 

 

 

 

Αυτοί οι περιορισμοί κοστίζουν στις αναπτυσσόμενες χώρες $100 δις ετησίως, ποσό διπλάσιο της συνολικής βοήθειας που λαμβάνουν.

 

 

 

 

 

Η μελέτη που αναφέρεται στα δύο μέτρα και δύο σταθμά που εφαρμόζουν οι πλούσιες χώρες (κυρίως η ΕΕ, οι ΗΠΑ, Καναδάς και Ιαπωνία) τονίζει το υποκριτικό ενδιαφέρον των πλουσίων χωρών για οικονομική βοήθεια και ανάπτυξη των αναπτυσσομένων, όταν την ίδια στιγμή επιβάλλουν περιορισμούς στο εμπόριο με αυτές τις χώρες.

 

 

 

 

 

 

Πέραν όμως των διεθνών πιέσεων για μεταρρύθμιση της ΚΑΠ, υπάρχουν και εσωτερικές, ενδοκοινοτικές πιέσεις λόγω της κριτικής περί της αναποτελεσματικότητας των μέτρων υποστήριξης των αγροτών.

 

 

 

 

 

Ερωτήματα έχουν εγερθεί σχετικά με το κατά πόσο οι αποσυνδεδεμένες πληρωμές είναι όντως αποσυνδεδεμένες (Howley et al., 2011).

 

 

 

 

 

Ειδικά στην περίπτωση της χώρας μας έχει αμφισβητηθεί ο ρόλος της ΚΑΠ στην αγροτική παραγωγή ως αποκλειστικά θετικός.

 

 

 

 

 

Δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν βλέπουν θετική επίδραση της ΚΑΠ στο διαρκώς επιδεινούμενο εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο (προ κρίσεως), την μειούμενη ανταγωνιστικότητα της αγροτικής παραγωγής και γενικά στην μη βελτίωση πολλών εκ των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας.

 

 

 

 

 

Βέβαια, όλοι αναγνωρίζουν τον καθοριστικό ρόλο των θεσμών και της υποδομής στα προβλήματα αυτά, τονίζοντας ότι τα αποτελέσματα της ΚΑΠ δεν ήταν όσο θετικά αναμένονταν λόγω ακριβώς αυτών των προβλημάτων (Μαραβέγιας, 2004· Παχάκη, 2006).

 

 

 

 

 

Σε αυτό το πλαίσιο βρίσκονται σε εξέλιξη διαβουλεύσεις για τις μεταρρυθμίσεις της ΚΑΠ μετά το 2013, που τελικά λόγω μη επίτευξης τελικής συμφωνίας δεν πρόκειται να τεθούν σε εφαρμογή πριν το 2014.

 

 

 

 

 

Πράγματι εκκρεμεί η τελική συμφωνία για τροποποιήσεις, τελικές ρυθμίσεις και εκτελεστικές πράξεις, η οποία αναμένεται να ολοκληρωθεί εντός του τρέχοντος έτους, 2013.

 

 

 

 

 

Σε γενικές γραμμές η στήριξη στο εισόδημα των αγροτών θα παραμείνει πρωτεύων σκοπός.

 

 

 

 

 

Αυτό όμως θα συνδυαστεί με σειρά πολιτικών που θα αποσκοπούν στην ανάπτυξη της υπαίθρου, την βιώσιμη ανάπτυξη, την διατήρηση των οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας.

 

 

 

 

 

Πλέον, οι νέες διαμορφούμενες συνθήκες στην παγκόσμια αγορά, οι επισιτιστικές κρίσεις με τις συνεχείς ανόδους των τιμών βασικών αγροτικών προϊόντων, η ανάγκη αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, της συγκράτησης του κοινωνικού και περιβαλλοντικού ιστού των αγροτικών περιοχών της Ευρώπης κάνουν την νέα μεταρρύθμιση της ΚΑΠ επιτακτική.

 

 

 

 

 

Οι κύριοι στόχοι της νέας ΚΑΠ θα είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής γεωργίας μέσω δράσεων όπως η λειτουργία συμβουλευτικών συστημάτων και δικτύων για τους παραγωγούς, η διάδοση γνώσεων και καινοτομιών, η ενθάρρυνση κοινών δράσεων μεταξύ των αγροτών υπέρ του ανταγωνισμού και η παροχή κινήτρων για καλύτερη διαχείριση κινδύνων και στρατηγικών πρόληψης .

 

 

 

 

 

Μέχρι στιγμής δεν διαφαίνεται κάποια δραστική μείωση στην χρηματοδότηση της ΚΑΠ παρ’ όλο που κάποια σχετική μείωση και, πολύ περισσότερο, διαρθρωτικές αλλαγές ήδη συμβαίνουν και σαφώς θα επηρεάσουν τους Έλληνες παραγωγούς, όχι όμως αρνητικά.

 

 

 

 

 

Η ΕΕ επεξεργάζεται διάφορα σενάρια αλλαγής της ΚΑΠ και αυτό που με σχετική βεβαιότητα μπορεί κάποιος να πει αυτή την στιγμή είναι ότι η νέα ΚΑΠ θα χρηματοδοτήσει την επιχειρηματικότητα και καινοτομία για την ανάπτυξη της υπαίθρου, όπου ο αγρότης εκτός από αγροτικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας θα παράγει και δημόσια αγαθά όπως διατήρηση του περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και της εδαφικής ισορροπίας, περιορισμό της κλιματικής αλλαγής με αυξανόμενη χρήση και παραγωγή ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, και ενεργή συμβολή στην ανάπτυξη της υπαίθρου.

 

 

 

 

 

 

Η περίπτωση της Νέας Ζηλανδίας

Γενικά χαρακτηριστικά

Η Νέα Ζηλανδία (εφεξής ΝΖ) έχει έκταση περίπου 270.000 χλμ. (μεταξύ Ιταλίας και Αγγλίας) και πληθυσμό περίπου 4,4 εκατ., είναι δηλαδή μία αρκετά αραιοκατοικημένη χώρα με πυκνότητα πληθυσμού 16,4 κατοίκους ανά χλμ., (συγκριτικά, η Ιταλία με 60 εκατ. και η Αγγλία με 62 εκατ. κατοίκους έχουν πυκνότητα πληθυσμού 202 και 277 κατοίκους/χλμ. αντίστοιχα).

 

 

 

 

 

Η χώρα μας, αντίστοιχα, έχει έκταση 132.000 χλμ. και πυκνότητα 83 κατοίκους/χλμ..

 

 

 

 

 

Η ΝΖ είναι αρκετά ορεινή (όπως και η χώρα μας) με κλίμα ήπιο θαλάσσιο, με αρκετές όμως διαφοροποιήσεις λόγω του εντόνου αναγλύφου της (επίσης όπως η Ελλάς).

 

 

 

 

 

Έχει ισχυρό αγροτικό χαρακτήρα και είναι η πρώτη μεταξύ των πλουσίων χωρών του ΟΟΣΑ όσον αφορά στο ποσοστό του ΑΕΠ που προέρχεται από τον αγροτικό τομέα (βλ. Πίνακα 1).

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

 

 

 

Είναι ενδιαφέρον το ότι χώρες με παράδοση στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων και με έντονο εξαγωγικό χαρακτήρα, όπως οι ΗΠΑ, Δανία, Γαλλία, Καναδάς, Ιταλία, έχουν αισθητά χαμηλότερη συμμετοχή του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ.

 

 

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

 

 

 

 

Ανεφέρθη στην εισαγωγή ότι εθεωρείτο θετικό σημάδι για την ανάπτυξη της Ελλάδος το γεγονός της συρρίκνωσης της συμμετοχής του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ.

 

 

 

 

 

Η συρρίκνωση του αγροτικού τομέα τις προηγούμενες δεκαετίες είχε εκληφθεί ως θετική εξέλιξη, διότι υπονοούνταν ότι αναπτύσσονταν γρηγορότερα άλλοι παραγωγικοί τομείς της οικονομίας.

 

 

 

 

 

Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ήταν απολύτως ακριβές για την Ελλάδα, όσο για τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.

