Η μετανάστευση των Ελλήνων και πολιτικές για την αντιμετώπισή της

• «Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν ριζικά το τοπίο των επαγγελματικών ευκαιριών για επιστήμονες και επιχειρηματίες στην Ελλάδα, όπως η εξασφάλιση της αξιοκρατίας, η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, και η διασύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την επιχειρηματική δραστηριότητα»

Την μετανάστευση των Ελλήνων και τις πολιτικές για την αντιμετώπισή της , αναλύει η Τζέννιφερ Καβουνίδη, Ερευνήτρια του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ), με σχετικό άρθρο της στην έκδοση του ΚΕΠΕ «Μηνιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων – Ελληνική οικονομία».

«Η μετανάστευση των Ελλήνων μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα από το 2008 έχει δημιουργήσει μεγάλη ανησυχία. Η εμπειρία της μετανάστευσης δεν είναι νέο φαινόμενο για την Ελλάδα αλλά η σύνθεση του σημερινού μεταναστευτικού ρεύματος φαίνεται να διαφέρει σημαντικά από εκείνη προηγούμενων κυμάτων.

Σύμφωνα με ενδείξεις, αποτελείται κυρίως από πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προκαλώντας συζήτηση για «διαρροή εγκε φάλων» (“brain drain”). Στην πραγματικότητα όμως η διαρροή επιστημονικού δυναμικού δεν είναι πρόσφατη εξέλιξη που οφείλεται στα υψηλά ποσοστά ανεργίας από το 2008 και μετά, αλλά αντί θετα χαρακτηρίζει την Ελλάδα εδώ και κάποιες δεκαετίες. Η απώλεια του ανθρώπινου αυτού δυναμικού θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρά τις ελληνικές αρχές, ιδίως ενόψει δηλωμένων προσδοκιών η Ελλάδα να ακολουθήσει νέα τροχιά ανάπτυξης προς μια οικονομία της γνώσης.

Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται ορισμένα στοιχεία για τους Έλληνες που έχουν φύγει από τη χώρα, καθώς και δεδομένα από πρωτογενείς έρευνες για επιστήμονες που έχουν μεταναστεύσει από την Ελλάδα και εργάζονται στο εξωτερικό. Τα δεδομένα αυτά προσφέρουν ενδείξεις ότι η μείωση της ανεργίας δεν θα είναι επαρκής για να συγκρατήσει την εκροή νέων με υψηλά προσόντα και αξιόλογο ταλέντο, ούτε για να προκαλέσει την επιστροφή νέων επιστημόνων που έχουν προκόψει στο εξωτερικό.

Θα χρειαστούν αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που θα αναμορφώσουν το τοπίο επαγγελματικών και επιχειρηματικών ευκαιριών στην Ελλάδα.

 
Η Μετανάστευση στην Ελλάδα
Δυστυχώς είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος της μετανάστευσης Ελλήνων τις τελευταίες δεκαετίες. Δεν υπάρχουν επίσημα δεδομένα μετανάστευσης από το 1977, όταν σταμάτησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή να συλλέγει σχετικά στοιχεία και είχε πλέον ολοκληρωθεί και αναστραφεί το μεταπολεμικό κύμα μετανάστευσης Ελλήνων (Λιανός και Καβουνίδη 2012). Ο άλλος φορέας που ήταν βασική πηγή δεδομένων για τη μεταπολεμική μετανάστευση Ελλήνων, το γραφείο Αθήνας της Διεθνούς Οργάνωσης για τη Μετανάστευση, έπαψε και αυτός να ασχολείται με τις εκροές Ελλήνων και αντίθετα ασχολείται εδώ και δεκαετίες με το κύμα μετανάστευσης υπηκόων τρίτων χωρών προς την Ελλάδα. Ρυθμίσεις για την ελεύθερη διακίνηση υπηκόων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανάμεσα στις διάφορες χώρες-μέλη της έχουν ως αποτέλεσμα να μην προκύπτουν σχετικά στοιχεία από αιτήσεις για βίζες. Επιπλέον, οι Έλληνες που φεύγουν από τη χώρα δεν υποχρεού νται να δηλώσουν την αποχώρησή τους στις ελληνικές αρχές, ούτε υπάρχει κάποιο κίνητρο να «διαγραφούν» από κάποια μητρώα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση άλλων χωρών της Ευρώπης.

