Alpha Bank: η Ελλάδα αδυνατεί να μεταβάλει το παραγωγικό της μοντέλο

Η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε σε πρωτογενές πλεόνασμα κατά πολύ υψηλότερο του τεθέντος στόχου για το 2017. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε υποτονική, και ειδικά η ιδιωτική κατανάλωση, καθώς οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές έδρασαν ανασταλτικά στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Παράλληλα, παρά τη μεγάλη προσαρμογή που έχει επιτευχθεί στις εξωτερικές συναλλαγές την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αδυνατεί να μεταβάλει το παραγωγικό της μοντέλο σε τέτοια έκταση που θα επέτρεπε διατηρήσιμα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, υπογραμμίζει ανάλυση του Εβδομαδιαίου Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Αναλυτικά:

 
H Ευρωπαϊκή Στατιστική Αρχή (Eurostat) επικύρωσε αυτήν την εβδομάδα το ύψος του ισοζυγίου της Γενικής Κυβερνήσεως, το οποίο ήταν πλεονασματικό για δεύτερο συνεχές έτος το 2017, και διαμορφώθηκε στο 0,8% του ΑΕΠ, ενώ παράλληλα το πρωτογενές πλεόνασμα (χωρίς τη συμπερίληψη των τόκων) έφθασε το 4,0% του ΑΕΠ, δηλαδή είναι κατά πολύ υψηλότερο από τον τεθέντα στόχο για το έτος (1,75%). Η εξέλιξη αυτή είναι εξαιρετικής σημασίας για τη βελτίωση της εμπιστοσύνης του διεθνούς επενδυτικού κοινού, καθώς υποδηλώνει την προσήλωση της χώρας στην υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής και τη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, η ένταση αυτής της προσπάθειας εξασθενίζει την τρέχουσα δυναμική της ανακάμψεως της οικονομικής δραστηριότητας.

Το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα που επετεύχθη το 2017 αποδίδεται αποκλειστικά στην περαιτέρω μείωση των πρωτογενών δαπανών της Γενικής Κυβερνήσεως ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς τα έσοδα μειώθηκαν στο 48,8%, από 50,2% το 2016. Αντιθέτως, τα δύο προηγούμενα έτη – όταν επεβλήθησαν σημαντικές αυξήσεις στους φορολογικούς συντελεστές τόσο στην άμεση όσο και στην έμμεση φορολογία – τα έσοδα της Γενικής Κυβερνήσεως ως ποσοστό του ΑΕΠ ανήλθαν στο υψηλότερο επίπεδο τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας όπως παρατηρείται στο Γράφημα 1. Στο ίδιο Γράφημα αποτυπώνεται επίσης η εντυπωσιακή δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτύχει η Ελλάδα από το 2009 έως το 2017. Συγκεκριμένα, το πρωτογενές έλλειμμα της Γενικής Κυβερνήσεως περιορίσθηκε σημαντικά από το υψηλό επίπεδο του 10,3% του ΑΕΠ το 2009 και μετατράπηκε εν τέλει σε πλεονασματικό από το 2013 και εντεύθεν προσεγγίζοντας το 4% του ΑΕΠ την τελευταία διετία. Στη μακρά χρονική περίοδο 2009-2017, τα έσοδα αυξήθηκαν σωρευτικά κατά 9,9 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, και ταυτόχρονα οι πρωτογενείς δαπάνες μειώθηκαν κατά 4,4 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

gr 1-2

Επιπλέον, το ΔΝΤ στην πρόσφατη Έκθεση για τις Δημοσιονομικές Εξελίξεις (Fiscal Monitor, Απρίλιος 2018) εκτιμά ότι θα συνεχισθεί η μείωση των εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ τουλάχιστον έως το 2020.

Στο παρόν δελτίο επιχειρούμε να εξετάσουμε το μέγεθος και τη φύση της δημοσιονομικής πειθαρχίας το 2017, σε συνδυασμό με την παρατηρούμενη δυναμική της ανακάμψεως της οικονομικής δραστηριότητος καθώς και τις επιδόσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών.

