Πολιτιστικός τουρισμός. Πλούτος και μονοπώλιο με πολλαπλασιαστικά οφέλη

Το  Διοικητικό πλαίσιο και τον προγραμματισμό του πολιτιστικού τουρισμού στην Ελλάδα, αναλύει ο  κ. Βασίλης Καφούρος, Ερευνητής του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με σχετική ανάλυσή του στην έκδοση του ΚΕΠΕ «Μηνιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων – Ελληνική οικονομία».

 
Ο τουρισμός αποτελεί μία από τις κυριότερες πηγές εσόδων της ελληνικής οικονομίας. Η συμμετοχή της τουριστικής οικονομίας στο ελληνικό ΑΕΠ το 2013 ήταν της τάξης του 16,3% ( βλέπε INFO 1).

Η ανάπτυξή του, εδώ και δεκαετίες, έχει απορροφήσει σημαντικότατες επενδύσεις και πάρα πολλές προσπάθειες τόσο από τον ιδιωτικό τομέα όσο και από το ελληνικό κράτος. Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του ελληνικού τουρισμού, με τεράστια και πολυεπίπεδα πολλαπλασιαστικά οφέλη, είναι ή, τουλάχιστον, πρέπει και μπορεί να γίνει, ο πολιτιστικός τουρισμός (INFO 2).

Σε διεθνές επίπεδο, ο πολιτιστικός τουρισμός γνωρίζει τεράστια άνθηση και, από οικονομική σκοπιά, αποτελεί σημαντικότατη πηγή τουριστικών εσόδων. Μία σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ έδειξε ότι σε αρκετές μεγάλες οικονομίες (π.χ. ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία), η αξία την οποία παράγουν οι πολιτιστικές συνιστώσες των τουριστικών τους βιομηχανιών ισοδυναμεί με ένα ποσοστό της τάξης του 3% έως 6% του ΑΕΠ τους.

Μία ακόμα μελέτη (Europa Nostra -2007) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι περισσότερο από το 50% της τουριστικής δραστηριότητας στην Ευρώπη έχει ως κινητήρια δύναμη την πολιτιστική κληρονομιά και ότι ο πολιτιστικός τουρισμός είναι η συνιστώσα εκείνη του τουρισμού η οποία αναμένεται να έχει τη μεγαλύτερη ανάπτυξη.

Επίσης, μία επεξεργασία των σχετικών στοιχείων του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού εκτιμά την αξία του πολιτιστικού τουρισμού στο 40% του τουριστικού συνόλου.

Η Ελλάδα διαθέτει ένα τεράστιο πολιτιστικό πλούτο ο οποίος καλύπτει μία περίοδο πολλών χιλιάδων ετών. Πράγματι, εάν κάποιος ενδιαφέρεται για την ελληνική αρχαιότητα η οποία καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μορφή που έχει ο Δυτικός Κόσμος σήμερα, και γι’ αυτό άλλωστε είναι και γνωστή και αγαπητή, θα βρει στην Ελλάδα αυτά που δεν μπορεί να βρει πουθενά αλλού σε ολόκληρο τον κόσμο.

Προφανώς υπάρχουν πάρα πολλοί ελληνικοί πολιτιστικοί θησαυροί σε πάρα πολλά μουσεία του κόσμου. Μερικά από αυτά δε ιδρύθηκαν και, εν πολλοίς, υπάρχουν χάρη σε ελληνικά αρχαιολογικά ευρήματα, αρκετά από τα οποία είναι και ανυπολόγιστης πολιτιστικής αξίας. Αυτό που υπάρχει και αυτό που μπορεί να προσφέρει η Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα όμως δεν βρίσκεται πουθενά αλλού. Το βίωμα της ιστορικής συνέχειας από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την ύστερη αρχαιότητα (INFO 3), τα αναρίθμητα ευρήματα από τα πρωτοκυκλαδικά εδώλια μέχρι τα αγάλματα και τους τάφους της ελληνιστικής περιόδου, τους ναούς και τα θέατρα στο φυσικό τους περιβάλλον, τα δείγματα του Μινωικού και του Μυκηναϊκού πολιτισμού, του Χρυσού Αιώνα των Αθηνών και της ακμής της Μακεδονίας και άλλων πολιτισμών και της τέχνης τους, το ένα δίπλα στο άλλο και διάσπαρτα σε όλη την ελληνική επικράτεια, και μύριες άλλες τέτοιες εμπειρίες μόνο στην Ελλάδα μπορεί κανείς να τις δει, να τις αισθανθεί, να τις ζήσει, να τις βιώσει και να τις χαρεί.

