Προς μία νέα φιλόδοξη Ελλάδα

«Οι άνθρωποι μπορεί να ξεχνούν ό,τι και εάν τους κάνεις αλλά ποτέ δεν ξεχνούν πώς τους έκανες να αισθανθούν»

 

 

 

Στην δεύτερη ενότητα, του Οικονομικού Δελτίου της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank, με τίτλο «Η Διαχείριση Κρίσεων στην Ευρωζώνη: Η Ελληνική Περίπτωση», με αφορμή την εφαρμογή του Μνημονίου στην Ελλάδα, επιχειρείται μία ανάλυση του συστήματος διαχειρίσεως κρίσεων στην Ευρωζώνη.

 

 

Από την ανάλυση προκύπτει ότι η Ευρωζώνη δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει μία κρίση όπως η κρίση δημοσίου χρέους στην Ελλάδα.

 

Επιχειρήθηκε μία ad hoc προσέγγιση με αμφισβητήσιμα αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία και την αντιμετώπιση της κρίσεως σε άλλες οικονομίες της Ευρωζώνης.

 

Παρ’ όλα αυτά, η Ευρώπη βρίσκει σιγά-σιγά τον δρόμο της και, ίσως, η κρίση να αποτελέσει τον καταλύτη για την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης.

 

 

Ώρα για γενναίες δράσεις πολιτικής

« Το 2009, η παγκόσμια οικονομία άρχιζε σταδιακά να βγαίνει από τη μεγαλύτερη μεταπολεμική ύφεση της ιστορίας της.

 

Η ανάκαμψη αυτή στηρίχθηκε στις μαζικές παρεμβάσεις που ανέλαβαν να κάνουν κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες για να τονώσουν την εγχώρια ζήτηση μέσω προγραμμάτων δημοσιονομικής στηρίξεως, καθώς και με την παροχή απεριόριστης ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.

 

Η δημόσια συζήτηση, σε παγκόσμια κλίμακα, επικεντρωνόταν τότε στη στρατηγική «εξόδου» – δηλαδή τον τρόπο για να απεμπλακούν οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες από την επεκτατική πολιτική ώστε να μην δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις και να επιστρέψουν σε μία περισσότερο ουδέτερη οικονομική πολιτική, χωρίς όμως να ανακοπεί η διαφαινόμενη ανάκαμψη.

 

Οι αγορές ήταν νευρικές, αναλογιζόμενες τη δύσκολη φύση αυτού του εγχειρήματος.

 

Η Ελλάδα το 2009 έμοιαζε να ευρίσκεται σε μία φάση ηπιότερης υφέσεως σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη.

 

Ωστόσο, μετά τις εκλογές και προς τα τέλη του 2009, η Ελλάδα, μία χώρα της Ευρωζώνης, ανακοίνωσε ότι το έλλειμμά της ευρισκόταν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι ήταν γνωστό στις αγορές μέχρι τότε, δημιουργώντας αμφιβολίες για την βιωσιμότητα του ήδη υψηλού χρέους της.

 

Οι αγορές πέρασαν αμέσως στην επίθεση. Έξι περίπου μήνες μετά, η Ελλάδα είχε διασωθεί από τους εταίρους της στην Ευρωζώνη και είχε ξεκινήσει τη διαδρομή της σε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της πρόσφατης οικονομικής της ιστορίας.

 
Η ελληνική οικονομία εισέρχεται εφέτος στην 5η συνεχή χρονιά υφέσεως, κάτω από την επίδραση ενός προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκε μεταξύ της Ελλάδος και της Τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) τον Μάϊο του 2010.

 

Η ελληνική οικονομία βιώνει μία βαθειά και παρατεταμένη ύφεση χωρίς προηγούμενο, με την ανάκαμψη να μην προσδοκάται πριν το τέλος του 2013.

 

Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευθεί στην εφαρμογή ενός προγράμματος προσαρμογής στο πλαίσιο ενός δεύτερου χρηματοδοτικού πακέτου όπως συμφωνήθηκε τον Φεβρουάριο του 2012.

 
Στο κείμενο που ακολουθεί, γίνεται μία προσπάθεια αξιολογήσεως του πλαισίου διαχειρίσεως κρίσεων στην Ευρωζώνη και αντλήσεως συμπερασμάτων από την εμπειρία της ελληνικής περιπτώσεως για άλλες χώρες.

 

Η οικονομική διαχείριση στην Ευρωζώνη έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία έτη.

 

Η στενότητα χρηματοδοτικών πόρων έχει, επίσης, υποχωρήσει μετά την χορήγηση μεσοπρόθεσμης και χαμηλού κόστους ρευστότητας στις τράπεζες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

 

Παρ’ όλα αυτά, η κρίση δημοσίου χρέους εξακολουθεί να ταλανίζει την Ευρώπη.

 

Συνεπώς, έχει έλθει η ώρα για περαιτέρω γενναίες δράσεις πολιτικής ώστε να διασφαλισθεί η χρηματοοικονομική σταθερότητα και να βγει η Ευρώπη από την άσχημη οικονομική κατάσταση στην οποία ευρίσκεται σήμερα.

 

Αυτό που διακυβεύεται, πλέον, δεν είναι τίποτα άλλο από το μέλλον αυτού του ίδιου του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.
[accordions event=”click” clearstyle=”true” active=none]
[accordion title=”Ο αυτοκράτορας είναι γυμνός”]

 

Ένα από τα πρώτα θύματα της ελληνικής κρίσεως δημοσίου χρέους ήταν η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος (ΔΥΕ).

 

Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση και το Ευρώ δημιουργήθηκαν με την παραδοχή ότι πρέπει να διασφαλίζεται η δημοσιονομική πειθαρχία και ότι, εάν αυτό δεν συνέβαινε, θα ενεργοποιούνταν διαδικασίες για την επαναφορά του παρεκκλίνοντος κράτους-μέλους στην τάξη.

 

Η ΔΥΕ προέβλεπε την ανάληψη σειράς διορθωτικών ενεργειών από το κράτος–μέλος που θα παρέβαινε τους δημοσιονομικούς κανόνες, καθώς και την επιβολή κλιμακούμενων κυρώσεων ολοένα και πιο αυστηρού χαρακτήρα.

 

Σε περίπτωση επανειλημμένων παραβιάσεων των συστάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα επιβάλλονταν πρόστιμα, μετά από δημοσιοποίηση των συστάσεων κ.λπ.

 

Η ιδέα ήταν ότι, έτσι, τα κράτη–μέλη θα τηρούσαν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, όχι μόνο φοβούμενα την αντίδραση των αγορών αλλά και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η ρήτρα της Συνθήκης περί μη διασώσεως θα τα άφηνε απροστάτευτα στην περίπτωση που τα δημόσια οικονομικά τους ήταν μη βιώσιμα.

 

Ήδη, όμως, η αξιοπιστία της ΔΥΕ είχε τρωθεί όταν χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία παραβίασαν πρώτες τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας επικαλούμενες την δυσχερή οικονομική κατάσταση. [/accordion]
[accordion title=”Το μοιραίο ψεγάδι”]

 

Το μοιραίο ψεγάδι, όμως, της ΔΥΕ ήταν η υπόθεση ότι κάθε δημοσιονομικά απείθαρχο κράτος θα αντιμετωπιζόταν χωριστά και το πρόβλημα θα παρέμενε οριοθετημένο, χωρίς να δημιουργούνται φαινόμενα μεταδόσεως σε άλλες χώρες και να τίθενται ζητήματα χρηματοοικονομικής αστάθειας του συστήματος.

 

Τελικά όμως, όταν η ελληνική κρίση ξέσπασε και άρχισε να εστιάζεται επάνω της η προσοχή των αγορών, η ΔΥΕ παρέλυσε.

 

Στην αρχή, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε από την Ελλάδα να υποβάλει ένα πρόγραμμα προσαρμογής, το οποίο οι αγορές αμέσως χαρακτήρισαν ακατάλληλο για τους σκοπούς της σταθεροποιήσεως, γεγονός που ώθησε τα περιθώρια δανεισμού στα ελληνικά κρατικά ομόλογα προς τα άνω.

 

Πολύ σύντομα, οι αναλυτές των αγορών, ο διεθνής οικονομικός τύπος, οι οίκοι αξιολογήσεως και, βεβαίως, οι επενδυτές, πιστεύοντας ότι η χώρα δεν θα αντέξει άρχισαν να στοιχηματίζουν ότι η χώρα θα προχωρήσει σε κήρυξη αδυναμίας πληρωμών.

 

Στο σημείο αυτό, η ΔΥΕ είχε ήδη ξεπερασθεί από τις εξελίξεις στις αγορές και οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη άρχισαν να συζητούν τους όρους μίας διασώσεως της ελληνικής οικονομίας, ώστε οι αγορές να ηρεμήσουν.
[/accordion]
[accordion title=”Η συνειδητοποίηση της γύμνιας”]

 

Η διαδικασία λήψεως αποφάσεων όμως – κι αυτό δεν αποτέλεσε έκπληξη – ήταν χρονοβόρα και κατώτερη των περιστάσεων.

 

Η προσέγγιση για τον περιορισμό του κινδύνου από μία κρίση δημοσίου χρέους που υιοθετήθηκε από τις αρχές της Ευρωζώνης δεν προδιαγραφόταν στη Συνθήκη.

 

Ως επί το πλείστον, ήταν μία στοχευμένη αντίδραση για τη συγκεκριμένη περίπτωση και μάλλον πειραματικού χαρακτήρα, που απεδείχθη στην πράξη καταστροφική, προσθέτοντας νέες αβεβαιότητες στο παιχνίδι.

 

Οι αγορές απορούσαν: Έχει πράγματι η Ευρωπαϊκή Ένωση ένα μηχανισμό για να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά κρίσεις όπως αυτή που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα;

 

Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να λάβει γρήγορα αποφάσεις ώστε να αποτρέψει το ενδεχόμενο η κατάσταση να ξεφύγει από τον έλεγχο;

 

Στη συγκυρία αυτή, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους με σφοδρότητα ζητήματα συστημικής αστάθειας και οι αγορές έγιναν ακόμα πιο νευρικές, με την αβεβαιότητα να εκτοξεύεται στα ύψη.
Έτσι, οι πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι συνειδητοποίησαν ότι ο αυτοκράτορας ήταν γυμνός.

 

Όχι μόνον η ΔΥΕ ήταν νεκρή, αλλά επιπλέον η εικόνα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέπεμπε δεν ήταν αυτή ενός μηχανισμού που θα μπορούσε κανείς να εμπιστευθεί για να εξασφαλίσει την πορεία της Ελλάδος προς τη σταθερότητα.

 

Στο μεταξύ, οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη άρχισαν να θεωρούν αναπόφευκτη την χρηματοδοτική βοήθεια για τη διάσωση της Ελλάδος.[/accordion]
[accordion title=”Η χρυσή ευκαιρία του ΔΝΤ”]

 

Στο πλαίσιο αυτό, οι Ευρωπαίοι στράφηκαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), που εκλήθη να προσφέρει τεχνογνωσία σε ζητήματα εκπληρώσεως προϋποθέσεων χρηματοδοτήσεως (conditionality) αλλά και πρόσθετους πόρους για να συγχρηματοδοτήσει, μαζί με τις χώρες της Ευρωζώνης, μία πιθανή διάσωση.

 

Για το ΔΝΤ, αυτή ήταν η χρυσή ευκαιρία για να ξαναγίνει σημαντικός παράγοντας στην παγκόσμια οικονομία, μετά από μία παρατεταμένη περίοδο φθίνουσας πορείας, κυρίως λόγω της οικονομικής ευμάρειας που επικρατούσε μέχρι την εκδήλωση της κρίσεως.

 

Χωρίς να χάσει χρόνο, το ΔΝΤ προσχώρησε αμέσως στην λεγόμενη Τρόικα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη διάσωση της Ελλάδος.

 

Για τους Ευρωπαίους, η συμμετοχή του ΔΝΤ ερχόταν να αναπληρώσει τη διαφαινόμενη αδυναμία των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χορηγήσουν το φάρμακο της οδυνηρής προσαρμογής και τη διαφαινόμενη απροθυμία των εκλογικών σωμάτων στις ευρωπαϊκές χώρες να συναινέσουν στην δαπάνη κονδυλίων για την Ελλάδα, που εθεωρείτο από πολλούς ως το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης.

 

Αυτές οι αντιλήψεις έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε ό,τι ακολούθησε.[/accordion]
[accordion title=”Ο εθελοντικός…καταναγκασμός”]

 

Όχι μόνον λοιπόν εμφανίσθηκε στη σκηνή το ΔΝΤ, αλλά η αναζήτηση εταίρων για τον καταμερισμό των βαρών της χρηματοδοτικής βοήθειας έχει σήμερα φέρει στο προσκήνιο και τους επενδυτές-κατόχους κρατικών ομολόγων, μέσω της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα (Private Sector Involvement – PSI) στην κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών.

 

Η Συμφωνία του Ιουλίου του 2011 για μία εθελοντική «ήπια» αναδιάρθρωση του χρέους προέβλεπε την απομείωση κατά 21% των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου που είχαν στην κατοχή τους οι τράπεζες.

 

Η συμφωνία αυτή, χωρίς ποτέ να υλοποιηθεί, αντικαταστάθηκε τον Οκτώβριο του 2011 από την υιοθέτηση μίας πολιτικής μειώσεως κατά 50% της ονομαστικής αξίας του χρέους στα χέρια των ιδιωτών με παράλληλη παροχή κινήτρων στους κατόχους ομολόγων ώστε να διατηρηθεί ο εθελοντικός χαρακτήρας της συναλλαγής.

 

Το PSI αποτέλεσε ένα σημαντικό ορόσημο για τις αγορές.

 

Τα κρατικά ομόλογα αίφνης έπαυσαν να είναι απαλλαγμένα από κινδύνους.

