Alpha Bank: κρίσιμος ο ρόλος ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος

Η δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος που διευκολύνει την επιχειρηματικότητα μέσα από τις κατάλληλες φορολογικές και θεσμικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για: (α) την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων, (β) την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μέσα από τη δημιουργία νέων και την επέκταση των υπαρχουσών επιχειρήσεων, (γ) τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης από το εξωτερικό (brain regain) και κατ’ επέκταση (δ) την ενδυνάμωση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής, υπογραμμίζει το Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Αναλυτικά:

 
Η επιστροφή της οικονομίας σε έναν υψηλό και διατηρήσιμο ρυθμό ανάπτυξης προϋποθέτει, εκτός των άλλων και την ενίσχυση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου, ώστε να επανέλθουν οι επενδύσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ στο προ κρίσης επίπεδό τους. Η μείωση των συντελεστών του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) στην εστίαση και την ενέργεια που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μεταξύ των μέτρων άμεσης εφαρμογής, συνιστά ένα πρώτο βήμα τόνωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς η ελάττωση της έμμεσης φορολογίας στα προϊόντα των συγκεκριμένων κλάδων, μπορεί να ανακουφίσει σημαντικά τα νοικοκυριά και να ενδυναμώσει τη ζήτηση για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Ωστόσο, η αναζωπύρωση της επενδυτικής δαπάνης και η δημιουργία νέων θέσεων πλήρους απασχόλησης προϋποθέτει ανάμεσα στα άλλα και τον περιορισμό της φορολογίας των εταιρικών κερδών, καθώς και τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, έτσι ώστε να συμπιεσθεί το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, το οποίο λειτουργεί αποτρεπτικά για την ανάληψη επενδυτικών σχεδίων.

Η επενδυτική δαπάνη κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης έχει συρρικνωθεί σημαντικά, φθάνοντας κατά μέσο όρο στο 12,4% του ΑΕΠ την περίοδο 2011-2018, από 24% κατά την περίοδο 2003-2007. Όπως απεικονίζεται στο Γράφημα 1, οι επενδύσεις σε κατοικίες έχουν υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες επενδύσεων και αποτελούν τον κύριο παράγοντα της μείωσης των συνολικών επενδύσεων. Αν και κατά τη διετία 2016-2017 οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα ανέκαμψαν ελαφρώς, το 2018 μειώθηκαν κατά 12%, κυρίως λόγω της υποεκτέλεσης του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, προκειμένου να εξοικονομηθούν πόροι για την επίτευξη των υψηλών δημοσιονομικών στόχων. Θετική εξέλιξη, ωστόσο, αποτελεί η άνοδος της επενδυτικής δαπάνης για κατοικίες το 2018, για πρώτη φορά από το 2007 (+17,2%). Επιπλέον, σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που δημοσιεύθηκαν την προηγούμενη εβδομάδα, εκτιμάται ότι το 2019 οι συνολικές επενδύσεις στη χώρα θα ανακάμψουν, με ετήσιο ρυθμό μεταβολής +10,1%.

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η μείωση των επενδύσεων συνοδεύεται, όπως είναι αναμενόμενο, από την αποδυνάμωση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και της εργασίας (total factor productivity), η οποία, ωστόσο, φαίνεται ότι ανακάμπτει σταδιακά τα τελευταία δύο χρόνια (2017: +1, 2018: +1,4 μονάδες αντίστοιχα).

