
Γραφείο Προϋπολογισμού Βουλής: Η ύφεση επιβραδύνεται, η κοινωνική κρίση συνεχίζεται
Στη δημοσιότητα δόθηκε σήμερα η τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η οποία εξετάζει την τήρηση των δημοσιονομικών στόχων της ελληνικής οικονομίας που τίθενται στα Μεσοπρόθεσμα Δημοσιονομικά Πλαίσια Στρατηγικής. Συνοπτικά η έκθεση αναφέρει τα εξής:
«Το 2013 επιβραδύνθηκε η συνεχής εδώ και έξι χρόνια κατολίσθηση του εθνικού εισοδήματος.
Είναι πιθανό, μάλιστα, σύμφωνα με την πλειονότητα των προβλέψεων, να καταγραφεί μικρή αύξηση του ΑΕΠ προς το δεύτερο εξάμηνο του 2014 μολονότι η ανεργία θα εξακολουθεί να παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Τα μείζονα γεγονότα των πρώτων μηνών του 2014 ήταν
• η διαπίστωση «πρωτογενούς πλεονάσματος» για το 2013,
• η συμφωνία κυβέρνησης και τρόικας για επείγοντα μέτρα εφαρμογής του «μνημονίου» και
• η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές με τη μορφή πενταετούς ομολόγου.
Σημειώνουμε εκ προοιμίου ότι δεν σηματοδοτούν το οριστικό τέλος της δύσκολης και γεμάτης εμπόδια πορείας.
• Το πρωτογενές πλεόνασμα και η δημοσιονομική διαχείριση το 1ο τρίμηνο 2014
Η δημοσιονομική διαχείριση του 1ου τριμήνου 2014 δείχνει γενικά ότι η πορεία συνεχίζεται.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία επιτεύχθηκε πάλι πρωτογενές πλεόνασμα, δηλαδή, χωρίς τις πληρωμές τόκων, το κράτος δαπάνησε λιγότερα από όσα εισέπραξε – ένα αποτέλεσμα που είναι καλύτερο σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί και επιτεύχθηκε κυρίως λόγω της μείωσης των κρατικών δαπανών.
Ειδικότερα, διαμορφώθηκε στο € 1,54 δισ. ή στο 0,8% του ΑΕΠ, έναντι € 521 εκατ. ή 0,3% του ΑΕΠ το περυσινό τρίμηνο του έτους και στόχου € 878 εκ. για το εφετινό 1ο τρίμηνο του έτους.
Ανησυχητική ωστόσο είναι η πορεία των φορολογικών εσόδων (άμεσοι + έμμεσοι φόροι) που υπολείπονται έναντι του στόχου κατά € 0,52 δισ. ή κατά 5,1% στο 1ο τρίμηνο του 2014.
Συνολικά όμως, το 2014 δίνεται συνέχεια στη δημοσιονομική προσαρμογή του 2013. Αυ-τή η εξέλιξη δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Το νέο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-18» που κατατέθηκε προς ψήφιση στη Βουλή των Ελλήνων προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,3% το 2014 και 2,5% το 2015, και 3,5 % το 2016.
Τέλος για το 2017 και για το 2018 αναμένονται πρω-τογενή πλεονάσματα ύψους € 9,4 δισ. και € 11,5 δισ. ή 4,6 % και 5,3% του ΑΕΠ αντιστοίχως.
Από την άλλη πλευρά, η τρόικα προβλέπει αύξηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 1,5% (2014), 3% (2015), 4,5% (2016) και 4,5% (2017). Οι στόχοι αυτοί, αν και έχουν μετριασθεί για την διετία 2014-2015, είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι, ιδίως για την επόμενη περίοδο 2016-2018.
Συγκριτική ανάλυση από σχετική μελέτη του Δ.Ν.Τ. δείχνει ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων.
Υπάρχουν μόνο λίγα πα-ραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς που εκτιμώνται τόσο στο ΜΠΔΣ 2015-18 όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015).
Προφανώς, πολλά, θα εξαρτηθούν από τους ρυθμούς μεγέθυνσης – από την επιστροφή στην ανάπτυξη.
Αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών, είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Όμως οι κρατικές δαπάνες είναι σχεδόν αδύνατο να συμπιεσθούν περαιτέρω χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες μολονότι υπάρχουν περιθώρια για αναδιάταξή τους.
Από την άλλη μεριά η αύξηση των φορολογικών εσόδων θα μπορούσε να προέλθει από την αύξηση των ρυθμών μεγέθυνσης που θα έφερναν περισσότερα φορολογικά έσοδα και από την συστηματικότερη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Η έως τώρα πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί στο φορολογικό σύστημα δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής.
Άλλωστε ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους παρά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής.
Αναμφίβολα, η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας, αλλά όσα αναφέραμε έως τώρα υποδεικνύουν ότι θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας. Επίσης σε αυτή τη λογική θα πρέπει να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για την διευθέτηση του δημόσιου χρέους.
Πρόκειται για θέματα στα οποία υπάρχει ευρύτερη πολιτική συμφωνία παρά τις διαφορές ως προς τη μεθόδευση και την εκτίμηση των διαπραγματευτικών δυνατοτήτων στο θεσμικό περιβάλλον της ΕΕ. Η συγκυρία στην Ευρώπη είναι ευνοϊκή καθώς φαίνεται ότι επανεξετά-ζονται εκεί οι αρχικές επιλογές σε θέματα δημοσιονομικής διαχείρισης και χρέους.
• Τα επείγοντα μέτρα εφαρμογής του «μνημονίου» (νόμος 4254/2014)
Η αποσπασματική εφαρμογή κάποιων μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να έχει τα αναμενόμενα οφέλη ως προς την ενδυνάμωση του ανταγωνισμού.
Μπορεί να τροποποιήσουν μόνον εν μέρει οικονομικές δομές και προσοδοθηρικές συμπεριφορές που συνέβαλαν στην κρίση. Βέβαια, υπάρχει θέμα διαφορετικά προσανατολισμένων κοινωνικών προτιμήσεων.
Όπως επεσήμανε η Παγκόσμια Τράπεζα, ναι μεν βελτιώθηκε η διεθνής κατάταξη της χώρας σε ζητήματα οικονομικής ρύθμισης, αλλά η θέση της παραμένει εξαιρετικά χαμηλή.
Εκτός τούτου, πολλές εκκρεμότητες έμειναν να διευθετηθούν μέσα στους επόμενους μήνες.
Η Ευρωομάδα (Eurogroup) αναμένει περαιτέρω μέτρα για το άνοιγμα των αγορών μεταφορών, της ενέργειας, των κλειστών επαγγελμάτων, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, την αναδιάρθρωση της Δημόσιας διοίκησης και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Ο δρόμος θα είναι μακρύς ακόμα. Πάντως τα μέτρα που αποφάσισε η κυβέρνηση έως τώρα, συμπεριλαμβανομένων και όσων περιέχει ο νόμος 4254/2014, δικαιολόγησαν την έγκριση € 8,3 δισ. από τον EFSF που εκκρεμούσε εδώ και πολλούς μήνες. Η τμηματική εκταμίευσή τους θα γίνει αφού διαπιστωθεί η «πλήρης εφαρμογή των προαπαιτουμένων»
• Η έξοδος στις αγορές
Τέλος, η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα ούτε ότι δεν υπάρχει εξίσου σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.
Η ανεργία, παρά την πρόσφατη οριακή συγκράτησή της, έχει εκτοξευθεί σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από όσο σε άλλες χώρες που εφάρμοσαν παρόμοιες πολιτικές. Οι κοινωνικές ανισότητες και η φτώχεια έχουν διογκωθεί.
Επίσης, οι αντιδράσεις σε κάθε μεταρρυθμιστικό μέτρο είναι μεγάλες καθώς ατομικά και συλλογικά συμφέροντα ανθίστανται είτε επειδή εμμένουν στη διατήρηση των παλιών προνομίων είτε επειδή δεν έχουν πεισθεί για την τελική έκβαση της τρέχουσας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Επιπλέον, η ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία της Κυβέρνησης επηρεάζει τον ρυθμό και την ένταση των μεταρρυθμίσεων.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του ΤΑΙΠΕΔ σχετικά με την αναθεώρηση του στόχου των εσόδων από ιδιωτικοποιήσεις (€ 3,5 δισ. βάσει του Προϋπολογισμού) σε € 1,5 δισ. για το 2014 φανερώνει τις δυσκολίες της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας.