Ενδεικτικά του μεγέθους της μετανάστευσης των Ελλήνων είναι τα στοιχεία διαφόρων χωρών προορισμού για τους κατοίκους τους που έχουν γεννηθεί σε άλλες χώρες. Όπως φαίνεται στον Πίνακα 1, σχετικά δεδομένα για τη Γερμανία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες, και την Ελβετία φανερώνουν αύξηση μεταξύ του 2010 και του 2013 στον αριθμό των κατοίκων τους που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, ενώ αντίθετα δεν παρουσιάζεται τέτοια αύξηση στην περίπτωση της Αυστραλίας. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις παρατηρούνται για τη Γερμανία και το Ην. Βασίλειο.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΚΕΠΕ

Πρέπει να σημειωθεί ότι στα σχετικά στοιχεία δεν απεικονίζεται η πλήρης έκταση της μετανάστευσης, μεταξύ άλλων επειδή φαίνεται ότι πολλά άτομα ελληνικής καταγωγής που γεννήθηκαν σε χώρες της Ε.Ε. όπως η Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου όπως η Αυστραλία και οι ΗΠΑ, είχαν επιστρέψει εν τω μεταξύ στην Ελλάδα, ιδίως κατά τα χρόνια πριν την έναρξη της ελληνικής κρίσης οπότε η ελληνική οικονομία εμφάνιζε μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ ξαναέφυγαν μετά την εκδήλωση της κρίσης. Ειδικότερα, σύμφωνα με αναφορές ελληνικών προξενικών αρχών στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, ένα από τα βασικά ρεύματα σημερινής μετανάστευσης από την Ελλάδα στις χώρες προορισμού αποτελείται από εκείνους που μετανάστευσαν στις ίδιες χώρες παλαιότερα και είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, όπως και από παιδιά και συγγενών της ομάδας αυτής. Τέτοιες περιπτώσεις ίσως κυριαρχούν ιδιαίτερα στα ρεύματα προς χώρες όπου είναι ιδιαίτερα δύσκολη η απόκτηση βίζας για μετανάστευση, όπως είναι η Αυστραλία, οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, και εφόσον οι νέοι μετανάστες είχαν γεννηθεί στις χώρες αυτές, δεν θα εμφανίζονται στα μεταναστευτικά στοιχεία των χωρών αυτών, είτε αφορούν άτομα που γεννήθηκαν εκτός χώρας είτε άτομα που δεν είναι υπήκοοι της συγκεκριμένης χώρας.

Αναμφίβολα, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας που χαρακτηρίζουν την ελληνική αγορά εργασίας από το 2008, μαζί με τη χειροτέρευση των όρων απασχόλησης, έχουν ωθήσει πολλούς Έλληνες να αναζητήσουν εργασία στο εξωτερικό. Το δεύτερο τρίμηνο του 2014, το ποσοστό ανεργίας ανήλθε σε 26,6% για το σύνολο του πληθυσμού, αλλά ήταν πολύ υψηλότερο για τις νεότερες ηλικιακές ομάδες πληθυσμού και συγκεκριμένα 52,0% για τις ηλικίες 15-24 ετών και 40% για τις ηλικίες 25-29 ετών.

Δεν είναι μόνο οι πρόσφατες δυσμενείς εξελίξεις στην αγορά εργασίας που έχουν οδηγήσει στη μετανάστευση αλλά και οι αντιλήψεις του πληθυσμού για τις μελλοντικές τους προοπτικές στον τομέα της απασχόλησης. Δεδομένα έρευνας του Ευρωβαρόμετρου έδειξαν ότι, μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., η Ελλάδα εμφάνισε τη μεγαλύτερη αύξηση (30%) ανάμεσα στο 2006 και το 2012 ως προς το ποσοστό του πληθυσμού που πίστευε ότι η προσωπική τους κατάσταση απασχόλησης θα χειροτέρευε το επόμενο έτος (Bertoli, Brucker, and Moraga, 2013).