 

Και δεν ήταν μόνον ο πιστωτικός κίνδυνος που έπρεπε πλέον να ληφθεί υπ’ όψει στην αγορά κρατικών ομολόγων, αλλά άρχισαν να διαφαίνονται και στοιχεία συναλλαγματικού κινδύνου εντός της ίδιας της Ευρωζώνης.

 

Στη διάρκεια της Συνόδου του G20 στις Κάννες το Νοέμβριο του 2011, αν και δεν προβλέπεται διαδικασία εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη, απειλήθηκε η αποβολή της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.

 

Η στάση αυτή ήρθε ως αντίδραση στην τελικά αυτοκαταστροφική πρόταση του Έλληνα Πρωθυπουργού, για την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, μετά την ήδη επιτευχθείσα συμφωνία του Οκτωβρίου 2011, για την παραμονή ή όχι της χώρας στο Ευρώ.

 

Η ιδέα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος θεωρήθηκε απαράδεκτη από τους ηγέτες της Ευρωζώνης, καθώς εισήγαγε περαιτέρω αβεβαιότητα σε ένα ήδη εξαιρετικά εύθραυστο οικονομικό περιβάλλον, με την Ιταλία να ευρίσκεται τη στιγμή εκείνη στα πρόθυρα χρηματοοικονομικής αστάθειας.

 

Σε κάθε περίπτωση, η συμμετοχή των ιδιωτών στο κόστος διασώσεως, αλλά και η προοπτική εξόδου μίας χώρας από την Ευρωζώνη, λειτούργησαν αποσταθεροποιητικά στις προσδοκίες των αγορών.

 

Ως αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων, οι τράπεζες στο μέλλον θα χρειάζονται πλέον μεγαλύτερα κεφάλαια, στο βαθμό που η μηδενική στάθμιση έναντι κινδύνου των κρατικών ομολόγων δεν είναι πλέον δεδομένη, αυξάνοντας έτσι τις αποδόσεις των ομολόγων και το κόστος χρηματοδοτήσεως της πραγματικής οικονομίας.
Η συμμετοχή των ιδιωτών είχε ήδη συζητηθεί όταν προς τα τέλη του 2010 προτάθηκε η ιδέα της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ), με ισχύ από τον Ιούλιο του 2013 και μετά.

 

Το σκεπτικό ήταν ότι η χρηματοδοτική βοήθεια σε ένα κράτος–μέλος που αντιμετώπιζε πρόβλημα βιωσιμότητας του χρέους, θα απαιτούσε και αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους με την υιοθέτηση κανόνων «σε συμφωνία με τις πρακτικές του ΔΝΤ», που προέβλεπαν την συμμετοχή των ιδιωτών με προσχεδιασμένο (concerted) τρόπο.

 

Επιπροσθέτως, «ρήτρες συλλογικής δράσης» (Collective Action Clauses-CACs), που απαντώνται συνήθως σε εκδόσεις ομολόγων που διέπονται από το Αγγλικό ή το Αμερικάνικο δίκαιο, επρόκειτο να συμπεριληφθούν με σκοπό να διευκολύνεται η αναδιάρθρωση χρέους και να γίνεται με τρόπο όσο το δυνατόν ελεγχόμενο – και όχι το αντίθετο.

 

Βεβαίως, η εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην χρηματοδότηση των ταμειακών αναγκών της Ελλάδος που αποφασίσθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πρώτα τον Ιούλιο και μετά τον Οκτώβριο του 2011, είχε στοιχεία καταναγκασμού για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη (ελληνική κυβέρνηση και χρηματοοικονομικά ιδρύματα).

 

Επιπροσθέτως, αποφασίσθηκε χωρίς να υπάρχουν CACs, και χωρίς να υπάρχει καν ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, το θεσμικό δηλαδή πλαίσιο ελεγχομένης αναδιαρθρώσεως του χρέους.

 

Κάτι τέτοιο ήθελε να αποφύγει η ΕΚΤ όταν προειδοποιούσε εναντίον οιασδήποτε τέτοιας ενέργειας με το περίφημο «όχι στάση πληρωμών, όχι πιστωτικό γεγονός», ώστε να αποφευχθεί ο πανικός και να περιορισθούν η μετάδοση του προβλήματος και το χάος στην άσκηση της νομισματικής πολιτικής.

 

Σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν οι αγορές να τρομοκρατηθούν, φοβούμενες επανάληψη της εμπειρίας του PSI και σε άλλες περιφερειακές χώρες.

 

Η προσπάθειά τους να περιορίσουν την έκθεσή τους σε ομόλογα της Ευρωζώνης οδήγησε τότε σε ακόμη υψηλότερα περιθώρια, με την κρίση πλέον να έχει αρχίσει να καλύπτει και τις μεγάλες και σημαντικές οικονομίες της Ευρωζώνης, όπως η Ιταλία και η Ισπανία, και όχι μόνο, με τα περιθώρια ομολόγων των χωρών αυτών να διαμορφώνονται σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, καθιστώντας προβληματική την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους τους.

 

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, υιοθετήθηκε άρον–άρον η πρόταση για ένα «Δημοσιονομικό Σύμφωνο» από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 9 Δεκεμβρίου 2011, ένα συμβόλαιο αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας μακροπρόθεσμα, με την ελπίδα ότι κάτι τέτοιο θα ηρεμούσε τις αγορές, πράγμα που τελικά δεν έγινε.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 9ης Δεκεμβρίου 2011, σε μία προσπάθεια να εξευμενισθούν οι αγορές, η επιβολή του PSI στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται ως μία «μοναδική και εξαιρετική» περίπτωση που δεν επρόκειτο να επαναληφθεί και ότι στο μελλοντικό Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητος οποιαδήποτε συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα θα γίνεται με «αυστηρή προσήλωση στις δοκιμασμένες αρχές και πρακτικές του ΔΝΤ».
Οι διαπραγματεύσεις για το PSI συνεχίσθηκαν μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012, όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο (21.2.2012) έδωσε την έγκρισή του για μία βαθύτερη απομείωση της ονομαστικής αξίας του ελληνικού δημοσίου χρέους κατά 53,5% και απομείωση κατά 74% περίπου της αξίας των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιο των θεσμικών επενδυτών λόγω των πολύ χαμηλών επιτοκίων που συμφωνήθηκαν στα νέα ομόλογα.
[/accordion]
[accordion title=”Η τελευταία πράξη του δράματος”]

 

Η συναλλαγή αυτή, που συνιστά την μεγαλύτερη ελεγχόμενη αναδιάρθρωση χρέους στην ιστορία, κατέστη αναγκαία λόγω μίας προβλεπόμενης χειροτερεύσεως των συνθηκών βιωσιμότητας του ελληνικού δημοσίου χρέους στο μέλλον.

 

Η τελευταία πράξη του δράματος ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2012 με μία επιτυχή συναλλαγή ανταλλαγής ομολόγων.

 

Η εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα ανήλθε τελικά στο 83% των € 206 δισ. σε ομόλογα και άλλους τίτλους που ήσαν αντικείμενο της ανταλλαγής.

 

Ρήτρες συλλογικής δράσης (CACs) θεσπίσθηκαν κατά την γενική συνέλευση των ομολογιούχων και ενεργοποιήθηκαν στην συνέχεια αναβιβάζοντας την συνολική συμμετοχή σε 95,7%.

 

Η ενεργοποίηση των CACs θεωρήθηκε πιστωτικό γεγονός και οδήγησε στην πληρωμή ασφαλίστρων κινδύνου σε συμβόλαια CDS ύψους € 2,3 δισ.

 

Η όλη συναλλαγή ολοκληρώθηκε σύμφωνα με τις προσδοκίες του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για ένα PSI αρκετά σημαντικού ύψους έτσι ώστε η μείωση των χρηματοδοτικών αναγκών του Ελληνικού Δημοσίου για την εξυπηρέτηση του χρέους να διασφαλίζει την μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στο βιώσιμο επίπεδο του 120% μέχρι το 2020, χωρίς να απαιτείται επίσημη χρηματοδότηση πέραν των € 130 δισ. που συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 21ης Φεβρουαρίου 2012.
Ανεξαρτήτως της επιτυχούς ολοκληρώσεως του PSI, παραμένει γεγονός η ελληνική οικονομία υπέστη υφεσιακή ζημία λόγω της αβεβαιότητας για το PSI όλη την περίοδο από το καλοκαίρι του 2011 και μετά, ενώ και η μόλυνση των αγορών ομολόγων της Ευρωζώνης από το PSI δεν κατέστη δυνατόν να αποφευχθεί.

 

Είναι, βεβαίως, παρήγορο ότι, μετά το PSI, οι προοπτικές της Ελλάδος για μία επιτυχή προσαρμογή έχουν βελτιωθεί λόγω της σημαντικής μειώσεως των υποχρεώσεων εξυπηρετήσεως του χρέους, χωρίς η οικονομία να περιέλθει στην δίνη μίας άτακτης χρεοκοπίας.

 

Η εμπειρία της Ελλάδος με το PSI ήταν, συνεπώς, μάλλον θετική. Αυτό, βεβαίως, καθιστά την προοπτική ελαφρύνσεως του βάρους δημοσίου χρέους και σε άλλες προβληματικές χώρες λιγότερο απειλητική και, συνεπώς, περισσότερο πιθανή.
Γιατί, όμως, έγιναν όλα αυτά;

 

Γιατί αντέδρασε με τον τρόπο αυτό η Ευρωζώνη στην κρίση δημοσίου χρέους στην Ελλάδα;

 

Η απάντηση δεν είναι απλή αλλά νομίζω ότι συνδέεται με την παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση που προηγήθηκε.

 

Όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση το 2010 και οι αρχές της Ευρωζώνης αντιλήφθηκαν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν στην διάθεσή τους κανένα συγκεκριμένο και λειτουργικό μηχανισμό αντιδράσεως, η Ελλάδα θεωρήθηκε ως περίπτωση τόσο κρίσιμη όσο η κατάρρευση της Lehman Brothers, η οποία θα έπρεπε να αντιμετωπισθεί ανάλογα, με στόχο βεβαίως το λάθος να μην επαναληφθεί.

 

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς την αντίδραση αυτή.

 

Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 οδήγησε σε αναθεώρηση της αντιλήψεως για τον βέλτιστο τρόπο εποπτικής ρυθμίσεως των τραπεζών ως προς τα κεφάλαια, τη ρευστότητα, τις λεγόμενες «εν ζωή διαθήκες» δηλ. την καταγραφή όλων των διαδικασιών που θα ακολουθούντο σε περίπτωση πτωχεύσεως και ρευστοποιήσεως των περιουσιακών στοιχείων της τραπέζης, κ.λπ., με την ελπίδα να αποφευχθεί μία παρόμοια κρίση στο μέλλον.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν φυσικό οι αρχές να υιοθετήσουν μία παρόμοια προσέγγιση και άρχισαν να εξετάζουν τα ζητήματα που αφορούν στην κρίση δημοσίου χρέους και την δημοσιονομική προσαρμογή κρατών με όρους τραπεζικών εποπτικών ρυθμίσεων.[/accordion]
[accordion title=”Η Ελλάδα ως πλημμελώς διοικούμενο Ίδρυμα!”]

 

Στην περίπτωση της Ελλάδος, η χώρα αντιμετωπιζόταν ολοένα και περισσότερο ως πλημμελώς διοικούμενο Συστημικώς Σημαντικό Χρηματοπιστωτικό Ίδρυμα, σε καθεστώς ανακάμψεως ή εξυγιάνσεως!

 

Κατά τη διάρκεια της κρίσεως, οι κυβερνήσεις και οι κεντρικές τράπεζες διέθεσαν στις τράπεζες κονδύλια ύψους πολλών δισεκατομμυρίων ώστε να βελτιώσουν τους κεφαλαιακούς δείκτες και τους δείκτες ρευστότητάς τους.

 

Αυτό ήταν αναγκαίο μετά την απομείωση των τοξικών παγίων που οι τράπεζες είχαν στα χαρτοφυλάκιά τους και το κλείσιμο των κεφαλαιαγορών και των χρηματαγορών χονδρικής.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν η Ελλάδα έχασε την πρόσβαση στις αγορές, μετά την αποκάλυψη ότι η χώρα κατευθυνόταν ολοταχώς προς τη μη βιωσιμότητα του χρέους της, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έσπευσαν να την σώσουν μέσω συμφωνιών χρηματοδοτικής βοήθειας και παροχής ρευστότητας, των οποίων το μέγεθος και η έκταση δεν είχαν προηγούμενο.

 

Οι ομοιότητες όμως δεν τελειώνουν εδώ.

 

Ο μηχανισμός εξυγιάνσεως τραπεζών της ΕΕ προβλέπει τη συμμετοχή των κατόχων τραπεζικών ομολόγων πριν από την διάσωση εκ μέρους των κυβερνήσεων.

 

Στην ίδια αυτή βάση, έγιναν διαπραγματεύσεις για την εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, η οποία οδήγησε στην απομείωση των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου τα οποία είχαν στην κατοχή τους οι τράπεζες.

 

Επιπλέον, στην περίπτωση των τραπεζών γίνεται προσπάθεια ώστε σε περίπτωση πτωχεύσεως να μην επηρεάζεται η επιχειρηματική δραστηριότητα και οι πελάτες των τραπεζών.[/accordion]
[accordion title=”Έγινε προσπάθεια για ελεγχόμενη χρεοκοπία”]

 

Στην περίπτωση της Ελλάδος, έγινε προσπάθεια η χώρα να οδηγηθεί σε ελεγχόμενη χρεοκοπία ενώ ταυτόχρονα να παραμείνει στην Ευρωζώνη και οι τράπεζές της να διατηρηθούν αλώβητες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής.

 

Ήδη, στο πλαίσιο αυτό, ιδρύθηκε το ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο τελικά θα προικισθεί με € 50 δισ. από τα χρήματα της χρηματοδοτικής βοήθειας από την Τρόικα.