Ο πλούτος αυτός είναι εδώ και πάρα πολλούς αιώνες κτήμα όλης σχεδόν της ανθρωπότητας σε τέτοιο βαθμό ώστε να μπορούμε, χωρίς υπερβολή, να ισχυριστούμε ότι σε αυτή τη χώρα διαθέτουμε ένα είδος πολιτιστικού μονοπωλίου. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς είναι να αξιοποιήσουμε τουριστικά αυτό το μονοπώλιο.

Στο άρθρο αυτό θα ασχοληθούμε με δύο από τους βασικότερους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν, και σε σημαντικό βαθμό καθορίζουν, την ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού στην Ελλάδα. Ο ένας είναι το διοικητικό πλαίσιο το οποίο διέπει τη λειτουργία των ελληνικών πολιτιστικών χώρων και ο δεύτερος είναι ο προγραμματισμός των δράσεων οι οποίες οδηγούν στην περαιτέρω ανάπτυξή του.

Ο λόγος για τον οποίο εστιάζουμε σε αυτούς τους δύο παράγοντες είναι η καθοριστική σημασία που ασκούν τόσο το νομοθετικό πλαίσιο όσο και ο έλεγχος της εφαρμογής του στην ανάπτυξη του τουρισμού γενικότερα και του πολιτιστικού τουρισμού ειδικότερα, στην Ελλάδα.

 
Το Διοικητικό πλαίσιο
Ο αριθμός των Διευθύνσεων, Τμημάτων, Φορέων, Εφοριών, Οργανισμών κ.λπ. που είναι υπεύθυνοι κατά ένα μικρό ή μεγάλο ποσοστό για τη διοίκηση, εποπτεία, λειτουργία, προβολή, εκμετάλλευση και, γενικώς, οτιδήποτε άλλο μπορεί να αφορά τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους της πατρίδας μας, είναι πραγματικά υπερβολικός. Πρέπει κάποτε να φτάσουμε σε ένα επίπεδο όπου το ελληνικό κράτος, το οποίο εποπτεύει όλους ανεξαιρέτως τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας και τα περισσότερα και κυριότερα μουσεία της (INFO 4), να γνωρίζει, τουλάχιστον στο επίπεδο του τουρισμού, τι εποπτεύει ο καθένας, ποιος είναι υπεύθυνος για ποιον τομέα και ποιος λογοδοτεί σε ποιον.

Απαιτείται λοιπόν πρώτα και κύρια μία ενδελεχής καταγραφή και ανάλυση του υπάρχοντος οργανογράμματος και, κατόπιν, μια ριζική μεταρρύθμιση, ενοποίηση και, κυρίως, απλοποίηση και προσπάθεια για σχετική αποκέντρωση των πολυάριθμων δομών, διασυνδέσεων, επικαλύψεων κ.λπ. της κεντρικής διοίκησης όλων των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων που εποπτεύονται από το κράτος.

Απαιτείται επίσης και ένας νέος, σύγχρονος, ευέλικτος και αποτελεσματικός κανονισμός λειτουργίας των ίδιων των πολιτιστικών χώρων που εποπτεύονται από το ελληνικό κράτος.

Το ζητούμενο πρέπει να είναι ένας όσο το δυνατό πιο απλός κανονισμός λειτουργίας, ο οποίος να αφήνει στις διοικήσεις αυτών των χώρων όσο το δυνατό περισσότερους βαθμούς ελευθερίας στη διοίκηση, τη διαχείριση των οικονομικών και την προβολή των χώρων ευθύνης τους. Το να απαιτείται υπογραφή υπουργού (ή/και, σε αρκετές περιπτώσεις, του ίδιου του πρωθυπουργού) για την πρόσληψη ενός εποχικού φύλακα ή ενός επειγόντως απαραίτητου συντηρητή έργων τέχνης, για να αναφέρουμε δύο μόνο από τα άπειρα παραδείγματα που θα μπορούσε κάποιος να χρησιμοποιήσει, αυτόματα στερεί από τις διοικήσεις τον οποιοδήποτε δυναμισμό πιθανόν να είχαν και εγκαθιδρύει, αργά αλλά σταθερά και σε όλα τα επίπεδα της διοίκησης, ένα καθεστώς αδιαφορίας και ενστικτώδους άμυνας ή/και έχθρας σε οποιαδήποτε αλλαγή.