Σύμφωνα με παγκόσμια έρευνα της Γκάλοπ (Gallup World Poll Survey) που πραγματοποιήθηκε σε 140 χώρες το 2008-2010, στην Ελλάδα διαπιστώθηκε ότι αξιόλογο ποσοστό του πληθυσμού επιθυμούσε να μεταναστεύσει, αν και βέβαια η επιθυμία δεν μορφοποιείται πάντα ή συνήθως σε συγκεκριμένα σχέδια που υλοποιούνται. Ειδικότερα, το 19% του ελληνικού πληθυσμού δήλωσε ότι ήθελε να μεταναστεύσει, ενώ το ποσοστό ανήλθε σε 26% του πληθυσμού υψηλής εκπαίδευσης και σε 33% του πληθυσμού 15-24 ετών (OECD 2012). Οι τρεις πρώτες χώρες προτίμησης προορισμού ήταν η Γερμανία (18%), οι ΗΠΑ (10%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (9%).

Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι οι εκροές από την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια δεν αφορούν μόνο Έλληνες αλλά και τους μετανάστες τρίτων χωρών, που έφτασαν σε μεγάλους αριθμούς στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Μετά την οικονομική κρίση, τα ποσοστά ανεργίας των υπηκόων τρίτων χωρών διαμορφώθηκαν σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα των Ελλήνων υπηκόων, προκαλώντας την παλιννόστηση.

Αν και είναι δύσκολο να εκτιμηθεί το μέγεθος και αυτής της εκροής, σύμφωνα με τις ενδείξεις είναι μάλλον μεγαλύτερη από εκείνη των Ελλήνων που μεταναστεύουν.

 
Εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά των Ελλήνων μεταναστών
Δυστυχώς υπάρχει σοβαρή έλλειψη δεδομένων ως προς τα εκπαιδευτικά και άλλα χαρακτηριστικά των Ελλήνων που έχουν μεταναστεύσει τα τελευταία χρόνια ή τις τελευταίες δεκαετίες, όπως άλλωστε για τους αριθμούς τους γενικότερα. Κάποια ενδεικτικά στοιχεία για το επίπεδο εκπαίδευσης των μεταναστών προσφέρονται σε έρευνα του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε το 2012 (OECD 2012) και αφορούν άτομα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα αλλά κατοικούσαν σε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ το 2005/2006.

Συγκεκριμένα, περίπου 359.000 άνδρες και 311.800 γυναίκες που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα διέμεναν σε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ την περίοδο αναφοράς, με αποτέλεσμα να υπολογίζεται το ποσοστό μετανάστευσης από την Ελλάδα σε χώρες του ΟΟΣΑ σε 6,6% (υπολογίστηκε επίσης ότι το 88% των ατόμων που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα και διέμεναν σε άλλη χώρα, κατοικούσαν σε χώρα του ΟΟΣΑ), ενώ το ποσοστό μετανάστευσης από την Ελλάδα σε χώρες του ΟΟΣΑ για άτομα που ήταν πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν 5,5% (OECD 2012).

Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που το ποσοστό μετανάστευσης ατόμων υψηλής εκπαίδευσης διαμορφώθηκε σε χαμηλότερο επίπεδο απ’ ό,τι για το συνολικό πληθυσμό, ήταν υψηλό σε σχέση με την εμπειρία άλλων ανεπτυγμένων χωρών. Ειδικότερα, ο συγκεκριμένος μέσος όρος, για άτομα υψηλής εκπαίδευσης, στις χώρες του ΟΟΣΑ ήταν 3,8% (όπως ήταν επίσης ο μέσος όρος μετανάστευσης για όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης).