Στα προβλήματα προσθέτουμε ότι η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας παραμένει ασθενική, οι αποταμιεύσεις μειώνονται και ένα μεγάλο μέρος τους εξακολουθεί να βρίσκεται εκτός του (ελληνικού) τραπεζικού συστήματος.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι τώρα αν η Ελλάδα επέστρεψε σε μόνιμη βάση στις αγορές για να αντλήσει δάνεια με ανεκτό επιτόκιο.
Έχει σημασία να λαβαίνουμε υπόψη τις προοπτικές και όχι μόνο τη στατική εικόνα. Η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα έξοδο στις αρχές του χειμώνα.
Η απάντηση στο ερώτημα αν θα μείνει στις αγορές εξαρτάται προφανώς από δύο σημαντικούς παράγοντες – τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιστροφή σε ικανούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Κάθε ένας από αυτούς υποκρύπτει σειρά ολόκληρη εκκρεμοτήτων.
Από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής, κυρίαρχο είναι το ζήτημα της αυτονομίας, που στη δημόσια συζήτηση εγκλωβίσθηκε στο παραπλανητικό δίλημμα «μνημόνιο ή όχι άλλο μνημόνιο».
Γεγονός είναι ότι η κυβέρνηση με την έξοδο στις αγορές απέφυγε την προσφυγή στον Ε.Μ.Σ. που θα απαιτούσε κάτι παρόμοιο με τα μνημόνια όπως τα γνωρίσαμε έως τώρα.
Αλλά, στο εξής ακόμα και αν δεχθούμε ότι δεν προσφεύγουμε στον Ε.Μ.Σ., η χώρα θα παρακολουθείται στενά από τις αγορές.
Αυτό σημαίνει ότι αν επανέλθει σε δημοσιονομικά ελλείμματα, αν εμφανίσει αστάθεια ως προς την πολιτική της και αν δεν συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις, τα επιτόκια θα αυξηθούν αμέσως.
Με άλλα λόγια, η εποπτεία περνά και στις αγορές.
Επίσης, παρά την έξοδο στις αγορές, η ελληνική οικονομική πολιτική θα συνεχίσει να υπόκειται στους κανόνες που ισχύουν για τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης για αυξημένη συλλογική εποπτεία των προϋπολογισμών («ευρωπαϊκό εξάμηνο»), σύνταξη «μεσοπροθέσμων δημοσιονομικών προγραμμάτων», ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς κ.α. όπως ισχύει για όλες τις υπερχρεωμένες χώρες που έχουν ήδη προσφύγει στους Ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.16
• Προϋποθέσεις για την ανάπτυξη
Πέρα από την ευρωπαϊκή συνεισφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας (και της ευρωπαϊκής περιφέρειας γενικότερα) το μέγα ζητούμενο από εδώ και στο εξής είναι η ανάπτυξη της οικονομίας.
Για να υπάρξει διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι απαραίτητο: (α) να εμπεδωθεί η σταθερότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, (β) να ξεκαθαρίσει το μίγμα οικονομικής πολιτικής, (γ) να αντιμετωπιστεί το ζήτημα του χρέους, (δ) να ενισχυθούν και να επιταχυνθούν διάφορα μέτρα άμεσης απόδοσης καθώς και μέτρα που δημιουργούν αναπτυξιακό κλίμα αλλά αποδίδουν μακροχρόνια και (ε) να μετασχηματιστεί η ελληνική οικονομία με βάση τα μεγάλα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα. Αυτά εξετάζου-με εν συντομία στη συνέχεια.
• Το μίγμα οικονομικής πολιτικής
Το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί ακόμη περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων.
Τέλος, ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής συνυφαίνεται με τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου του κράτους στο πλαίσιο μιας ανακατανομής του έργου ανάμεσα σε αυτό και στον ιδιωτικό τομέα.
Στο παρελθόν οι σχετικές συζητήσεις διεξήχθησαν κάτω από έννοιες ό-πως «αναπτυξιακό κράτος», «enabling state», «κράτος-στρατηγείο», «κράτος του ανταγωνισμού» κ.α..
