Alpha Bank: H ελληνική οικονομία επωφελείται ήδη από τη σημαντική βελτίωση της διεθνούς της ανταγωνιστικότητας. Δυνατότητες έγκαιρης ανάκαμψης αν η παγίδα ρευστότητας αμβλυνθεί ουσιαστικά.
•Tο μέγεθος της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα είναι τώρα σημαντικό
•H έννοια της προσαρμογής (κατανάλωση χωρίς δανεικά) είναι συνώνυμη με την συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων
•H βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων είναι αναγκαία, διότι μόνο έτσι θα προχωρήσουν στις αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού ή ανάπτυξης με προσέλκυση και Ξένων Άμεσων Επενδύσεων
•Αξιοσημείωτη άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών αγαθών τον Αύγουστο του 2012 και σταθεροποίηση των τουριστικών αφίξεων τον Σεπτ.’12
•Η ύφεση και η μεγάλη πίεση για μείωση των τιμών των προϊόντων δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε παραγωγή προϊόντων μειωμένης ποιότητας και σε υποβάθμιση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας
•Να προωθούμε τη διαφοροποίηση και την εκμετάλλευση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων και όχι να στηλιτεύουμε την όποια διαφορά τιμής
Μεγάλης συμβολικής σημασίας ήταν η επίσημη επίσκεψη της Καγκελαρίου της Γερμανίας στην Ελλάδα για εκ του σύνεγγυς διαβουλεύσεις με τον Πρωθυπουργό.
Οι συζητήσεις μεταξύ των δύο ηγετών εστιάστηκαν κυρίως στην πρόοδο που έχει ήδη επιτευχθεί όσον αφορά στην εκπλήρωση των προϋποθέσεων για την αναγκαία συνέχιση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης της Ελλάδος από τη Ζώνη του Ευρώ και από το ΔΝΤ, καθώς και για την ακόμη πιο επιτακτική αποκατάσταση των συνθηκών που θα συμβάλλουν στην έγκαιρη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η Επίσκεψη της Καγκελαρίου επιβεβαίωσε την διαφαινόμενη τους τελευταίους ιδίως μήνες ισχυρή απόφαση των Ευρωπαίων ηγετών να στηρίξουν την Ελλάδα και να διασφαλίσουν την παραμονή της στο Ευρώ, θωρακίζοντας έτσι και την ακεραιότητα της ίδιας της Ζώνης του Ευρώ.
Tο μέγεθος της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα είναι τώρα σημαντικό
Η μεγάλη ύφεση που πλήττει την ελληνική οικονομία, λόγω μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος, από την πτώση των μισθών και συντάξεων και την αύξηση της ανεργίας, έχει αρχίσει να συμπιέζει τον πληθωρισμό, καθώς οι τιμές είτε μειώνονται είτε αυξάνονται αλλά πολύ λιγότερο απ΄ότι στο παρελθόν.
Ταυτόχρονα, αυξάνονται οι φωνές γιατί πέφτουν οι τιμές πολύ λιγότερο απ΄ό,τι οι μισθοί.
Ο πληθωρισμός με βάση τον ΔΤΚ στην Ελλάδα μειώθηκε στο 0,9% τον Σεπτ.’12, έναντι 1,7% τον Αύγ.’12, 1,3% τον Ιούλιο και τον Ιούνιο του 2012.
Ο εναρμονισμένος πληθωρισμός μειώθηκε δραστικά στο 0,3% τον Σεπτ.’12, από 1,2% τον Αύγ.’12 και 0,9% τον Ιούλ.’12.
Τέλος, ο δομικός πληθωρισμός διαμορφώθηκε σε αρνητικό επίπεδο τον Σεπτ.’12, στο -0,3%, από 0,5% τον Αύγ.’12.