 

 

 

 

 

Οι άλλες ευρωπαϊκές ανεπτυγμένες οικονομίες είχαν μεν χαμηλό ποσοστό συμμετοχής του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ, αλλά είχαν έναν πολύ πιο ανεπτυγμένο δευτερογενή τομέα, την βιομηχανία, η οποία στην Ελλάδα ποτέ δεν κατάφερε να φθάσει το αντίστοιχο επίπεδο ωρίμανσης των ευρωπαϊκών μας εταίρων.

 

 

 

 

 

Έτσι, η υπέρμετρη ανάπτυξη στην Ελλάδα τόσο του τομέα των κατασκευών (για αγορά κατοικιών περισσότερο, άρα κατανάλωση παρά επένδυση), των υπηρεσιών και του χρηματοπιστωτικού τομέα, σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη απουσία παραγωγής και πραγματικής οικονομίας (παραγωγή και εξαγωγές), οδήγησε στα γνωστά δραματικά αποτελέσματα που όλοι βιώνουμε σήμερα.

 

 

 

 

 

Επίσης, από τον Πίνακα 1 είναι εμφανές ότι η άποψη ότι όσο πιο περιορισμένο αγροτικό τομέα έχει μία οικονομία τόσο πιο ανεπτυγμένη είναι, δεν αληθεύει.

 

 

 

 

 

Η ΝΖ, και η Αυστραλία αποδεικνύουν ότι η ανάπτυξη δεν αποκλείει έναν ανεπτυγμένο αγροτικό τομέα.

 

 

 

 

 

 

Στον Πίνακα 2 παρατίθενται συγκριτικά στοιχεία για την Ελλάδα και την ΝΖ όσον αφορά την συμμετοχή του αγροτικού και αγροδιατροφικού τομέα στην οικονομία της κάθε χώρας.

 

 

 

 

 

Είναι εμφανές ότι, ενώ στην πρωτογενή παραγωγή η χώρα μας έχει συγκρίσιμο μέγεθος με την ΝΖ, υστερούμε κατά πολύ σε ανάπτυξη της εξαγωγικής αγροδιατροφικής βιομηχανίας (agribusiness) και, κατά συνέπεια, σε εξαγωγές.

 

 

 

 

 

Ενώ η ΝΖ παράγει, πρωτογενώς, αγροτικά προϊόντα αξίας $6,7 δις, φθάνει να εξάγει αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας $20,1 δις, ήτοι, το τριπλάσιο της αξίας της πρωτογενούς παραγωγής της.

 

 

 

 

 

 

Αντίθετα, η χώρα μας με πρωτογενή αγροτική παραγωγή αξίας $9,9 δις δεν εξάγει παρά αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα αξίας μόλις $5,8 δις, δηλαδή λίγο περισσότερο από το μισό της αξίας της πρωτογενούς παραγωγής.

 

 

 

 

 

Παρά, λοιπόν, την φήμη της οικονομίας της χώρας ως έντονα αγροτικής μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών του ΟΟΣΑ, οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων και των προϊόντων της μεταποιητικής βιομηχανίας αυτών δεν υπερβαίνουν το 26% των συνολικών εξαγωγών, ενώ στην ΝΖ υπερβαίνουν το 50% ($20,1 δις σε σύνολο εξαγωγών $38,5 δις) και δεν αποτελούν παρά το πενιχρό 1,9% του ΑΕΠ σε αντίθεση με το 14,4% του ΑΕΠ στην ΝΖ.

 

 

 

 

 

Είναι αξιοσημείωτο ότι μόνο οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων στην ΝΖ είναι σε αξία σχεδόν όσες οι συνολικές εξαγωγές της Ελλάδος.

 

 

 

 

 

Αυτό είναι ενδεικτικό του προβλήματος έλλειψης εξωστρέφειας της Ελληνικής Οικονομίας η οποία εξήγαγε, το 2010, προϊόντα αξίας ίσης με το 7,5% του ΑΕΠ σε αντίθεση με την ΝΖ η οποία εξήγαγε αξία ίση με το 27,5% του ΑΕΠ της.

 

 

 

 

 

Αυτά τα στοιχεία δηλώνουν ότι η βιομηχανία τροφίμων στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την ΝΖ, είναι περισσότερο προσανατολισμένη στην εγχώρια αγορά (κάτι το οποίο, όπως θα δούμε παρακάτω, σταδιακά αλλάζει λόγω της οικονομικής κρίσης) παρά στην παγκόσμια αγορά.

 

 

 

 

 

Όχι μόνον αυτό, αλλά, η σύγκριση με τα στατιστικά της ΝΖ καταδεικνύει τις τεράστιες δυνατότητες που έχει η ελληνική αγροτική οικονομία και συγκεκριμένα ο κλάδος της μεταποίησης (επεξεργασίας, τυποποίησης, συσκευασίας) και εμπορίας (διαφήμισης, προώθησης σε αγορές) για αύξηση των εξαγωγών.

 

 

 

 

 

Να αναφέρουμε χαρακτηριστικά ότι, εάν η Ελλάς εξήγαγε όχι το τριπλάσιο της αξίας της αγροτικής παραγωγής, όπως συμβαίνει στην ΝΖ, αλλά έστω το διπλάσιο, τότε η αξία των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων θα άγγιζε τα $20 δις, από τα $5,8 δις (INFO 1) (στοιχεία του 2010).

 

 

 

 

 

Αυτό δείχνει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τις δυνατότητες της χώρας να αναπτύξει τον μεταποιητικό τομέα της βιομηχανίας τροφίμων και να κρατά την προστιθέμενη αξία την οποία τώρα την χάνει προς χώρες του εξωτερικού στις οποίες εξάγουμε πολλά από τα αγροτικά προϊόντα χύδην, με ελάχιστη επεξεργασία, τυποποίηση, συσκευασία αλλά κυρίως, με έλλειψη brand name, καινοτόμων προϊόντων ποιότητας και αξίας προέλευσης.

 

 

 

 

 

Η κρίση 1984-1995

Αυτά τα χαρακτηριστικά του αγροτικού και αγροδιατροφικού τομέα της ΝΖ δεν ήταν πάντα έτσι.

 

 

 

 

 

Φυσικά, η χώρα είχε ανέκαθεν ισχυρό αγροτικό προσανατολισμό σε ένα, όμως, οικονομικό περιβάλλον “προστατευμένο” από τις επιδράσεις των διεθνών εξελίξεων και τιμών, με υψηλές επιδοτήσεις, δασμούς σε εισαγωγές, επιδοτούμενες εξαγωγές, εγγυημένα χαμηλά επιτόκια δανεισμού, κλπ. (Bale and Dale, 1998).

 

 

 

 

 

Η χώρα πέρασε από μία δραματική περίοδο αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που είχαν ως αποτέλεσμα την ενδυνάμωση της όλης οικονομίας της γενικά και του αγροδιατροφικού της τομέα ειδικά.

 

 

 

 

 

Η εμπειρία από την κρίση και τις αλλαγές στις κοινωνικές και οικονομικές δομές της ΝΖ μπορούν να δώσουν χρήσιμα μαθήματα και να διαφωτίσουν την σημερινή οικονομική κρίση που διάγει η Ελλάς.

 

 

 

 

 

 

Η ΝΖ έχαιρε ειδικών προτιμησιακών εμπορικών σχέσεων με την Αγγλία από την δημιουργία της ως κράτος το 1853.

 

 

 

 

 

Ειδικά από το 1945 η Αγγλία απορροφούσε το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής κρέατος και γάλακτος.

 

 

 

 

 

Όμως, από το 1972, έτος εισδοχής της Αγγλίας στην τότε ΕΟΚ, η πρόσβαση στην αγγλική αγορά περιορίστηκε, αναγκάζοντας έτσι τους Νεοζηλανδούς παραγωγούς να ψάξουν για άλλες διεθνείς αγορές (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Από το 1940 έως και την περίοδο έναρξης των μεταρρυθμίσεων το 1984, η κρατική προστασία του μεταποιητικού τομέα μέσω δασμών και ποσοστώσεων ως εισαγωγές είχε ως αποτέλεσμα έναν ακριβό και αναποτελεσματικό αγροτικό τομέα.

 

 

 

 

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1984 το επίπεδο στήριξης των αγροτών έφτανε το 30% της αξίας της αγροτικής παραγωγής (INFO 2).