 

Το ΤΧΣ είναι έτοιμο να ξεκινήσει τις εργασίες ανακεφαλαιοποιήσεως των ελληνικών τραπεζών, λόγω της σημαντικής απομειώσεως των ελληνικών ομολόγων στο χαρτοφυλάκιό τους.

 

Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι το ελληνικό ΤΧΣ δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και ομοίωση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), του ευρωπαϊκού φορέα χρηματοδοτικών στηρίξεως κρατών!

 

Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον προκαλεί το γεγονός ότι σήμερα στο ΕΤΧΣ έχουν ανατεθεί στην ουσία αρμοδιότητες ανακεφαλαιοποιήσεως τραπεζών, μέσω σχετικών δανείων προς τα κράτη των οποίων οι τράπεζες αντιμετωπίζουν πρόβλημα κεφαλαιακής επάρκειας!
Αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας της ελληνικής διασώσεως ήταν επίσης ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ύψους 50 δισ. Ευρώ, που αφορούσε αρχικά στην πώληση περιουσιακών στοιχείων σε στενά καθορισμένες χρονικά περιόδους (αν και αργότερα επεκράτησαν πιο λογικές απόψεις).

 

Η προσέγγιση αυτή προσομοίαζε ξεκάθαρα τις τραπεζικές εκποιήσεις περιουσιακών στοιχείων σε χαμηλές τιμές, σε μία προσπάθεια να ανακτηθεί ένα μέρος των κονδυλίων του Δημοσίου που απορροφώνται από τις διασώσεις τραπεζών.

 

Τέλος, η απαίτηση της Φινλανδίας για εγγυήσεις προκειμένου να συμμετάσχει στη διάσωση της Ελλάδος φέρνει στο νου αυστηρά τραπεζικές συναλλαγές για τις οποίες πρέπει να παρέχονται εγγυήσεις.

 

Κάποιες χώρες, επίσης, δημιούργησαν «τράπεζες επισφαλειών» (“bad banks”), ώστε να «παρκάρουν» σε αυτές τοξικά στοιχεία του ενεργητικού από τους τραπεζικούς ισολογισμούς με σκοπό την τελική τους διάθεση στην αγορά εφόσον υπάρξει ανάκαμψη.

 

Στο ισοδύναμο κρατικό επίπεδο, ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δημιουργήθηκε για τον διαχωρισμό των «τοξικών» χωρών της Ευρωζώνης ώστε να αποφευχθεί η μετάδοση του προβλήματος, με το χρέος των χωρών αυτών να αναδιαρθρώνεται με ελεγχόμενο τρόπο και τα δημόσια οικονομικά τους vα εξυγιαίνονται πριν από την επιστροφή των χωρών αυτών στους κόλπους των υπολοίπων.

 

Τέλος, στη νέα αρχιτεκτονική που προβλέπει η Βασιλεία ΙΙΙ, οι τράπεζες σχηματίζουν κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας (capital buffers) τις καλές εποχές, προς χρήση κατά τις χαλεπές περιόδους.

 

Αντίστοιχα, τα κράτη θα πρέπει να τηρούν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς όταν η ανάπτυξη επιταχύνεται, ώστε να είναι σε θέση να δημιουργούν ελλείμματα για να προστατεύουν την οικονομία από την κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας σε περιόδους υφέσεως, χωρίς να θέτουν σε κίνδυνο τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.[/accordion]
[accordion title=”Το παράδοξο”]

 

Και εδώ υπάρχει ένα παράδοξο.

 

Εάν γίνει αποδεκτή η λογική της προσαρμογής των κρατών ως εάν να ήταν τράπεζες, κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την ανάληψη του χρέους της Ελλάδος από μία υπερεθνική αρχή, άμεσα και συνολικά και όχι σε δόσεις όπως με το PSI, ακριβώς όπως και τα τοξικά στοιχεία του ενεργητικού οποιασδήποτε άλλης σπάταλης γερμανικής τράπεζας που σκόρπισε δισεκατομμύρια Ευρώ «επενδύοντας» σε τοξικά περιουσιακά στοιχεία με διαβάθμιση ΑΑΑ!

 

Μία τέτοια ρύθμιση θα επέτρεπε μία μακροχρόνια διαδικασία προσαρμογής στη βάση εκπληρώσεως προϋποθέσεων χρηματοδοτήσεως, ενώ ταυτόχρονα η χώρα θα προστατευόταν – σε λογικά πλαίσια – από την αποσταθεροποιητική επιρροή των αγορών ή των οίκων αξιολογήσεως πιστοληπτικής ικανότητας.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, οι περισσότεροι αναλυτές και οικονομολόγοι θεωρούν ότι η απάντηση στα προβλήματα της Ευρωζώνης μπορεί να είναι η μεγαλύτερη δημοσιονομική ολοκλήρωση.

 

Οι περισσότεροι από τους πολιτικούς της Ευρώπης, όμως, παγιδευμένοι σε βραχυπρόθεσμες, κοντόφθαλμες αντιλήψεις και σε ζητήματα μικροπολιτικού κόστους τοπικιστικού χαρακτήρα, δεν είναι έτοιμοι να δεχθούν μία τέτοια λύση, μολονότι αυτήν υπαγορεύει η λογική.

 

Αντί για κάτι τέτοιο, λοιπόν, η Ελλάδα υλοποιεί σήμερα μία πολιτική δημοσιονομικής εξυγιάνσεως που παράγει ύφεση και δυστυχία σε έναν ατελέσφορο φαύλο κύκλο, ενώ οι αγορές υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη και εμποδίζουν την ανάκαμψη.

 

Όσοι διαμορφώνουν την οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη θεώρησαν ότι στην παρούσα δύσκολη συγκυρία, μία ελεγχόμενη ελληνική χρεοκοπία ήταν η καλύτερη δυνατή λύση για να βγει η Ευρωζώνη από την κρίση.

 

Αυτό δεν συνέβη, όμως, όπως αποδεικνύεται από τα ακόμη υψηλά περιθώρια στις αγορές ομολόγων των χωρών της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν κρίση δημοσίου χρέους.

 

Μία ελεγχόμενη χρεοκοπία θα μπορούσε να είχε αποτέλεσμα στην περίπτωση μίας τράπεζας!

 

Αλλά η Ελλάδα δεν ήταν παρά μία χώρα σε κρίση, όπως και πολλές άλλες.

 

Δεν ήταν ένα εποπτευόμενο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, ούτε ο λαός της ήταν το προσωπικό μίας τράπεζας που θα μπορούσε να μειωθεί σε μέγεθος στο πλαίσιο περικοπής του κόστους λειτουργίας.

 

Μία χρεοκοπία μπορεί να είναι ελεγχόμενη μέχρις ενός σημείου, όπως αποδεικνύει το ελληνικό PSI. Απελευθερώνει, όμως, δυνάμεις που είναι εν πολλοίς ανεξέλεγκτες. [/accordion]
[accordion title=”Ο βανδαλισμός των οίκων αξιολογήσεως”]

 

Τα παραπάνω με οδηγούν στο ζήτημα των αξιολογήσεων πιστοληπτικής ικανότητας.

 

Όσο υπάρχουν αγορές, δεν υπάρχει τίποτα το μεμπτό στην αξιολόγηση κρατικών ομολόγων από τους οίκους αξιολογήσεως.

 

Όταν όμως ένα κράτος χάσει την πρόσβαση στις αγορές, υπάρχει μία θεμιτή ανησυχία κατά πόσον οι οίκοι αξιολογήσεως, επιδεινώνουν την ήδη κακή κατάσταση μίας συγκεκριμένης οικονομίας, όταν δρουν ενώ ευρίσκεται σε εξέλιξη μία διαδικασία προσαρμογής.

 

Γιατί μία χώρα σε δυσχέρεια δεν είναι το ίδιο με ένα απομειούμενο χρηματοοικονομικό περιουσιακό στοιχείο.

 

Με τον ίδιο τρόπο που το εθνικό πτωχευτικό δίκαιο προστατεύει τις εταιρίες υπό αναδιοργάνωση από τους πιστωτές τους, οι χώρες για τις οποίες υπάρχουν ρυθμίσεις διασώσεως, όντας ουσιαστικά αποκλεισμένες από τις αγορές, δεν θα έπρεπε να υπόκεινται στο βανδαλισμό των οίκων αξιολογήσεως.

 

Όταν ένα κράτος-χρεώστης ευρίσκεται εκτός αγοράς, η πορεία προσαρμογής και ανακάμψεως του κράτους αυτού παρακολουθείται από εκπροσώπους των πιστωτών του (στην περίπτωση της Ελλάδος από την Τρόικα), οι οποίοι ενεργούν κατ’ ουσία για λογαριασμό της κοινότητας των πιστωτών του ιδιωτικού τομέα.

 

Δεν υπάρχει επομένως κανένας επιτακτικός λόγος για τον οποίο οι αξιολογήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να εκδίδονται για χρηματοοικονομικούς τίτλους σε αγορές των οποίων ο όγκος ολοένα συρρικνώνεται.

 

Εάν οι αξιολογήσεις ήταν ακίνδυνες βαθμολογίες προόδου (ή της απουσίας προόδου) της οντότητας υπό επιτήρηση, δεν θα υπήρχε πρόβλημα.

 

Δεν είναι όμως έτσι. Οι μεταβολές των αξιολογήσεων επηρεάζουν τις προσδοκίες και την εμπιστοσύνη, δρώντας ως αυτο-εκπληρούμενες προφητείες.

 

Υποβαθμίσεις κατά τρεις βαθμίδες κάθε φορά, που επαναλαμβάνεται αρκετές φορές σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα (όπως η θλιβερή αντίστοιχη εμπειρία που έζησε η Ελλάδα), είναι βέβαιο ότι θα διαλύσει την εμπιστοσύνη και θα κάνει την ύφεση βαθύτερη και πιο παρατεταμένη από όσο δικαιολογούν οι επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας.

 

Αυτό εμποδίζει τη δημοσιονομική εξυγίανση, γεγονός που με τη σειρά του φέρνει κι άλλες υποβαθμίσεις, μειώνει κι άλλο την εμπιστοσύνη κ.ο.κ., σε ένα φαύλο κύκλο όπου το κράτος οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στη στάση πληρωμών.
[/accordion]
[accordion title=”Η καθοδική σπειροειδής πορεία χωρίς τέλος”]

 

Είναι κατανοητό ότι οι οίκοι αξιολογήσεως, μετά από την αποτυχία τους να προβλέψουν την κατάρρευση της Lehman, είναι αποφασισμένοι να ακολουθούν όσο το δυνατόν πιο πιστά τις εξελίξεις στις αγορές για να μην την ξαναπάθουν.

 

Το πρόβλημα εδώ είναι η ανατροφοδότηση μεταξύ του κλίματος και των προσδοκιών της αγοράς και των διαβαθμίσεων των οίκων αξιολογήσεως.

 

Αυτό, σε συνδυασμό με γνώμες που εκφράζονται αβασάνιστα από το διεθνή οικονομικό τύπο και τους διεθνείς οικονομικούς αναλυτές, καθώς και από επενδυτές ομολόγων που ποντάρουν σε μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, δημιουργούν ένα θανατηφόρο μίγμα αρνητικής δημοσιότητας και προσδοκιών, σε μία καθοδική σπειροειδή πορεία χωρίς τέλος.

 

Σε αυτό φυσικά συμβάλλει επίσης και η αδυναμία των αρχών οικονομικής πολιτικής να λάβουν γρήγορες και συνεκτικές αποφάσεις, με τα διάφορα δημοσιογραφικά κανάλια ενημερώσεως να είναι έτοιμα να ενισχύσουν και με το παραπάνω την κακοφωνία που εκπέμπεται από τους κύκλους οικονομικής πολιτικής της Ευρωζώνης.

 

Είναι πραγματικά ένα θαύμα που η Ελλάδα παραμένει ακόμη όρθια και εξακολουθεί να υλοποιεί σκληρά μέτρα προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

 

Ευτυχώς που οι οίκοι αξιολογήσεως έχουν πλέον ξεμείνει από πυρομαχικά, αφού έδωσαν στην Ελλάδα τη χαμηλότερη διαβάθμιση πιστοληπτικής ικανότητας στον κόσμο – γεγονός που δεν περιποιεί τιμή ούτε στους οίκους αξιολογήσεως και σε όσους παίρνουν τις αξιολογήσεις τους στα σοβαρά, αλλά ούτε και στους πολιτικούς που επέτρεψαν κάτι τέτοιο να συμβεί με την μάταια σκέψη ότι λίγη πειθαρχία δεν έβλαψε ποτέ κανέναν πραγματικά!
Βεβαίως, τώρα που οι οίκοι αξιολογήσεως έχουν αρχίσει να αποξηλώνουν τις διαβαθμίσεις των AAΑ από μείζονες χώρες της Ευρωζώνης, το θέμα έχει αποκτήσει πλέον καινούργιο ενδιαφέρον.

 

Εάν δεν υπάρξει αντίδραση, άλλες χώρες θα αρχίσουν να εισέρχονται σε μία καθοδική σπειροειδή πορεία υποβαθμίσεων, όπως έγινε και στην περίπτωση της Ελλάδος.

 

Αυτή είναι απλά η φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων.

 

Χώρες όπως η Ιταλία, ή οποιαδήποτε άλλη δημοκρατική χώρα, είναι απίθανο να μπορέσουν να ανακόψουν το κύμα υποβαθμίσεων, μέσω της υιοθετήσεως μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών αλλαγών, μεγέθους ικανού για να ανατραπεί το αρνητικό κλίμα στις αγορές.

 

Και, βεβαίως, η διαδικασία των υποβαθμίσεων θα ενταθεί εάν και όταν το ΔΝΤ παρέμβει.

