Alpha: Φορολογία vs ανάκαμψης
✏ «H συνέχιση και η ανάκαμψη της αναγκαίας χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τις ανα-κεφαλαιοποιημένες ελληνικές τράπεζες στα επόμενα 3μηνα δεν μπορεί παρά να είναι μια δύσκολη διαδικασία»
✏ «Η επιβολή πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων σε συνεπείς φορολογικά επιχειρήσεις, όπως π.χ. με τον περιορισμό της έκπτωσης των δαπανών τους για τόκους από τα ακαθάριστα φορολογητέα κέρδη τους (με ρυθμίσεις του τύπου του άρθρου 49 του ν. 2172/2013) οδηγούν αναπόφευκτα σε νέες καθυστερήσεις στην πορεία εξόδου από την κρίση»
Κυκλοφόρησε το Εβδομαδιαίο Οικονομικό Δελτίο της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, στο οποίο υπάρχει αναλυτική αναφορά στην επιβολή πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων σε συνεπείς φορολογικά επιχειρήσεις και ειδική ανάλυση για την φορολογία και την ανάκαμψη.Aναλυτικά οι αναλυτές σημειώνουν:
«Αξιοσημείωτη εξέλιξη στο προηγούμενο 7ήμερο ήταν η σημαντική επιβράδυνση της πτώσης του δείκτη όγκου των πωλήσεων των καταστημάτων λιανικού εμπορίου (εκτός καυσίμων) στο -3,3% τον Μάιο.2013, από -13,3% τον Απρ.2013 και έναντι -9,0% τον Μάιο.2012.
Επίσης, στο 2μηνο Απρ.-Μαϊου.2013 η πτώση του δείκτη όγκου επιβραδύνθηκε στο -8,7%, έναντι -12,4% στο 1ο 3μηνο.2013.
Η εξέλιξη αυτή αποτελεί πρόσθετη ένδειξη για τη εκτιμώμενη σημαντική επιβράδυνση της πτώσης του ΑΕΠ στο 2ο 3μηνο.2013, έναντι της πτώσης του κατά -5,6% στο 1ο 3μηνο.2013.
Όσον αφορά την εξέλιξη της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας από τις Τράπεζες, ο αρνητικός ετήσιος ρυθμός μεταβολής των χορηγήσεων συνεχίστηκε και τον Ιούνιο του 2013, με πτώση κατά -4,1% σε ετήσια βάση, από -3,7% τον Μάιο.2013 και -4,3% τον Ιούν.’12.
Ωστόσο, η αρνητική καθαρή ροή της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα σε μηνιαία βάση περιορίστηκε στα € 212 εκατ. τον Ιούν.2013, από € 1,55 δισ. τον Μάι.’13.
Επίσης, η ετήσια μεταβολή των χορηγήσεων στα νοικοκυριά διαμορφώθηκε στο -3,6% τον Ιούν.’13 από -3,7% τον Μάιο.2013 και έναντι -4,4% τον Ιούν.’12, αλλά και πάλι η μηνιαία αρνητική καθαρή ροή χρηματοδότησης μειώθηκε στα € 161 εκατ. τον Ιούν.2013 από 396 εκατ. τον Μάιο.2013.
Ειδικότερα, ο ρυθμός μεταβολής των στεγαστικών δανείων διαμορφώθηκε στο -3,2% τον Ιούν.2013 από -3,1% τον Μάι0.2013 και έναντι -3,5% τον Ιούν.2012, με την μηνιαία αρνητική καθαρή ροή στα € 141 εκατ. τον Ιούν.2013, από € 229 εκατ. τον Μάιο.2013.
Είναι εμφανές ότι η πτωτική πορεία της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα συνεχίζεται, πράγμα που οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στη χαμηλή ζήτηση δανείων από τον ιδιωτικό τομέα, με βάση και τα προσαρμοσμένα στις σημερινές συνθήκες τραπεζικά κριτήρια που εφαρμόζονται στην τρέχουσα περίοδο από τις τράπεζες.
Γενικά, η συνέχιση και η ανάκαμψη της αναγκαίας χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από τις ανα-κεφαλαιοποιημένες ελληνικές τράπεζες στα επόμενα 3μηνα δεν μπορεί παρά να είναι μια δύσκολη διαδικασία.
Η επαναφορά του συστήματος σε πορεία πιστωτικής επέκτασης θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε αφενός να στηρίξει αποτελεσματικά τις βιώσιμες επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που έχουν υποστεί σοβαρά πλήγματα στην περίοδο της κρίσης και της απότομης προσαρμογής και, αφετέρου, να εξασφαλίσει την έγκαιρη αντιστροφή της πορείας αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας και την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων.