Συνεπώς, φαίνεται ότι, σε σχέση με άλλες ανεπτυγμένες χώρες, πράγματι η Ελλάδα χάνει σημαντικό επιστημονικό δυναμικό εδώ και καιρό και όχι μόνο από το 2008 και ύστερα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκροές από την Ελλάδα διαφέρουν σημαντικά στην εκπαιδευτική τους σύνθεση ανάλογα με τη χώρα προορισμού. Έτσι, σύμφωνα με την ίδια έρευνα (OECD 2012), από τα άτομα που γεννήθηκαν στην Ελλάδα και διέμεναν σε χώρες του ΟΟΣΑ το 2005/2006, την υψηλότερη εκπαίδευση είχαν εκείνα που διέμεναν στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Ειδικότερα, το 79% των Ελλήνων μεταναστών στη χώρα αυτή ήταν πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους Έλληνες που διέμεναν στη Γαλλία ήταν 47%, στις ΗΠΑ 28%, στην Ιταλία 26%, στη Σουηδία 20%, στον Καναδά 17%, στην Αυστραλία 9% και στη Γερμανία 8%.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και αναφορές, φαίνεται ότι σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν, είναι ιδίως τα άτομα υψηλής εκπαίδευσης που φεύγουν από την Ελλάδα. Εάν ισχύουν οι εικασίες αυτές, τότε διαφοροποιούνται τα προαναφερόμενα δεδομένα και οι σχετικές αναλογίες.

Ελληνική έρευνα που δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια μετά την έναρξη της ελληνικής οικονομικής κρίσης (Λαμπριανίδης 2011) ασχολήθηκε με διάφορες διαστάσεις της διαρροής επιστημόνων από την Ελλάδα όπως την έκτασή της, τη χρονολογία της, και τα χαρακτηριστικά της. Όσον αφορά στην έκτασή της, εκτιμήθηκε ότι, το 2010, περίπου 110.000 με 135.000 πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ιδρυμάτων είτε της Ελλάδας είτε του εξωτερικού) που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα, εργάζονταν στο εξωτερικό, ή περίπου το 8,7% με 10,5% των πτυχιούχων που διέμεναν στην Ελλάδα. Η εκτίμηση αυτή βασίστηκε σε δεδομένα τεσσάρων χωρών και συγκεκριμένα των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας και της Αυστραλίας, όπου θεωρήθηκε ότι διέμεναν το 55% του συνόλου των Ελλήνων πτυχιούχων που ζουν στο εξωτερικό.

 
Δεδομένα από πρωτογενείς έρευνες
Δύο έρευνες (Λαμπριανίδης 2011, Triandafyllidiou and Gropas 2014) έχουν προσπαθήσει να περιγράψουν το προφίλ των πτυχιούχων που γεννήθηκαν στην Ελλάδα αλλά εργάζονταν στο εξωτερικό. Πρέπει να σημειωθεί ότι και οι δύο έρευνες βασίστηκαν σε ερωτηματολόγια που διακινήθηκαν μέσω διαδικτύου και ότι οι συγγραφείς και των δύο αναγνωρίζουν ότι μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν το συνολικό πληθυσμό.

Ωστόσο, τα στοιχεία είναι πολύτιμα, εφόσον αναδεικνύουν παράγοντες πέραν της ανεργίας που ωθούν στην έξοδο και συνεπώς προσφέρουν ενδείξεις για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζονται για την αναστροφή της φυγής.

Στην πρώτη έρευνα (Λαμπριανίδης 2011) αναλύθηκαν 1.821 ερωτηματολόγια τα οποία συμπληρώθηκαν το 2009 και το 2010. Διαπιστώθηκε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ ήταν οι κύριοι προορισμοί της απασχόλησης των Ελλήνων πτυχιούχων και ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αυξήσει την αναλογία του την προηγούμενη δεκαετία. Ειδικότερα, από τους πτυχιούχους που εγκαταστάθηκαν στο εξωτερικό για εργασία μεταξύ του 1991 και του 2000, το 34% κατευθύνθηκαν προς τις ΗΠΑ και το 30% προς το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά τα αντίστοιχα ποσοστά για την περίοδο 2001-2010 ήταν 22% και 36%. Διαπιστώθηκε ακόμα ότι ο πληθυσμός των πτυχιούχων που βρίσκονται στο εξωτερικό είναι ετερογενής και ότι ορισμένοι βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας και κατέχουν αξιοζήλευτες θέσεις με εξαιρετικές αμοιβές, ενώ άλλοι βρίσκονται σε αρχικά στάδια της καριέρας τους.