 

Τότε, όχι μόνον θα αποκαλυφθούν τα μελανά σημεία της οικονομίας αλλά και η αποδόμηση θα γίνει ταχύτερα εάν χορηγηθεί το λάθος μίγμα πολιτικής.[/accordion]
[accordion title=”Διερευνητικές εγχειρήσεις, ξανά και ξανά!”]

 

Ανεξαρτήτως τελικού αποτελέσματος, το ΔΝΤ έχει αναδειχθεί πλέον σε βασικό παίκτη στη διαχείριση κρίσεων στην Ευρωζώνη.

 

Αυτό συμβαίνει όταν συνεισφέρει ιδίους πόρους για την χρηματοδότηση των αναγκών μίας χώρας υπό διάσωση.

 

Επίσης, όταν εξετάζει την πρόοδο της υλοποιήσεως του προγράμματος προσαρμογής, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Ελλάδος, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας, ή απλά όταν του ανατίθεται η παρακολούθηση της προόδου της δημοσιονομικής εξυγιάνσεως σε χώρες χωρίς πρόγραμμα, όπως η Ιταλία, σύμφωνα με της αποφάσεις της συνόδου του G20 στις Κάννες, στις αρχές Νοεμβρίου 2011.

 

Αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην αμεροληψία την οποία ο οργανισμός θεωρείται ότι διαθέτει, ανεξάρτητα από το βαθμό του ελέγχου τον οποίο ασκούν στις αποφάσεις του τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ που προέρχονται από την Ευρώπη, σε συνδυασμό με την ανάγκη εισαγωγής αξιοπιστίας από εμπειρογνώμονες εκτός Ευρώπης.

 

Η κατάσταση αυτή, ωστόσο, έχει εισαγάγει μία εξωτερική, μη ευρωπαϊκή παράμετρο σε μία ευρωπαϊκή διαδικασία λήψεως αποφάσεων, με απρόβλεπτες σε κάποιες περιπτώσεις συνέπειες.

 

Για παράδειγμα, στα μέσα του 2011 το ΔΝΤ ανακοίνωσε αιφνιδιαστικά στους εταίρους του στην Τρόικα ότι το ΔΝΤ δεν μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτεί την Ελλάδα όταν δεν έχει εξασφαλισθεί πλήρως η κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας.

 

Με βάση την μεσοπρόθεσμη αξιολόγηση των στελεχών του ΔΝΤ, η υλοποίηση του προγράμματος όπως αυτό είχε συμφωνηθεί με τις ελληνικές αρχές δεν θα επαρκούσε για να καλύψει τις ανάγκες χρηματοδοτήσεως της περιόδου 2012-2013.

 

Επομένως, θα έπρεπε να υπάρξει επαναδιαπραγμάτευση ενός νέου, πιο αυστηρού προγράμματος, κάτι που τελικά έγινε τον Ιούλιο του 2011.

 

Λίγους μήνες αργότερα, τον Σεπτέμβριο–Οκτώβριο του 2011, το ΔΝΤ απαίτησε ξανά και νέες προσπάθειες προσαρμογής η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους να μην τίθεται σε κίνδυνο.

 

Η ίδια πρακτική ακολουθήθηκε μετέπειτα και μέχρι την ολοκλήρωση του PSI τον Μάρτιο του 2012.
Αυτή είναι η κλασσική περίπτωση όπου ο γιατρός έχει πάντα δίκιο και συνεχίζει να υποβάλλει τον ασθενή σε διερευνητικές εγχειρήσεις, ξανά και ξανά, ώσπου το πρόβλημα να εντοπισθεί και να διορθωθεί.

 

Με δεδομένες τις καθυστερήσεις εκ μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως στην υλοποίηση συμφωνημένων μέτρων, τα στελέχη του ΔΝΤ αδυνατούσαν να κατανοήσουν τη δυναμική της ελληνικής διαδικασίας προσαρμογής και να την θέσουν αποτελεσματικά υπό έλεγχο.

 

Στο κάτω–κάτω, δεν είναι δυνατόν να απαιτούνται νέα μέτρα μόλις δύο μήνες μετά την απόφαση του Συμβουλίου Κορυφής της 21ης Ιουλίου 2011, όταν προσδιορίσθηκαν και συμφωνήθηκαν όλα τα μέτρα που ήταν αναγκαία για την επαναφορά του ελλείμματος στα προγραμματισμένα επίπεδα ανεξαρτήτως του εάν υπήρχε από ελληνικής πλευράς η αναγκαία προσήλωση στην εφαρμογή του.

 

Αντιμέτωπο με αμείλικτες καθυστερήσεις και με έναν φτωχό απολογισμό ως προς την επίτευξη των επιθυμητών αποτελεσμάτων προσαρμογής, το ΔΝΤ άρχισε να πιέζει για αποτελέσματα «εδώ και τώρα», ανεξάρτητα από τις κοινωνικές εντάσεις ή τις επιπτώσεις για το πρότυπο διακυβερνήσεως μίας δημοκρατικής χώρας.

 

Αυτή η επιμονή στην επίτευξη αποτελεσμάτων, τα οποία η πολιτική διαδικασία είναι αντικειμενικά αδύνατον να επιτύχει στους απαιτούμενους χρόνους, έχει ήδη οξύνει την ύφεση και σπρώχνει την Ελλάδα σε μία εν πολλοίς προαναγγελθείσα κατάσταση.

 

Παρ’ όλα αυτά, οι Ευρωπαίοι πιστωτές και εταίροι της Ελλάδος συνεχίζουν να εμπιστεύονται την ανάλυση ενός Οργανισμού, ο οποίος έχει επανειλημμένα εμφανίσει σοβαρή αστοχία στην μεθόδευση της εφαρμογής του προγράμματος προσαρμογής.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, οποιαδήποτε ιδέα για αλλαγή πλεύσεως θα θεωρούνταν απόδειξη αποτυχίας.

 

Έτσι, η μοναδική πολιτικά ορθή ιδέα είναι η πορεία προς τα εμπρός με τη διατήρηση και διεύρυνση της ίδιας προβληματικής προσέγγισης.[/accordion]
[accordion title=”Η προσαρμογή ακολούθησε λάθος ρότα”]

 

Η Ελλάδα είναι μία δημοκρατική χώρα με μία καλά δομημένη μεσαία τάξη.

 

Συγκαταλέγεται στις 30 πλουσιότερες χώρες του κόσμου.

 

Ευρισκόταν στην 22η θέση το 2010 με βάση τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ περίπου 28.000 Δολάρια ΗΠΑ.

 

Η μεγαλύτερη ανεπάρκεια της αναλύσεως του ΔΝΤ απορρέει από την προσέγγισή του να επιβάλει εξουθενωτική λιτότητα και υπέρμετρη αύξηση του φορολογικού βάρους των συνεπών φορολογουμένων σε μία προηγμένη χώρα όπου το 23% του ενεργού πληθυσμού εργάζεται στον δημόσιο τομέα και ένα επιπλέον 35% δεν ανήκει στην τάξη των μισθωτών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται όσον αφορά στην επίπτωση της λιτότητας στην συνολική ζήτηση και την φοροδιαφυγή.

 

Ταυτόχρονα, περίπου το 100% των συντάξεων όλων των ατόμων στον ιδιωτικό και στον δημόσιο τομέα της οικονομίας καταβάλλεται ουσιαστικά από τον κρατικό προϋπολογισμό στη βάση ενός συστήματος καθορισμένων παροχών.

 

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η επίπτωση της δημοσιονομικής προσαρμογής και της λιτότητας στην κοινωνική συνοχή και την σταθερότητα της ελληνικής κοινωνίας δεν θα έπρεπε να είχε υποεκτιμηθεί.
Από την αρχή, η προσαρμογή ακολούθησε λάθος ρότα.

 

Αντί να δοθεί μεγάλη έμφαση στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει εδώ και πολλά έτη, η συνταγή που υιοθετήθηκε ήταν η προσπάθεια να εστιαστεί στον εύκολο στόχο της αυξήσεως των φορολογικών εσόδων με κάθε τρόπο και περικοπής των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και των συντάξεων όλου του πληθυσμού, με ταυτόχρονη αναδιοργάνωση των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών ώστε να μειωθούν τα ελλείμματα.

 

Πράγματι, στην Ελλάδα ξεκίνησαν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων, ενώ επιχειρήθηκε η απελευθέρωση των κλειστών επαγγελμάτων για να ενισχυθεί ο ανταγωνισμός και, έτσι, να μειωθεί η βάση κόστους της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

 

Στις προσπάθειες αυτές όμως δεν δόθηκε από την κυβέρνηση η δέουσα προτεραιότητα και η υλοποίησή τους δεν αναλήφθηκε με την απαιτούμενη αίσθηση του κατεπείγοντος.

 

Ένα κρίσιμο σφάλμα που έγινε στον τομέα αυτόν ήταν ότι δεν δρομολογήθηκε ένα πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και μειώσεως του υπερμεγέθους κράτους, κάτι που αργότερα ήρθε να στοιχειώσει – και με το παραπάνω – τη διαδικασία προσαρμογής.
Παρ’ όλα αυτά, στην αρχική φάση της διαδικασίας, ολοκληρώθηκε μία πολύ πετυχημένη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος (με τον εξορθολογισμό παραμέτρων ώστε να βελτιωθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του), αν και χωρίς άμεση επίπτωση στην περιστολή των ελλειμμάτων.

 

Η υιοθέτηση μεταβατικών περιόδων εφαρμογής ήταν μόνον εν μέρει η αιτία για το τελευταίο.

 

Ο Αρμαγεδδών της λιτότητας που επακολούθησε οδήγησε έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων εκτός απασχολήσεως στον ιδιωτικό τομέας της οικονομίας.

 

Δεδομένης της καθοδικής ακαμψίας των μισθών και λόγω περιορισμών στην ευελιξία της αγοράς εργασίας, το ποσοστό ανεργίας διπλασιάσθηκε σε περίπου 19% στη διάρκεια της διετίας 2010–2011.

 

Ως αποτέλεσμα, οι εισροές εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως στα συνταξιοδοτικά ταμεία μειώθηκαν δραματικά.

 

Αυτό συνέβαινε σε μία χρονική στιγμή όπου η εισφοροδιαφυγή αυξανόταν, εξαιτίας των δυσκολιών οι οποίες έπλητταν τις μικρές και σχετικά μη παραγωγικές επιχειρήσεις.

 

Εκτός αυτού, τα άτομα που ευρίσκονταν κοντά στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως επέλεξαν να συνταξιοδοτηθούν κατά κύματα, σε μία – ως αποδείχθηκε εκ των υστέρων – μάταιη απόπειρα να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο συντάξεως.

 

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η θεαματική έκρηξη των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος, που κατέστησε αναγκαία τη πληρωμή σημαντικού ύψους επιχορηγήσεων από τον τακτικό προϋπολογισμό παρά την συνεχή περικοπή των συντάξεων.

 

Αυτός είναι και ο λόγος για την συνεχιζόμενη αύξηση των πρωτογενών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού, παρά την ουσιαστική εξοικονόμηση που επιτεύχθηκε από την περικοπή του μισθολογικού κόστους και των λειτουργικών δαπανών του Δημοσίου.

 

Συνολικά, πάντως, οι πρωτογενείς δαπάνες σε επίπεδο γενικής κυβερνήσεως έχουν μειωθεί σημαντικά κυρίως λόγω περικοπής των συντάξεων.

 

Στο μεταξύ, η φοροδιαφυγή εξακολουθούσε να ανθεί και στην πράξη αυξήθηκε με την ελλειπή εφαρμογή των θεσπιζομένων μέτρων και με την αποδιοργάνωση και της φοροεισπρακτικής υποδομής.

 

Οι άνθρωποι προσπαθούσαν να προστατέψουν το επίπεδο διαβιώσεως και τις επιχειρήσεις τους από τις φοροεπιδρομές, θεωρώντας ότι έτσι θα μπορούσαν να διατηρήσουν το συγκριτικό τους πλεονέκτημα σε μία αγορά όπου τα διαθέσιμα εισοδήματα ευρίσκονταν σε ραγδαία πτώση και οι πωλήσεις εξαφανίζονταν, ενώ τα πάγια έξοδα, όπως τα εμπορικά ενοίκια, δεν έπεφταν με αντίστοιχα υψηλό ρυθμό.

 

Αυτό ωστόσο δεν ήταν αρκετό για να κρατήσει σε λειτουργία τις επιχειρήσεις.[/accordion]
[accordion title=”Υπερβολικά μεγάλες θυσίες για υπερβολικά μικρό όφελος”]

 

Τελικά, η ακαμψία του κόστους εργασίας έδωσε τη θέση της σε περισσότερο ευέλικτες πρακτικές απασχολήσεως, με τις συμβάσεις μερικής απασχολήσεως να υπερδιπλασιάζονται σε σχέση με το επίπεδο τους πριν από την κρίση, φθάνοντας στο 60% περίπου όλων των νέων συμβάσεων.

 

Οι απολύσεις διευκολύνθηκαν αλλά οι προσλήψεις ήταν περιορισμένες όχι μόνο λόγω της ελλείψεως ζητήσεως στην αγορά αλλά και, μέχρι πρόσφατα, λόγω των αντιδράσεων στην μείωση του ελάχιστου (νόμιμου) μισθού, όπως καθορίζεται από την γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, που αποτελεί και την βάση για τον καθορισμό των αμοιβών σε όλη την οικονομία.

 

Στο περιβάλλον αυτό, πολλοί εργοδότες άρχισαν να δραστηριοποιούνται στην παράλληλη αγορά εργασίας, προσλαμβάνοντας εργαζόμενους παράνομα (πληρώνοντας αμοιβές κάτω από τον ελάχιστο μισθό και χωρίς καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως).

 

Σε κάθε περίπτωση, η προσαρμογή της οικονομίας στο χαμηλότερο επίπεδο ζητήσεως έγινε μέσω ανεργίας και όχι μέσω μειώσεως μισθών.