Σε προηγούμενο Εβδομαδιαίο Δελτίο (βλ. 11/4/2019) είχε εκτιμηθεί ότι το επενδυτικό έλλειμμα που συσωρεύθηκε κατά τη διάρκεια της ύφεσης προσεγγίζει τα 77 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο απαιτεί πολλαπλές πηγές χρηματοδότησης για να καλυφθεί, όπως είχε επισημανθεί, καθώς και την ενεργοποίηση επενδύσεων από κλάδους που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το βασικό όχημα ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, είναι κρίσιμος ο ρόλος ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος και αποτελεσματικότερων θεσμών διακυβέρνησης, προκειμένου να τονωθούν οι ζωτικής σημασίας επενδύσεις για την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Άλλωστε, η πτώση της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας που παρατηρείται στο Γράφημα 1, δεν αντανακλά μόνο την επίδραση του οικονομικού κύκλου, αλλά και τις τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και ποικίλους διαρθωτικούς παράγοντες, όπως είναι το θεσμικό πλαίσιο και οι συνθήκες στο «επιχειρείν». Η δημιουργία ενός φιλικότερου περιβάλλοντος που διευκολύνει την επιχειρηματικότητα μέσα από τις κατάλληλες φορολογικές και θεσμικές ρυθμίσεις είναι απαραίτητη προϋπόθεση για: (α) την προσέλκυση εγχώριων και ξένων επενδύσεων, (β) την ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού μέσα από τη δημιουργία νέων και την επέκταση των υπαρχουσών επιχειρήσεων, (γ) τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας που θα λειτουργήσουν καταλυτικά στην επιστροφή του ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης από το εξωτερικό (brain regain) και κατ’ επέκταση (δ) την ενδυνάμωση της παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής.

 
Η Σύνδεση Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων και Ανταγωνιστικότητας

Η περίοδος της ύφεσης στην Ελλάδα κατέδειξε την ανάγκη μετασχηματισμού του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας, το οποίο πριν την κρίση στηριζόταν εν πολλοίς στην εγχώρια κατανάλωση και τις εισαγωγές. Η παρατεταμένη ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ανέδειξε την ανάγκη βελτίωσης της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Σχετικές έρευνες, άλλωστε, τονίζουν τη σημασία της δημιουργίας ενός φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, το οποίο θα τονώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και τις επενδύσεις.

Σύμφωνα με την πρόσφατη ετήσια Έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επιχειρηματική δραστηριότητα (Doing Business 2019) η Ελλάδα, με βάση το γενικό δείκτη «ευκολία άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητος», κατετάγη το 2018 στην 72η θέση μεταξύ 190 χωρών. Παρά την υποχώρηση κατά 5 θέσεις σε σύγκριση με το 2017, η πρόοδος που έχει επιτευχθεί σε σχέση με το 2010 είναι αξιοσημείωτη, καθώς η χώρα ανήλθε από τότε κατά 37 θέσεις (2010: 109η θέση σε σύνολο 183 χωρών). Η σημαντική αυτή πρόοδος αποδίδεται στην υλοποίηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των προγραμμάτων προσαρμογής, οι οποίες σε συνδυασμό με τη συμπίεση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος – μέσω της πολιτικής «εσωτερικής υποτίμησης» – συνέβαλαν στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας. Επιπροσθέτως, το επιχειρηματικό περιβάλλον ενισχύθηκε μέσα από σημαντικές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν για τη μείωση των εμποδίων στον ανταγωνισμό, τον εξορθολογισμό των διοικητικών διαδικασιών για την έναρξη μιας επιχείρησης και τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων.

Από τους επιμέρους δείκτες της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την Ελλάδα, οι περισσότεροι βρίσκονται σημαντικά υψηλότερα το 2018 σε σχέση με το 2010, ενώ τέσσερις εξ’ αυτών έχουν προσεγγίσει το μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ (Γράφημα 2).

