
FT: Βραχυπρόθεσμη πολιτική ανάπαυλα, μακροπρόθεσμες σοβαρές συνέπειες
Για ένα επικό ταξίδι, κατά το οποίο η Ελλάδα μπορεί να μην έχει φτάσει στον προορισμό της αλλά έχει διανύσει μέρος της διαδρομής, κάνει λόγο σε άρθρο του με τίτλο «Ο άσωτος υιός» το περιοδικό Economist, με αφορμή την χθεσινή επιτυχημένη έκδοση του ελληνικού 5ετούς ομολόγου.
Το ποσό, σημειώνεται, μπορεί να είναι μικρό και το επιτόκιο υψηλότερο σε σχέση με το κόστος δανεισμού άλλων χωρών σε πρόγραμμα διάσωσης, όπως η Πορτογαλία, αλλά η έκδοση είναι αξιοσημείωτη από μόνη της, δεδομένου του βάθους της ελληνικής κρίσης.
Για αρκετούς, η επιστροφή στις αγορές υπό οποιουσδήποτε όρους, έμοιαζε αδιανόητη.
Κατά την προηγούμενη 4ετία, η Ελλάδα βασιζόταν αποκλειστικά στη βοήθεια της Ευρώπης και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Τον Μάιο του 2010 έλαβε το πρώτο πακέτο στήριξης και στόχος ήταν να επανέλθει στις αγορές το 2012. Αντ’ αυτού χρειάστηκε και δεύτερο, μεγαλύτερο πακέτο διάσωσης.
Η Ελλάδα παραμένει «δεμένη στο λιμάνι»
Παρότι η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο από αυτές «τις σκοτεινές μέρες», βρίσκεται ακόμη μακριά από το να μπορεί να υποστηρίξει οικονομικά τον εαυτό της, σημειώνει ο αρθρογράφος του Economist. Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου παραμένει ακόμη υψηλό για μία χώρα που σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ θα σημειώσει ανάπτυξη μόλις 0,6% το 2014 και αντιμετωπίζει αποπληθωρισμό.
Η Ελλάδα, λέει ο Economist, παραμένει «δεμένη στο λιμάνι», σε αντίθεση με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Πράγματι η χώρα, συνεχίζει το άρθρο, θα ήταν ανίκανη να προσπελάσει τις αγορές χωρίς τη μαζική υποστήριξη που λαμβάνει από την υπόλοιπη ευρωζώνη.
Επίσης, το δημόσιο χρέος, στο 175% του ελληνικού ΑΕΠ φέτος, είναι πολύ υψηλότερο του προ διάσωσης επιπέδου.
Το βάρος έχει γίνει ανεκτό μόνο μέσω των παραχωρήσεων που έκαναν οι ευρωπαίοι δανειστές, στα χέρια των οποίων βρίσκεται το μεγαλύτερο μέρος του χρέους.
Τα δάνειά τους, είναι εξαιρετικά χαμηλού επιτοκίου. Έχουν επεκταθεί σε τέτοιο βαθμό που η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι εξαιρετικά μεγάλη αγγίζοντας τα 17,5 χρόνια. Οι ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία, έχουν προχωρήσει σε αναδιάρθρωση του δανεισμού τους προς την Ελλάδα, διαγράφοντας μέρος του.
Θα χρειαστεί νέα βοήθεια
Όπως σημειώνει ο αρθρογράφος του περιοδικού, μια επιπλέον βοήθεια είναι απαραίτητη. Το ΔΝΤ, συνεχίζει να επιμένει ότι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης θα πρέπει να κάνουν περαιτέρω παραχωρήσεις αναφορικά με το ελληνικό χρέος, προκειμένου να μπει σε βιώσιμη τροχιά. Όμως ακόμη και με επιπλέον βοήθεια, οι στόχοι είναι ηρωικοί.
Η Ελλάδα κατάφερε μόλις το 2013 να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,5% επί του ΑΕΠ, το οποίο ήταν υψηλότερο του αναμενόμενου και πρόκειται για τεράστια βελτίωση από το έλλειμμα του 10,5% το 2009.
Ωστόσο, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι για το χρέος το 2020 και μετέπειτα, το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να αυξηθεί στο 4,5% του ΑΕΠ έως το 2016 και να διατηρηθεί στο 4% κατά τη δεκαετία του 2020.