 

Τελικά, από τις αρχές του 2012, ο ελάχιστος μισθός μειώθηκε κατά 22%, και κατά 32% για νέους μέχρι 25 ετών, σε μία προσπάθεια να μειωθεί η ανεργία των νέων ηλικίας 15 έως 24 ετών που στο τέλος του 2011 είχε ανέλθει σε 59%.
Οι προσπάθειες να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα μέσω αντιμετωπίσεως της φοροδιαφυγής, αν και ξεκίνησαν με ενθουσιασμό, αργότερα θεωρήθηκε ότι δεν αντιπροσώπευαν μία αξιόπιστη πηγή μεσοπρόθεσμης αυξήσεως εσόδων, καθώς η διαδικασία ήταν μάλλον αργή και το νομικό πλαίσιο δυσκίνητο.

 

Πρόσφατα, οι φορολογικές αρχές, σε μία αξιοσημείωτη αλλαγή τακτικής, προχωρούν σε συλλήψεις ατόμων με εκκρεμείς φορολογικές οφειλές μεγάλου ύψους και σε κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων και τραπεζικών καταθέσεων.

 

Μακροπρόθεσμα, η μάχη κατά της φοροδιαφυγής αναμένεται να αποδώσει ουσιαστικά αποτελέσματα όσον αφορά στην αύξηση των εσόδων, ιδίως καθώς η οικονομία θα ανακάμπτει.

 

Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, και με την ύφεση σε πλήρη εξέλιξη, δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσει τη βάση εξασφάλισης εσόδων σε επίπεδο που θα ικανοποιούσε τους στόχους για μείωση των ελλειμμάτων.

 

Στους λόγους για τους οποίους αυτό συνέβη, θα πρέπει να αναφερθεί ειδικότερα και το χαμηλό ηθικό του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, με τις περικοπές προσωπικού να έχουν αποδιοργανώσει τις εφορίες και με το σύστημα κινήτρων να έχει καταρρεύσει πλήρως μετά από τις εκτεταμένες περικοπές στις αποδοχές και τα επιδόματα.
Με δεδομένες όλες αυτές τις αδυναμίες και κάτω από την πολιτική πίεση να υπάρξουν αποτελέσματα προσαρμογής προς ικανοποίηση της κοινής γνώμης των πιστωτριών χωρών που συμμετείχαν στην ελληνική διάσωση, από τα μέσα του 2011 δρομολογήθηκε μία νέα φάση προσαρμογής, βασισμένη σε δύο πυλώνες.

 

Πρώτον, η προσαρμογή θα στηριζόταν στα έσοδα από την ιδιωτικοποίηση εταιριών και δραστηριοτήτων του δημοσίου τομέα και την ανάπτυξη ακινήτων και γης κρατικής ιδιοκτησίας.

 

Οι ιδιωτικοποιήσεις και οι πωλήσεις ακινήτων αποτελούν προφανώς μία καλοδεχούμενη επιπλέον διάσταση στη διαδικασία προσαρμογής με τεράστιες δυνατότητες που υπερβαίνουν τον στόχο για έσοδα € 50 δισ.

 

Ωστόσο, δεδομένης της ανάγκης για την επίτευξη αποτελεσμάτων σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, εξαιτίας της αποτυχίας προηγούμενων πολιτικών προσαρμογής, η ελληνική κυβέρνηση, υπό την απειλή της στάσης πληρωμών, συμφώνησε στην πώληση, βρέξει-χιονίσει, περιουσιακών στοιχείων σε συγκεκριμένα χρονικώς καθορισμένα διαστήματα, ώστε να αντισταθμισθούν οι προηγούμενες καθυστερήσεις.

 

Αυτό το είδος πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων ισοδυναμούσε με αναγκαστική εκποίηση υπό πίεση, κατά παράβαση των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας.

 

Πάντως, πιο πρόσφατα, η διαδικασία αποκρατικοποιήσεων συμφωνήθηκε να επεκταθεί σε μακρύτερο χρονικό ορίζοντα.

 

Δεύτερον, η εξάρτηση από τους έκτακτους φόρους επί των εισοδημάτων και από φόρους στην ακίνητη περιουσία θα αυξανόταν δραματικά, επηρεάζοντας κυρίως τους μισθωτούς και, γενικότερα, τους έντιμους φορολογούμενους οι οποίοι καταβάλλουν τους φόρους τακτικά και έγκαιρα.

 

Ταυτόχρονα, το αφορολόγητο όριο θα μειωνόταν από € 12.000 σε € 5.000, ώστε να φορολογηθούν τουλάχιστον με την χαμηλότερη κλίμακα του 10% όλοι οι μη μισθωτοί, οι οποίοι απέφευγαν να πληρώνουν φόρους δηλώνοντας εισοδήματα κάτω από το ελάχιστο όριο.

 

Με την προσέγγιση αυτή, βέβαια, πλήττονταν αθέλητα και οι μισθοσυντήρητοι με χαμηλά εισοδήματα.

 

Αυτή ήταν μία μορφή φορολογήσεως με ιδιαίτερα αντίστροφη προοδευτικότητα που, σε συνδυασμό με την προφανή αδυναμία εμφανίσεως συγκεκριμένων σημαντικών αποτελεσμάτων στο μέτωπο της φοροδιαφυγής, δημιούργησε κοινωνική ένταση.

 

Το μίγμα πολιτικής θεωρήθηκε πέρα για πέρα άδικο ενώ το κλίμα στην κοινωνία οξύνθηκε κι άλλο με την περαιτέρω περικοπή των συντάξεων ηλικιωμένων ατόμων τα οποία ως επί το πλείστον δεν είναι σε θέση να επανέλθουν στην αγορά εργασίας.

 

Πιο πρόσφατα, η ίδια διαδικασία επιταχύνθηκε και η ελληνική κυβέρνηση άρχισε, τελικά, να μειώνει τον αριθμό των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα και να προβαίνει σε μεγαλύτερες περικοπές μισθών και ημερομισθίων.

 

Υπό την απειλή της στάσης πληρωμών, όλες αυτές οι περικοπές γίνονταν με τρόπο μη μεθοδικό, χωρίς κανένα απολύτως σχέδιο και καμία απολύτως προετοιμασία.

 

Η τελευταία συμφωνία με την Τρόικα (Φεβρουάριος 2012) προβλέπει μία πιο συντηρητική μείωση απασχολήσεως, κατά 15.000 άτομα το 2012 και κατά 150.000 μέχρι το 2015, αντί της μειώσεως κατά 30.000 άτομα εντός του Δεκεμβρίου 2011, μετά όμως από κατάλληλες διαδικασίες αναδιαρθρώσεως των υπηρεσιών και αξιολογήσεως των αναγκών σε προσωπικό του δημοσίου τομέα.

 

Η μείωση του μεγέθους του δημοσίου τομέα στην Ελλάδα, την τελευταία σοβιετική οικονομία στην Ευρώπη, είναι επιβεβλημένη.

 

Ωστόσο, η άναρχη, μερικές φορές, κατανομή του κόστους για την κοινωνία και οι συνακόλουθες συνέπειες για την οικονομική εμπιστοσύνη και την αποδοχή των μεταρρυθμίσεων, εμφανίζεται ως μία κοινωνικά ανάλγητη και οικονομικά αναποτελεσματική διαδικασία.

 

Έτσι, η διαδικασία προσαρμογής, με τον τρόπο με τον οποίο το ΔΝΤ την διαχειρίσθηκε στην Ελλάδα, δεν είναι καθόλου ικανοποιητική.

 

Οι συνολικές επιδόσεις του προγράμματος προσαρμογής όσον αφορά στην επίτευξη μόνιμων βελτιώσεων υπήρξαν μάλλον πενιχρές.

 

Με δύο λόγια, υπερβολικά μεγάλες θυσίες για υπερβολικά μικρό όφελος.
[/accordion]
[accordion title=”Η διάβρωση της εμπιστοσύνης”]

 

Μία άλλη πτυχή της αποτυχίας της προσαρμογής αφορά στην σημαντικά χαμηλή ποιότητα διαχειρίσεως των προσδοκιών.

 

Χωρίς διάθεση αφέσεως των αμαρτιών σε κυβερνητικό επίπεδο, σε κάθε τριμηνιαίο έλεγχο, το ΔΝΤ και η Τρόικα γενικά παρουσίαζαν προβολές για την αύξηση του ΑΕΠ, τα ελλείμματα και τα χρέη.

 

Με τρόπο συστηματικό, οι αριθμοί παρουσιάζονταν ως εάν να γινόταν κάποια συνειδητή προσπάθεια να ενσωματωθεί στις προβλέψεις αυτές η λειτουργία του Νόμου του Μέρφυ δηλαδή εάν κάτι μπορεί να πάει στραβά, τότε θα πάει στραβά.

 

Δηλαδή, με βάση τις υποθέσεις περί «αμετάβλητης πολιτικής», οι προβλέψεις για την εξέλιξη του λόγου ελλείμματος προς ΑΕΠ εμφάνιζαν συστηματικά τον λόγο αυτό να υπερβαίνει τους στόχους του Προγράμματος, για την επίτευξη των οποίων είχαν ήδη ληφθεί επώδυνα μέτρα.

 

Αποτέλεσμα ήταν ότι η ελληνική κοινή γνώμη στρεφόταν κατά των μέτρων αυτών, καθώς οι άνθρωποι δεν έβλεπαν καμία βελτίωση στα βασικά οικονομικά μεγέθη για τους επόμενους μήνες και τα επόμενα έτη.

 

Κλασσικό τέτοιο παράδειγμα είναι η προβολή του ΔΝΤ για την αύξηση του ΑΕΠ το 2012, που από +1,1% τον Μάρτιο του 2011 έγινε +0,6% τον Ιούλιο του 2011, -3% τον Δεκέμβριο του 2011 και -4,8% τον Μάρτιο του 2012.

 

Στην κυβίστηση αυτή ανήκει δικαιωματικά μία θέση στο βιβλίο Γκίνες για την παγκόσμια επίδοση στο πόσο ταχεία και πόσο βαθειά μπορεί να είναι η αλλαγή οικονομικών προοπτικών μίας χώρας.

 

Η πρόβλεψη αυτή για υψηλό αρνητικό ρυθμό αναπτύξεως υπέθετε σιωπηρά ότι οι επενδύσεις θα συνέχιζαν να υποχωρούν για έκτη συνεχή χρονιά, ότι το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων των € 50 δισ. δεν φέρνει καμία άμεση ξένη επένδυση, ότι οι εκτεταμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν έχουν επίπτωση στην οικονομική ανάπτυξη, ότι η εμπιστοσύνη δεν βελτιώνεται και ότι η Ελλάδα θα εξακολουθήσει να απορροφά με ρυθμό χελώνας τα διαθέσιμα διαρθρωτικά κονδύλια της ΕΕ, ύψους € 14 δισ., ή δεν θα τα απορροφά καθόλου.

 

Στο μεταξύ, η τελευταία προβολή του ΔΝΤ πριν η απομείωση του χρέους κατά 50% ήταν ότι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα φθάσει το 189% το 2012, υποθέτοντας ουσιαστικά ότι όλες οι ενδεχόμενες υποχρεώσεις θα καταστούν απαιτητές και όλα τα αποθεματικά ασφαλείας θα χρησιμοποιηθούν.

 

Για τον επιχειρηματία ή τον καταναλωτή που αναρωτιέται για τις προοπτικές στο άμεσο μέλλον, αυτό ισοδυναμούσε με κήρυξη αδυναμίας πληρωμών.

 

Και η διάβρωση της εμπιστοσύνης στο εσωτερικό δεν είναι η μόνη ζημιά που έγινε.

 

Αυτό που είναι ακόμη χειρότερο είναι ότι οι αναλυτές και οι αγορές διεθνώς υιοθετούν αμέσως αυτές τις προβλέψεις, χωρίς να εξετάζουν τις υποκείμενες υποθέσεις, ως απόδειξη επιβεβαιώσεως των εκτιμήσεών τους ότι η στάση πληρωμών είναι αναπόφευκτη.

 

Και η καθοδική σπειροειδής πορεία συνεχίζεται χωρίς ορατό τέλος.

 

Φυσικά, οι προβολές, τελικά, πράγματι επαληθεύονται, όχι τόσο εξαιτίας της ευρωστίας των προβλέψεων, αλλά περισσότερο μέσω της διαβρώσεως της εμπιστοσύνης στην πραγματική οικονομία. [/accordion]
[accordion title=”Μία τολμηρή απόπειρα να τεθεί χαλινάρι στις αγορές”]

 

Έτσι, το νέο χρηματοδοτικό πακέτο για την Ελλάδα που εγκρίθηκε στις 27 Οκτωβρίου 2011, όπως οριστικοποιήθηκε και ενισχύθηκε τον Φεβρουάριο του 2012, αποτελεί μία τολμηρή απόπειρα να τεθεί χαλινάρι στις αγορές και να καταδείξει την αποφασιστικότητα των αρχών της Ευρωζώνης να αντιμετωπίσουν την κρίση δημοσίου χρέους και την τραπεζική κρίση μία για πάντα.

 

Η συμφωνία προβλέπει την ανακεφαλαιοποίηση όχι μόνο των ελληνικών τραπεζών, αλλά και των ευρωπαϊκών τραπεζών που έχουν στην κατοχή τους ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σε συνέχεια του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους.

 

Από όλες τις τράπεζες ζητείται να προχωρήσουν σε αυξήσεις κεφαλαίου στις οποίες θα εγγραφούν πρώτα οι αγορές, και στη συνέχεια, εφόσον χρειασθεί, οι κυβερνήσεις που επωφελούνται από τη διάθεση πόρων του ΕΤΧΣ.

 

Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν, ειδικότερα, να κάνουν χρήση των € 50 δισ. των κονδυλίων διασώσεως που προορίζονται για το σκοπό αυτό.