Έχει επίσης προταθεί η ανάγκη για την εξεύρεση μηχανισμών ώστε ένα μέρος από τα έσοδα τα οποία δημιουργεί ο πολιτιστικός τουρισμός σε ένα γενικότερο επίπεδο στην περιοχή του (σε ξενοδοχεία, εστιατόρια, καταστήματα τουριστικών ειδών κ.λπ.) να επιστρέφουν, ίσως με τη μορφή κάποιου φόρου, στους πολιτιστικούς χώρους οι οποίοι τα δημιούργησαν (INFO 5).

Μία άλλη ιδέα είναι οι πολιτιστικοί χώροι να έχουν τη δυνατότητα να κρατούν ένα ποσοστό από τα έσοδά τους και να το διαχειρίζονται οι ίδιοι προκειμένου να αναπτυχθούν τουριστικά, αλλά και πολιτιστικά, ακόμα περισσότερο.

Με λίγα λόγια, ιδέες και τρόποι αντιμετώπισης πολλών προβλημάτων υπάρχουν ή, έστω, μπορεί να βρεθούν. Οι περισσότερες από αυτές τις πρωτοβουλίες όμως συνθλίβονται στα γρανάζια ενός απαρχαιωμένου και, κατά συνέπεια, δύσκαμπτου διοικητικού συστήματος το οποίο απλά αδυνατεί να τις συλλάβει και να τις υλοποιήσει. Ταυτόχρονα όμως, μπορεί με χαρακτηριστική ευκολία να εμποδίσει, απορρίψει ή, απλά, να εξαφανίσει όλες όσες προέρχονται έξω από αυτό.

Εξυπακούεται ότι, όσο πιο απλή είναι μία τέτοια διοικητική δομή, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχει να είναι και πιο αποτελεσματική. Μία απλή δομή, η οποία θα ελαχιστοποιούσε τις κάθε είδους διοικητικές επικαλύψεις, θα εξασφάλιζε επίσης και οικονομίες κλίμακας τόσο στα διοικητικά έξοδα όσο και στη συντήρηση, την ανάδειξη, την εκμετάλλευση, την προβολή και τον εμπλουτισμό με νέα ευρήματα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.

Στο διοικητικό πλαίσιο του ελληνικού πολιτιστικού τουρισμού εντάσσεται φυσικά και ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού (ΕΟΤ). Με δεδομένο το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των μουσείων της χώρας και όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι ανήκουν και επιβλέπονται από το ελληνικό κράτος, η σημασία του και η σπουδαιότητά του σε οποιαδήποτε προσπάθεια αναβάθμισης του ελληνικού πολιτιστικού τουρισμού και της προβολής του είναι εκ των ων ουκ άνευ. Απαιτείται λοιπόν η αναδιοργάνωση του Οργανισμού, η προσαρμογή του σε νέες συνθήκες και νέα καθήκοντα και, προφανώς, η αναβάθμισή του με ανάλογη χρηματοδότηση. Ειδικά για τον πολιτιστικό τουρισμό, η ιδιωτική πρωτοβουλία, όσο και αν είναι απαραίτητη και αναντικατάστατη, δεν αρκεί. Λόγω της φύσης του ο πολιτιστικός τουρισμός, τόσο στην ανάπτυξή του όσο και, ειδικά, στην προώθηση και γενικότερη προβολή του, απαιτεί συντονισμένη κρατική προσπάθεια σε πάρα πολλά επίπεδα.

Ένας άλλος βασικός λόγος ο οποίος απαιτεί ριζικές αλλαγές στους τρόπους διοίκησης και εποπτείας των πολιτιστικών χώρων της πατρίδας μας, η σημασία του οποίου υποτιμάται ανεπίτρεπτα, είναι ότι οι χώροι αυτοί στις μέρες μας «…βρίσκονται εν μέσω μίας ακόμα μετάβασης: από το κρατικό/εταιρικό πεδίο στο πεδίο της κοινωνικής συλλογικότητας. Η μεταμόρφωση αυτή τοποθετεί τα μουσεία στο κέντρο κοινωνικών αλλαγών και τρομερών προκλήσεων».

