Τ.Χριστοδούλου: « Εθνικό καθήκον η συλλογική προσπάθεια και ομοψυχία στην κοινή προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας»

Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας Eurobank Ergasias κ. Ευθύμιος Χριστοδούλου μιλώντας σήμερα στην Ετήσια Γενική Συνέλευση των μετόχων, προέβη σε καθοριστικές επισημάνσεις ευρύτερου και διαχρονικού ενδιαφέροντος. Ακολουθεί ολόκληρη η σημαντική αυτή ομιλία.

 

« Το αποτέλεσμα των εκλογών οδήγησε στο σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης η οποία με ευρεία κοινοβουλευτική στήριξη αναλαμβάνει το δυσκολότερο ίσως έργο της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας: να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα μείζονα προβλήματα της χειμαζόμενης ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας και να προωθήσει τις μεγάλες διαρθρωτικές αλλαγές που αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση για την έξοδο από την κρίση.

 

Αλλαγές, οι οποίες πρέπει να δρομολογηθούν άμεσα και αποφασιστικά, διότι δεν έχουμε πλέον περίοδο χάριτος ούτε και περιθώρια για παλλινωδίες και καθυστερήσεις.

 

Η εκφρασμένη πλέον βούληση της ελληνικής κοινωνίας να διαφυλάξει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Χώρας, αποτελεί βασικό στοιχείο και σημαντικότατο πλεονέκτημα για οποιαδήποτε απόφαση πολιτικής.

 

Να θυμίσω ότι ιστορικά, η Ελλάς ποτέ δε μεγαλούργησε αποκομμένη και απομονωμένη.

 

Αντιθέτως, ο ελληνισμός ενισχύθηκε, αναπτύχθηκε και προόδευσε πάντα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτικού και οικονομικού χώρου.

 

Το πλαίσιο αυτό σήμερα εκφράζεται μόνο μέσω της ευρωπαϊκής προοπτικής της Χώρας, η οποία πρέπει να εκμεταλλευθεί τις δυνατότητες που παρέχει η μεταβολή των συνθηκών στην Ευρώπη του σήμερα.

 

Γιατί έχουμε μια Ευρώπη η οποία αλλάζει.

 

Οι σκοποί της μεταβάλλονται, οι απόψεις αναθεωρούνται και όπως φαίνεται, βαίνουν προς μια κατεύθυνση η οποία ευνοεί την ελληνική περίπτωση: Διαμορφώνεται μια αντίληψη υπέρ της μετατόπισης από την αποκλειστικά δημοσιονομική αντιμετώπιση των προβλημάτων, προς την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης και στήριξης της πραγματικής οικονομίας.

 

Διότι το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης βλέπει ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να μπορέσουν να εφαρμοσθούν και να επιβιώσουν οι αποφάσεις. Διαφορετικά είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να επιλεγούν λύσεις επιφανειακές και ουσιαστικά αναποτελεσματικές, οι οποίες μοιραία σε ένα μάλλον βραχύ χρονικό διάστημα ουσιαστικά θα πάψουν να υφίστανται.

 

Σ’ αυτό το μεταβαλλόμενο περιβάλλον, η δική μας υποχρέωση, η τελευταία μας ευκαιρία, είναι να επικεντρωθούμε στο να πάψουμε να είμαστε παράδειγμα προς αποφυγή για τους άλλους Ευρωπαίους και να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία μας σε διεθνές επίπεδο, ως ισότιμοι συνομιλητές που επιδιώκουν μια συνολική λύση στην ευρωπαϊκή κρίση και όχι ως η έκφραση ενός προβλήματος.

 

Και βέβαια η Ευρώπη είναι μια σειρά συμβιβασμών οι οποίοι σταδιακά προχωρούν σε αποφάσεις πολιτικής, με πολύ αργό τρόπο, αλλά ο οποίος στο τέλος φέρνει αποτέλεσμα.

 

Και τούτο διότι έχοντας φθάσει σε ένα επίπεδο που ποτέ άλλοτε δεν έχει φθάσει καμία άλλη κοινωνία στην ιστορία του κόσμου, η Ευρώπη σήμερα διαπιστώνει ότι το οικονομικό της σύστημα χωλαίνει και δεν μπορεί πλέον να στηρίξει όλα όσα έκαναν επίζηλη τη θέση των πολιτών της.