 

 

 

 

 

Η πολιτική αυτή στήριξης της ΝΖ οδήγησε σε υψηλότερη αλλά αναποτελεσματικότερη παραγωγή με ταυτόχρονη αναποτελεσματική χρήση επιδοτούμενων προ>όντων, υπηρεσιών και αγροτικής γης (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Επίσης, οι επιδοτήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την στρέβλωση κινήτρων από πλευράς αγροτών να παράγουν τα προϊόντα που λάμβαναν την υψηλότερη κρατική στήριξη, μειώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων σε διεθνές επίπεδο και συγκεντρώνοντας το ρίσκο λήψης κακών αποφάσεων αποκλειστικά στην κυβέρνηση.

 

 

 

 

 

Η δομή αυτού του συστήματος κλονίστηκε με την πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του ’70 που οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο της οικονομίας από το κράτος και αύξηση των δαπανών για το κράτος πρόνοιας (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Έτσι, το 1984 η οικονομία της ΝΖ εισήλθε σε μία περίοδο κρίσης με κύρια χαρακτηριστικά τα υψηλά ελλείμματα (9%), το αυξανόμενο δημόσιο χρέος (60%), και τον υψηλό πληθωρισμό (18%) (Evans et al., 1996).

 

 

 

 

 

Η δομή της οικονομίας, όπως προανεφέρθη, περιελάμβανε αυστηρά ελεγχόμενο χρηματοπιστωτικό τομέα, υψηλές επιδοτήσεις σε αγρότες και σε εξαγωγείς, και προστατευμένο ιδιωτικό τομέα.

 

 

 

 

 

Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η ΝΖ να κατρακυλήσει από τις πρώτες θέσεις στην λίστα των πλουσίων χωρών του ΟΟΣΑ ως προς το κατά κεφαλήν εισόδημα, στις τελευταίες (Bale and Dale, 1998).

 

 

 

 

 

Οι κρατικές δαπάνες έφθασαν στο 40% του ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα οι πολίτες απολάμβαναν δημόσιες υπηρεσίες χαμηλής ποιότητας, αναποτελεσματικές και κακώς διαχειριζόμενες.

 

 

 

 

 

Η γραφειοκρατία ήταν υψηλή, οι δημόσιοι οργανισμοί ελλειμματικοί και, όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν οι Bale και Dale (1998, σελ 104): «δημιουργική λογιστική (creative accounting) (INFO 3) χρησιμοποιήθηκε για να δοθεί η εντύπωση καλής επίδοσης».

 

 

 

 

 

Το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος έφθασε τον Ιούνιο του 1984 στο 95% του ΑΕΠ, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του χρέους της ΝΖ και την έναρξη συναλλαγματικής κρίσης (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Οι ομοιότητες με την ελληνική κρίση είναι εμφανείς, αν και η ίδια η κρίση είναι βαθύτερη στην Ελλάδα όπως και τα δομικά και διαρθρωτικά προβλήματα.

 

 

 

 

 

H περίοδος των αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων και φυσικά των επιπτώσεων της κρίσης κράτησαν για περισσότερο από μία δεκαετία, 1984-1995.

 

 

 

 

 

Ο αγροτικός τομέας της ΝΖ άλλαξε από ένα σχετικά προστατευμένο περιβάλλον υψηλών εισοδημάτων (λόγω επιδοτήσεων) και χαμηλού ρίσκου, σε ένα περιβάλλον χαμηλών εισοδημάτων μη προστατευμένο από τις διεθνείς εξελίξεις και όπου το ρίσκο το αναλαμβάνει πλέον η αγροτική βιομηχανία (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Αυτό το “σοκ” των άμεσων και δραστικών αλλαγών που έχει καταγραφεί στον ΟΟΣΑ ως ένα μοναδικό παράδειγμα φιλελευθεροποίησης της οικονομίας έθεσε τις βάσεις για μια αγροτική οικονομία αυτόνομη, παραγωγική, ανεξάρτητη από κρατική στήριξη και ισχυρή με πρωτεύοντα λόγο και ρόλο στο διεθνές εμπόριο (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

 

Αυτή τη στιγμή η ΝΖ έχει το χαμηλότερο ποσοστό στήριξης των αγροτών της στις χώρες του ΟΟΣΑ (1% επί του συνόλου της αξίας της αγροτικής παραγωγής) όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 18%, με πρώτη την Νορβηγία (61%), ΕΕ-27 20% και ΗΠΑ 7% (KPMG, 2012). Θεωρείται από τον ΟΟΣΑ η χώρα με, πρακτικά, μηδενικές στρεβλώσεις στην αγορά γάλακτος στην οποία, αν και συμμετέχει με μόνο το 2% της παγκόσμιας παραγωγής, κατέχει το 20% των παγκόσμιων εξαγωγών (Καρανικόλας, 2005).

 

 

 

 

 

Πιο συγκεκριμένα, οι αγρότες της ΝΖ βρέθηκαν ξαφνικά από ένα προστατευμένο περιβάλλον εγγυημένων τιμών και επιτοκίων σε ένα περιβάλλον εκτεθειμένο στον διεθνή ανταγωνισμό, με δραστική μείωση των επιδοτήσεων και ταυτόχρονη αύξηση των επιτοκίων λόγω της συναλλαγματικής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού.

 

 

 

 

 

Αυτό αποτέλεσε ισχυρό σοκ για τους αγρότες οι οποίοι είχαν συνηθίσει σε ένα περιβάλλον απομόνωσης από τις διεθνείς τιμές, ελεγχόμενων και επιδοτούμενων επιτοκίων δανεισμού και οι αποφάσεις για το τι θα παράγουν βασίζονταν στις κρατικές επιδοτήσεις και όχι στην διεθνή ζήτηση (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Είναι σημαντικό να τονισθεί και αξίζει να μελετηθεί και διερευνηθεί περισσότερο το γεγονός ότι οι αλλαγές αυτές στην ΝΖ έτυχαν της γενικής λαϊκής υποστήριξης, ακόμα και από τις ίδιες τις επηρεαζόμενες ομάδες συμφερόντων, όπως π.χ. οι αγρότες (Bale and Dale, 1998).

 

 

 

 

 

Αυτό έγινε διότι τα μέτρα αφορούσαν όλη την οικονομία και έθιγαν σχεδόν όλους τους πολίτες.

 

 

 

 

 

Έτσι, οι αγρότες συμφώνησαν στην δραστική μείωση των επιδοτήσεων, αφού ταυτοχρόνως θα μειώνονταν δραστικά και οι δασμοί στις εισαγωγές βιομηχανικών προϊόντων.

 

 

 

 

 

Όλες οι ομάδες συμφερόντων έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης, της άρσης του προστατευτισμού τους δηλαδή, και έτσι δεν υπήρξαν αντιδράσεις (Evans et al., 1996· Bale and Dale, 1998· Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Το κλειδί της επιτυχίας των μέτρων έγκειται στο ότι η ανάγκη για τις αλλαγές κατέστη ευρέως αποδεκτή, ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό και οικονομικό κύκλο της κοινωνίας, και έτυχε υποστήριξης από τις ίδιες τις διοικητικές αρχές, αλλά και την πνευματική ηγεσία της χώρας (Evans et al., 1996).

 

 

 

 

 

Έτσι, οι μεταρρυθμίσεις άγγιξαν κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας όπως εργασιακές σχέσεις, χρηματοπιστωτικό σύστημα, άρση δασμών στις εισαγωγές, μείωση γραφειοκρατίας, μεγαλύτερος απολογισμός και διαφάνεια δημοσίων φορέων και επιχειρήσεων, εξυγίανση δημοσίων φορέων και αξιολόγηση αυτών, μειώσεις φορολογικών συντελεστών σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, άρση εξαγωγικών επιδοτήσεων και μετατόπιση από άμεση σε έμμεση φορολογία μέσω ενός ενιαίου φόρου πωλήσεων που αντικατέστησε την μέχρι τότε πληθώρα ειδικών φόρων κατανάλωσης, κ.ά.

 

 

 

 

 

Τα αποτελέσματα των δραστικών αυτών μέτρων και μεταρρυθμίσεων είχαν σοβαρό αντίκτυπο στον αγροτικό τομέα της ΝΖ.