Ειδικότερα, οι εγχώριες επιχειρήσεις που άντεξαν στην κρίση εξακολουθούν να επιβαρύνονται και στην τρέχουσα περίοδο από την υπέρμετρα χαμηλή εγχώρια ζήτηση.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, αντιμετωπίζουν πολύ πιο εποικοδομητικές ανταγωνιστικές συνθήκες από ότι στο παρελθόν στην προσπάθειά τους να αναθεωρήσουν δραστικά τα επιχειρηματικά τους σχέδια και να δραστηριοποιηθούν ενεργά για την επίτευξη της μεγαλύτερης διείσδυσής τους σε παλαιές και νέες εγχώριες και ξένες αγορές και για την υποκατάσταση των – υπέρμετρα διογκωμένων έως πρόσφατα – εισαγωγών στην εγχώρια αγορά.
Οι τράπεζες στηρίζουν ήδη ενεργά τις υγιείς επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και η επάνοδος σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης θα πραγματοποιηθεί σε συνδυασμό με την ανάκαμψη της παραγωγικής δραστηριότητας στους βασικούς κλάδους παραγωγής, όπως τουρισμός, η μεταποιητική βιομηχανία, ο αγροτικός τομέας, οι συγχρηματοδοτούμενες από την ΕΕ, την ΕΤΕπ και από τον ιδιωτικό τομέα, επενδύσεις σε υποδομές και σε επιχειρήσεις και περιουσιακά στοιχεία που αποκρατικοποιούνται και ενεργοποιούνται οικονομικά και επιχειρηματικά.
Ωστόσο, ουσιαστική έμφαση και προσοχή στην προσπάθεια για την ανάκαμψη θα πρέπει να δοθεί και στα ακόλουθα:
Για παράδειγμα, η από καιρού σχεδιαζόμενη εκλογίκευση της φορολογίας των ακινήτων και η εφαρμογή ενός ενιαίου φόρου κατοχής τύπου ΕΕΤΗΔΕ, με κατάργηση (ή ελαχιστοποίηση) του φόρου στις συναλλαγές ακινήτων έως το 2020, θα δώσει το έναυσμα για την αναζωπύρωση των καταποντισμένων σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα συναλλαγών στην αγορά ακινήτων και στη συνέχεια για την ανάκαμψη των επενδύσεων σε οικοδομές και των στεγαστικών δανείων.
Από την άλλη πλευρά, η επιβολή πρόσθετων φορολογικών επιβαρύνσεων σε συνεπείς φορολογικά επιχειρήσεις, όπως, π.χ., με τον περιορισμό της έκπτωσης των δαπανών τους για τόκους από τα ακαθάριστα φορολογητέα κέρδη τους (με ρυθμίσεις του τύπου του άρθρου 49 του ν. 2172/2013, όπως αναλύεται στη συνέχεια), οδηγούν αναπόφευκτα σε νέες καθυστερήσεις στην πορεία εξόδου από την κρίση.
Αυτό συμβαίνει διότι αφενός επιβάλλουν νέα εμπόδια στην προσπάθεια αποκατάστασης της διαταραγμένης χρηματοοικονομικής βάσης των επιχειρήσεων και στην επάνοδό τους σε ομαλή επιχειρηματική και αναπτυξιακή λειτουργία και, αφετέρου, διότι συμβάλλουν στη δημιουργία αντικινήτρων (αντί κινήτρων) στην προσπάθεια εμπέδωσης μια πιο αξιόπιστης φορολογικής ηθικής στον επιχειρηματικό στίβο.
Φορολογία και ανάκαμψη
Οι ρυθμίσεις για αποτροπή των τάσεων υπο-κεφαλαιοδότησης των συνδεδεμένων επιχειρήσεων (δηλαδή εκείνων που αποτελούν μέλη Ομίλων επιχειρήσεων) που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και για την αντιμετώπιση του υπαρκτού προβλήματος της φοροαποφυγής σε επιχειρήσεις αυτής της μορφής, είναι αναγκαίες και εφαρμόζονται σε όλες τις χώρες.
Ωστόσο, ο άστοχος και πολλές φορές λανθασμένος σχεδιασμός αυτών των ρυθμίσεων, ιδιαίτερα σε καταστάσεις μεγάλης οικονομικής κρίσης όπως αυτή που διέρχεται σήμερα η Ελλάδα, μπορεί να έχει ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις και να οδηγεί στην ύψωση νέων εμποδίων στην προσπάθεια των επιχειρήσεων και της χώρας για έγκαιρη έξοδο από την κρίση. Ειδικότερα:
Έως την ψήφιση του πρόσφατου ν. 4172/23.7.2013, η φορολογική μεταχείριση των τόκων των τραπεζικών δανείων των συνδεδεμένων (σε Ομίλους) επιχειρήσεων προβλεπόταν από το άρθρο 31 του ν. 2238/1994.