Πιο συγκεκριμένα, η μεγαλύτερη βελτίωση καταγράφεται στην «ευκολία έναρξης επιχείρησης», με τη χώρα να κατατάσσεται στην 44η θέση το 2018, από την 149η το 2010 ενώ η επίδοσή της (92,4 μονάδες) υπερβαίνει οριακά το μέσο όρο των χωρών υψηλού εισοδήματος του ΟΟΣΑ (91,2 μονάδες). Οι μεταρρυθμίσεις που υλοποιήθηκαν είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους έναρξης μιας νέας επιχείρησης, ενώ οι διαδικασίες εγγραφής νέων εταιρειών έχουν απλοποιηθεί και ψηφιοποιηθεί. Ως αποτέλεσμα, το 2018 τα στάδια για την έναρξη μιας επιχείρησης περιορίστηκαν στα 4 (από 15 το 2010), ενώ ο χρόνος για την έναρξη μιας επιχείρησης μειώθηκε στις 12,5 ημέρες (από 19 το 2010), με το ελάχιστο απαιτούμενο κεφάλαιο να είναι μηδενικό.

Στους επιμέρους δείκτες για τις «διασυνοριακές εμπορικές συναλλαγές» (2018:31η θέση – 2010:84η θέση), την «προστασία επενδυτών μειοψηφίας» (2018:51η θέση – 2010:154η θέση) και την «έκδοση οικοδομικών αδειών» (2018:39η θέση – 2010:51η θέση), η Ελλάδα έχει επίσης προσεγγίσει τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ το 2018, παρουσιάζοντας αξιοσημείωτη άνοδο σε σχέση με το 2010.

Αντίθετα, στους δείκτες που αφορούν στο φορολογικό σύστημα, την πτωχευτική διαδικασία, την εφαρμογή συμβάσεων, την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και την καταχώρηση ακίνητης περιουσίας, η χώρα κατατάσσεται χαμηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Η σταδιακή μείωση ωστόσο των φορολογικών συντελεστών στην εστίαση και την ενέργεια αναμένεται να βελτιώσει το 2019 το σχετικό δείκτη της έρευνας Doing Business, ενώ η επιτάχυνση της ένταξης των ακινήτων στο κτηματολόγιο αναμένεται να διευκολύνει σημαντικά τις επενδυτικές αποφάσεις. Τέλος, το διεθνές επενδυτικό κοινό δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο δείκτη «εφαρμογή συμβάσεων», ο οποίος μετράει το χρόνο και το κόστος επίλυσης μιας υπόθεσης πρώτου βαθμού, αξιολογώντας την αποτελεσματικότητα της επίλυσης διενέξεων. Στο συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα κατατάχθηκε χαμηλά το 2018, στην 132η θέση (2010: 88η θέση), με επίδοση σημαντικά κατώτερη (50 μονά- δες) του μέσου όρου του ΟΟΣΑ (68 μονάδες). Χαρακτηριστικό είναι ότι ο χρόνος διακπεραίωσης μιας δικαστικής υπόθεσης έχει σχεδόν διπλασιαστεί το 2018 σε σχέση με το 2010, φθάνοντας στις 1.580 ημέρες, επίπεδο πολύ υψηλότερο έναντι του μέρου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη μακριά από ένα αποτελεσματικό, ευέλικτο και αυτοματοποιημένο δικαστικό σύστημα, το οποίο βοηθάει πολλαπλώς στην οικονομική ανάπτυξη μιας χώρας. Προκειμένου να βελτιωθεί όμως η αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης απαραίτητες προϋποθέσεις είναι: (α) η αύξηση υλικών πόρων και η αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού, (β) η περαιτέρω ενίσχυση του σκέλους των εξωδικαστικών συμβιβασμών και (γ) η απλοποίηση του νομοθετικού πλαισίου και ο περιορισμός της πολυνομίας.

 
Η Σημασία των Θεσμών και της Διαρθρωτικής Ανταγωνιστικότητας για την Ελληνική Οικονομία

Η ποιότητα των θεσμών και η προσήλωση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια αποτελούν κρίσιμους προσδιοριστικούς παράγοντες της δυνατότητας της οικονομίας να απορροφά τις διαταραχές του οικονομικού κύκλου. Η σύγχρονη οικονομική θεωρία (Acemoglou, D. “The rise of Europe: Atlantic trade, institutional change and economic growth”, American Economic Review, 2005) υποστηρίζει ότι ο τρόπος λειτουργίας των θεσμών επηρεάζει τις θεμελιώδεις αποφάσεις των οικονομικών μονάδων που αφορούν στην κατανάλωση, την επένδυση και την παραγωγή. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη διάρθρωση της οικονομίας προσδιορίζει το βαθμό αντίδρασης ενόψει μιας υφεσιακής διαταραχής.