 

 

 

 

 

Οι τιμές της αγροτικής γης υποχώρησαν σημαντικά ως αποτέλεσμα της ανόδου του κόστους του χρήματος (άνοδος επιτοκίων δανεισμού) και της μείωσης των εισοδημάτων (μέσω δραστικής μείωσης των επιδοτήσεων).

 

 

 

 

 

Αρκετοί αγρότες αναγκάστηκαν να πουλήσουν μέρος των εκμεταλλεύσεών τους και αρκετοί χρεοκόπησαν.

 

 

 

 

 

Η κατανάλωση των αγροτών μειώθηκε δραστικά με συνακόλουθες επιπτώσεις στην οικονομία των αγροτικών περιοχών λόγω της καθίζησης της ζήτησης προς τοπικές επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών.

 

 

 

 

 

Επιπροσθέτως, η κρίση στην αγορά μετοχών τον Οκτώβριο του 1987 επιδείνωσε τα πράγματα για όλη την οικονομία της ΝΖ και όχι μόνο για τον αγροτικό τομέα.

 

 

 

 

 

Ο συνδυασμός όμως με την απορρύθμιση του μεταποιητικού τομέα ελευθέρωσαν τον υγιή ανταγωνισμό στον κλάδο παροχής αγροτικών εφοδίων και υπηρεσιών και έριξαν τις τιμές, οδηγώντας σε εκ βαθέων αναδιάρθρωση όλου του φάσματος των μεταφορών αγροτικών προϊόντων, μονάδων συσκευασίας, κτηνοτροφίας, δασικών προϊόντων και προϊόντων φυτικής παραγωγής (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας το 1991 οδήγησε σε περαιτέρω ευελιξία και αύξηση καινοτομίας λόγω της μείωσης του κόστους, πράγμα που βοήθησε την ανάπτυξη του απελευθερωμένου πλέον αγροτικού τομέα.

 

 

 

 

 

Ενώ το 1960 οι εξαγωγές αγροτικών προ>όντων και τροφίμων αποτελούσαν το 90% των συνολικών εξαγωγών της ΝΖ, σήμερα έχουν κατέβει λίγο πάνω από το 50% και αυτό γιατί οι μεταρρυθμίσεις έδωσαν ισχυρή ώθηση στην ανάπτυξη του τουρισμού αλλά και της βιομηχανίας.

 

 

 

 

 

Ιδιαίτερα, ο συνδυασμός τουρισμού και αγροτικής παραγωγής έχει επιδείξει πολύ θετικά αποτελέσματα στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος (κάτι το οποίο ενδιαφέρει άμεσα και την Ελλάδα όσον αφορά στις δυνατότητες θετικών συνεργειών μεταξύ αγροτικού τομέα και τουρισμού).

 

 

 

 

 

Οι παραγωγοί πλέον ανταποκρίνονται στα κίνητρα προσφοράς-ζήτησης και φέρουν οι ίδιοι την ευθύνη των αποφάσεών τους, η ποιότητα των παραγόμενων προ>όντων έχει βελτιωθεί, η υπερβολική χρήση λιπασμάτων (που επιδοτούνταν) έχει σταματήσει, και αυξήθηκε σημαντικά η δασοκομία και η παραγωγή φυτικών προϊόντων –είχαν υποσκελιστεί από τις επιδοτήσεις στην κτηνοτροφία– τα οποία αποτελούν ολοένα και αυξανόμενο μερίδιο στις εξαγωγές της χώρας.

 

 

 

 

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η βιομηχανία ξυλείας και δασικών προ>όντων της NZ κατέστρωσε πρόσφατα ένα στρατηγικό πρόγραμμα δράσης με όραμα τον διπλασιασμό του εισοδήματος από εξαγωγές στα 12 δις (δολάρια ΝΖ, όπου $1ΝΖ = $0,8 ΗΠΑ) έως το 2022 (KPMG, 2012).

 

 

 

 

 

Οι αγρότες στην ΝΖ δεν είναι πλέον μόνο παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, αλλά προσφέρουν πληθώρα υπηρεσιών αναψυχής, τουρισμού, ανάπλασης τοπίου και διατήρησης του περιβάλλοντος, ανταποκρινόμενοι έτσι στην εγχώρια αλλά και διεθνή αύξηση της ζήτησης (τουρισμός) για έναν ειδυλλιακό αγροτικό τρόπο ζωής με παραδοσιακά προϊόντα αλλά και με σύγχρονες υπηρεσίες, συντελώντας έτσι τα μέγιστα στην ανάπτυξη της υπαίθρου (Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Η εμπειρία της ΝΖ δείχνει ότι μία γεωργία μη στηριζόμενη σε επιδοτήσεις σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον είναι εφικτή και οδηγεί σε ένα πλαίσιο δραστηριοτήτων συνδεδεμένο με καλύτερη και οικονομικότερη κατανομή πόρων ενδοτομεακά (εντός του αγροτικού δηλαδή τομέα) αλλά και διατομεακά (σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της οικονομίας).

 

 

 

 

 

Οι ταυτόχρονες μάλιστα μεταρρυθμίσεις και στους άλλους τομείς της οικονομίας δείχνουν ότι βοηθούν την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα ειδικά, αλλά και του συνόλου της οικονομίας γενικά (Evans et al., 1996· Bale and Dale, 1998· Evans, 2004).

 

 

 

 

 

Η κατάσταση στην Ελλάδα και οι δυνατότητές της

Πέραν από τις ομοιότητες, είναι φυσικό η χώρα μας να έχει και ουσιαστικές διαφορές με την ΝΖ.

 

 

 

 

 

Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στην οικονομική κρίση, υπάρχουν ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές.

 

 

 

 

 

Είναι γεγονός ότι η χώρα διάγει το πέμπτο έτος ύφεσης σε μία κρίση αρκετά βαθύτερη από την αντίστοιχη της ΝΖ την περίοδο 1984-95.

 

 

 

 

 

Το δημόσιο χρέος έχει ξεπεράσει το 150% του ΑΕΠ και η ανεργία το 25%.

 

 

 

 

 

Η ένταξη στην ΕΕ και το κοινό νόμισμα δίνει άλλη διάσταση στην κρίση, η οποία διαχέεται σε όλη την Ευρώπη και δεν μένει εντός των συνόρων μίας και μόνης χώρας όπως τότε στην ΝΖ.

 

 

 

 

 

Φυσικά, η παρουσία των μνημονίων σήμερα αλλά και οι γενικότερες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες της παγκόσμιας αγοράς διαφέρουν σημαντικά από την εποχή της νεοζηλανδικής κρίσης 25 χρόνια πριν.

 

 

 

 

 

Στις διαφορές έρχεται ακόμα να προστεθεί η ΚΑΠ και φυσικά διάφορα πακέτα στήριξης όπως το ΕΣΠΑ.

 

 

 

 

 

Η ΝΖ δεν είχε την πολυτέλεια της ΚΑΠ (ούτε και ΕΣΠΑ) και ο αγροτικός της τομέας υπέστη ισχυρό σοκ όπως περιγράφηκε στην προηγούμενη ενότητα με την πλήρη άρση της κάθε μορφής στήριξής του.

 

 

 

 

 

Η Ελλάς έχει την τύχη να είναι μέλος της ΕΕ και να απολαμβάνει της στήριξης της ΚΑΠ, η οποία τώρα μεταρρυθμισμένη αναμένεται να προσανατολίσει την στήριξη περισσότερο προς τις επενδύσεις, κάτι άμεσα αναγκαίο για τη χώρα, παρά σε στρεβλωτικές επιδοτήσεις.

 

 

 

 

 

Παρά τις αδιαμφισβήτητες διαφορές (χρονικές, χωρικές, ποιοτικές και συγκυρίας) μεταξύ των δύο περιπτώσεων, οι οποίες φυσικά θα πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν στην χάραξη πολιτικής, το σημαντικότερο είναι ότι οι βασικές συνισταμένες της κρίσης, τόσο στην Ελλάδα του σήμερα όσο και στην ΝΖ του 1984-1995, είναι κοινές και αφορούν έναν διογκωμένο ελλειμματικό, χρεωμένο, αδιαφανή, δυσλειτουργικό δημόσιο τομέα, κλειστά επαγγέλματα, στρεβλωτικές για την οικονομία στηρίξεις ορισμένων ομάδων της κοινωνίας, υψηλούς φόρους, υψηλό κόστος γραφειοκρατίας και μεγάλο αριθμό διαδικασιών που στέκονται εμπόδιο στην πραγματική οικονομία, το επιχειρείν και την προσέλκυση επενδύσεων.

