Alpha Bank: Η δημιουργία πλούτου δεν εκβιάζεται

• «Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με φούσκωμα της εγχώριας ζήτησης δεν είναι πλέον δυνατή σε μια πολύ μικρή οικονομία-μέλος της Ζώνης του Ευρώ»

«Χωρίς την συνδρομή του ιδιωτικού τομέα που δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας στην βάση της προσδοκώμενης κερδοφορίας και βιωσιμότητας, οποιαδήποτε προσπάθεια από την πλευρά του κράτους είναι καταδικασμένη να αποτύχει και να σπαταλήσει στην πορεία πολύτιμους πόρους με αδιαφανείς, τις περισσότερες φορές, διαδικασίες», τονίζουν οι αναλυτές του Εβδομαδιαίου Οικονομικού Δελτίου της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Αναλυτικά σημειώνουν:

 

«Επιταχύνεται σταδιακά η άρση της πολιτικής αβεβαιότητας καθώς επισπεύδονται οι διαδικασίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή εντός του Δεκεμβρίου 2014.

Το Eurogroup  έλαβε ταυτόχρονα την απόφαση να παρατείνει τεχνικά το πρόγραμμα για δύο μήνες έτσι ώστε να δοθεί ο χρόνος στο ελληνικό πολιτικό σύστημα να ανταποκριθεί στις καθυστερήσεις που εκ των πραγμάτων θα υπάρξουν λόγω πολιτικών εξελίξεων όσον αφορά στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων. Αυτό θα οδηγήσει στην εκταμίευση πόρων και στη δημιουργία ενός χρηματοδοτικού πλαισίου στήριξης της ελληνικής κυβέρνησης στην προσπάθειά της να αποκτήσει πρόσβαση στις αγορές, μέσω παροχής μίας προληπτικής πιστωτικής γραμμής ενισχυμένων προϋποθέσεων από το Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ).

Με την  επίτευξη συμφωνίας θα ενεργοποιηθεί η σταδιακή εκταμίευση της τελευταίας δόσης των €1,8 δισ. από τον ΕΜΣ, με την οποία ολοκληρώνεται η παροχή χρηματοδοτικής βοήθειας από τους ευρωπαίους εταίρους, και της δόσης των €3,5 δισ. της 6ης αξιολόγησης του 2014 από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), σε συνάρτηση πάντα με το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των συμφωνηθέντων. Οι εναπομείναντες πόροι προς εκταμίευση του ΔΝΤ της 7ης αξιολόγησης του 2014 ύψους € 3,5 δισ. και των δόσεων του 2015-16 ύψους € 9,0 δισ., καθώς και το υπόλοιπο των € 11 δισ. περίπου του ΤΧΣ, αναμένονται να χρησιμοποιηθούν υπό την μορφή προληπτικής πιστωτικής γραμμής από το ΔΝΤ και τον ΕΜΣ αντιστοίχως.

Στην σημερινή συγκυρία, οι αγορές αντέδρασαν σπασμωδικά (κατάρρευση Χρηματιστηρίου Αθηνών, διεύρυνση των περιθωρίων των ελληνικών ομολόγων με τις αποδόσεις στα 3ετή να διαμορφώνονται σε υψηλότερο επίπεδο από τις αποδόσεις στα 10ετή), παρόλο που δεν υπήρξε νέα πληροφόρηση όσον αφορά στις πιθανές πολιτικές εξελίξεις. Αυτό συνέβη διότι ξαφνικά τέθηκε σε αμφισβήτηση η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής. Ιδιαίτερα, αυξήθηκε σημαντικά η αβεβαιότητα έγκαιρης ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων με την Τρόικα καθώς, αντί να υπάρξει συμφωνία προς το τέλος του 2014, τώρα αυτό μετατίθεται για το τέλος Φεβρουαρίου 2015, ημερομηνία εξαιρετικά αβέβαιη στην περίπτωση που η χώρα οδηγηθεί σε εκλογές. Όχι μόνον τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά για οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει από τις εκλογές, ιδίως εάν οι εκλογές χρειασθεί να επαναληφθούν, αλλά θεωρείται πλέον δεδομένο ότι, σε περίπτωση κυβερνητικής αλλαγής, οι διαπραγματεύσεις θα είναι παρατεταμένες και θα χαρακτηρίζονται από εξαιρετική δυστοκία.