Το ζήτημα διατρέχει όλες σχεδόν τις συζητήσεις σε ζητήματα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, χωρίς όμως αποσαφηνισμένες θεωρητικές αναφορές (που και πότε χρειάζεται κρατική παρέμβαση, τι υποδεικνύει η εμπειρική έρευνα…).
• Ενίσχυση των μέτρων άμεσης απόδοσης
Οι ιδιωτικοποιήσεις-αξιοποίηση της περιουσίας του Δημοσίου είναι ένα μέσο που εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς: την εισαγωγή τεχνολογίας από το εξωτερικό, την προσέλκυση έμμεσων παραγωγικών επενδύσεων και δαπάνης πέρα από την αρχική εξαγορά, τη βελτίωση των μεθόδων διοίκησης, την αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, την ενίσχυση του ανταγωνισμού καθώς και την ανακούφιση του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με το ΤΑΙ-ΠΕΔ, δεκαέξι προγράμματα αποκρατικοποιήσεων βρίσκονται σε εξέλιξη (ΕΥΑΘ, ΟΛΠ, ΟΛΘ, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ΔΕΠΑ, Ιππόδρομος κ.ά.).
Οκτώ προγράμματα επίκεινται βραχυπρόθεσμα (Εγνα-τία Οδός, ΕΥΔΑΠ, ΕΛΠΕ, ΕΛΤΑ κ.ά).
Ακόμη τρία ακολουθούν μακροπρόθεσμα (ΔΕΗ, Καζίνο Πάρνηθας, Ψηφιακό Μέρισμα). Έως σήμερα έχουν ολοκληρωθεί 41 αποκρατικοποιήσεις (Ελληνικό, Αστέρας Βουλιαγμένης, Κρατικά Λαχεία, ΟΠΑΠ κ.ά.).
Στον τομέα αυτόν τίθεται πάλι το ζήτημα αν θα έχουν θετικές επιπτώσεις οι ιδιωτικοποιήσεις μονοπωλίων, δηλαδή η μετατροπή δημοσίων σε ιδιωτικά μονοπώλια (και μάλιστα ενδεχομένως στα χέρια κερδοσκοπικών κεφαλαίων) όπως π.χ. συμβαίνει με τις εταιρείες ύδατος.
Η ευρωπαϊκή εμπειρία προειδοποιεί ότι τέτοιες μεταλλάξεις έχουν μάλλον αρνητικές συνέπειες, πράγμα που εξηγεί γιατί στη Γερμανία οι Δήμοι ανακτούν τον έλεγχο των εταιρειών ύδρευσης.
Ενίσχυση των μέτρων που δημιουργούν ένα αναπτυξιακό κλίμα αλλά αποδίδουν μακροχρόνια.
Η διεθνής εμπειρία και έρευνα έχουν δείξει ότι η σταθερότητα του φορολογικού συστήματος επηρεάζει περισσότερο τις επενδυτικές αποφάσεις από το ύψος των φορολογικών συντελεστών γιατί παραμερίζει πολλές αβεβαιότητες.
Όμως το ελληνικό φορολογικό σύστημα αλλάζει συνεχώς (και απρόβλεπτα) και έχει καταστεί εξόχως πολύπλοκο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2010 μέχρι σήμερα έχουν ψηφιστεί πάνω από 80 φορολογικοί νόμοι και έχουν εκδοθεί πάνω από 800 ερμηνευτικές εγκύκλιοι!
Οι κανόνες που διέπουν τη λειτουργία της δικαιοσύνης αποτελούν ουσιώδες μέρος του θεσμικού πλέγματος ενός κράτους δικαίου. Από την ποιότητά τους εξαρτάται η ασφάλεια δικαίου σε μια χώρα, η οποία αποτελεί εκτός των άλλων και ουσιώδη προϋπόθεση μιας οικονομίας της αγοράς. Χωρίς ασφάλεια δικαίου υπολειτουργούν και οι δύο – η οικονομία και η δημοκρατική κοινωνία.