 

Ζητώντας από τις τράπεζες να αποτιμήσουν σε τρέχουσες τιμές αγοράς το σύνολο των κρατικών χρεογράφων που έχουν στην κατοχή τους και, επιπλέον να διαμορφώσουν ένα βασικό δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (core Tier I) τουλάχιστον 9% μέχρι τα μέσα του 2012, ελπίζεται ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα διαθέτουν επαρκή κεφαλαιοποίηση για να αντιμετωπίσουν οποιεσδήποτε έκτακτες απαιτήσεις, δεδομένων των σημερινών πιθανοτήτων αδυναμίας πληρωμών εκ μέρους των διαφόρων κρατών.

 

Η ιδέα είναι, φυσικά, ότι η Ιταλία ή η Ισπανία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα με σχετικά μεγάλο μέγεθος θα προχωρήσουν σε προγράμματα εξυγιάνσεως τα οποία θα θεωρηθούν αξιόπιστα από τις αγορές.

 

Θεωρείται αδιανόητο ότι χώρες όπως αυτές μπορεί να κηρύξουν στάση πληρωμών διότι, εάν το κάνουν, αυτό θα σημάνει και το τέλος του Ευρώ.

 

Σε όλο αυτό το αμυντικό οικοδόμημα, η αντιμετώπιση της Ελλάδος έχει κομβική σημασία. Επιβάλλοντας ένα βαθύ «κούρεμα», η ελπίδα είναι ότι οι αγορές θα σταματήσουν να ασχολούνται με την Ελλάδα, καθώς οι προσδοκίες περί βιωσιμότητας του χρέους μπορεί να ενισχυθούν σημαντικά και η αποτελεσματικότητα στην διαχείριση κρίσεων στην Ευρωζώνη να θεωρηθεί ότι έχει αποκατασταθεί.

 

Δηλαδή, η υιοθέτηση μίας αποφασιστικής στάσης έναντι της Ελλάδος θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα δίχτυ προστασίας για άλλες χώρες της Ευρωζώνης με δυσοίωνες προοπτικές, όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία.[/accordion]
[accordion title=”Το οικονομικό κλίμα πρέπει να προστατεύεται και να καλλιεργείται”]

 

Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα έπρεπε κανείς να στηριχθεί σε αποδείξεις ότι το ελληνικό χρέος δεν ήταν βιώσιμο, ότι υπήρχε δηλαδή θέμα αδυναμίας εξυπηρετήσεως.

 

Και έτσι οδηγηθήκαμε σε διαδοχικούς γύρους αναθεωρήσεων των προβλέψεων επί το χείρω, έτσι ώστε να υπάρχει θεωρητική θεμελίωση των αποφάσεων των Ευρωπαϊκών Συνόδων Κορυφής για την λήψη νέων μέτρων.

 

Η προηγηθείσα Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2001 σχετικά με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI), η οποία δεν υλοποιήθηκε ποτέ, αντικαταστάθηκε από μία πιο ριζική, που προέβλεπε μείωση κατά 50% της ονομαστικής αξίας του χρέους το οποίο κατέχουν κυρίως ευρωπαϊκά χρηματοοικονομικά ιδρύματα.

 

Αυτό είχε ως στόχο τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδος στο 120% μέχρι το 2020, έναντι της προηγούμενης προβλέψεως για τη μείωση του λόγου αυτού σε 152%, με δεδομένη την υποβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας τους προηγούμενους μήνες.

 

Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ για το 2020 που χρησιμοποιείτο στις προβλέψεις τον Ιούλιο του 2011 ήταν 130%, αλλά με σημαντικά μεγαλύτερη ανάπτυξη και υψηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, που τον Οκτώβριο του 2011 θεωρήθηκαν πλέον ως μη επιτεύξιμα.

 

Πράγματι, στην έκθεση του ΔΝΤ του Ιουλίου 2011, η μέση ονομαστική ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά την περίοδο 2012–20 προβλεπόταν να είναι 3,7%, με μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 5,6% του ΑΕΠ και σωρευτικά (2011-2015) έσοδα € 50 δισ. από ιδιωτικοποιήσεις.

 

Αντίθετα, στη Συμφωνία του Οκτωβρίου 2011, όπως αποτυπώνεται στην έκθεση του ΔΝΤ του Δεκεμβρίου 2011, η πρόβλεψη για την μέση ονομαστική ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στη διάρκεια της περιόδου 2012-20 διαμορφώθηκε σε 2,5%, με μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 3,7% του ΑΕΠ και σωρευτικά (2011-2015) έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μόλις € 20 δισ.!

 

Τέλος, κατά την διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το PSI (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2012), οι χώρες–πιστώτριες της Ελλάδος επέμειναν σε μία απομείωση μεγαλύτερη του 50% του χρέους, θέτοντας σε αμφισβήτηση τον εθελοντικό χαρακτήρα της συναλλαγής.

 

Για ακόμη μία φορά υπήρξε ανατροπή και, με βάση τις τότε προβλέψεις του ΔΝΤ, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ διαμορφωνόταν πλέον σε 129% το 2020, δημιουργώντας την ανάγκη για μεγαλύτερο PSI ή πρόσθετη επίσημη χρηματοδότηση, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο στόχος βιωσιμότητας του χρέους του 120%.

 

Αυτό οδήγησε στην τελική συναλλαγή του PSI όπου υπήρξε μία μείωση κατά 53,5% της ονομαστικής αξίας του ελληνικού χρέους. Δεδομένης και της επιτυχίας της ανταλλαγής ομολόγων, το ΔΝΤ προβλέπει πλέον τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 116,5% το 2020.
Δεδομένων των συνθηκών, το 2011 η πτώση του πραγματικού ΑΕΠ διαμορφώθηκε τελικά σε -6,9%, πιστοποιώντας κατά κάποιο τρόπο την υποβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας.

 

Αυτό δεν αντανακλά μόνο την ανώτερη προβλεπτική ικανότητα του ΔΝΤ αλλά και το γεγονός ότι η οικονομία κατακρημνίσθηκε το τελευταίο τρίμηνο του έτους υπό την επήρεια των δυσμενών σεναρίων που επεκράτησαν σχεδόν αμέσως μετά την Συμφωνία της 21ης Ιουλίου 2011 και ενώ η οικονομία βρισκόταν σε φάση ανακάμψεως το τρίτο τρίμηνο του 2011.

 

Η εμπιστοσύνη στην οικονομία επηρεάσθηκε δυσμενώς κατά την διάρκεια της περιόδου αυτής, με την Ελλάδα να παίρνει πρόσθετα μέτρα κατά κύματα σε μία προσπάθεια εκπληρώσεως των προϋποθέσεων για την είσπραξη της έκτης δόσης της χρηματοδοτικής βοήθειας διασώσεως.

 

Τα χρήματα τελικά αποδεσμεύθηκαν τον Δεκέμβριο του 2011, με καθυστέρηση τριών μηνών περίπου, και αφού είχε αποφασισθεί η απομείωση κατά 50% του ονομαστικού ελληνικού χρέους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 26ης Οκτωβρίου 2011 και αφού είχε παραιτηθεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός στις 11 Νοεμβρίου 2011.

 

Σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον, η μείωση του πραγματικού ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2011 κατέγραψε ένα αρνητικό ποσοστό -7,5%, από -5% το τρίτο τρίμηνο του 2011 όταν είχε υπάρξει βελτίωση από το -7,3% του δεύτερου τριμήνου του 2011 και το -8% του πρώτου τριμήνου του 2011, με την αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών να ανατρέπεται και να γίνεται αρνητική και την μείωση της καταθετικής βάσεως των τραπεζών να επιταχύνεται.

 

Το μάθημα που μπορεί να διδαχθεί κάποιος από την ελληνική εμπειρία είναι ότι το οικονομικό κλίμα πρέπει να προστατεύεται και να καλλιεργείται.

 

Διαφορετικά, η λιτότητα που φέρνει ύφεση οδηγεί σε υστερήσεις εφαρμογής, που απαιτούν την λήψη περαιτέρω διορθωτικών μέτρων, που οδηγούν σε μεγαλύτερη ύφεση, που εμποδίζει την δημοσιονομική προσαρμογή, σε έναν φαύλο κύκλο που δεν έχει τέλος.[/accordion]
[accordion title=”Πόσα χρόνια θα απαιτηθούν πριν το αναπόφευκτο γίνει αποδεκτό;”]

 

Αυτή είναι η περιγραφή μίας οικονομίας σε μόνιμη λιτότητα, όπου οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις δεν παράγουν κανένα σημαντικό όφελος σε όρους αναπτύξεως!

 

Δεν υπάρχει ωστόσο καμία εξήγηση για το τι άλλαξε τόσο ριζικά ώστε οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας να υποβαθμισθούν τόσο απότομα.

 

Μία προφανής εξήγηση είναι η αλλαγή στάσης του ΔΝΤ και των αρχών της Ευρωζώνης όσον αφορά στην ταχύτητα της προσπάθειας για εξυγίανση και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ταυτόχρονα με την κοινωνική αποδοχή της προσπάθειας αυτής, δεδομένης της συνεχιζόμενης αδυναμίας να επιτευχθεί η προσαρμογή που θα βελτίωνε την ψυχολογία της αγοράς.

 

Δεν μπορεί, όμως, να μην σημειωθεί ότι ο κατεπείγων χαρακτήρας αυτής της αλλαγής επιτάθηκε από την έντονη επιθυμία να αναληφθούν δράσεις ώστε να περιορισθεί η μετάδοση του προβλήματος σε άλλες χώρες της περιφέρειας, περιλαμβανομένων της Ιταλίας και της Ισπανίας.
Η ιδέα ήταν να απομονωθούν οι χώρες που δυνητικά θα μπορούσαν να κηρύξουν στάση πληρωμών, όχι μόνον με την ανάληψη δράσεων που θα φαίνονταν τολμηρές, όπως στην περίπτωση της Ελλάδος, αλλά και με την ενίσχυση του ΕΤΧΣ.

 

Η ανάληψη δράσεως για την ενίσχυση του ΕΤΧΣ έγινε με τη μάταια ελπίδα ότι ένας μηχανισμός που δημιουργήθηκε για να υποστηρίζει χώρες κατά περίπτωση, μπορεί πράγματι να αντιμετωπίσει συστημικές διαταραχές.

 

Το ΕΤΧΣ μπορεί να λειτουργήσει ομαλά όταν η διάσωση αφορά μόνον λίγες μικρές χώρες.

 

Εάν όμως χρειασθεί να διασωθούν περισσότερες χώρες, και ιδίως εάν στην εικόνα προστεθεί και η Ιταλία, τότε το ΕΤΧΣ δεν θα έχει καμία ουσιαστική αποτελεσματικότητα.

 

Η Ιταλία τράβηξε την προσοχή των αγορών όχι μόνον εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους του δημοσίου χρέους της και των ασθενών αναπτυξιακών της προοπτικών, αλλά και εξαιτίας της μεγάλης συμμετοχής στο ΑΕΠ της Ευρωζώνης (που είναι περίπου το μισό της γερμανικής οικονομίας).

 

Με δεδομένα τα χαρακτηριστικά της Ιταλίας, το ΕΤΧΣ κάθε άλλο παρά μπορεί να θεωρηθεί ως αξιόπιστη άμυνα για τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης.

 

Εάν η Ιταλία χαθεί, τότε χάνεται και η Ευρωζώνη, με τα όνειρα και τις επιδιώξεις διαδοχικών γενεών Ευρωπαίων πολιτών να γίνονται για πάντα συντρίμμια.

 

Έγινε, λοιπόν, προσπάθεια το ΕΤΧΣ να συνεπικουρηθεί με τις νέες πιστωτικές διευκολύνσεις, όπως η Προληπτική Πιστωτική Γραμμή Ρευστότητας (Precautionary and Liquidity Line – PLL), που παρουσίασε πρόσφατα το ΔΝΤ στη σύνοδο του G20 στις Κάννες στις αρχές Νοεμβρίου 2011, ή ακόμη και με κεφάλαια από την Κίνα, τη Ρωσία ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, καθώς και πόρους του Ευρωσυστήματος Κεντρικών Τραπεζών που θα δανεισθεί το ΔΝΤ για χρήση σε επιχειρήσεις διασώσεως χωρών της Ευρωζώνης.

 

Εάν, όμως, οι αγορές θεωρήσουν ότι το ΕΤΧΣ δεν πρόκειται να επιτύχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα λόγω του μεγέθους της χρηματοδοτούμενης χώρας ή της απουσίας ενός μηχανισμού για τη γρήγορη και αποτελεσματική λήψη αποφάσεων (φαντασθείτε τους Φιλανδούς να απαιτούν εγγυήσεις για δάνεια διασώσεως της Ιταλίας!), τότε η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη.
Αργά ή γρήγορα οι Ευρωπαίοι θα αναγνωρίσουν τα όρια των επιμέρους κατά χώρα λύσεων.

 

Οι λύσεις αυτές δεν μπορούν ποτέ να υπερέχουν της εκδόσεως Ευρωομολόγων ή της χρήσεως «δύναμης πυρός» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για την σταθεροποίηση της αγοράς κρατικών ομολόγων.

 

Το καταστατικό της τελευταίας δεν της επιτρέπει, σε αντίθεση με εκείνο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ ή της Τράπεζας της Αγγλίας, να ενεργήσει ως ύστατος δανειστής για κυβερνήσεις.

 

Παρ’ όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω μακροπρόθεσμων πράξεων αναχρηματοδοτήσεως των τραπεζών παρέχει πλέον στις αγορές επαρκή ρευστότητα για τρία έτη, βοηθώντας έτσι στην σταθεροποίηση, τουλάχιστον προσωρινά, της ευρωπαϊκής αγοράς κρατικών ομολόγων.