Έχει εκτιμηθεί εμπειρικά (Masuch, K., E. Moshammer and B. Pierluigi (2017), “Institutions, public debt and growth in Europe”, Public Sector Economics, τόμος 41) ότι οικονομίες με δύσκαμπτη λειτουργία παρουσιάζουν μικρότερο βαθμό ευελιξίας και προσαρμοστικότητας, καθώς οι αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας και στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών εμποδίζουν την ανακατανομή των παραγωγικών συντελεστών από τομείς που φθίνουν σε περισσότερο παραγωγικούς τομείς, περιορίζοντας τη συνολική παραγωγικότητα και τις αναπτυξιακές δυνατότητες. Οι αγκυλώσεις στην αγορά εργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν συνήθως ακαμψίες μισθών και αυστηρές πολιτικές προστατευτισμού, δεν επιτρέπουν την εύκολη και γρήγορη προσαρμογή της εργασίας με αποτέλεσμα την υψηλή ανεργία σε περιόδους ύφεσης. Κατ’ αντιστοιχία, οι δυσκαμψίες στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών ενισχύουν συνήθως τον προστατευτισμό σε βάρος του ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση υψηλών τιμών, τη χαμηλή ποιότητα των παραγόμενων αγαθών, την απροθυμία ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου και το μειωμένο ενδιαφέρον για στήριξη της καινοτομίας και της τεχνολογικής προόδου. Συνέπεια των διαρθρωτικών ευπαθειών είναι η μειωμένη ανθεκτικότητα της οικονομίας στις εξωγενείς διαταραχές και η δυσκολία απορρόφησης των κραδασμών που προκαλούν.

Στο Γράφημα 3 απεικονίζεται η σχέση μεταξύ του Δείκτη Διαρθωτικής Ανταγωνιστικότητας (World Economic Forum – Global Competitiveness Report 2018) και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-28). Ο Δείκτης Διαρθρωτικής Ανταγωνιστικότητας (0,100) αποτελείται από 12 επιμέρους πυλώνες, μεταξύ των οποίων το θεσμικό πλαίσιο, οι υποδομές, η σταθερότητα του μακροοικονομικού περιβάλλοντος, η ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, η καινοτομία, η αγορά εργασίας, η αγορά προϊόντων κ.α. Εν γένει καταγράφεται ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας μιας οικονομίας και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Ετσι, οι ισχυρές οικονομίες της Ευρώπης όπως η Γερμανία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης (Δανία, Φιλανδία, Ολλανδία), τοποθετούνται στην πάνω – δεξιά γωνία του γραφήματος. Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι έχει έναν πολύ χαμηλότερο δείκτη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας σε σχέση με την Πορτογαλία, διαθέτει το ίδιο περίπου επίπεδο κατά κεφαλήν εισοδήματος.

Ωστόσο, σύμφωνα με το συγκεκριμένο δείκτη, η Ελλάδα βρίσκεται χαμηλότερα στην κατάταξη διαρθωτικής ανταγωνιστικότητας μεταξύ των χωρών της ΕΕ και στην 57η θέση (από 140 χώρες) σε παγκόσμιο επίπεδο. Ως προς τους επιμέρους δείκτες, η Ελλάδα φαίνεται να υστερεί σημαντικά στο θεσμικό πλαίσιο (επίδοση 50/100 μονάδες, 87η θέση παγκοσμίως), την επιχειρηματική δυναμική (58/100 μονάδες, 72η θέση) και σε θέματα αγοράς εργασίας (52/100, 107η θέση).

Πίνακες εδώ:

weekly14052019 mw

Σχετικά Άρθρα