 

Αντιλαμβανόμεθα σχεδόν όλοι σήμερα υπό την πίεση μιας αδήριτης πλέον ανάγκης με αφορμή την κρίση χρέους, ότι η Ευρώπη θα πρέπει να προχωρήσει σε μια σταδιακή πολιτική και οικονομική ένωση, με όλα τα χαρακτηριστικά που έπρεπε να υπήρχαν πριν γίνει η νομισματική ένωση, αλλά δυστυχώς δεν υπήρξαν μέχρι στιγμής.

 

Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι υπό την πίεση του οικονομικού ανταγωνισμού, η Ευρώπη θα πρέπει να προχωρήσει σε κάποια μορφή ομοσπονδοποίησης και πως αν δεν υπάρξει πρόοδος προς αυτή την κατεύθυνση, το κόστος μπορεί να είναι δυσανάλογα υψηλό για τους λαούς της με πρώτο θύμα την περιφέρεια.

 

Εάν, λοιπόν, το ερώτημα είναι το ποια είναι η πορεία που πρέπει να ακολουθήσει μια χώρα σαν την δική μας, μέσα σ’ αυτό το θετικά μεταβαλλόμενο ευρωπαϊκό πλαίσιο, πιστεύω ότι ούσα η χώρα μας μικρή, περιθωριακή, χωρίς πρώτες ύλες, χωρίς βιομηχανία, με την οικονομία της στηριζόμενη στον τριτογενή και ενδεχομένως στον καινούργιο τεταρτογενή τομέα (σ.σ.: η γνωστική βιομηχανία, η τεχνολογική έρευνα, ο σχεδιασμός, η εξέλιξη κ.λπ.), η λύσις για εμάς είναι να προχωρήσουμε προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Κι όσο πιο γρήγορα το καταλάβουμε και αρχίσουμε να παίζουμε ρόλο πρωταρχικό -για να αποκτήσουμε και πολιτική σημασία- τόσο καλύτερα θα είναι.

 

Τη στιγμή λοιπόν, που στην Ευρώπη διαμορφώνονται όλες αυτές οι νέες τάσεις, η Ελλάδα καλείται να ολοκληρώσει την προσαρμογή της οικονομίας της, όπως έχει δεσμευθεί άλλωστε στο πλαίσιο του Μνημονίου.

 

Είναι ωστόσο γεγονός, ότι στην Ελλάδα, το Μνημόνιο αντί να αποτελέσει αντικείμενο ψυχρής και σωστής αντιμετωπίσεως, έγινε σε μεγάλο βαθμό, αντικείμενο συναισθηματικής αντιδράσεως, χωρίς ποτέ να γίνει μέχρι σήμερα, ο αναγκαίος διαχωρισμός του δημοσιονομικού από το θεσμικό σκέλος.

 

Εάν όμως, θεωρήσουμε πως στη διαμόρφωση του μνημονίου υπήρξαν ορισμένες μη ρεαλιστικές προσεγγίσεις, θα πρέπει και από την άλλη να αποδεχθούμε, πως σε ότι αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή, η βασική αρχή που διέπει το μνημόνιο είναι ορθή: Ότι δηλαδή δεν μπορεί η χώρα να εξακολουθεί να κινείται, να ζει και να υπάρχει με βάση τα δανεικά.

 

Και πώς δεν γίνεται να διαμορφώσουμε ένα επίπεδο ζωής που είναι μονίμως πάνω από τις δυνατότητές μας, και συνεπώς δεν μπορούμε να το στηρίξουμε.

 

Κανένας δεν είναι διατεθειμένος να μας επιδοτεί.

 

Οφείλουμε τέλος να αποδεχθούμε ότι ακριβώς η εφαρμογή αυτού του μοντέλου, έφερε τους λαούς της Ευρώπης αντιμέτωπους με τη χώρα μας.

 

Σε κάθε περίπτωση, η γενικευμένη δαιμονοποίηση του Μνημονίου, δεν αποτελεί λύση.

 

Το Μνημόνιο δημιουργεί ένα πλαίσιο, η σωστή εφαρμογή του οποίου, εναπόκειται σε εμάς τους ίδιους.

 

Βέβαια , μια επίμονη, μονομερής και ανελαστική εφαρμογή του μνημονίου μπορεί να οδηγήσει τελικά σε ένα «φαύλο οικονομικό κύκλο», στο «αρνητικό σπιράλ» σύμφωνα με τη γλώσσα των οικονομολόγων.