Στα μέσα Μαρτίου 2014 δημοσιεύθηκε σχετική έκθεση για τη δικαιοσύνη στην ΕΕ που επιβεβαίωσε ότι η Ελλάδα με διάφορα κριτήρια (π.χ. αριθμός ημερών που χρειάζεται μια αστική υπόθεση να επιλυθεί) βρίσκεται στην τέταρτη από το τέλος θέση και μάλιστα η κατάσταση χειροτέρευσε δραματικά την περίοδο 2010-2012, καθώς ο χρόνος επίλυσης των διαφορών διπλασιάσθηκε την περίοδο αυτή.
Όπως παρατηρεί η έκθεση «δικαιοσύνη που καθυστερεί είναι δικαιοσύνη που δεν αποδίδεται»! Ανάλογη θέση στην έκθεση καταλαμβάνει η ελληνική δικαιοσύνη με κριτήριο την ανεξαρτησία της. Υστερήσεις εμφανίζονται επίσης σε ζητήματα κατάρτισης των δικαστών κ.α.
Η αναμόρφωση του συστήματος δικαιοσύνης πρέπει να είναι στα θέματα πρώτης προτεραιότητας σε μια μεταρρυθμιστική πολιτική.
Για παράδειγμα, στην προσεχή αναθεώρηση του Συντάγματος θα πρέπει να προβλεφθούν αλλαγές που αφορούν την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν ποικιλοτρόπως την ποιότητα της απονομής δικαιοσύνης (και το κόστος της).
Η αποτελεσματικότητα στην απονομή δικαιοσύνης δεν εξαρτάται μόνον από την αλλαγή αυτών των συνταγματικών διατάξεων, αλλά και από την ύπαρξη του αναγκαίου προσωπικού, των σύγχρονων υποδομών, της οργάνωσης της εργασίας, των ελέγχων ποιότητας, τις μονοπωλιακές καταστάσεις στην αγορά νομικών υπηρεσιών κ.α.
Η διεθνής βιβλιογραφία προτείνει διάφορα μέτρα θεραπείας όπως π.χ. (α) την τυποποίηση των διαδικασιών, (β) την εισαγωγή μη-χανισμών παρακολούθησης της πορείας των δικών με τη βοήθεια της νέας τεχνολογίας κ.α. που μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση του χρόνου απονομής της δικαιοσύνης και ταχύτερης εκδίκασης των υποθέσεων.
Η χωροταξία προσδιορίζει τη χωρική εξέλιξη μιας πόλης, περιφέρειας ή χώρας.
Κατευθύνει τις οικονομικές δραστηριότητες κράτους και ιδιωτών ώστε μια κατηγορία δραστηριοτήτων να μην γίνεται εμπόδιο σε άλλη ή να προκαλεί δυσβάσταχτο κόστος για την κοινωνία.
Προλαμβάνει ή αποτρέπει αποσπασματικές και αντιφατικές λύσεις υπό την πίεση τετελεσμένων γεγονότων που με τη σειρά τους εντείνουν τις επιχειρηματικές αβεβαιότητες, ενθαρρύνουν την οικειοποίηση αγαθών που ανήκουν σε όλους, επιβαρύνουν το περιβάλλον και δηλητηριάζουν το κοινωνικό κλίμα.
• Κλάδοι με συγκριτικά πλεονεκτήματα
Από τη φύση της η πολιτική οικονομικής προσαρμογής που προβλέπεται στα «Μνημόνια» δεν περιέχει στοιχεία «κλαδικής αναπτυξιακής» πολιτικής, πράγμα που σημαίνει ότι δεν συνιστά κάποια συγκεκριμένη δομή της ελληνικής οικονομίας ούτε ασχολείται με συγκριτικά πλεονεκτήματα κατά κλάδους που πρέπει να αξιοποιηθούν.
Λόγω της οικονομικής φιλοσοφίας στην οποία στηρίζεται εμπιστεύεται τις αγορές για να δώσουν τις σχετικές α-παντήσεις αφού διαμορφωθούν οι απαραίτητες γενικές (μακροοικονομικές) συνθήκες και εκλογικευθεί η κρατική παρέμβαση.
Αντίθετα, στην ελληνική συζήτηση τέθηκαν ζητήματα ανάπτυξης σε συγκεκριμένους κλάδους παραγωγής αγαθών (μεταποίησης, γεωργίας) και επιλεγμένες υπηρεσίες (τουρισμός, τράπεζες κ.α.).