Η μείωση αυτή του πληθωρισμού έλαβε χώρα σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ διατηρείται στο 2,7%, ενώ ο πληθωρισμός με βάση το Δείκτη Τιμών Παραγωγού στην Ελλάδα ανήλθε στο 6,5% τον Αύγ.’12, με αύξηση των τιμών των εισαγόμενων ενεργειακών αγαθών κατά 16,0%.
Όσον αφορά στην επίπτωση της ύφεσης στον πληθωρισμό στην Ελλάδα σημειώνεται ότι αυτή είναι εμφανής στην πτώση των τιμών των περισσότερων βασικών διεθνώς μη εμπορεύσιμων προϊόντων, όπως:
•τα ενοίκια κατοικιών (-2,9% με πολύ μεγαλύτερη πτώση στα ενοίκια των επαγγελματικών ακινήτων),
•οι υπηρεσίες επισκευής-συντήρησης κατοικίας (-1,9%),
•οι οικιακές υπηρεσίες (-3,6%),
•οι ιατρικές, οδοντιατρικές υπηρεσίες (-2,4%),
•οι τιμές των αυτοκινήτων-προφανώς μέσω μείωσης της εγχώριας προστιθέμενης αξίας στη συγκεκριμένη αγορά (-3,5%),
•οι τηλεφωνικές υπηρεσίες (-1,9%),
•οι υπηρεσίες αναψυχής (-2,9%),
•τα δίδακτρα ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων (-3,7%),
•οι τιμές – έξοδα των ξενοδοχείων (-6,9%),
•οι τιμές στα κουρεία-κομμωτήρια (-3,4%),
•οι τιμές στα είδη ταξιδιού-είδη καπνιστού (-5,2%), κ.ά.
Οι ανωτέρω μειώσεις τιμών συνέβησαν σε μια περίοδο κατά την οποία οι επιχειρήσεις επιβαρύνονται:
α) με μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων, όπως προαναφέρθηκε, και, κατά συνέπεια, με αυξήσεις στο κόστος ηλεκτροδότησης, θέρμανσης, μεταφορικών, κ.λπ.,
β) με μεγάλες αυξήσεις στο κόστος κτήσης πρώτων υλών και άλλων ενδιάμεσων εισαγόμενων προϊόντων λόγω της αύξησης της διεθνούς τιμής πολλών από αυτές, αλλά και λόγω του δραστικού περιορισμού των πιστωτικών διευκολύνσεων και της αύξησης του κόστους του χρήματος για ελληνικές εταιρίες τους τελευταίους μήνες, καθώς και
γ) με μεγάλες αυξήσεις στην έμμεση φορολογία που επιβαρύνουν τους συνεπείς φορολογούμενους.
Άλλωστε, και ο πληθωρισμός με βάση τον δείκτη τιμών εισαγομένων βιομηχανικών προϊόντων εξακολουθεί να κυμαίνεται στο 3,4% τον Ιούλιο του 2012.
Γίνεται επομένως φανερό ότι το μέγεθος της εσωτερικής υποτίμησης στην Ελλάδα (ακόμη και με βάση το σχετικό ΔΤΚ έναντι των βασικών ανταγωνιστών της χώρας) είναι τώρα σημαντικό (αφού ο εγχώριος πληθωρισμός είναι στο 0,3%, ενώ ο μέσος πληθωρισμός στη Ζώνη του Ευρώ είναι 2,7%), παρά την καθυστέρηση που σημειώθηκε στα πρώτα χρόνια του προγράμματος προσαρμογής όταν η αύξηση του εγχώριου πληθωρισμού κατέστη αναπόφευκτη λόγω των πολύ μεγάλων αυξήσεων στην έμμεση φορολογία (ΦΠΑ, Ειδικοί Φόροι Καυσίμων, Τσιγάρων, Τέλη Κυκλοφορίας, Αυξήσεις τιμών υπηρεσιών ΔΕΚΟ, κ.ά.).
H έννοια της προσαρμογής (κατανάλωση χωρίς δανεικά) είναι συνώνυμη με την συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η έννοια της προσαρμογής (κατανάλωση χωρίς δανεικά) είναι συνώνυμη με την συμπίεση των πραγματικών εισοδημάτων.