Οι αγορές δεν ενδιαφέρονται για το ποιος κυβερνά την χώρα. Ενδιαφέρονται, όμως, όποιος κυβερνά να εφαρμόζει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής που διασφαλίζει την σταθερότητα και την ανάπτυξη. Οι αγορές θα ανακάμψουν στον βαθμό που υποχωρήσει η αβεβαιότητα για το πλαίσιο άσκησης της οικονομικής πολιτικής. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο, στο βαθμό που η χώρα οδηγηθεί σε εκλογές, τα πολιτικά κόμματα να καθησυχάσουν τους καταταλαιπωρημένους πολίτες και όσους ακόμη επιχειρούν, ότι δεν θα ανατραπεί για δεύτερη φορά η όποια ισορροπία έχει ήδη επιτευχθεί όσον αφορά στο επίπεδο διαβίωσης, που έχει αρχίσει δειλά-δειλά να ανακάμπτει. Ως εκ τούτου, οφείλουν να παρουσιάσουν οικονομικά προγράμματα συμβατά με την συνέχιση της πολιτικής προσαρμογής της οικονομίας με άξονα την δημοσιονομική πειθαρχία και την ανταγωνιστική ανάπτυξη.

Δυστυχώς, η δημιουργία πλούτου δεν εκβιάζεται. Χωρίς την συνδρομή του ιδιωτικού τομέα που δημιουργεί πραγματικές θέσεις εργασίας στην βάση της προσδοκώμενης κερδοφορίας και βιωσιμότητας, οποιαδήποτε προσπάθεια από την πλευρά του κράτους είναι καταδικασμένη να αποτύχει και να σπαταλήσει στην πορεία πολύτιμους πόρους με αδιαφανείς, τις περισσότερες φορές, διαδικασίες. Εάν δεν έχουμε μάθει τίποτα από τον εκτροχιασμό της ελληνικής οικονομίας στο παρελθόν, είναι στη μοίρα μας να ξαναζήσουμε την ιστορία σαν φάρσα. Μόνο που αυτήν την φορά, το δράμα θα συντελεσθεί στο περιθώριο της ευρωπαϊκής οικογένειας. Με ανυπολόγιστες συνέπειες για την ευημερία των πολιτών.

 

Τις προηγούμενες εβδομάδες δημοσιεύτηκαν εντυπωσιακά στοιχεία για την ταχύτερη του αναμενομένου ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2014, με σημαντική αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας.

Ταυτόχρονα, το 2014 επιτεύχθηκε σημαντικό πρωτογενές πλεόνασμα στη γενική κυβέρνηση και επίσης μεγάλο πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ασφαλώς ότι η Ελλάδα εισέρχεται με εντυπωσιακό τρόπο στην εποχή κατά την οποία η ανάπτυξη της οικονομίας της θα είναι το αποτέλεσμα της δραστικά βελτιωμένης διεθνούς ανταγωνιστικότητάς της και της εκμετάλλευσης των σημαντικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων της και της παγκόσμιας ζήτησης για αύξηση των ελληνικών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Απαραίτητη παραμένει η ουσιαστική βελτίωση του οικονομικού και του επενδυτικού κλίματος στη χώρα για ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης και των παραγωγικών επενδύσεων. Ειδικότερα σημειώνονται:

α) Η εντυπωσιακή αύξηση του ΑΕΠ της χώρας (σε σταθερές τιμές 2010) κατά +1,9% στο3ο3μηνο.2014 και κατά 0,7% στο 9μηνο.2014, που σηματοδοτούν την αύξηση του ΑΕΠ κατά ποσοστό άνω του 1,9% στο 2ο 6μηνο.2014 και κατά 1,0% το 2014 ως σύνολο, έναντι αύξησης κατά 0,6% που προέβλεπαν η Τρόικα και η Κυβέρνηση και έναντι αρνητικής ανάπτυξης που προέβλεπαν πολλοί – εγχώριοι και ξένοι – αναλυτές έως πρόσφατα. Σημειώνεται ότι η αξιοσημείωτη αύξηση του ΑΕΠ το 2014 αποτελεί γεγονός παρά τη νέα πτώση των επενδύσεων σε κατοικίες, κατά -51,5% στο 9μηνο.2014 – που αφαίρεσε από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ σε αυτό το 9μηνο -1,4 ποσοστιαίες μονάδες, και παρά την επίσης κατακόρυφη πτώση των αποθεμάτων – που αφαίρεσε από το ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ στο 9μηνο.2014 -1,2 ποσοστιαίες μονάδες. Η αναμενόμενη αναπλήρωση των αποθεμάτων και η σταθεροποίηση και η ανάκαμψη και των επενδύσεων σε κατοικίες εκτιμάται ότι θα συμβάλουν στην αύξηση του ΑΕΠ το 2015 κατά ποσοστό άνω του 2,9% που προβλέπει η Τρόικα. Η ανάπτυξη συνοδεύτηκε με σημαντική αύξηση της απασχόλησης το 2014 (ήδη η ανεργία διαμορφώνεται κάτω του 25%, στο 25,7% τον Σεπ.2014), αφού οι εργαζόμενοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αυξήθηκαν το 2014 κατά 159,7 χιλ. άτομα έναντι του 2013, όπως προκύπτει από το σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.

β) Το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στο 1,9% του ΑΕΠ στο 10μηνο Ιαν.-Οκτ.2014 και αναμένεται να υπερβεί το 2,0% του ΑΕΠ το 2014 ως σύνολο, έναντι 1,8% του ΑΠ που προβλέπει η Εισηγητική Έκθεση του Π2015 και έναντι 1,5% του ΑΕΠ που προέβλεπε η Τρόικα. Στον Πίνακα 1 που ακολουθεί παρουσιάζεται το συνολικό μέγεθος της δημοσιονομικής προσαρμογής που συντελέστηκε στην Ελλάδα στα τελευταία έτη

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

Από τον Πίνακα φαίνεται ότι  αυτή η προσαρμογή οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην πρωτοφανή παγκοσμίως  μείωση των πρωτογενών δημοσίων δαπανών, δηλαδή του μεγέθους του κράτους (με κατάργηση αναρίθμητων κρατικών οργανισμών και υπηρεσιών, με δραστική μείωση της απασχόλησης στο δημόσιο τομέα, με δραστική μείωση των υπερβολικών μισθολογικών αμοιβών με αποτέλεσμα την πτώση των δαπανών για μισθούς στη Γενική Κυβέρνηση κατά € 9,4 δις ετησίως το 2014 έναντι του 2009, με δραστική μείωση των υπερβολικών συντάξεων, χωρίς να υπάρχουν ανάλογες αποταμιεύσεις κ.ά.). Τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης ήταν μειωμένα το 2014 έναντι του 2009 και αυτό συνέβη παρά την αναμφισβήτητη υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων. Στα επόμενα έτη αναμένουμε αύξηση των εσόδων με την υγιή ανάπτυξη της οικονομίας, την είσπραξη σημαντικών εσόδων από τις υπερδιογκωμένες ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του δημοσίου από φόρους και εισφορές στα ασφαλιστικά ταμεία και από την αναμενόμενη μείωση της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής, με ταυτόχρονη σημαντική μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των συνεπών φορολογουμένων.