Σύμφωνα με τα πορίσματα διαφόρων ερευνών οι κλάδοι οι οποίοι βασίζονται στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και έχουν την δυνατότητα να αναπτυχθούν περαιτέρω, είναι οι εξής: (α) Ο τουρισμός/εναλλακτικές μορφές τουρισμού /αγροτουρισμός/αλιευτικός του-ρισμός (β) Η εκπαίδευση και το ανθρώπινο δυναμικό (γ) Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (δ) Οι υδρογονάνθρακες στην ξηρά και στη θάλασσα (ε) Η Ναυτιλία (στ) Η βιολογική καλλιέργεια (ζ) Η μεσογειακή διατροφή (η) Ορισμένοι κλάδοι της Μεταποίησης.
Θεωρούμε ότι Κυβέρνηση οφείλει να επεξεργαστεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα ενίσχυσής τους ώστε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτουν οι συγκεκριμένοι κλάδοι, να μετατραπούν γρήγορα σε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα για τη χώρα.
Για όλα αυτά υπάρχουν πλέον και εξειδικευμένες μελέτες στις οποίες κωδικοποιούνται συγκεκριμένα μέτρα και οι οποίες συχνά δεν αξιοποιούνται.
Στο μεταξύ η κυβέρνηση βρίσκεται στη διαδικασία σχεδιασμού των επόμενων βημάτων με στόχο τη διαμόρφωση ενός «εθνικού αναπτυξιακού προτύπου».
Αυτό καταρτίζεται υπό την εποπτεία διυπουργικής επιτροπής και θα στηριχθεί σε τρεις πυλώνες: (α) Την προώθηση της ανάπτυξης παραγωγικών αλυσίδων αξίας, (β) τις πολιτικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και (γ) τη δημιουργία φιλικού περιβάλλοντος στο επιχειρείν. Τα κύρια εργαλεία για την επίτευξη των στόχων είναι το ΕΣΠΑ 2014-2020 και η αλλαγή της κανονιστικής ρυθμιστικής της οικονομίας (κίνητρα για εξωστρέφεια, αδειοδοτήσεις, χωροταξικές παρεμβάσεις κ.α.).
Αναμένουμε το τελικό κείμενο για την αξιολόγηση της όλης διαδικασίας, για να δούμε δηλαδή αν το γενικό μέρος του προτύπου θα συμπληρώσουν ολοκληρωμένοι κατάλογοι με συγκεκριμένα μέτρα με βάση μια ολόκληρη σειρά ειδικών μελετών που έχουν ήδη γίνει – π.χ. κατά το πρότυπο της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ – και χρονοδιαγράμματα πέραν των όσων γνωρίζουμε ήδη από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και το ΕΣΠΑ.
Αναμφίβολα ο εκκολαπτόμενος οδικός χάρτης εξυπηρετεί την ανάγκη για ένα μακροχρόνιο «σχέδιο» ή όραμα για τη δομή της ελληνικής οικονομίας ως το 2020 ή 2030 που θα οργανώνει την κρατική παρέμβαση κατά το βαθμό που είναι αναγκαία και θα προσανατολίζει το ίδιο το κράτος και την επιχειρηματικότητα.
Στο σχέδιο αυτό το κράτος θα έχει τον ρόλο του.
Γενικά, η σχετική πολιτική θα πρέπει να είναι εξωστρεφής, να στηρίζεται δηλαδή στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (πραγματικά και δυνητικά!) και στην καινοτομία ώστε η ανάπτυξη να εξαρτάται λιγότερο από την εσωτερική ζήτηση.
Σίγουρα, τα ερωτήματα επαναφέρουν στη συζήτηση τις ιδέες για ενδεικτικό προγραμματισμό εντός του Ευρωπαϊκού πλαισίου που είχαν διατυπωθεί παλαιότερα από συντηρητικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις.
Ο στόχος τους ήταν να δοθούν κάποια σημεία προσανατολισμού της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας καθώς και να διαμορφωθούν σταθερές προτεραιότητες για «στοχευμένες» δημόσιες επενδύσεις και πολιτικές κινήτρων και όχι να αντικατασταθεί η αγορά.»
INFO: Αναλυτικά η έκθεση εδώ