 

Γι’ αυτό και η ρεαλιστική λύση σήμερα είναι η λύση της αναδιαπράγματευσης των αρχών του Μνημονίου, στη βάση διαμόρφωσης ενός πιο ανεκτού κοινωνικά προγράμματος, εφαρμόσιμου στην πράξη το οποίο να δημιουργεί προοπτική ενίσχυσης της πραγματικής οικονομίας.

 

Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ίδιο το Μνημόνιο προβλέπει μία ανά τρίμηνο αναθεώρηση βάσει των αποτελεσμάτων εφαρμογής και της προσαρμογής της Οικονομίας.

 

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω ότι, οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό επίπεδο και η διαμόρφωση νέων συνθηκών στο ευρύτερο περιβάλλον, δημιουργούν προϋποθέσεις στη χώρα μας όχι απλώς για μια αναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου.

 

Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί και πρέπει να είναι το μέσο για την επίτευξη του βασικού μας στόχου, που είναι η επανεκκίνηση της οικονομίας μας.

 

Σε ένα περιβάλλον μεταστροφής της ευρωπαϊκής πολιτικής προς την πραγματική οικονομία, η χώρα μας μπορεί να εκμεταλλευθεί και να επωφεληθεί από αυτήν την ευκαιρία.

 

Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να διαμορφώσουμε μια νέα εθνική αναπτυξιακή πολιτική που θα επικεντρώνει τις προσπάθειές της στην ενίσχυση της εξωστρέφειας και σε τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως για παράδειγμα ο τουρισμός και η ναυτιλία, την διακίνηση – logistics όπως έχει καθιερωθεί να ονομάζεται ακόμα και σε τεχνολογίες αιχμής όπως έχει διατυπωθεί από το πρόγραμμα «Η Ελλάδα καινοτομεί» της Τράπεζας, δηλαδή σε τομείς «άμεσης απόδοσης» για την οικονομία μας.

 

Στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, η Τράπεζά μας ήταν και είναι αποφασισμένη να συμβάλλει με όλες τις δυνάμεις της.

 

Ήδη από την αρχή της κρίσης, η Eurobank με υψηλό αίσθημα ευθύνης στο πλαίσιο του σημαντικού ρόλου της στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας, έχει αναλάβει σειρά πρωτοβουλιών με στόχο τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για την έξοδο από την κρίση, την επανεκκίνηση της οικονομίας και την επάνοδό της σε αναπτυξιακή τροχιά.

 

Το έχω ξαναπεί και στο παρελθόν ότι το προσωπικό και το στελεχιακό δυναμικό της Τραπέζης μας είναι από το DNA του φτιαγμένο έτσι, ώστε να μπορεί να προσαρμοσθεί στις νέες συνθήκες και να αξιοποιήσει τις δυνατότητες της οικονομίας μας.

 

Αυτό είναι και το κυριότερο στοιχείο που μπορεί να προσφέρει η Eurobank σ’ αυτή την τόσο κρίσιμη συγκυρία: υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και εμπειρίας, ικανότητες προσαρμογής στην πραγματικότητα, ευελιξία και δυνατότητα αντικειμενικής αξιολόγησης των μέσων και των εργαλείων που απαιτούνται στην προσπάθεια της ανάπτυξης.

 

Αυτό όμως, που προέχει σήμερα, είναι να αποφασίσουμε όλοι πως το μείζον άμεσο ζήτημα για την Ελλάδα είναι η αποκατάσταση της αξιοπιστίας και της εμπιστοσύνης προς τη χώρα.

 

Χωρίς αυτό, διατρέχουμε κίνδυνο να αναλωθούμε σε μια εσωτερική συζήτηση, χωρίς αποτέλεσμα, χάνοντας και πάλι πολύτιμο χρόνο.

 

Γι’ αυτό και απαιτείται τώρα περισσότερο από ποτέ, η συλλογική προσπάθεια και η ομοψυχία όλων των πολιτικών, των επιχειρηματικών και κοινωνικών φορέων να συμβάλλουν ειλικρινά στην κοινή προσπάθεια ανόρθωσης της χώρας.

 

Δεν πρόκειται για την υποχρέωση μιας κυβέρνησης αλλά για το εθνικό μας καθήκον»

Σχετικά Άρθρα