 

 

 

 

 

Ίσως κάποιος σκεφθεί ότι ο αγροτικός τομέας της ΝΖ κατάφερε να βγει νικητής από την κρίση, επειδή η χώρα έχει μεγαλύτερες εκτάσεις από την Ελλάδα και είναι λιγότερο πυκνοκατοικημένη και άρα είχε μεγαλύτερη έκταση γης στη διάθεσή της να εκμεταλλευτεί.

 

 

 

 

 

Πράγματι, η ΝΖ έχει έκταση διπλάσια της Ελλάδος και πληθυσμό λιγότερο από τον μισό της Ελλάδος, όμως το επιχείρημα δεν ευσταθεί αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του ότι η Ολλανδία και το Βέλγιο, χώρες με έκταση 25-30% της χώρας μας, και πυκνότητα πληθυσμού 404 και 355 κατοίκους/χλμ. αντίστοιχα, δηλαδή 4-5 φορές πυκνότερες, έχουν πολύ πιο ανεπτυγμένο αγροδιατροφικό τομέα και περισσότερες σε αξία εξαγωγές από ό,τι η χώρα μας.

 

 

 

 

 

Ενδεικτικό των δυνατοτήτων του αγροτικού τομέα στην Ελλάδα είναι το γεγονός ότι το πρώτο έτος μετά την εκδήλωση της κρίσης (2009) οι συνολικές εξαγωγές μειώθηκαν κατά 17,1% και οι εξαγωγές αγροτικών προϊόντων και τροφίμων σημείωσαν οριακή μείωση 0,31%, ενώ την επόμενη χρονιά (2010) σημείωσαν αύξηση 10,2%, 2,2% το 2011 και σημαντική άνοδο 16,4% το 2012 (INFO 4).

 

 

 

 

 

Παρ’ όλα αυτά, η σύγκριση με την ΝΖ υποδεικνύει ότι οι εξαγωγές έχουν μεγάλα περιθώρια αύξησης δεδομένου του μικρού ποσοστού τους στο ΑΕΠ της χώρας (βλ. Πίνακα 2 παραπάνω) αλλά και του περιορισμένου βαθμού εξαγωγικού προσανατολισμού του αγροτικού τομέα, και ιδιαίτερα της αγροδιατροφικής βιομηχανίας.

 

 

 

 

 

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι συνολικές εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ, με στοιχεία του 2010,είναι για την Ελλάδα μόλις 7,5%8, ενώ για Ισπανία και Πορτογαλία (χώρες με συγκρίσιμες κοινωνικο-οικονομικές δομές προς τις ελληνικές) είναι στο 20%, Δανία 32%, Ιρλανδία 56,6% και για την ΝΖ όπως είδαμε είναι στο 27,6%.

 

 

 

 

 

Η Ελληνική Οικονομία παραμένει λοιπόν μια σχετικά κλειστή οικονομία που δεν εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά πλεονεκτήματά της.

 

 

 

 

 

Μέρος των αιτιών που συμβαίνει αυτό είναι ακριβώς το γεγονός των πολιτικών στήριξης και επιδοτήσεων που λαμβάνει η Ελληνική Οικονομία εν γένει και αγροτικός τομέας συγκεκριμένα και, όπως κατέδειξε ο Evans (2004) για την περίπτωση της ΝΖ, μέσω της μείωσης των κινήτρων για καινοτομία, επιχειρηματικότητα και ανάληψης κινδύνων-ρίσκου.

 

 

 

 

 

Η Ελλάς δεν υστερεί σε φυσικό πλούτο, το αντίθετο μάλιστα.

 

 

 

 

 

Η επικέντρωση στο καλό κλίμα και τον ήλιο, που φυσικά αποτελούν αδιαμφισβήτητες πηγές πλούτου, δίδει πολλές φορές την λανθασμένη εντύπωση της κατά τα άλλα φτωχής χώρας με μη παραγωγικά εδάφη.

 

 

 

 

 

Εκτός του πλουσίου υπεδάφους (βωξίτης, μπεντονίτης, γύψος, καολίνης, λιγνίτης, μάρμαρο, περλίτης, θηραϊκή γη, ελαφρόπετρα, για να μην αναφερθούμε στον χρυσό και στα πρόσφατα στοιχεία για εκτεταμένη παρουσία υδρογονανθράκων), το έδαφος της χώρας είναι κατά πολύ γονιμότερο από τα περισσότερα όξινα εδάφη της Κεντρικής και Βορείου Ευρώπης χάρη στα ασβεστολιθικά πετρώματα, με βροχοπτώσεις λίαν ικανοποιητικές.

 

 

 

 

 

Αξίζει να εξηγηθεί εδώ μια χρόνια παρανόηση σχετικά με την εικόνα της Ελλάδος ως άνυδρης χώρας. Αυτό που δίνει την αίσθηση μειωμένων βροχοπτώσεων στην Ελλάδα είναι η ανισοκατανομή μέσα στο έτος και όχι το ποσό των κατακρημνισμάτων αυτών καθ’ εαυτών.

 

 

 

 

 

Ο έντονος κάθετος (οροσειρές) και οριζόντιος (ακτογραμμή) διαμερισμός της χώρας δημιουργεί περιοχές με ιδιαίτερα μικροκλίματα και με βροχοπτώσεις συγκρίσιμες με αυτές των πλέον υγρών περιοχών της Ευρώπης.

 

 

 

 

 

Έτσι, η μέση ετήσια βροχόπτωση στη χώρα είναι 650 mm και κυμαίνεται από 300 mm στην περιοχή του Αργοσαρωνικού και τις Κυκλάδες (περιοχές με την μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στην Ευρώπη), 500-800 mm στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας, έως και άνω των 1000 mm στις πιο ορεινές περιοχές, για να υπερβεί τα 2000mm στα μεγαλύτερα υψόμετρα, πράγμα που δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για ορεινούς βοσκότοπους.

 

 

 

 

 

Συγκριτικά, η Ολλανδία και το Βέλγιο, χώρες φημισμένες για την υγρασία και τις βροχοπτώσεις τους, έχουν περίπου 800 mm μέση ετήσια βροχόπτωση (ΙΝFO 5).

 

 

 

 

 

Η μόνη διαφορά είναι ότι η βροχόπτωση σε αυτές τις χώρες είναι ομοιόμορφα ισοκατανεμημένη μέσα στον χρόνο.

 

 

 

 

 

Η αναλογία ακτογραμμής προς επιφάνεια της χώρας είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως προσφέροντας πληθώρα προστατευμένων όρμων και κόλπων για υδατοκαλλιέργειες.

 

 

 

 

 

Ως παράδειγμα αναφέρουμε ότι η Τουρκία με την μισή ακτογραμμή της Ελλάδος (7.000 χλμ. έναντι 15.000 χλμ. της Ελλάδος) έχει περίπου την ίδια παραγωγή ιχθυοκαλλιεργειών.

 

 

 

 

 

Παρομοίως, η Ιταλία με επίσης την μισή ακτογραμμή παράγει 12 φορές περισσότερο αλάτι (3.600.000 τόνους έναντι 200.000 τόνων).

 

 

 

 

 

Το ανεκμετάλλευτο δυναμικό είναι εμφανές.

 

 

 

 

 

Ο βοτανικός πλούτος της χώρας θέτει αυτήν στις πρώτες θέσεις παγκοσμίως σε βιοποικιλότητα.

 

 

 

 

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Κρήτη με έκταση 8.300 χλμ.2 έχει τον ίδιο αριθμό ειδών με το Ηνωμένο Βασίλειο (έκταση 244.000 χλμ.2).

 

 

 

 

 

Το 80% της βαλκανικής βιοποικιλότητας και το 50% της ευρωπαϊκής βρίσκονται στην Ελλάδα (INFO 6).