 
Μέγεθος Δημοσιονομικής Προσαρμογής

Στο Γράφημα 2 παρουσιάζεται στους δύο άξονες η επίδοση διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών στο μέτωπο της δημοσιονομικής πειθαρχίας (μετρούμενη με το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος / ελλείμματος ως ποσοστό του ΑΕΠ) και των εξωτερικών συναλλαγών (μετρούμενη με το ύψος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ). Εισάγεται δε ως τρίτη διάσταση ο ρυθμός μεγεθύνσεως της οικονομίας, ο οποίος αναπαρίσταται με το μέγεθος των κύκλων που αντιστοιχεί σε κάθε χώρα. Όπως παρατηρείται, το 2017, οι περισσότερες χώρες της Ζώνης του Ευρώ, επέτυχαν τόσο αξιόλογες δημοσιονομικές επιδόσεις όσο και ισχυρή θέση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ιρλανδίας, όπου οι υψηλές εξαγωγές είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να διατηρήσει υψηλό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και ταυτόχρονα να καταγράψει υψηλό ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ. Στο πλαίσιο αυτού του «ενάρετου κύκλου», η ανάπτυξη της οικονομίας στην Ιρλανδία είχε ως αποτέλεσμα και την επίτευξη υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς, η ανάπτυξη της οικονομίας απέφερε περισσότερα φορολογικά έσοδα ενώ ταυτόχρονα συμπίεσε τις δαπάνες, μέσω μειώσεως των επιδομάτων ανεργίας.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, ωστόσο, η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε σε πρωτογενές πλεόνασμα κατά πολύ υψηλότερο του τεθέντος στόχου για το 2017. Ως αποτέλεσμα, η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε υποτονική, και ειδικά η ιδιωτική κατανάλωση, καθώς οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές έδρασαν ανασταλτικά στην άνοδο του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Παράλληλα, παρά τη μεγάλη προσαρμογή που έχει επιτευχθεί στις εξωτερικές συναλλαγές την τελευταία δεκαετία, η Ελλάδα αδυνατεί να μεταβάλει το παραγωγικό της μοντέλο σε τέτοια έκταση που θα επέτρεπε διατηρήσιμα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Συνεπώς, η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε μεν το 2017, ωστόσο παρέμεινε στο χαμηλότερο επίπεδο στην Ευρωζώνη, καθώς ούτε η ιδιωτική κατανάλωση ούτε οι εξωτερικές συναλλαγές συνέβαλαν θετικά. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ (Έκθεση για την Παγκόσμια Οικονομία, Απρίλιος 2018), το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα θα παραμείνει ελλειμματικό το 2018 και το 2019 στο 0,8% και 0,6% του ΑΕΠ αντίστοιχα (αναλυτικά για την εξέλιξη του ισοζυγίου στο πρώτο δίμηνο του 2018 βλ. Οικονομική Συγκυρία).

 
Σύνθεση Εσόδων και Δαπανών

Εκτός από το μέγεθος της προσαρμογής του πρωτογενούς πλεονάσματος, καθοριστικής σημασίας για τις προοπτικές αναπτύξεως είναι και η σύνθεσή της, καθώς το 2017 η προσαρμογή επετεύχθη μέσω περαιτέρω περιστολής δαπανών και όχι περαιτέρω αυξήσεως φορολογικών εσόδων. Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία εκτελέσεως του Κρατικού Προϋπολογισμού, οι δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων ήταν χαμηλότερες, έναντι του στόχου, γεγονός που δρα ανασταλτικά στην ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητος. Η υπερ-απόδοση στο πρωτογενές πλεόνασμα που σημειώθηκε το 2016 και 2017, συνδέεται σε κάποιο βαθμό με τη συρρίκνωση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), η εκτέλεσή του οποίου απέκλινε σημαντικά από τους τεθέντες στόχους. Συγκεκριμένα το 2016, οι δαπάνες του ΠΔΕ υπολειπόταν έναντι του στόχου κατά €500 εκατ. και το 2017 κατά €700 εκατ. Τα κύρια χαρακτηριστικά στο σκέλος των εσόδων το 2017 είναι:

(α) Με βάση τα στοιχεία εκτελέσεως του Προϋπολογισμού, η αύξηση των εσόδων από την έμμεση φορολογία το 2017 σε ετήσια βάση, δεν αντιστάθμισε την απώλεια των εσόδων από την άμεση φορολογία και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων.

(β) η σχετική εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των φορολογουμένων όπως φαίνεται από την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς τον δημόσιο τομέα. Συγκεκριμένα, με βάση τα στοιχεία από την ανεξάρτητη αρχή δημοσίων εσόδων, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές αυξήθηκαν στο τέλος του 2017 κατά € 5,9 δισ. και διαμορφώθηκαν στα € 101,9 δισ. Ωστόσο, στο τέλος Φεβρουαρίου του 2018, παρατηρήθηκε μικρή υποχώρηση των οφειλών στα €101,2 δισ., σε σχέση με τον Δεκέμβριο του προηγούμενου έτους.