γ) Τέλος, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας ανήλθε στο 3,0% του ΑΕΠ στο 9μηνο Ιαν.-Σεπτ.2014 και αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,5% του ΑΕΠ το 2014 ως σύνολο, έναντι πλεονάσματος 0,8% του ΑΕΠ το 2013 και ελλείμματος -12,7% του ΑΕΠ το 2008.

Η ανάπτυξη, λοιπόν, της ελληνικής οικονομίας με φούσκωμα της εγχώριας ζήτησης δεν είναι πλέον δυνατή σε μια πολύ μικρή οικονομία-μέλος της Ζώνης του Ευρώ. Γίναμε μέλος της Ζώνης του Ευρώ για να έχουν τη δυνατότητα οι ελληνικές επιχειρήσεις να εκμεταλλεύονται, χωρίς περιορισμούς, τη τεράστια ζήτηση για τα προϊόντα τους σε Ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η εγχώρια ζήτηση δεν αποτελεί παρά το 2,0% της συνολικής ζήτησης στις χώρες της Ζώνης του Ευρώ και ικανοποιείται κατά κύριο λόγο από τις εισαγωγές, εάν η εγχώρια παραγωγή δεν είναι ανταγωνιστική. Και δεν μπορεί να υπάρξει ανταγωνιστική παραγωγή στην Ελλάδα όταν απευθύνεται μόνο στην εγχώρια αγορά. Πολύ περισσότερο, η εγχώρια παραγωγή δεν μπορεί να στηρίζεται στην εγχώρια ζήτηση που οδηγεί νομοτελειακά σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής υπέρ των εισαγωγών.

Παρά τις ανωτέρω αναμφισβήτητα ευνοϊκές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και στην πορεία υλοποίησης του προγράμματος προσαρμογής, η Ελλάδα συνεχίζει να υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες μιας δραματικής υποβάθμισης της προόδου που έχει επιτύχει, με αποτέλεσμα τη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των προοπτικών της για βιώσιμη ανάπτυξη και για βιώσιμο δημόσιο χρέος. Ειδικότερα: α) Αμφισβητείται η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, με μεταφορά της έμφασης από το ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, που αυξάνεται εντυπωσιακά, στο ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, που μειώνεται λόγω κυρίως της μεγάλης πτώσης των τιμών των εισαγομένων.

β) Χρησιμοποιείται η διαφαινόμενη πτώση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές το 2014 και η εκτίμηση για αρνητικό ή χαμηλό πληθωρισμό και στα επόμενα έτη, ως επιχείρημα για να υποστηριχθεί η ύπαρξη δημοσιονομικών κενών το 2014 και το 2015 και, επίσης, για να αποδειχθεί η θεωρούμενη μη-βιωσιμότητα του σημερινού ελληνικού δημοσίου χρέους.

 γ) Εξακολουθεί να διατυμπανίζεται, εντελώς παραπλανητικά ότι το  σημερινό δημόσιο χρέος της χώρας με την ονομαστική του αξία στο 178% του ΑΕΠ, συγκρίνεται δυσμενώς με την ονομαστική αξία του δημόσιου χρέους της χώρας το 2009 που αυτή ανερχόταν μόνο στο 130% του ΑΕΠ. Έτσι, το χρέος, αντί να μικραίνει στην περίοδο της προσαρμογής, ακόμα και μετά το PSI Plus, συνεχίζει να μεγαλώνει, και δεν είναι δυνατό να εξυπηρετηθεί χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και στην κοινωνική συνοχή.