 

 

 

 

 

Πολλά είδη βοτάνων και φυτών συλλέγονται και εξάγονται ως πρώτη ύλη για να εισαχθούν στην Ελλάδα ως τελικά προϊόντα σε τιμές πολύ υψηλότερες.

 

 

 

 

 

Η Ελλάς δεν έχει εκμεταλλευθεί το γεγονός ότι είναι ο βοτανικός κήπος της Ευρώπης.

 

 

 

 

 

Πολλά τοπικά είδη παραμένουν αναξιοποίητα διότι από τη μία λείπουν τα κίνητρα για καινοτομία και επιχειρηματικότητα και από την άλλη το πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο και η γραφειοκρατία αυξάνουν το κόστος ανάληψης οποιασδήποτε πρωτοβουλίας.

 

 

 

 

 

Ένα άλλο προϊόν σχετικά υποτιμημένο είναι η ξυλεία.

 

 

 

 

 

Η χώρα έχει 28% δασοκάλυψη, όσο περίπου και η ΝΖ, και πολύ περισσότερο από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η οποία μάλιστα αυξάνεται λόγω εγκατάλειψης παλαιών βοσκοτόπων που ξαναγίνονται δάσος με αναξιοποίητες δυνατότητες για ανάπτυξη του κλάδου δασικών προϊόντων και ξυλείας.

 

 

 

 

 

Είδαμε πώς η ΝΖ μετά το τέλος των επιδοτήσεων ανέπτυξε τον κλάδο αυτό ο οποίος κατέστη από τους δυναμικότερους της χώρας, ενώ, μόλις πέρυσι, κατέστρωσε συγκεκριμένο στρατηγικό σχέδιο για τον διπλασιασμό των εξαγωγών σε ορίζοντα δεκαετίας.

 

 

 

 

 

Σε αντίθεση με την Ελλάδα, στην ΝΖ ο κτηνοτροφικός κλάδος είναι ο στυλοβάτης της αγροτικής παραγωγής.

 

 

 

 

 

Έτσι, οι επιδοτήσεις και το προστατευμένο περιβάλλον στήριζε την ζωική παραγωγή εις βάρος της φυτικής και είδαμε στην προηγούμενη ενότητα ότι με τις μεταρρυθμίσεις ανεπτύχθη και η φυτική παραγωγή.

 

 

 

 

 

Στην Ελλάδα η ΚΑΠ ενίσχυε μέχρι τώρα υπέρμετρα την φυτική παραγωγή, ενώ οι ποσοστώσεις στην αγελαδοτρόφο γαλακτοπαραγωγή έχουν περιορίσει σημαντικά την αγελαδοτροφία.

 

 

 

 

 

Η ανάπτυξη της κτηνοτροφίας γενικότερα και, συγκεκριμένα της βοοτροφίας και χοιροτροφίας είναι θεμελιώδους σημασίας για την Ελλάδα της οποίας οι εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων αποτελούν άνω του 30% των συνολικών εισαγωγών αγροτικών προϊόντων και τροφίμων.

 

 

 

 

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 που το έλλειμμα του αγροτικού ισοζυγίου περιορίσθηκε σημαντικά και έφθασε στο €1 δις (από €3 δις το 2008), οι εισαγωγές κτηνοτροφικών προϊόντων παρέμειναν αμετάβλητες στα €2 δις.

 

 

 

 

 

 

Η μεταρρύθμιση της ΚΑΠ και ο σχετικός περιορισμός των επιδοτήσεων προς την φυτική παραγωγή, με ταυτόχρονη στήριξη επενδύσεων για έναν αγροτικό τομέα περιβαλλοντικώς υπεύθυνο και βιώσιμο, ελπίζεται ότι θα δώσει σημαντικές ευκαιρίες για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας γενικότερα και της βιολογικής κτηνοτροφίας ειδικότερα.

 

 

 

 

 

Μάλιστα, η νεοζηλανδική εμπειρία δείχνει ότι η κτηνοτροφία με την δασοκομία μπορούν αρμονικά να συνυπάρξουν.

 

 

 

 

 

Είδαμε στο παράδειγμα της ΝΖ ότι οι αγρότες συνδυάζουν την παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων με ταυτόχρονη ανάπτυξη δασοκομικών προϊόντων και παροχής τουριστικών υπηρεσιών και διατήρησης και ανάδειξης του φυσικού κάλλους.

 

 

 

 

 

Η Ελλάς υστερεί σε ανάπτυξη κτηνοτροφικών προϊόντων και υπάρχουν ανεξερεύνητες δυνατότητες με τοπικές ποικιλίες ζώων (π.χ. νεροβούβαλος Βορείου Ελλάδος, τοπικές φυλές αιγοπροβάτων) για παραγωγή προϊόντων με οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τέτοια που εγγυώνται την διεθνή ζήτηση, συνδυάζοντας για τον συνειδητοποιημένο καταναλωτή χαρακτηριστικά της ιστορίας, μυθολογίας και παράδοσης του τόπου παραγωγής.

 

 

 

 

 

Η προοπτική μείωσης της πολιτικής στήριξης της ΚΑΠ έχει θορυβήσει ιδιαίτερα τους απασχολουμένους στον καπνό και το βαμβάκι, καλλιέργειες που σε σημαντικό ποσοστό στηρίζονται από την ΚΑΠ.

 

 

 

 

 

Παρά τις ανησυχίες, οι εξαγωγές βάμβακος και καπνού το 2012 παρουσίασαν σημαντική αύξηση.

 

 

 

 

 

Ωστόσο, η μείωση των αμέσων ενισχύσεων θα οδηγήσει, όπως έδειξε το παράδειγμα της ΝΖ, σε αποδοτικότερη κατανομή των πόρων.

 

 

 

 

 

Ο περιορισμός της πολιτικής στήριξης του βαμβακιού δεν σημαίνει αναγκαστικά την εκμηδένιση της καλλιέργειας.

 

 

 

 

 

Αντίθετα, σύμφωνα τον ερευνητή του ΕΘΙΑΓΕ και ειδικό σε θέματα βάμβακος Δρ. Νταράουσε, η χώρα έχει από τις καλύτερες ποικιλίες στον κόσμο και με τις υψηλότερες στρεμματικές αποδόσεις.

 

 

 

 

 

Αυτό που λείπει είναι η οργάνωση της παραγωγής και συντονισμένες ενέργειες για αναγνώριση και πιστοποίηση από επίσημο φορέα των ποικιλιών και χαρακτηριστικών του καλλιεργούμενου βαμβακιού, ώστε να εξαχθεί σε αγορές με υψηλότερες τιμές από ό,τι εξάγεται σήμερα.

 

 

 

 

 

Σύμφωνα με τον Δρ. Νταράουσε (INFO 7) είναι η κακή εφαρμογή της πολιτικής στήριξης της ΚΑΠ που έβλαψε μέχρι τώρα το ελληνικό βαμβάκι δίνοντας στρεβλά κίνητρα για ποσότητα εις βάρος της ποιότητας.

 

 

 

 

 

Αυτό σημαίνει ότι η μείωση της στήριξης από το 2014 και ύστερα μπορεί να δώσει νέες προοπτικές ανάπτυξης στο ελληνικό βαμβάκι, αρκεί βέβαια να υπάρξει οργάνωση της αλυσίδας αγοράς και συντονισμός όλων των εμπλεκομένων φορέων, από τον παραγωγό, τον εκκοκκιστή μέχρι και τον εξαγωγέα (INFO 8).

 

 

 

 

 

Στην Ελλάδα ο αγροτικός τομέας, και όχι μόνο, πάσχουν από έλλειψη οργάνωσης αγοράς.

 

 

 

 

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ΝΖ το μεγαλύτερο ποσοστό (άνω του 95%) της παραγωγής γάλακτος έχει οργανωθεί από μία εταιρεία-συνεταιρισμό, την Fonterra.

 

 

 

 

 

Στην εταιρεία αυτή είναι μέλη σχεδόν όλοι από τους περίπου 11.000 γαλακτοπαραγωγούς της χώρας και η εταιρεία ανήκει σε αυτούς.

 

 

 

 

 

Ο ετήσιος τζίρος της Fonterra αγγίζει, αν δεν ξεπερνά, το 10% του ΑΕΠ της ΝΖ!