Τα μουσεία, οι αρχαιολογικοί χώροι και, γενικότερα, όλοι οι πολιτιστικοί χώροι έχουν πάψει, εδώ και πολλά χρόνια, να είναι ανεξάρτητοι από το κοινωνικό γίγνεσθαι όπου ο ρόλος τους περιορίζονταν σε υποχρεωτικές σχολικές επισκέψεις και σε τόπους εργασίας των ειδικών. Έχουν γίνει πλέον χώροι έκφρασης μίας νέας κοινωνικότητας, η οποία θέτει τις δικές της απαιτήσεις στον τρόπο διοίκησης και προβολής του έργου τους. Χρειάζονται πλέον νέοι τρόποι προσέλκυσης του κοινού και νέοι τρόποι διαχείρισης των απαιτήσεων αυτού του κοινού. Πάρα πολλά πράγματα έχουν ήδη αλλάξει και συνεχίζουν να αλλάζουν στις μέρες μας και το διοικητικό πλαίσιο του πολιτιστικού μας τουρισμού οφείλει να προσαρμοστεί ανάλογα.

 
Ο Προγραμματισμός
Σε συνδυασμό με ένα νέο διοικητικό πλαίσιο, είναι αναγκαία και η εκπόνηση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για την ανάδειξη και περαιτέρω τουριστική και γενικότερη οικονομική εκμετάλλευση του πολιτιστικού τουρισμού σε ολόκληρη την Ελλάδα. Ένα τέτοιο πρόγραμμα πρέπει να έχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του χάρτη της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, να θέσει προτεραιότητες σε σχέση με το τι πρέπει να γίνει άμεσα, τι πρέπει να γίνει αργότερα και με ποια σειρά, να κατανείμει σωστά τους διαθέσιμους πόρους διεκδικώντας όσους περισσότερους από αυτούς μπορεί, να καθορίσει το πλαίσιο συνεργασίας με την ιδιωτική πρωτοβουλία η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο του πολιτισμού, και να έχει έναν τουλάχιστον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα για την ολοκλήρωση του. Πρέπει επίσης να στοχεύει σε δράσεις με πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην ανάδειξη, την προβολή και την εκμετάλλευση των αρχαιολογικών χώρων και των μνημείων, όπως για παράδειγμα είναι η προσπάθεια για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας.

Το θετικό σε μία τέτοια προσπάθεια είναι ότι, με δεδομένο το ότι η συντριπτική πλειονότητα των αρχαιολογικών χώρων και των μουσείων της χώρας εποπτεύονται από το ελληνικό κράτος, το οποίο, τυπικά και ουσιαστικά, είναι υπεύθυνο και για τη διαχείρισή τους, ένα τέτοιο πρόγραμμα έχει και νόημα να εκπονηθεί και πιθανότητες επιτυχίας στην υλοποίησή του. Το γεγονός μάλιστα ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα θα καλείται να καλύψει έναν μόνο και ομοιογενή τομέα της οικονομίας, απλοποιεί την όλη κατάσταση τόσο στο στάδιο της εκπόνησης, όσο και στα στάδια της υλοποίησης και, κυρίως, του ελέγχου.

Πέρα όμως από τη συνολική προσπάθεια και τον πανελλαδικό προγραμματισμό, η διοίκηση κάθε μουσείου και κάθε αρχαιολογικού χώρου ξεχωριστά, μπορούν να επανεξετάσουν τη θεώρηση την οποία έχουν για τον οργανισμό τους θέτοντας στον εαυτό τους, για παράδειγμα, την ακόλουθη σειρά ερωτημάτων:

  1. Ποια είναι η αποστολή των πολιτιστικών χώρων;
  2. Ποια είναι τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία των μουσείων και των αρχαιολογικών χώρων σε σχέση με το εσωτερικό και το εξωτερικό τους περιβάλλον (περιβάλλων χώρος, ευκολία πρόσβασης, κ.λπ.);
  3. Πώς αντιμετωπίζουν οι πολιτιστικοί χώροι τον συνεχώς αυξανόμενο ανταγωνισμό της αγοράς;
  4. Πώς ένας χώρος πολιτισμού θέτει μία σειρά στόχων προς υλοποίηση καταστρώνοντας το στρατηγικό του σχεδιασμό και πώς γνωρίζει αν ο σχεδιασμός αυτός είναι επιτυχής; Πώς αναγνωρίζονται, δημιουργούνται και διατηρούνται οι πελάτες/επισκέπτες ενός μουσείου ή/και ενός αρχαιολογικού χώρου;
  5. Πώς μπορεί να επιτευχθεί οικονομική βιωσιμότητα του πολιτιστικού οργανισμού;

Οι απαντήσεις κάθε ενός ελληνικού πολιτιστικού χώρου στα ζητήματα αυτά μπορεί να γίνουν αντικείμενο για μεταξύ τους συζητήσεις και εποικοδομητικές ανταλλαγές απόψεων. Μπορεί επίσης να αποτελέσουν σε τελική ανάλυση προτάσεις ενός εθνικού σχεδίου για τη συνολική αναβάθμιση των κάθε είδους υπηρεσιών οι οποίες προσφέρονται από τους πολιτιστικούς χώρους της Ελλάδας.

Τέλος, στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί, όπως επισημαίνει και ο ΟΟΣΑ, ένα κοινό και βασικό λάθος το οποίο κάνουν πάρα πολλές περιοχές, φορείς, κ.λπ. σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου. Στην προσπάθειά τους για γρήγορες και εύκολες λύσεις φαίνεται να παραβλέπουν το γεγονός ότι η προσπάθεια για μία ολόπλευρη ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού είναι μία μακροχρόνια διαδικασία.

Χαρακτηριστικά από αυτή την άποψη είναι τα παραδείγματα της Γλασκώβης και της Βαρκελώνης.

Οι δύο αυτές πόλεις επιδόθηκαν σε μία συστηματικότατη προσπάθεια για την ανάπτυξη του πολιτιστικού τους τουρισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1980, και μόνο ύστερα από μία εικοσιπενταετία περίπου μπόρεσαν να απολαύσουν σε πλήρη ανάπτυξη τα πλεονεκτήματα των προσπαθειών τους.

Συμπερασματικά λοιπόν, απαιτείται μία οργανωμένη και συνεπής προσπάθεια τόσο από την πλευρά της πολιτείας και των τοπικών φορέων όσο και από την ιδιωτική πρωτοβουλία, προκειμένου ο πολιτιστικός τουρισμός στην Ελλάδα να φτάσει σε ένα ανώτερο επίπεδο τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά.»

INFO 1- ΣΕΤΕ, Αύγουστος 2014 (επεξεργασία στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος και του World Travel and Tourism Council).

INFO 2- Μεταξύ αυτών των πολλαπλασιαστικών οφελών συμπεριλαμβάνονται, για προφανείς λόγους, και τα δύο μεγαλύτερα ζητούμενα του ελληνικού τουρισμού: η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος και η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου.

INFO 3- Για να μην αναφερθούμε και στο Βυζάντιο, και τον Μεσαίωνα γενικότερα, με τα κάθε είδους ελληνικά, τουρκικά, ενετικά και πολλών ειδών άλλα μνημεία.

INFO 4-  «Ο Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού και το Υπουργείο Πολιτισμού εκτιμούν ότι (στην Ελλάδα) υπάρχουν 314 μουσεία, εκ των οποίων τα 207 κρατικά ή εποπτευόμενα από το Υπουργείο Πολιτισμού…)». (Kotler κ.ά. (2008), σελ. 21). Οι δε αρχαιολογικοί χώροι, εποπτεύονται όλοι από κρατικές αρχές. Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο αριθμός των μουσείων στις ΗΠΑ υπολογίζεται σε 17.500, ενώ παγκοσμίως αναφέρονται περίπου 53.000 μουσεία σε 204 χώρες (ό.π.).

INFO 5- Προκειμένου, για παράδειγμα, να βοηθήσει στην αύξηση των εσόδων τους και να δημιουργήσει κίνητρα για την ενασχόληση με τον πολιτισμό.

Σχετικά Άρθρα