Τούτο δεν μπορεί να συμβεί εάν οι τιμές υποχωρήσουν όσο και οι μισθοί (το πραγματικό εισόδημα παραμένει αμετάβλητο) ή οι τιμές πέσουν περισσότερο από τους μισθούς (το πραγματικό εισόδημα αυξάνει).
Η μείωση των πραγματικών μισθών λαμβάνει χώρα μόνον εφόσον οι τιμές μειώνονται λιγότερο από τη μείωση των μισθών.
Σημειώνεται ότι αν η μείωση των πραγματικών μισθών είχε γίνει ταχύτερα απ΄ ό,τι έγινε, θα είχαμε, πιθανότατα, μικρότερο πρόβλημα ανεργίας από αυτό που έχουμε σήμερα.
H βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων είναι αναγκαία, διότι μόνο έτσι θα προχωρήσουν στις αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού ή ανάπτυξης με προσέλκυση και Ξένων Άμεσων Επενδύσεων
Ειδικότερα, όσον αφορά στις συνεχιζόμενες αναφορές περί αδυναμίας μείωσης των τιμών των προϊόντων στην Ελλάδα, παρά τη σημαντική μείωση του κόστους εργασίας και την κατακόρυφη πτώση της εγχώριας ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, σημειώνονται τα ακόλουθα:
΄Οσον αφορά στα διεθνώς μη εμπορεύσιμα προϊόντα (αγαθά και υπηρεσίες), σημειώνονται πράγματι σημαντικές μειώσεις στις τιμές τους στην Ελλάδα.
Οι μειώσεις αυτές θα ήταν πολύ μεγαλύτερες αν δεν υπήρχαν οι αυξήσεις στα καύσιμα και στους έμμεσους φόρους.
Επίσης, είναι ενδεχόμενο οι μειώσεις τιμών σε ορισμένα προϊόντα (π.χ., στα ενοίκια κατοικιών, στα ενοίκια επαγγελματικών ακινήτων, στα ήδη καφετέριας, κ.ά.) να είναι μεγαλύτερες στην πράξη από την πτώση που καταγράφηκε στον ΔΤΚ.
Όσον αφορά στα διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα της χώρας, η μείωση του εγχώριου κόστους εργασίας γίνεται για να αυξηθούν τα περιθώρια κέρδους των προϊόντων που ήδη εξάγονται ή για να μειωθούν οι εισαγωγές στα προϊόντα που έως τώρα εισάγονται, αφού με την μείωση του εγχώριου κόστους τους θα μπορούμε να τα παράγουμε στην εγχώρια οικονομία με χαμηλότερο κόστος από ότι πληρώναμε για να τα εισάγουμε από το εξωτερικό.
Για παράδειγμα, στην κύρια εξαγωγική μας βιομηχανία, τον τουρισμό, η μείωση του κόστους εργασίας γίνεται προκειμένου να γίνει κερδοφόρα η τουριστική εκμετάλλευση, χωρίς να χρειάζεται ο επιχειρηματίας να προσφύγει σε λειτουργία της επιχείρησής του με ανασφάλιστους εργαζόμενους ή με λιγότερους εργαζόμενους από ότι απαιτείται.
Μπορεί έτσι να αυξηθεί σημαντικά και η ποιότητα των προσφερόμενων υπηρεσιών και επομένως η ελκυστικότητα του προσφερόμενου προϊόντος, αλλά και η γενικότερη κερδοφορία της επιχείρησης.
Γενικά, η βελτίωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων που είναι εκτεθειμένες στο διεθνή ανταγωνισμό είναι αναγκαία διότι μόνο έτσι θα έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν στις αναγκαίες επενδύσεις εκσυγχρονισμού ή ανάπτυξης με προσέλκυση και Ξένων Άμεσων Επενδύσεων.