Το άρθρο αυτό όρισε ότι οι δεδουλευμένοι τόκοι δανείων που καταβάλλονται ή πιστώνονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις δεν εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα κατά το ποσό που προκύπτει από το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων που έχουν λάβει οι εν λόγω επιχειρήσεις υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το 3πλάσιο των ιδίων κεφαλαίων τους.
Έτσι, οι δεδουλευμένοι τόκοι μιας συνδεδεμένης επιχείρησης που αναλογούσαν στο υπερβάλλον ποσό της ως άνω αναλογίας δεν αναγνωρίζονταν προς έκπτωση από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης. Μάλιστα, το ποσό που δεν είχε αφαιρεθεί από τα φορολογητέα κέρδη δεν μεταφερόταν σε επόμενα έτη.
Η ανωτέρω διάταξη άλλαξε ριζικά με το άρθρο 49 του ν. 4172/23.7.2013.
Με αυτό το άρθρο εκπίπτει από το φορολογητέο εισόδημα το σύνολο των τόκων για τις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη Ομίλων επιχειρήσεων και επίσης για τις επιχειρήσεις που είναι μέλη ομίλων αλλά έχουν καθαρές δαπάνες τόκων (τόκοι έξοδα-τόκοι έσοδα) χαμηλότερες από € 1,0 εκατ., ή χαμηλότερες από (ή ίσες με) το 25% των φορολογητέων κερδών της επιχείρησης προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων (EBITDA).
Αντίθετα, οι δαπάνες τόκων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων που υπερβαίνουν το 25% του EBITDA δεν αφαιρούνται πλέον από τα φορολογητέα κέρδη τους. Ωστόσο, σύμφωνα με το νέο νόμο, κάθε δαπάνη τόκων που δεν εκπίπτεται στην τρέχουσα περίοδο μεταφέρεται (για έκπτωση) στα επόμενα 5-έτη.
Από τα ανωτέρω, όπως αυτά αναλύονται στον Πίνακα 1, προκύπτει ότι η νέα διάταξη του άρθρου 49 επιβαρύνει επιπλέον (σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο) ιδιαίτερα τις συνδεδεμένες (σε ομίλους) επιχειρήσεις με σχέση Ξένων/Ίδια κεφάλαια μικρότερη του 3, δηλαδή με σχετικά υψηλά ίδια κεφάλαια, όπως οι επιχειρήσεις Δ και Ε στον Πίνακα.
Με το προηγούμενο καθεστώς το σύνολο των τόκων των επιχειρήσεων αυτών ήταν εκπιπτόμενο από τα φορολογητέα κέρδη τους.
Με το νέο καθεστώς η φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων με πολύ ικανοποιητική σχέση Ξένων/Ίδια κεφάλαια αυξάνει αδικαιολόγητα, ενώ για τις επιχειρήσεις των οποίων τα ξένα κεφάλαια είναι πάνω από 3πλάσια των ιδίων κεφαλαίων, όπως οι επιχειρήσεις Α, Β και Γ στον Πίνακα 1 η φορολογική επιβάρυνση με το νέο καθεστώς είναι η ίδια όπως και με το προηγούμενο.
Επιπλέον, εάν τα κέρδη των επιχειρήσεων προ φόρων, αποσβέσεων και τόκων (EBITDA) έχουν μειωθεί σημαντικά, όπως συμβαίνει στην τρέχουσα περίοδο λόγω της υπέρμετρα μειωμένης ζήτησης στην εγχώρια οικονομία, τότε το ποσό των μη εκπιπτόμενων τόκων αυξάνει σημαντικά και, επομένως, αυξάνει αναλόγως και η φορολογική επιβάρυνση της επιχείρησης.
Αυτό συμβαίνει διότι ο δανεισμός της επιχείρησης, ή/και το κόστος δανεισμού της, δεν είναι δυνατό να μειωθούν αλλά μάλλον αυξάνονται στην περίοδο της κρίσης.
Οι επιπτώσεις αυτές είναι προφανώς αντίθετες με τη μεγάλη ανάγκη που υπάρχει σήμερα για στήριξη των επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους και για λήψη των αναγκαίων μέτρων που θα συμβάλουν στην στήριξη της απασχόλησης και στην έγκαιρη έξοδο της χώρας από την κρίση.
Πίνακας 1:Φορολογική επιβάρυνση των επιχειρήσεων απο τη μη έκπτωση των τόκων
Είναι πράγματι περίεργο το πώς επιλέχθηκαν τα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) ως κριτήριο για να προσδιοριστεί το ύψος των μη εκπιπτόμενων τόκων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων, στη σημερινή συγκυρία που τα περιθώρια κέρδους και τα συνολικά κέρδη των επιχειρήσεων σε όλους σχεδόν τους κλάδους είναι καταποντισμένα σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Στη σημερινή συγκυρία που έχουμε ανάγκη να προσελκύσουμε όσο το δυνατό περισσότερες ξένες επιχειρήσεις να επενδύσουν και να ιδρύσουν υποκαταστήματα στην Ελλάδα.