 

Μακροπρόθεσμα, φαίνεται όλο και πιο πιθανό ότι οι αγορές θα είναι κατ’ εξοχήν η δύναμη που θα αναγκάσουν τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη να εξετάσουν το αδιανόητο σε ορισμένους κύκλους, επιταχύνοντας έτσι την ευρωπαϊκή ενοποίηση, πολύ γρηγορότερα και πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι μπορούν να το κάνουν όλες μαζί οι διακρατικές συμφωνίες και οι ενδιάμεσες συνθήκες.

 

Το Ευρώ στο τέλος θα επιβιώσει.

 

Αυτό θα είναι μία καλή εξέλιξη για όλους τους Ευρωπαίους και για την παγκόσμια οικονομία.

 

Το πραγματικό ερώτημα που τίθεται, βεβαίως, είναι πόσος πόνος, πόση προσπάθεια και πόσα χαμένα χρόνια θα απαιτηθούν πριν το αναπόφευκτο γίνει αποδεκτό και εφαρμοσθεί.[/accordion]
[accordion title=”Οι πολιτικοί σε αναζήτηση αξιοπιστίας”]

 

Η κρίση του ελληνικού δημοσίου χρέους έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τα κράτη-μέλη αλληλεπιδρούν και συνεργάζονται στην πράξη.

 

Στην πραγματικότητα, η κακοτυχία της Ελλάδος αποτέλεσε πολιτική φλέβα χρυσού για τη Γερμανία, που βγήκε από τις αναταράξεις ως η αδιαφιλονίκητη ηγέτης και χρηματοδότρια της Ευρώπης, με την Γαλλία να την ακολουθεί ασθμαίνουσα κατά πόδας.

 

Άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις όπως η Ιταλία και η Ισπανία, έχουν μείνει πίσω, αδυνατώντας να συμμετάσχουν ως ίσοι στη νέα ευρωπαϊκή τάξη πραγμάτων, λόγω υστερήσεων στις οικονομικές τους επιδόσεις (χαμηλή ανάπτυξη ή υψηλός δανεισμός ή και τα δύο).

 

Έτσι, το περιβάλλον έχει πλέον διαμορφωθεί για μία Ευρωζώνη όπου καμία απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί εάν η Γερμανία έχει αντιρρήσεις.

 

Ωστόσο, η δημόσια εικόνα της Γερμανίας απαιτεί την συνδιαχείριση με άλλους.

 

Η ευθύνη αυτή πέφτει στους ώμους του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο δυστυχώς ολοένα και συχνότερα θεωρείται ότι απλώς νομιμοποιεί επιλογές προς τις οποίες η Γερμανία διάκειται ευμενώς.

 

Ο ιστορικός της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως θα εξετάσει σίγουρα στο μέλλον κατά πόσον ή όχι η Γερμανία έκανε καλή χρήση της ισχύος της.

 

Στην σημερινή συγκυρία, η ανάδειξη της Γερμανίας ως ύψιστης πολιτικής δύναμης στην ηπειρωτική Ευρώπη αποτελεί μία πραγματικότητα.

 

Και κάθε χώρα, αργά ή γρήγορα, μαθαίνει να συμβιβάζεται με την ιδέα αυτή.

 

Βεβαίως, δεν πρόκειται για μία κατάσταση στασιμότητας.

 

Η ιστορία διδάσκει ότι το κέντρο της δύναμης μετατοπίζεται διαχρονικά.
Παρ’ όλα αυτά, η διακυβέρνηση της Ευρωζώνης, όπως σε όλες τις πολύπλοκες δημοκρατικές κοινωνίες, εξακολουθεί να μην είναι αποτελεσματική.

 

Για να συμφωνηθεί οποιαδήποτε πρόταση, χρειάζεται να ληφθούν αποφάσεις από 17 χώρες.

 

Κάποιες φορές, στις κυβερνήσεις συνασπισμού, η διαδικασία εμποδίζεται από τις απόψεις περιθωριακών πολιτικών κομμάτων που κρατούν την λήψη αποφάσεων στο επίπεδο της Ευρωζώνης όμηρο ιδιοτροπιών ή/και στενόμυαλων/επαρχιώτικων αντιλήψεων.

 

Φυσικά, αυτή η χρονοβόρος και αναποτελεσματική διαδικασία λήψεως αποφάσεων είναι βούτυρο στο ψωμί των αγορών, καθώς οι αποφάσεις των Ευρωπαίων πολιτικών θεωρούνται κατά κανόνα κατώτερες των προσδοκιών και ότι συνήθως έχουν ξεπερασθεί από τα γεγονότα.

 

Συνεπώς, υποδαυλίζουν περαιτέρω την αβεβαιότητα, εξακοντίζοντας τα περιθώρια των συμβολαίων αντισταθμίσεως πιστωτικού κινδύνου (CDS) σε όλο και υψηλότερα επίπεδα.
Η λήψη αποφάσεων στην Ευρωζώνη αμαυρώνεται ολοένα και συχνότερα από εσωτερικούς πολιτικούς συσχετισμούς στα κράτη-μέλη.

 

Κάποιες φορές, περιθωριακά πολιτικά κόμματα φαίνεται να εκμεταλλεύονται τις ξενοφοβικές σε μεγάλο βαθμό αντιλήψεις του εκλογικού σώματος, επειδή έτσι αυξάνεται η ισχύ τους στο επίπεδο της εθνικής πολιτικής σκηνής.

 

Σε δύσκολους οικονομικούς καιρούς, μικρόνοες πολιτικοί τείνουν να ασκούν σημαντικά μεγαλύτερη επιρροή από αυτήν που οι ιδέες τους θα συγκέντρωναν σε καιρούς μεγαλύτερης ευημερίας.

 

Ταυτόχρονα, αυτού του είδους η δυναμική αναγκάζει τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα να βάζουν νερό στο κρασί τους όσον αφορά στην μακροχρόνια στάση τους υπέρ της Ευρώπης, είτε για να μην απολέσουν πολιτική επιρροή είτε για να συνεχίσουν να κυβερνούν στο πλαίσιο συνασπισμών με μικρότερα πολιτικά κόμματα, διατηρώντας την ισορροπία δυνάμεων σε εγγενώς ασταθείς πολιτικούς σχηματισμούς.

 

Τα τελευταία τείνουν να λαμβάνουν αποφάσεις με περίπλοκο τρόπο, κυρίως σε αρμονία με επικρατούσες αργές διαδικασίες και τοπικιστικές αντιλήψεις πολλών και διαφορετικών συνιστωσών στο εκλογικό σώμα.

 

Έτσι, τίθενται σε κίνηση φυγόκεντρες δυνάμεις που οδηγούν την Ευρώπη σε επιμέρους λύσεις για επιμέρους χώρες και όχι σε λύσεις που λαμβάνουν υπ’ όψει την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.

 

Από τη Φιλανδία μέχρι τη Σλοβακία και από τη Γερμανία μέχρι την Ολλανδία, αυτή η προσέγγιση είναι βαθειά εδραιωμένη στην ευρωπαϊκή πολιτική πρακτική και απειλεί την εξέλιξη αυτού καθαυτού του πυρήνα του σχεδίου για την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

 

Η κατάσταση αυτή γίνεται εμφανέστερη στη διαχείριση κρίσεων, όπου απαιτούνται όχι μόνον γρήγορες, αλλά και φιλικές προς την Ευρώπη αποφάσεις.

 

Όλο και περισσότερο, ορισμένοι πολιτικοί σχηματισμοί στην Ευρώπη δρουν σήμερα με τρόπο που προσιδιάζει περισσότερο στους «ιδιώτες» της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, θέτοντας την εκλογική τους επιτυχία σε τοπικό επίπεδο υπεράνω του οράματος της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.
Μία άλλη ανεπάρκεια στη διαχείριση της προσπάθειας προσαρμογής αφορά τις επιπτώσεις που οι διάφορες ανακοινώσεις έχουν στην εμπιστοσύνη.

 

Οι σύγχρονοι πολιτικοί λειτουργούν σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από διαρροές στον Τύπο, προσωπικές στρατηγικές και δημόσια σχόλια σχετικά με ο,τιδήποτε θεωρείται άξιο λόγου με στόχο τον επηρεασμό των ψηφοφόρων τους, εν πολλοίς ανεξαρτήτως εθνικού συμφέροντος και χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψει η ζημιά σε άλλες χώρες.

 

Η πρακτική αυτή επεκτείνεται επίσης στους συμβούλους και στα υψηλόβαθμα κλιμάκια της δημόσιας διοικήσεως, τα οποία συνήθως συνδέονται με πολιτικούς.

 

Σε πολλές χώρες, τα εθνικά ΜΜΕ έχει εκφυλισθεί σε μέσο μεταδόσεως προς τα τοπικά ακροατήρια των ειδήσεων που προέρχονται από τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και τις κορυφαίες οικονομικές εφημερίδες παγκόσμιας κυκλοφορίας.

 

Έτσι, η μία ή η άλλη δήλωση ενός συμβούλου της γερμανικής κυβερνήσεως γίνεται σημαντική είδηση τοπικά στην Ελλάδα και ερμηνεύεται ως ένδειξη των μελλοντικών εξελίξεων σε σχέση με τα σχέδια της Γερμανίας, για παράδειγμα, για την βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους.

 

Το σφυροκόπημα αυτό είναι συνεχές και ενισχύεται από τηλεοπτικά ειδησεογραφικά προγράμματα, μπλογκ, τοπικές ειδησεογραφικές ομάδες που λειτουργούν αποκλειστικά μέσω Διαδικτύου κ.λπ.

 

Αποτέλεσμα είναι η εξάπλωση ενός κλίματος αδιεξόδου και κατήφειας, καθώς όλες οι άξιες δημοσιεύσεως ειδήσεις είναι συνήθως οι αρνητικές ειδήσεις.

 

Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία μεταδίδουν ασταμάτητα δηλώσεις πολιτικών, συμβούλων, εμπειρογνωμόνων κ.λπ., επηρεάζοντας τις αγορές.[/accordion]
[accordion title=”Όταν η αναγνώριση του λάθους δημιουργεί ψυχική και διανοητική δυσφορία”]

 

Έτσι, η διαχείριση κρίσεων της Ευρωζώνης μοιάζει κάποιες φορές να ασκείται με τρόπο ανεύθυνο μέσω των ΜΜΕ, με αρνητικές επιπτώσεις για την εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών και των καταναλωτών στις οικονομίες που μοχθούν να υλοποιήσουν επαχθή προγράμματα προσαρμογής.

 

Η αποτελεσματική διαμόρφωση πολιτικής απαιτεί σίγουρα την ανάδειξη πολλών προτάσεων και υποδείξεων, αλλά την ανακοίνωση μίας μόνον αποφάσεως προς το κοινό, και όταν αυτή έχει οριστικοποιηθεί. Αλλά ούτε αυτό διασφαλίζεται.

 

Το θέαμα Ευρωπαίων ηγετών να εκφράζουν αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν αποφασισθεί είναι αρκετά σύνηθες.

 

Μετά τις αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 2012, το μήνυμα στις αγορές ήταν ότι, ανεξαρτήτως των θυσιών που επιβάλλονται στον ελληνικό πληθυσμό λόγω της λιτότητας και των διαρθρωτικών μέτρων που υιοθετούνται, μία νέα διάσωση δεν μπορεί να αποκλεισθεί.

 

Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς εάν εδώ έχουμε μία τυπική περίπτωση όπου κάποιος μετακυλύει τους φόβους για αποτυχία του δικού του σχεδίου σε άλλους.

 

Αυτό το οποίον μεταφέρεται στην κοινή γνώμη είναι ότι οι όποιες ευθύνες για οποιαδήποτε αποτυχία της πολιτικής της Τρόικας να οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε προσαρμογή θα πρέπει να αποδίδονται στους Έλληνες καθώς η αναγνώριση ότι η συνταγή δεν δουλεύει δημιουργεί ψυχική και διανοητική δυσφορία.
Η Ευρώπη έχει πληρώσει ακριβά τον λαϊκισμό στο παρελθόν.

 

Αν μη τι άλλο, η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως διαμορφώθηκε εν μέρει – ή ως επί το πλείστον – ως ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο έναντι του κινδύνου επανεμφανίσεως λαϊκιστικών αντιλήψεων στο μέλλον στην Ευρώπη.

 

Η επίρριψη ευθυνών στην Ελλάδα προκειμένου να στηριχθεί η άποψη ότι ο κόσμος είναι ηθικός και δίκαιος, και όπου το κακό υπάρχει μόνον εξαιτίας των επιλογών μας, άρχισε να παίζει όλο και μεγαλύτερο ρόλο στον τρόπο με τον οποίο η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αντιλαμβάνεται την Ελλάδα.

 

Η εκτίμηση ότι τα προβλήματα της Ελλάδος σχετίζονταν άμεσα με ατέλειες στον χαρακτήρα του Έλληνα έχει αρχίσει να χρωματίζει την οπτική των άλλων ευρωπαϊκών λαών και, φυσικά, των πολιτικών τους εκπροσώπων.
Κατά παράδοξο τρόπο, η διάσωση της Ελλάδος, δηλαδή μία πράξη ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, έχει καταφέρει το μοιραίο πλήγμα στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως.

 

Η πολιτική συνοχή δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμήσει μέσα σε ένα κλίμα ταπεινώσεως.

 

Γιατί αυτό είναι το κυρίαρχο συναίσθημα που αναδύεται, καθώς ο ελληνικός λαός υποβάλλεται σε θυσίες χωρίς ορατή προοπτική εξόδου από την κρίση ή όταν, βάζοντας αλάτι στην πληγή, υποβάλλονται προτάσεις για την μεταφορά της εθνικής κυριαρχίας επί του ελληνικού προϋπολογισμού σε Ευρωπαίο Επίτροπο (δεν έγινε δεκτή), ή ότι τα χρήματα του προγράμματος διασώσεως θα πρέπει να κατατεθούν σε ένα δεσμευμένο λογαριασμό από τον οποίον θα ικανοποιούνται κατά προτεραιότητα οι ανάγκες εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους πριν από κάθε άλλη δημοσιονομική χρήση (έγινε δεκτή).