 

 

 

 

 

Ένας αγροτικός συνεταιρισμός δηλαδή παράγει το 1/10 του ακαθαρίστου προϊόντος της χώρας.

 

 

 

 

 

Σε απόλυτα ποσά, ο τζίρος ανήλθε το 2012 στα $15,7 δις, πίσω μόνο από τον παγκόσμιο γίγαντα Nestlι ($25,9 δις), την Danone ($19,5 δις) και την Lactalis ($18,8 δις) (INFO 9).

 

 

 

 

 

Για λόγους παραδείγματος και μόνον, μια αναλογία θα ήταν να φανταστούμε όλο το παραγόμενο ελαιόλαδο στην χώρα μας οργανωμένο από το χωράφι στο ράφι ως τρόφιμο, φάρμακο, καλλυντικό ή οτιδήποτε άλλο για εκατομμύρια καταναλωτές ανά τον κόσμο, οργανωμένο από μία εταιρεία- συνεταιρισμό που να ανήκει στους χιλιάδες ελαιοπαραγωγούς μέλη της.

 

 

 

 

 

Έτσι η πρωτογενής παραγωγή του ελαιολάδου (και κάθε αγροτικού προϊόντος) από μία αρχική αξία χωραφιού της τάξεως των π.χ. €200 εκατ. θα μπορούσε να φθάσει ως τελικό προϊόν συνολικής αξίας αρκετών δις ευρώ.

 

 

 

 

 

Συμπεράσματα-Μαθήματα για την Ελλάδα

Είδαμε ότι η Νέα Ζηλανδία όχι μόνο παρουσιάζει αρκετά κοινά σημεία με την Ελλάδα, ιδιαίτερα όσον αφορά στον σημαντικό ρόλο του αγροτικού τομέα στην οικονομία της αλλά και όσον αφορά στην οικονομική κρίση και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που πέρασε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90.

 

 

 

 

 

Βεβαίως, έχει παρέλθει αρκετός καιρός από τότε και εκείνη η κρίση έχει σημαντικές διαφορές από την σημερινή οικονομική κρίση στην Ελλάδα, όμως τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά των κρίσεων στις δύο χώρες είναι τα ίδια: υψηλά ελλείμματα, αυξανόμενο δημόσιο χρέος, υψηλές κρατικές δαπάνες, ελλειμματικοί δημόσιοι οργανισμοί, χαμηλής ποιότητας, αναποτελεσματικές και κακώς διαχειριζόμενες δημόσιες υπηρεσίες, υψηλή γραφειοκρατία, αδιαφάνεια.

 

 

 

 

 

Αναμφίβολα η ελληνική κρίση είναι βαθύτερη από της ΝΖ με υψηλότερο χρέος, υψηλότερη ανεργία.

 

 

 

 

 

Σημαντική διαφορά είναι επίσης η έλλειψη του εργαλείου της νομισματικής πολιτικής λόγω ενιαίου νομίσματος.

 

 

 

 

 

Όμως, ας μην παραβλέπονται σειρά παραγόντων και εργαλείων που η ΝΖ δεν είχε.

 

 

 

 

 

Η δυνατότητα δανεισμού από το ΔΝΤ και την ΕΕ σε τέτοια υψηλά επίπεδα για την Ελλάδα αποτελεί εργαλείο που δεν είχε η ΝΖ.

 

 

 

 

 

Επίσης, η ΚΑΠ δεν υπήρχε και δεν υπάρχει στην ΝΖ (ούτε ΚΠΣ και ΕΣΠΑ).

 

 

 

 

 

 

Ο αγροτικός της τομέας κυριολεκτικά προσγειώθηκε ανώμαλα.

 

 

 

 

 

Είδαμε ότι αρκετοί αγρότες πούλησαν μέρος των εκμεταλλεύσεών τους και αρκετοί χρεοκόπησαν.

 

 

 

 

 

 

Εάν η χώρα μας είχε αφεθεί να περάσει την κρίση όπως την πέρασε η ΝΖ, η προσαρμογή θα ήταν πολύ πιο επώδυνη από ό,τι είναι σήμερα.

 

 

 

 

 

Ο αντίλογος φυσικά μπορεί να είναι ότι η προσαρμογή θα ήταν ίσως πιο άμεση και γρήγορη.

 

 

 

 

 

Αυτό όμως είναι αντικείμενο άλλης διεξοδικής μελέτης.

 

 

 

 

 

Το σημαντικότερο μάθημα που έχει να διδαχθεί η χώρα μας από την ΝΖ, πέραν των συγκεκριμένων μέτρων και μεταρρυθμίσεων στις οποίες προέβη, είναι ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς στην ΝΖ συμφώνησαν ότι ναι, χρειάζονταν μεταρρυθμίσεις.

 

 

 

 

 

Και δεδομένου ότι όλοι είχαν την ίδια αντιμετώπιση και όλοι υπέφεραν δεν υπήρχαν αντιδράσεις στην λήψη των μέτρων.

 

 

 

 

 

Αυτό είναι το βασικό συστατικό για την επιτυχία οποιουδήποτε προγράμματος προσαρμογής.

 

 

 

 

 

Ο περιορισμός των συντεχνιακών αντιδράσεων και η προώθηση των μεταρρυθμίσεων χρειάζεται εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και φορέων.

 

 

 

 

 

Είδαμε, π.χ., ότι οι αγρότες συμφώνησαν στην άρση κάθε στήριξης που είχαν συνηθίσει να λαμβάνουν επειδή ταυτοχρόνως θα μειώνονταν και οι δασμοί στις εισαγωγές και έτσι θα είχαν τουλάχιστον πρόσβαση σε φθηνότερα προϊόντα.

 

 

 

 

 

Όλοι δέχθηκαν να θυσιάσουν κομμάτι από τα λεγόμενα κεκτημένα τους: οι αγρότες τις επιδοτήσεις, η εγχώρια βιομηχανία την προστασία των δασμών στις εισαγωγές και τις εξαγωγικές επιδοτήσεις, οι επαγγελματικές ενώσεις την απελευθέρωση των επαγγελμάτων τους κλπ.

 

 

 

 

 

Κανείς δεν έτυχε ειδικής μεταχείρισης.

 

 

 

 

 

Αυτό όμως συνέβη διότι οι μεταρρυθμίσεις έτυχαν ευρείας κοινωνικής αποδοχής.

 

 

 

 

 

Όλοι ήξεραν και συμφώνησαν ότι η μόνη οδός για την ανάκαμψη περνούσε μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μεταρρυθμίσεις που άγγιξαν κάθε τομέα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας: η αγορά εργασίας απελευθερώθηκε, η γραφειοκρατία περιορίσθηκε σημαντικά, οι δημόσιοι φορείς και επιχειρήσεις εξυγιάνθηκαν, έγιναν πιο διαφανείς, λογοδοτούσαν και αξιολογούνταν, οι φορολογικοί συντελεστές σε φυσικά και νομικά πρόσωπα μειώθηκαν, μαζί με την απελευθέρωση του εμπορίου και την κατάργηση των δασμών.

 

 

 

 

 

Συγκεκριμένα για τον αγροτικό τομέα, τα μαθήματα από την ΝΖ είναι πολύ χρήσιμα.

 

 

 

 

 

Ο αγροτικός τομέας όχι μόνο δεν διαλύθηκε από την απότομη παύση κρατικής στήριξης, αλλά κατέστη από τους ανταγωνιστικότερους παγκοσμίως.

 

 

 

 

 

Στην Ελλάδα έχουμε την τύχη να έχουμε την ΚΑΠ, η οποία μεταρρυθμίζεται και η οποία στοχεύει πλέον στην στήριξη της επιχειρηματικότητας μικρής κλίμακας.

 

 

 

 

 

Έχει προταθεί (μένει να ψηφισθεί) να περιορισθούν οι ενισχύσεις προς μεγάλους αγρότες μέσω πλαφόν (εκτός των αγροτικών συνεταιρισμών που διανέμουν τα χρήματα στα μέλη τους), να αυξηθεί η χρηματοδότηση σε νέους αγρότες και να συνδεθεί το 30% των άμεσων ενισχύσεων με περιβαλλοντικούς στόχους όπως αξιοποίηση περισσότερων καλλιεργητικών ποικιλιών, διατήρηση μόνιμων βοσκοτόπων και δημιουργία οικολογικών καταφυγίων για την άγρια ζωή.