Παρατηρήθηκε επιπλέον ότι ορισμένοι είχαν αποφασίσει να παραμείνουν μόνιμα στο εξωτερικό, ενώ άλλοι ήταν στη διαδικασία της επιστροφής και άλλοι ακόμα είχαν επιστρέψει και ξαναφύγει.

Η δεύτερη έρευνα (Triandafyllidiou and Gropas 2014) αφορούσε μετανάστες υψηλών προσόντων και συμπεριέλαβε υπηκόους της Ελλάδας, Ιταλίας, Ιρλανδίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας.

Από τα 6.750 ερωτηματολόγια που συμπληρώθηκαν το 2013, τα 919 αντιστοιχούν σε Έλληνες υπηκόους, από τους οποίους το 89% ήταν πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το 54% είχαν ολοκληρώσει και μεταπτυχιακές σπουδές.

Οι δύο έρευνες έφτασαν σε παρόμοια συμπεράσματα ως προς τα κίνητρα για τη μετανάστευση.

Οι βασικές αιτίες που ανέφεραν οι ερωτώμενοι στις δύο έρευνες για το ότι εργάζονταν στο εξωτερικό ήταν ότι δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν ικανοποιητικά τις γνώσεις και τα προσόντα τους στην Ελλάδα και ότι δεν θα είχαν τις ίδιες ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη και αναγνώριση.

Οι διαφορές στις επαγγελματικές προοπτικές αναδείχτηκαν ως πολύ σημαντικότερος παράγοντας για την απόφαση μετανάστευσης απ’ ό,τι το επίπεδο των αμοιβών. Επιπλέον, πολλοί που απάντησαν στα ερωτηματολόγια ανέφεραν ως κίνητρο την καλύτερη ποιότητα του χώρου εργασίας στο εξωτερικό, όπως και την καλύτερη ποιότητα της ζωής γενικά. Οι δύο έρευνες βρήκαν ακόμα ότι οι νέοι της Ελλάδας τοποθετούν την καριέρα τους και τη ζωή τους γενικότερα σε ένα ευρύτερο, παγκόσμιο, πλαίσιο σε σχέση με τους νέους του παρελθόντος. Ακόμα και όταν δεν ήταν άνεργοι, πολλοί επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν για να αποκτήσουν νέες εμπειρίες, επαγγελματικές και προσωπικές, και να ξεφύγουν από τα στενά πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας.

Πρέπει να σημειωθεί ότι η δεύτερη έρευνα (Triandafyllidou and Gropas 2014) επικεντρώθηκε σε όσους είχαν φύγει από την Ελλάδα από το 2007 και ύστερα και ότι στην ερώτηση για τις αιτίες που έφυγαν από την Ελλάδα, όπου μπορούσαν να δηλώσουν πολλαπλές αιτίες, μόνο το 21% των ερωτώμενων σημείωσαν ως αιτία το ότι ήταν άνεργοι.

Οι αιτίες που αναφέρθηκαν πιο συχνά ήταν ότι έφυγαν για να βελτιώσουν τα ακαδημαϊκά ή επιστημονικά προσόντα (51%), το ότι δεν διέβλεπαν μέλλον για τον εαυτό τους στην Ελλάδα (50%), και το ότι ήταν καλύτερες οι επιχειρηματικές ευκαιρίες στη χώρα όπου μετανάστευσαν (47%).