Πως μπορεί σε αυτή τη συγκυρία να εμφανίζεται ως επιδίωξη της οικονομικής πολιτικής η επιπλέον επιβάρυνση των ήδη σημαντικά επιβαρυμένων και εξασθενισμένων από την κρίση επιχειρήσεων;
Αντιλαμβανόμαστε την αγωνία και την προσπάθεια των φορολογικών αρχών να βρουν τρόπους καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, η οποία είναι υπαρκτή και στον τομέα των επιχειρήσεων και έχει προφανώς διογκωθεί τα τελευταία έτη.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού από τον Φόρο Εισοδήματος Νομικών Προσώπων (ΦΕΝΠ) έχουν ήδη ελαχιστοποιηθεί σε υπέρμετρα χαμηλά επίπεδα, πράγμα που δεν μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στην μεγάλη ύφεση που διανύουμε.
Ειδικότερα, σε συνολικά καθαρά έσοδα του Τ.Π. ύψους € 20,84 δις στο 1ο 6μηνο του 2013, από τον ΦΕΝΠ εισπράχθηκαν μόνο € 0,32 δις (με πτώση κατά -48,9% σε ετήσια βάση), από € 0,63 δις στο 1ο 6μηνο του 2012 και από € 1,11 δις στο 1ο 6μηνο του 2010. Επίσης, σε σύνολο καθαρών εσόδων ύψους € 48,33 δις το 2012, από τον ΦΕΝΠ εισπράχθηκαν μόνο € 1,72 δις. (2011: € 2,76 δις.).
Ωστόσο, η προσπάθεια αύξησης των φορολογικών εσόδων τον τομέα των επιχειρήσεων δεν θα πρέπει συνεχώς να επιδιώκεται με μέτρα που οδηγούν στην περαιτέρω αύξηση της ήδη υπέρμετρης φορολογικής και χρηματοοικονομικής επιβάρυνσης των υγιών και συνεπών φορολογικά επιχειρήσεων που αγωνίζονται να εξασφαλίσουν την αναγκαία χρηματοδότηση από τις τράπεζες σε περιόδους μεγάλης κρίσης και βρίσκονται αντιμέτωπες με την αναπόφευκτα μεγάλη μείωση των κερδών τους.
Οι περισσότερες επιχειρήσεις λειτουργούν οριακά στην τρέχουσα περίοδο και χρειάζονται μεγαλύτερη στήριξη τόσο από τις τράπεζες, όσο και από το κράτος.
Είναι αδιανόητο να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η τραπεζική στήριξη που με μεγάλη δυσκολία παρέχεται θα οδηγεί από εδώ και πέρα και σε μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση.
Γενικά, από τον Πίνακα 1 προκύπτει αναμφισβήτητα ότι η παλαιά διάταξη όσον αφορά την φορολογική μεταχείριση των τόκων των συνδεδεμένων επιχειρήσεων ήταν πολύ πιο ικανοποιητική, αφού εκτός των άλλων έδινε κίνητρα και για την ενίσχυση των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση των τραπεζικού τους δανεισμού.
Αντίθετα, δεν είναι εμφανής η λογική της νέας διάταξης του άρθρου 49 του ν. 2172/2013, η οποία μάλλον λειτουργεί αντίθετα με τις επιδιώξεις του νόμου.
Εάν η παλαιά διάταξη είχε κενά και ευνοούσε καταστάσεις φοροαποφυγής θα πρέπει να επιδιωχθεί να κλείσουν αυτά τα κενά, χωρίς να αλλάξει η φιλοσοφία της.
Οι επιχειρήσεις θα πρέπει να έχουν κίνητρα για αύξηση των ιδίων κεφαλαίων τους και για ανάληψη των εξαιρετικά υψηλών επιχειρηματικών κινδύνων στην τρέχουσα περίοδο και όχι για το αντίθετο (όπως φαίνεται να τις προτρέπει το άρθρο 49 του ν. 2172).
Επίσης, θα πρέπει να βρεθούν τρόποι που θα βοηθήσουν τις υγιείς και συνεπείς φορολογικά επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν το αναπόφευκτα αυξημένο κόστος δανεισμού τους στην τρέχουσα περίοδο (ιδιαίτερα σε σχέση με τις επιχειρήσεις των χωρών της βόρειας Ευρώπης) και όχι να επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο με την αναίτια φορολόγηση και ενός σημαντικού μέρους των δαπανών τους για τόκους.»
Aναλυτικά η έκθεση εδώ: weekly
www. My Way Press.gr
1/8/13