Ο αυξημένος αρνητικός πληθωρισμός στην Ελλάδα κατά το 2014 οφείλεται αποκλειστικά στην κατακόρυφη βελτίωση των όρων του διεθνούς εμπορίου της χώρας, ιδιαίτερα με την τεράστια πτώση των τιμών του εισαγόμενου πετρελαίου. Δεν μπορεί να αποδοθεί στην ύφεση στην εγχώρια οικονομία, αφού το 2014 είχαμε ανάπτυξη και χωρίς την επίπτωση της πτώσης των τιμών του πετρελαίου ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα ήταν ήδη σε θετικό έδαφος. Για παράδειγμα, ο πληθωρισμός με βάση το ΔΤΚ τον Νοέμβριο του 2014 ήταν -1,2%. Ωστόσο, η πτωτική επίπτωση στον πληθωρισμό με βάση το ΔΤΚ από την πτώση των τιμών του πετρελαίου θέρμανσης ήταν -1,65 ποσοστιαίες μονάδες και η πτωτική επίπτωση από την πτώση των τιμών της βενζίνης ήταν -0,34 ποσοστιαίες μονάδες. Επομένως, αν οι τιμές των προϊόντων πετρελαίου παρέμεναν σταθερές το 2014, τότε ο πληθωρισμός τον Νοέμ.2014 θα ήταν στο +0,8%. 

Εκτιμάται ότι ο αρνητικός πληθωρισμός στην Ελλάδα που οφείλεται αποκλειστικά στην πτώση των τιμών των εισαγομένων προϊόντων στη χώρα,  δεν θα έχει αρνητική επίπτωση στην εξέλιξη του ποσοστού του χρέους ως προς το ΑΕΠ. Κατ’ αρχήν, η μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου, μπορεί να συμβάλει στη μείωση και των δημοσίων δαπανών που υπέρ-αντισταθμίζει την όποια μείωση των εσόδων, Από την άλλη πλευρά, η μεγάλη πτώση των τιμών του πετρελαίου, σε συνδυασμό με την υποτίμηση του Ευρώ, συμβάλουν στη δυναμικότερη ανάκαμψη της οικονομίας και, επομένως, στην ταχύτερη μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ. Γενικά, η πτώση των τιμών του πετρελαίου συμβάλλει στην οριστική απομάκρυνση της οικονομίας της χώρας από τον «βράχο» της ύφεσης, με ταυτόχρονη περαιτέρω βελτίωση των δημοσίων οικονομικών της. Όχι μόνο δεν υπάρχει δημοσιονομικό κενό το 2015, αλλά, αν δεν διαταραχθεί η τρέχουσα πορεία υλοποίησης του προγράμματος προσαρμογής-ανάπτυξης που εφαρμόζει τώρα η χώρα, το πρωτογενές πλεόνασμα στη ΓΚ στο επόμενο έτος θα είναι υψηλότερο από το 3,5% του ΑΕΠ. Ήδη, το πρωτογενές πλεόνασμα της γενικής κυβέρνησης θα είναι άνω του 2,0% του ΑΕΠ το 2014 παρά τη μείωση του ΑΕΠ σε τρέχουσες  τιμές στο τρέχον έτος. Επιπλέον, με δεδομένη τη μείωση των δαπανών του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης λόγω και του αρνητικού πληθωρισμού (που, μετά την τεράστια πτώση των τιμών του πετρελαίου, θα εξακολουθήσει να είναι αρνητικός τουλάχιστον έως τον Οκτ.2015) αυτό που απαιτείται είναι η αύξηση των εσόδων της γενικής κυβέρνησης κατά 1,5% στο επόμενο έτος για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα στη γενική κυβέρνησης άνω του 3,0% του ΑΕΠ. Η αύξηση αυτή των εσόδων μπορεί να προκύψει από την αναμενόμενη αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές κατά +2,4% (πτώση αποπληθωριστή κατά -0,6%), καθώς και από τα αναμενόμενα αυξημένα έσοδα από την είσπραξη ληξιπρόθεσμων οφειλών και την μικρή μείωση του μηνιαίου ρυθμού αύξησης αυτών των οφελών (μετά την εφαρμογή του πρόσφατου νόμου).