Αν και διαπιστώθηκε μεγάλο φάσμα αντιλήψεων για την Ελλάδα, από πολύ αρνητικές ως πολύ θετικές, η συντριπτική πλειονότητα όσων συμπλήρωσαν στις δύο έρευνες τα «ποιοτικά» τμήματα των ερωτηματολογίων με τις «ανοιχτές» ερωτήσεις είχε αρνητικές αντιλήψεις για συγκεκριμένες πλευρές της ζωής στην Ελλάδα όπως είναι η διαφθορά, η αναξιοκρατία, η γραφειοκρατία, ο νεποτισμός και ο κομματισμός (Λαμπριανίδης 2011, Triandafyllidou and Gropas 2014).

Διαστάσεις της ελληνικής ζωής με θετική αξιολόγηση ήταν η ύπαρξη συγγενών και φίλων, η ευχάριστη κοινωνική ζωή, το καλό κλίμα, το καλό φαγητό, και η ποιότητα ζωής. Την ίδια στιγμή, σχεδόν όλοι είχαν θετικές αντιλήψεις για τις κοινωνίες του εξωτερικού όπου ζούσαν. Συνολικά, τα βασικά κίνητρα για τη μετανάστευση αφορούσαν τις αντιλαμβανόμενες διαφορές στην επαγγελματική ζωή και ιδίως στις συνθήκες εργασίας πέραν του μισθολογικού, τις ευκαιρίες για επαγγελματική εξέλιξη, το ευρύτερο θεσμικό πλαίσιο, και την αξιοκρατία.

 
Συμπεράσματα
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και αναφορές, σήμερα αξιόλογος αριθμός Ελλήνων υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου μεταναστεύει από την Ελλάδα για να απασχοληθεί στο εξωτερικό. Πρωτογενείς έρευνες αποκαλύπτουν ότι, τουλάχιστον όσον αφορά τους πτυχιούχους, δεν είναι μόνο η ανεργία ή (ακόμα και) κυρίως η ανεργία που τροφοδοτεί το ρεύμα εξόδου αλλά άλλοι παράγοντες που σχετίζονται με τις επαγγελματικές προοπτικές όπως είναι οι ευκαιρίες επαγγελματικής εξέλιξης και οι αντιλήψεις ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται αξιοκρατία.

Σε κάθε περίπτωση, τέτοια ευρήματα πρέπει να δημιουργούν μεγάλη ανησυχία και μεγάλους προβληματισμούς σε φορείς χάραξης πολιτικών.

Χρειάζονται μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν ριζικά το τοπίο των επαγγελματικών ευκαιριών για επιστήμονες και επιχειρηματίες στην Ελλάδα, όπως η εξασφάλιση της αξιοκρατίας, η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, και η διασύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την επιχειρηματική δραστηριότητα.

Η Ελλάδα έχει κάνει πρόσφατα σημαντικά βήματα στο θέμα της διευκόλυνσης της επιχειρηματικότητας, βελτιώνοντας τη θέση της στις σχετικές διεθνείς κατατάξεις, όπως εκείνη της Παγκόσμιας Τράπεζας, αλλά πολλά πρέπει να γίνουν ακόμα.

Ως προς τη σύνδεση της έρευνας με την αγορά, υφίστανται ακόμα θεσμικές αγκυλώσεις που αποτρέπουν τη μεταφορά ερευνητικών αποτελεσμάτων σε καινοτομία στην παραγωγική διαδικασία.

Χωρίς αλλαγές σε αυτούς και άλλους σχετικούς τομείς, η διαρροή επιστημονικού δυναμικού και επιχειρηματικού ταλέντου δύσκολα θα αναστραφεί. Η Ελλάδα διαθέτει το απαραίτητο επιστημονικό δυναμικό για να χαραχθεί μια νέα πορεία της ελληνικής οικονομίας προς ένα πρότυπο ανάπτυξης που στηρίζεται στη γνώση και την καινοτομία, αλλά χρειάζονται ριζικές θεσμικές αλλαγές για να μπορεί να αξιοποιηθεί το επιστημονικό αυτό δυναμικό προς όφελος της χώρας

Σχετικά Άρθρα