Αξιοσημείωτη άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών αγαθών τον Αύγουστο του 2012 και σταθεροποίηση των τουριστικών αφίξεων τον Σεπτ.’12
Ο δείκτης παραγωγής της μεταποιητικής βιομηχανίας αυξήθηκε τον Αύγ.’12 κατά 2,0% σε ετήσια βάση (η πρώτη θετική αύξηση από το 2008), έναντι μείωσής του κατά -7,8% τον Ιούλ.’12 και κατά -10,1% τον Αύγ.’11.
Μετά από αυτή την εξέλιξη, η πτώση του δείκτη περιορίστηκε στο -5,9% σε ετήσια βάση στο 8μηνο’12, έναντι -7,8% στο 8μηνο’11.
Σημειώνεται ότι η πτώση του δείκτη παραγωγής κατά -9,7% στο 1ο 3μηνο.’12, επιβραδύνθηκε στη συνέχεια με πτώση του κατά -3,9% στο 2ο 3μηνο.’12 και εκτιμάται τώρα να διαμορφωθεί στο -2,9% στο 3ο 3μηνο του 2012 και στο +4,0% στο 4ο 3μηνο του 2012.
Οι εξαγωγές αγαθών χωρίς πετρελαιοειδή, αυξήθηκαν κατά 9,8% τον Αύγ.’12, μετά από αύξησή τους κατά 2,7% τον Αύγ.’11 και κατά 25,1% τον Αύγ.’10.
Επίσης αυξήθηκαν κατά 6,5% στο 8μηνο.’12, μετά τη σημαντική αύξησή τους κατά 11,4% στο 8μηνο.’11 και κατά 4,3% στο 8μηνο.’10.
Οι αφίξεις ξένων τουριστών στα κυριότερα αεροδρόμια της Ελλάδος μειώθηκαν ελάχιστα, κατά -0,23% σε ετήσια βάση τον Σεπτ.΄12, από το υψηλό επίπεδο τους τον Σεπτ.΄11, όταν είχε σημειωθεί αύξηση των αφίξεων κατά +11,2%.
Έτσι, στο 9μηνο του 2012 παρουσιάζουν τώρα μικρή πτώση κατά -2,46% σε ετήσια βάση από -3,1% στο 8μηνο΄12 και -4,7% στο 1ο 6μηνο΄12, έναντι της μεγάλης αύξησής τους κατά +11,7% στο 9μηνο΄11.
Οι εξελίξεις αυτές δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία επωφελείται ήδη από τη σημαντική βελτίωση της διεθνούς της ανταγωνιστικότητας και ότι έχει δυνατότητες έγκαιρης ανάκαμψης αν η παγίδα ρευστότητας στην οποία έχει περιπέσει σήμερα αμβλυνθεί ουσιαστικά
Αυτό μπορεί να γίνει:
α) με την έγκαιρη καταβολή της δόσης των € 31,5 δις από τη Ζώνη του Ευρώ και το ΔΝΤ και με την επιτάχυνση των διαδικασιών για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μετά την εκ βάθρων αναδιάταξη του τραπεζικού συστήματος με σημαντικές συγχωνεύσεις τραπεζικών ιδρυμάτων που ήδη προωθείται,
β) με την επανεκκίνηση των αποκρατικοποιήσεων και των επενδυτικών προγραμμάτων που λιμνάζουν τα τελευταία δύο έτη και
γ) με την εφαρμογή των αναπτυξιακών πολιτικών που είναι ήδη σε εξέλιξη.
Η ύφεση και η μεγάλη πίεση για μείωση των τιμών των προϊόντων δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε παραγωγή προϊόντων μειωμένης ποιότητας και σε υποβάθμιση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας μας.
Από την άλλη πλευρά, η ύφεση μπορεί να οδηγήσει σε προσφορά και στην Ελλάδα προϊόντων σχετικά υποβαθμισμένης ποιότητας σε μειωμένη τιμή.
Αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφύγουμε, ιδιαίτερα σε τομείς κρίσιμους για την ελληνική οικονομία.