Όσον αφορά στο χρέος, σημειώνονται τα ακόλουθα:

α) Το ελληνικό δημόσιο χρέος του 2014 είναι δραστικά αναδιαρθρωμένο με μέση περίοδο λήξης 17,9 ετών (με ιδιαίτερα χαμηλές λήξεις στην περίοδο 2016-2022), έναντι κάτω των 8-ετών που ίσχυε για το ελληνικό δημόσιο χρέος του 2009 (με ιδιαίτερα αυξημένες λήξεις στην περίοδο 2010-2015) και κάτω των 10-ετών που ισχύει σήμερα για πολλές άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης.

β) Επίσης, το σημερινό ελληνικό χρέος είναι συνομολογημένο με προνομιακά (εξαιρετικά χαμηλά) επιτόκια (λίγο πάνω από 3% κατά μέσο όρο στην περίοδο 2014-2030), τα οποία είναι πολύ χαμηλότερα από τα επιτόκια που θα έπρεπε να πληρώνει η Ελλάδα στην αγορά για την εξυπηρέτησή του, ακόμη και με φυσιολογικές συνθήκες πρόσβασης της χώρας σε αυτές τις αγορές. Αντίθετα, στο τέλος του 2009 η Ελλάδα δανειζόταν με επιτόκιο 5,5% για τα 10ετή ομόλογα και 5,4% για τα 5ετή, το οποίο ανήλθε πολύ γρήγορα άνω του 6,0% στις αρχές του 2010 και σε απαγορευτικά επίπεδα μετά τον Μάιο του 2010.

γ) Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω, το πραγματικό βάρος του σημερινού δημοσίου χρέους για τη χώρα είναι δραστικά μειωμένο σε σχέση με το 2009 και πολύ χαμηλότερο από το πραγματικό βάρος του χρέους ορισμένων χωρών της Νότιας Ευρώπης. Αυτό προκύπτει και από το γεγονός ότι η μέση ετήσια δαπάνη εξυπηρέτησης του σημερινού ελληνικού δημοσίου χρέους (για πληρωμή τόκων και χρεολυσίων) στα επόμενα 10 έτη δεν υπερβαίνει το 8% του ΑΕΠ, έναντι μέσης ετήσια δαπάνης άνω του 20% του ΑΕΠ που συνεπαγόταν το χρέος του 2009 για την περίοδο 2010-2015.

δ) Τέλος, στο ελληνικό δημόσιο χρέος σε ονομαστική βάση συμπεριλαμβάνονται περί τα € 9,9 δις που ωστόσο είναι προγραμματισμένο να επιστραφούν στο ελληνικό δημόσιο ως κέρδη των Ευρωπαϊκών Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ από τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που είχαν στην κατοχή τους. Επίσης, συμπεριλαμβάνονται και τα € 10,5 δις που είναι διαθέσιμα στο ΤΧΣ.

Η εμπειρία των χωρών με υψηλό δημόσιο χρέος διεθνώς έχει πράγματι δείξει ότι υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη των χωρών όταν το χρέος υπερβαίνει το 90% του ΑΕΠ. Αυτό συμβαίνει διότι αν η αναχρηματοδότηση του χρέους αυτού γίνεται με επιτόκιο 5,0% και η μέση διάρκειά του είναι 8-έτη, τότε η εξυπηρέτηση του χρέους απορροφάει κάθε έτος το 16,25% του ΑΕΠ της χώρας. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε η διάρθρωση και το κόστος του χρέους στην Ελλάδα είναι τέτοια ώστε να περιορίζει τη μέση δαπάνη εξυπηρέτησής του στο 8,5% του ΑΕΠ στην περίοδο 2015-2025 και στο 8,1% του ΑΕΠ στην περίοδο 2025-2035. Η επιβάρυνση αυτή είναι ανάλογη με αυτήν που θα προέκυπτε από ένα χρέος ύψους 50% του ΑΕΠ, μέσης διάρκειας 8-ετών και με επιτόκιο 4,0%.»

Σχετικά Άρθρα