«Πρόκειται για κάτι όχι εντελώς ανέφικτο» σημειώνει ο Economist, φέρνοντας το παράδειγμα του Βελγίου που πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 4,3% του ΑΕΠ μεταξύ του 1987 και 2008. «Αλλά για μια χώρα που έχει διανύσει περισσότερα από το μισά της χρόνια, από τότε που έγινε ανεξάρτητο κράτος το 1830, σε καθεστώς χρεωκοπίας, είναι πολύ δύσκολο».
Όπως τονίζεται, αυτό που έχει περισσότερη σημασία από την έξοδο στις αγορές, είναι το κατά πόσο η Ελλάδα έχει πραγματικά αλλάξει. «Αυτό παραμένει αρκετά ασαφές» προσθέτει ο αρθρογράφος, κάνοντας αναφορά στις πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την τρόικα, προκειμένου να εγκριθεί η εκταμίευση της δόσης κάτι το οποίο αποδίδεται στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος από τους δανειστές, εξαιτίας της αντίστασης της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να συνεχιστούν
«Ωστόσο, αυτές οι μεταρρυθμίσεις και η διατήρηση των προηγούμενων προσπαθειών είναι ζωτικής σημασίας» τονίζει ο Economist, που επικαλείται εκτιμήσεις του ΔΝΤ, σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να τονώσουν το ελληνικό ΑΕΠ κατά 4% σε ορίζοντα 5ετίας και κατά 10% μακροπρόθεσμα.
«Η εξασθένιση των μεταρρυθμίσεων μπορεί να είναι κατανοητή αλλά αποκαλύπτει μια διστακτικότητα της Αθήνας να δεχθεί ότι η ίδια η χώρα ήταν ο αρχιτέκτονας της κακοτυχίας της. Η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση ως ένα δυσλειτουργικό κράτος με μια εξασθενημένη οικονομία.
Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς τη χώρα να αντέχει μια 10ετία ακόμη ή και περισσότερο σε κατάσταση άρνησης, αν αφεθεί στην τύχη της.
Το στριφνό πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα, υποδεικνύει ότι η χώρα δεν έχει λάβει πλήρως το μήνυμα για το πόσα πολλά πρέπει ακόμη να γίνουν» καταλήγει το άρθρο του Economist.
FT: Μακρύς ο δρόμος της ανάκαμψης
Η Ελλάδα επέστρεψε στις αγορές ταχύτερα απ’ ότι πολλοί πίστευαν ότι είναι εφικτό, σημειώνουν οι FT με αφορμή την χθεσινή έκδοση 5ετούς ομολόγου που έτυχε θερμής υποδοχής από τους επενδυτές.
Ωστόσο, όπως σημειώνει το δημοσίευμα, η πρόοδος που έχει σημειώνει στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι λιγότερο εντυπωσιακή με την τρόικα να παραπονιέται για καθυστερήσεις. Λίγα έχουν γίνει για την συρρίκνωση του διογκωμένου δημόσιου τομέα. Μια συμφωνία για περαιτέρω μείωση των δημοσίων υπαλλήλων τελεί υπό αμφισβήτηση.
Τα κατεστημένα συμφέροντα διατηρούν ακόμη τη δύναμή τους, στρεβλώνοντας την αγορά, σημειώνουν οι FT φέρνοντας ως παράδειγμα ότι οι βιταμίνες δεν πωλούνται στα σούπερ-μάρκετ.
Το outlook της ελληνικής οικονομίας παραμένει υποτονικό, ως συνέπεια.
Εξίσου αμφίβολη είναι και η βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Προσπαθώντας να ερμηνεύσουν τα κίνητρα για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, οι FT σημειώνουν ότι μια αισιόδοξη οπτική είναι ότι ο κυβερνητικός συνασπισμός απλώς εύχεται να χρησιμοποιήσει τις αγορές για να εξασφαλίσει τη δημόσιο στήριξη για την ολοκλήρωση των απαραίτητων σκληρών πολιτικών. Μια πιο ρεαλιστική ανάγνωση είναι ότι η κυβέρνηση πληρώνει υψηλότερο επιτόκιο στις αγορές από αυτό με το οποίο δανείζεται από τους διεθνείς πιστωτές της, για να χαλαρώσει την πολιτική της.
«Παρότι αυτό μπορεί να της εξασφαλίσει μια βραχυπρόθεσμη πολιτική ανάπαυλα, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες θα είναι σοβαρές» σημειώνει το δημοσίευμα.