 

 

 

 

 

Είδαμε πώς στην ΝΖ, χωρίς την βοήθεια καμίας ΚΑΠ, οι αγρότες κατάλαβαν ότι δεν είναι πλέον μόνο παραγωγοί αγροτικών προϊόντων, αλλά μπορούν να προσφέρουν πληθώρα υπηρεσιών αναψυχής, τουρισμού, ανάπλασης τοπίου και διατήρησης του περιβάλλοντος, ανταποκρινόμενοι έτσι όχι μόνο στην εγχώρια αλλά, κυρίως, την διεθνή τουριστική αγορά.

 

 

 

 

 

Η Ελλάς, με τον υπέροχο και μοναδικό παγκοσμίως συνδυασμό κλιματολογικών συνθηκών και ομορφιάς της φύσης που συνυφαίνεται με το λαογραφικό, ιστορικό και μυθολογικό στοιχείο, έχει πρώτης τάξεως συγκριτικό πλεονέκτημα στην προσέλκυση επισκεπτών και στην κάλυψη της αυξανόμενης ζήτησης για εναλλακτικές μορφές τουρισμού.

 

 

 

 

 

Εάν η ΝΖ με την προβολή ενός ειδυλλιακού αγροτικού τρόπου ζωής με παραδοσιακά προϊόντα αλλά και με σύγχρονες υπηρεσίες πέτυχε την ανάπτυξη της υπαίθρου της, το ίδιο και περισσότερο δύναται να πραγματοποιήσει η χώρα μας, έτσι που όχι μόνο να αντιστρέψει το ρεύμα εγκατάλειψης της υπαίθρου αλλά να πετύχει την πλήρη αναζωογόνησή της.

 

 

 

 

 

Ένα άλλο πολύ σημαντικό μάθημα από την ΝΖ είναι η οργάνωση της αγοράς και όλης της αλυσίδας από το χωράφι στο ράφι.

 

 

 

 

 

Οι παραγωγοί οργανωμένοι σε ομάδες έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη.

 

 

 

 

 

Κατόπιν, παραγωγοί και άλλοι φορείς της αγοράς μπορούν να οργανώσουν την μεταποίηση και όλα τα στάδια αυτής (επεξεργασία, τυποποίηση, παραγωγή καινοτόμων προϊόντων, διαφήμιση και προώθηση σε διεθνείς αγορές), έτσι ώστε και θέσεις εργασίας στον μεταποιητικό κλάδο θα δημιουργηθούν και η προστιθέμενη αξία θα αυξηθεί για την Ελληνική Οικονομία.

 

 

 

 

 

Με αυτόν τον τρόπο η ΝΖ κατάφερε να εξάγει αγροδιατροφικά προϊόντα αξίας τριπλάσιας ($20,1 δις) από την αρχική αξία του συνόλου της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής ($6,7 δις) (Πίνακας 2).

 

 

 

 

 

Αν υποθέσουμε ότι η χώρα μας οργανώνει την μεταποίηση και εμπορία των αγροδιατροφικών προϊόντων και φθάνει να εξάγει όχι το τριπλάσιο, όπως η ΝΖ, αλλά μιάμιση φορά μόνο την αξία της πρωτογενούς παραγωγής, θα μπορούσε να αυξήσει την αξία των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων κατά περίπου €7 δις.

 

 

 

 

 

Αν σκεφθούμε ότι οι συνολικές εξαγωγές σήμερα (2012) ανέρχονται στα €5,2 δις, γίνεται εύκολα αντιληπτό το μέγεθος της ανάπτυξης στον αγροτικό τομέα που είναι εφικτό και πραγματοποιήσιμο.

 

 

 

 

 

Κλείνοντας, μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάς, παρά το βάθος της κρίσης, είναι σήμερα πιο τυχερή από ό,τι η ΝΖ τότε.

 

 

 

 

 

Έχει χρηματοδοτικά εργαλεία που η ΝΖ δεν μπορούσε καν να φανταστεί.

 

 

 

 

 

Το επιτυχημένο παράδειγμα της ΝΖ, εκτός από τις συγκεκριμένες λύσεις και προτάσεις που παρουσιάστηκαν, προσφέρει και κάτι σημαντικότερο: Αισιοδοξία.

 

 

 

 

 

Εάν μία χώρα με έναν αγροτικό τομέα χωρίς το χρηματοδοτικό εργαλείο της ΚΑΠ κατάφερε να τον αναπτύξει και να τον καταστήσει από τους ανταγωνιστικότερους παγκοσμίως, τότε τι θα μπορούσε άραγε να κάνει η χώρα μας εάν εκμεταλλευτεί σωστά τα χρήματα για επενδύσεις; (πηγή kepe.gr)

 

 

 

 

 

 

ΙΝFO 1 Σημειώνουμε ότι αυτό το ποσό είναι σύμφωνα με τα στοιχεία του 2010 και χρησιμοποιείται ενδεικτικά για λόγους σύγκρισης. Είναι γεγονός, και αναλύεται παρακάτω, ότι η αξία των εξαγωγών αγροδιατροφικών προϊόντων αυξάνει μεν, όχι όμως με τον ρυθμό που υπαγορεύουν οι πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες που έχει.

 

 

 

 

 

INFO 2. Ενδεικτικά και για λόγους σύγκρισης αναφέρουμε ότι η εμπεριστατωμένη εμπειρική μελέτη του Μπουρδάρα (διαθέσιμη στο: http://wwww.minagric.gr/greek/agro_pol/BOURD/WP_1_2004.htm) το 2004, αναφέρει ότι την περίοδο 1989-1997 η στήριξη στην ελληνική αγροτική παραγωγή αποτέλεσε, κατά μέσο όρο, το 40,2% της αξίας της αγροτικής παραγωγής.

 

 

 

 

Εάν δε η στήριξη υπολογιστεί ως ποσοστό όχι επί της ακαθάριστης αξίας παραγωγής αλλά επί της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της παραγωγής, τότε φθάνει το 51,2%, δηλαδή, το μισό περίπου του αγροτικού εισοδήματος προερχόταν από την στήριξη και μόνον το άλλο μισό από την αγορά.

 

 

 

 

 

INFO 3. Διαπιστώνουμε ότι η δημιουργική λογιστική δεν είναι ούτε κάτι καινούριο ούτε μόνο «προνόμιο» της Ελλάδος, οπότε ο όρος Greek statistics, που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη και τον κόσμο, μάλλον μας αδικεί. Αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό οργανισμών (του κράτους συμπεριλαμβανομένου φυσικά) οι οποίοι έχουν απλά το κίνητρο να αποκρύψουν την αρνητική, στην πραγματικότητα, για αυτούς κατάσταση.

 

 

 

 

 

INFO 4. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2012 αλλά και την τελευταία αναθεώρηση των στοιχείων από την ΕΛΣΤΑΤ, οι εξαγωγές της χώρας έχουν σημειώσει άνοδο και έφθασαν το 2012 το 14% του ΑΕΠ, στοιχείο θετικό για την οικονομία.

 

 

 

 

 

 

INFO 5. http://www.nationsencyclopedia.com/Europe/Netherlands-CLIMATE.html

 

 

 

 

 

INFO 6http://www.e-geoponoi.gr/2010-03-20-19-19-06/2012-01-15-07-26-07/8176–a-.html

 

 

 

 

 

 

INFO 7. Προσωπική συνομιλία, Ιούνιος 2012.

 

 

 

 

 

INFO 8. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις δυνατότητες του ελληνικού αγροτικού τομέα παραπέμπουμε τον αναγνώστη σε σειρά παρελθόντων άρθρων στην παρούσα έκδοση Οικονομικές Εξελίξεις (π.χ. Χύμης, τεύχος 18 και Κωνσταντακοπούλου και Χύμης, τεύχος 19, 2012).

 

 

 

 

 

INFO 9http://www.fonterra.com/global/en/Financial/Fonterras+Place

 

 

 

 

 

www.mywaypress.gr

 

23/6/2013

Σχετικά Άρθρα