Για τον λόγο αυτό είναι αναγκαίο, όταν θέλουμε να αποδείξουμε το πόσο ακριβά είναι τα προϊόντα στην Ελλάδα, να αποφεύγουμε να αναφερόμαστε σε περιπτώσεις σημαντικών προϊόντων για την Ελλάδα όπως π.χ. τα γαλακτοκομικά και τα τυριά, στα οποία, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα ήταν το 2011 η πιο ακριβή μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 με απόκλιση των τιμών τους κατά 31,5% πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, ή τα έλαια – λίπη, στα οποία η Ελλάδα ήταν το 2011 στην 7η θέση ως προς το ύψος της τιμής με απόκλιση 15,7% από τον μέσο όρο στην ΕΕ-27.
Διότι στα προϊόντα αυτά η διαφορά στην ποιότητα μπορεί να είναι πολύ μεγάλη και παρόλα αυτά να προσφέρονται ως ισοδύναμα προϊόντα στις ευρωπαϊκές και στην ελληνική αγορά.
Στην Ελλάδα για παράδειγμα οι εγχώριοι καταναλωτές προτιμούν τα ελληνικά προϊόντα διότι θεωρούν (δικαίως σε πολύ μεγάλο βαθμό) ότι είναι ανώτερης ποιότητας από τα (φθηνότερα) εισαγόμενα.
Έτσι, σε κάθε supermarket το σχετικά ακριβό ελληνικό γάλα είναι τοποθετημένο δίπλα σε δεκάδες άλλα «ίδιας» ποιότητας-χαμηλότερης τιμής ευρωπαϊκής προέλευσης γάλα.
Ωστόσο, ο έλληνας καταναλωτής (παρά την πρόσφατη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων του) προτιμά συστηματικά το ελληνικό- σχετικά ακριβό (αλλά μάλλον φθηνό λόγω διαφοράς ποιότητας) γάλα και την εγχώρια-ακριβή (αλλά τελικά φθηνή) ελληνική φέτα.
Σημειώνεται ότι το φρέσκο ελληνικό γάλα είναι ακριβότερο διότι πρωτογενώς παράγεται με σχετικά μη βιομηχανοποιημένο τρόπο και επειδή κοστίζει ακριβότερα η συλλογή του από ένα μεγάλο πλήθος παραγωγών και στη συνέχεια, η παστερίωση και η τυποποίησή του και η μεταφορά του στον καταναλωτή σε καθημερινή βάση (φρέσκο).
Επίσης, φυσικό είναι η τιμή του αγελαδινού γάλακτος στην ΕΕ-27 να είναι στα 26 λεπτά το λίτρο, ενώ του ελληνικού στα 47-56 λεπτά το λίτρο και ακόμη πιο φυσικό η τιμή του παγωτού στην Ελλάδα να είναι υψηλότερη (διότι, προφανώς, η ποιότητά του και το κόστος παραγωγής του είναι υψηλότερη-ο).
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που θα πρέπει να επιδιώκεται στους τομείς αυτούς, αλλά και στους άλλους, στους οποίους η Ελλάδα κατέχει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα (υψηλής ποιότητας λόγω του φυσικού της περιβάλλοντος), είναι η περαιτέρω αύξηση και η κατάλληλη προβολή της ποιότητας πρωτίστως των ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων και η τυποποίηση του υψηλής ποιότητας ελληνικού ελαιολάδου.
Να προωθούμε τη διαφοροποίηση και την εκμετάλλευση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων και όχι να στηλιτεύουμε την όποια διαφορά τιμής
Ενδεχομένως, θα πρέπει να επιδιώκεται η περαιτέρω διεύρυνση της διαφοράς της τιμής των ελληνικών προϊόντων από τα υπερ-βιομηχανοποιημένα ξένα προϊόντα και όχι η ισοπέδωση της τιμής ανεξαρτήτως ποιότητας.