 
Οικονομική Συγκυρία

Εξελίξεις στο Ισοζύγιο Εξωτερικών Πληρωμών και Τουριστική Κίνηση:  Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος το έλλειμμα του Ισοζυγίου των Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) στο πρώτο δίμηνο του 2018 διευρύνθηκε κατά €509 εκατ., σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2017, και διαμορφώθηκε σε €1,9 δισ. Η εξέλιξη αυτή προήλθε πρωτίστως από την επιδείνωση του εμπορικού ελλείμματος και δευτερευόντως από τη μείωση του πλεονάσματος στο ισοζύγιο υπηρεσιών, αλλά και των ισοζυγίων των πρωτογενών, και δευτερογενών εισοδημάτων.

Αναλυτικότερα:

Το έλλειμμα του ισοζυγίου των αγαθών αυξήθηκε κατά 10,0% στο πρώτο δίμηνο του 2018 (πρώτο δίμηνο 2017: 19,8%), δεδομένου ότι, οι εισαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 14,0% και διαμορφώθηκαν σε €8,2 δισ., ενώ οι αντίστοιχες εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 16,9% και ανήλθαν σε €4,8 δισ.

Το έλλειμμα του ισοζυγίου των καυσίμων αυξήθηκε από €724 εκατ. πρώτο δίμηνο 2017, σε €870 εκατ. το πρώτο δίμηνο 2018, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Επισημαίνεται η αύξηση των εξαγωγών εκτός καυσίμων κατά 16,3% (σε € 3,4 δισ.) και των αντίστοιχων εισαγωγών κατά 12% (σε € 5,8 δισ.), σε ετήσια βάση, στο πρώτο δίμηνο του 2018.

Το πλεόνασμα του ισοζυγίου των υπηρεσιών συρρικνώθηκε κατά €81 εκατ. στο πρώτο δίμηνο του 2018 ή κατά -13% , καθώς σημειώθηκε (ι) μείωση στο ισοζύγιο ταξιδιωτικών εισπράξεων κατά €26 εκατ. εξαιτίας της σημαντικής αύξησης των ταξιδιωτικών πληρωμών (14,7%), και (ιι) μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου λοιπών υπηρεσιών κατά €54 εκατ.

Οι εισπράξεις από ταξιδιωτικές υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά 4,2% στο πρώτο δίμηνο του 2018, έναντι μείωσης κατά 8,1% στην αντίστοιχη περίοδο του 2017. Σημειώνεται ότι, οι συνολικές αφίξεις τουριστών αυξήθηκαν περισσότερο από τις εισπράξεις κατά 12,7%, σε ετήσια βάση, στο πρώτο δίμηνο του 2018, έναντι μείωσης κατά 2,8% στην αντίστοιχη περίοδο του 2017. Υποχώρηση σημείωσαν οι εισπράξεις από επισκέπτες προερχόμενους από χώρες της Ευρωζώνης (-12,2%) οι οποίοι αποτελούν το 27% των συνολικών ξένων επισκεπτών, παρά την αύξηση των αφίξεων (+4,2%).

Η παραπάνω εξέλιξη αποτυπώνεται στην υποχώρηση της μέσης δαπάνης ανά ταξίδι κατά 7,6% στο δίμηνο Ιανουαρίου- Φεβρουαρίου 2018, σε ετήσια βάση, από μείωση κατά 4,9% την ίδια περίοδο του 2017.

Συνολικά ως προς την εξέλιξη των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, στην περίοδο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2018, παρατηρήθηκε αύξηση κατά 13,4% σε ετήσια βάση, ενώ η αξία των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 14%.

Το ισοζύγιο των πρωτογενών εισοδημάτων, στο πρώτο δίμηνο του 2018, παρουσίασε πλεόνασμα μικρότερο εκείνου του αντίστοιχου διαστήματος του 2017 (ήτοι €712 εκατ. έναντι €786 εκατ.). Μείωση παρουσίασε και το ισοζύγιο των δευτερογενών εισοδημάτων, παρά την αύξηση των εισπράξεων από την ΕΕ που ανήλθαν σε €508 εκατ., από €458 εκατ. στο δίμηνο του 2017. Τέλος, το πλεόνασμα στο ισοζύγιο κεφαλαίων μειώθηκε σε €180 εκατ. στο πρώτο δίμηνο του 2018, έναντι πλεονάσματος €253 εκατ. στην αντίστοιχη περίοδο του 2017.

Σχετικά Άρθρα