Έχουμε κάτι διαφορετικό να προσφέρουμε σε αυτόν τον τομέα και θα πρέπει να προωθούμε τη διαφοροποίηση και την εκμετάλλευση των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων και όχι να στηλιτεύουμε την όποια διαφορά τιμής η οποία σημειωτέον διατηρείται εκεί που είναι από τον ίδιο τον καταναλωτή.
Όσον αφορά το ελαιόλαδο, ένα μεγάλο μέρος του διακινείται στην παράλληλη οικονομία στην Ελλάδα σε πολύ χαμηλότερη τιμή από αυτή που καταγράφει η ΕΛΣΤΑΤ και μάλιστα χωρίς ΦΠΑ.
Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την τιμή του τυποποιημένου ελαιολάδου αρκεί κάποιος να ζητήσει να αγοράσει ένα μπουκαλάκι ελαιολάδου στο Λονδίνο και θα καταλάβει ότι οι συγκριτικές τιμές που αναφέρονται από τη Eurostat δεν είναι οι πιο ενδεδειγμένες στον τομέα αυτό.
Επίσης, σύμφωνα με τη Eurostat, στο Ψωμί – Δημητριακά η Ελλάδα είναι στην 8η θέση ακρίβειας μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27, με απόκλιση 15,8% από τον μέσο όρο.
Όσον αφορά το ψωμί, το καθεστώς στην Ελλάδα είναι γνωστό.
Υπάρχει κατακερματισμός της αγοράς που αυξάνει το κόστος παραγωγής και τις τιμές, ενώ η πίεση για χαμηλότερες τιμές έχει οδηγήσει στην προσφορά σημαντικών ποσοτήτων ψωμιού χαμηλής ποιότητας στην αγορά.
Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, υπάρχουν αρτοποιεία – βιοτεχνίες που παράγουν ψωμί εξαιρετικά υψηλής ποιότητας σε πολύ υψηλότερη τιμή από το κανονικό, προσελκύοντας μεγάλη ζήτηση.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις η ζήτηση για τα προϊόντα αυτά είναι τόσο μεγάλη που η προσφερόμενη ποσότητα εξαντλείται πριν το μεσημέρι.
Στα τυποποιημένα-βιομηχανοποιημένα δημητριακά οι τιμές διαμορφώνονται ανάλογα με τον κύκλο εργασιών και την δυνατότητα κατανομής του σταθερού κόστους παραγωγής και διανομής από μεγαλύτερες ποσότητες.
Με αυτή την έννοια, ασφαλώς η τιμή τους (όπως και η τιμή των τυποποιημένων γαλακτοκομικών προϊόντων) θα είναι χαμηλότερη στη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, από ό,τι στην Ελλάδα.
Σημειώνεται, επίσης, ότι στην Ελλάδα το πρόβλημα είναι περισσότερο ο κατακερματισμός των κλάδων της παραγωγής και της χονδρικής και λιανικής πώλησης των προϊόντων σε εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις, καταστήματα τα οποία στηρίζονταν για την πώληση των προϊόντων τους ή για τις προμήθειές τους σε μεσάζοντες, ή ο κύκλος εργασιών τους ήταν πολύ μικρός ώστε να απορροφηθεί το σταθερό κόστος της παραγωγής και της διανομής των προϊόντων σε σχετικά χαμηλές τιμές στον τελικό καταναλωτή.
Μικρότερη επίπτωση στις τιμές έχει ο ενδεχόμενος έλεγχος ορισμένων αγορών από ολιγοπώλια.
Τέλος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι, δεδομένης της διάρθρωσης της προσφοράς το γεγονός ότι η ύφεση δεν έχει επιδράσει περισσότερο πτωτικά στις τιμές συνδέεται και με το γεγονός ότι σε ορισμένες κατηγορίες πελατών για συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες, το διαθέσιμο εισόδημα δεν έχει επηρεασθεί σημαντικά στην περίοδο της ύφεσης, λόγω της όξυνσης της φοροδιαφυγής.
(Πηγή: Εβδομαδιαίο Οικονομικό Δελτίο της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.)