 

Αυτή η πρόσφατη σκλήρυνση της στάσης των αρχών πολιτικής στην Ευρωζώνη ίσως σχετίζεται σε κάποιο βαθμό με την επιθυμία να καταδειχθεί ότι η Ευρώπη είναι σε θέση, πέραν πάσης αμφιβολίας, να υψώσει ένα τοίχο προστασίας για να εμποδίσει ή να περιορίσει την εξάπλωση της κρίσεως χρέους.

 

Και πάλι, όμως, έχουμε μπροστά μας μία προσπάθεια να ενισχυθεί η αξιοπιστία της ευρωπαϊκής πολιτικής ανεξαρτήτως των οικονομικών επιπτώσεων στο επίπεδο διαβιώσεως, και σε βάρος της αξιοπρέπειας, των κατοίκων ενός κράτους-μέλους.[/accordion]
[accordion title=”Η ταπείνωση τρέφει τον λαϊκισμό”]

 

Οι άνθρωποι μπορεί να ξεχνούν ότι και εάν τους κάνεις αλλά ποτέ δεν ξεχνούν πως τους έκανες να αισθανθούν.

 

Αυτό θυμίζει τη δύσκολη θέση της Γερμανίας μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

Η ταπείνωση τρέφει τον λαϊκισμό.

 

Τμήματα του πληθυσμού ριζοσπαστικοποιούνται.

 

Στην Ελλάδα, τα πολιτικά κόμματα πλην των δύο παραδοσιακών μεγαλυτέρων κομμάτων, των σοσιαλιστών και των συντηρητικών, συγκέντρωσαν ήδη την πλειοψηφία στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση της 6ης Μαΐου 2012.

 

Επιπλέον, οι λαϊκιστές πολιτικοί εκμεταλλεύονται την απελπισία των ανθρώπων, καλλιεργώντας το διχασμό και τις ξενοφοβικές αντιλήψεις στην κοινωνία.

 

Και οι ομάδες–στόχοι του μίσους δεν περιορίζονται μόνο στους μετανάστες, αλλά περιλαμβάνουν και τους ξένους γενικότερα, ακόμη και άλλους Ευρωπαίους.

 

Σε αυτό το πλαίσιο, η βοήθεια προς την Ελλάδα ώστε να παραμείνει στην Ευρωζώνη μπορεί να έχει ως μη ηθελημένο αποτέλεσμα την έξοδό της από αυτήν!
Εάν αυτή είναι η νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, η διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως γίνεται μάλλον επισφαλής καθώς η μετάδοση της κρίσεως ασκεί δυσμενείς επιπτώσεις σε διάφορες χώρες της Ευρωζώνης.

 

Υπάρχουν άνθρωποι στην Ευρώπη που θεωρούν ότι η Ελλάδα πρέπει να χρεοκοπήσει και να βγει από την Ευρωζώνη ώστε να σωθεί το Ευρώ.

 

Δηλαδή, η διατήρηση του Ευρώ, του πλέον προβεβλημένου και θεαματικού επιτεύγματος μέχρι σήμερα της ευρωπαϊκής ενοποιήσεως, απαιτεί στην ουσία την εγκατάλειψη του σχεδίου της ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως!

 

Η κατάσταση αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την ιστορία της Ιφιγένειας, που έπρεπε να προσφερθεί ως θυσία στους θεούς από τον ίδιο της τον πατέρα, τον Αγαμέμνονα, ώστε ο άνεμος να φυσήξει ξανά και ο ελληνικός στόλος να μπορέσει να αποπλεύσει για την Τροία.

 

Στην αρχαία τραγωδία, η Ιφιγένεια τελικά γλιτώνει τον θάνατο.

 

Στη σύγχρονη ελληνική τραγωδία, όμως, ο δρόμος προς την κάθαρση είναι ασαφής. [/accordion]
[accordion title=”Η Ελλάδα παίζει το ρόλο του πειραματόζωου”]

 

Για να γίνει κατανοητή η σημερινή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, πρέπει κανείς να ανατρέξει στην ελληνική ιστορία τα τελευταία 35 έτη.

 

Το δημοκρατικό καθεστώς, που προέκυψε μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, ήταν μοιραίο να επωμισθεί το έργο της επανορθώσεως των αδικιών εκείνης της ιδιαίτερα απεχθούς περιόδου καταπιέσεως.

 

Με την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα, τονώθηκαν οι κοινωνικές αντιλήψεις που εξυμνούσαν την αριστερά, τις συνδικαλιστικές ενώσεις, το κράτος κ.λπ.

 

Ανεξαρτήτως του εάν στην εξουσία βρισκόντουσαν σοσιαλιστικά ή συντηρητικά κόμματα, οι περισσότεροι άνθρωποι προσέβλεπαν στο κράτος για την ικανοποίηση των αναγκών και των επιδιώξεών τους: από την εκπαίδευση και την απασχόληση μέχρι την προστασία από τις φυσικές καταστροφές και τη συντήρηση ενός μικρού παράδρομου σε κάποιο χωριό κ.λπ.

 

Σε αυτό το κλίμα εξαρτήσεως, οι πολιτικοί δρούσαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ του εκλογικού σώματος και ενός παντοδύναμου κράτους.

 

Οι πολιτικοί δεν έμαθαν, όμως, ποτέ πώς να κυβερνούν εντός των εισοδηματικών περιορισμών που θέτουν οι προϋπολογισμοί.

 

Μπέρδεψαν τη διακυβέρνηση με τις εξυπηρετήσεις προς την εκλογική τους πελατεία.

 

Τα ελλείμματα εκτοξεύθηκαν στα ύψη.

 

Αυτή η συμβιωτική σχέση κατέρρευσε με την έλευση της κρίσεως δημοσίου χρέους.

 

Ξαφνικά, έπρεπε να γίνουν σκληρές και δύσκολες επιλογές.

 

Η αξιοπιστία των πολιτικών καταβαραθρώθηκε.

 

Οι Έλληνες πολίτες αισθάνθηκαν εκτεθειμένοι στις απρόσωπες δυνάμεις των αγορών, ενώ οι προοπτικές απασχολήσεως και αμοιβών χειροτέρευαν γύρω τους.
Στο πλαίσιο της συμφωνίας διασώσεως του Μαΐου 2010 και της θεσπίσεως όλων των μεταγενέστερων ειδικών διαδικασιών διαχειρίσεως της κρίσεως (ΕΤΧΣ, ΕΜΣ, PSI κ.λπ), η Ελλάδα παίζει το ρόλο του πειραματόζωου.

 

Η λήψη αποφάσεων για τη διαχείριση κρίσεων στην Ευρωζώνη δοκιμάσθηκε και πιθανόν να βελτιώθηκε, στην πλάτη της Ελλάδος.

 

Όσο, όμως, η ευρωπαϊκή πολιτική τάξη βελτιώνεται στον τομέα της αποτελεσματικής διαχειρίσεως κρίσεων, οι αγορές έχουν δυστυχώς, ή και ευτυχώς, αφεθεί ελεύθερες να υπαγορεύουν τους όρους για την επίλυση της κρίσεως.

 

Εάν αφεθούν ανεμπόδιστες, οι αγορές είναι ικανές να οδηγήσουν στη διάλυση της Ευρωζώνης.

 

Μπορούν, όμως, να σπρώξουν τους πολιτικούς και σε αποφάσεις για την δημιουργία μίας ισχυρής ομοσπονδιακής Ευρώπης.

 

Η επιλογή είναι ανάμεσα στη δράση και στη μη δράση εκ μέρους των πολιτικών.

 

Η τρέχουσα πρακτική να πορευόμαστε χωρίς πυξίδα, πάντως, έχει ημερομηνία λήξεως, ιδίως σήμερα που η Ιταλία και η Ισπανία ευρίσκονται στην δίνη μίας κρίσεως δημοσίου χρέους.
Η ελληνική περίπτωση ήταν η πρώτη φορά που το ενδιαφέρον των αγορών εστιάσθηκε στην μη αποτελεσματική διαμόρφωση εκ μέρους των αρχών της Ευρωζώνης μίας πολιτικής για την αντιμετώπιση της κρίσεως.

 

Ακόμα και σήμερα, ελάχιστα έχουν αλλάξει. «Συνολικά σχέδια» ή λύσεις “big bang” για την επίλυση της κρίσεως, όπως παρουσιάσθηκαν σε μία σειρά αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου μέχρι σήμερα, δεν είχαν παρά περιορισμένες επιπτώσεις για την βιωσιμότητα της Ευρωζώνης.

 

Τέλος, η δύσκολη δημοσιονομική κατάσταση της Ελλάδος είχε ως αποτέλεσμα να εστιαστεί η προσοχή των αγορών και σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης με προβλήματα είτε δημοσιονομικής εξυγιάνσεως είτε μη βιωσιμότητας του χρέους.

 

Τα προβλήματα της Ιταλίας ή της Ισπανίας δεν έχουν καμία σχέση με τα προβλήματα της Ελλάδος, ανεξαρτήτως των υποτιμητικών σχολίων που ακούγονται για τις χώρες της περιφερειακής Ευρώπης.

 

Αυτό, όμως, που είναι κοινό, είναι η μη αποτελεσματική αντίδραση της οικονομικής πολιτικής στις ανησυχίες των αγορών.

 

Εκτός και εάν τεθεί κάποιος αποτελεσματικός φραγμός, η φύση του συστήματος είναι τέτοια που θα αναγκάσει και άλλες χώρες της Ευρωζώνης να επαναλάβουν την επικίνδυνη διαδρομή της Ελλάδος προς την ύφεση και τη δυστυχία.

 

Φυσικά, αυτό θα σήμαινε και το τέλος του Ευρώ όπως το ξέρουμε σήμερα.
[/accordion]
[accordion title=” Προς μία νέα φιλόδοξη Ελλάδα”]

 

Η επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2004 είναι απόδειξη ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει την έκπληξη και να ανατρέπει τις προσδοκίες.

 

Στο παρελθόν, η υπερβολική ρυθμιστική παρέμβαση του κράτους στην οικονομία, διεφθαρμένοι αξιωματούχοι και αναποτελεσματικά δικαστήρια οδήγησαν τους περισσότερους Έλληνες να μην εμπιστεύονται την κυβέρνηση και να αποφεύγουν να πληρώνουν φόρους.

 

Καθώς, όμως, οι κανόνες συμμετοχής στην Ευρωζώνη θα γίνονται όλο και πιο σαφείς, οι Έλληνες θα προσαρμόζονται και θα ευημερούν.

 

Η απαραίτητη σήμερα διάσωση της χώρας δεν θα είναι απαραίτητη και στο μέλλον.

 

Η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων είναι άνθρωποι αξιοπρεπείς, σκληρά εργαζόμενοι, αναλαμβάνουν κινδύνους, ανοίγουν επιχειρήσεις, κάνουν σημαντικές επενδύσεις στην εκπαίδευση των παιδιών τους, συμμετέχουν με ενθουσιασμό σε εθελοντικές πρωτοβουλίες, είναι αφοσιωμένοι στις οικογένειές τους και, το σημαντικότερο, αποστρέφονται τον δανεισμό στην προσωπική τους ζωή.

 

Ο δανεισμός των νοικοκυριών το 2009 στην Ελλάδα ανέρχονταν σε μόλις 50% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη ήταν 55% ενώ σε άλλες περιφερειακές χώρες ήταν σε πολύ υψηλότερο επίπεδο (Πορτογαλία 82%, Ισπανία 89%, Ιρλανδία 103%, Δανία 139%).

 

Οι άνθρωποι αυτοί, λοιπόν, εκλήθησαν τελευταία να κάνουν την μία θυσία πίσω από την άλλη.

 

Αντελήφθησαν το γιατί και τις έκαναν.
Στην Ελλάδα δόθηκε χρηματοδοτική βοήθεια διασώσεως εξαιρετικά υψηλού ύψους που δεν είχε προηγούμενο.

 

Ωστόσο, δεν υπήρχε κατάλληλος σχεδιασμός για την καλύτερη δυνατή αξιοποίηση της βοήθειας αυτής.

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση μαθαίνει καθώς εξελίσσεται.

 

Άλλες χώρες εκτός Ευρώπης έχουν τα δικά τους προβλήματα.

 

Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, τα περιθώρια ομολόγων της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γαλλίας ευρίσκονται κοντά σε υψηλά επίπεδα για τα δεδομένα της Ευρωζώνης, ενώ οι συζητήσεις για «πολιτική ένωση» κάνουν διστακτικά την εμφάνισή τους σε μέρη όπου προηγουμένως δεν είχες καμία πιθανότητα να τις ακούσεις.

 

Το ελληνικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν ήταν και τόσο ελληνικό σε τελευταία ανάλυση.

 

Με την βιωσιμότητα της Ευρωζώνης, λοιπόν, να ευρίσκεται σε κίνδυνο, το αναπόφευκτο μίας πολιτικής ενώσεως φαντάζει όλο και πιο κοντινό.

 

Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο βήμα έγινε ήδη, με την συνομολόγηση ενός «Δημοσιονομικού Συμφώνου» μεταξύ των χωρών της ΕΕ, με την εξαίρεση του Ηνωμένου Βασιλείου, που επιτεύχθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την 9η Δεκεμβρίου 2011.

 

Αλλά ο δρόμος προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση θα είναι μακρύς και δύσκολος.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι οι βαθύτερες αιτίες της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσεως 2007-2009 ήταν οι ανισορροπίες στα εμπορικά ισοζύγια, οι οποίες λόγω της παγκοσμιοποιήσεως έφθασαν σε τέτοιες γιγαντιαίες διαστάσεις που χρειάσθηκε μία παγκόσμια ύφεση για να αρχίσει να αποκαθίσταται σταδιακά η ισορροπία.

 

Το ελληνικό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών χρηματοδοτήθηκε για χρόνια από εισροές επενδύσεων χαρτοφυλακίου στο λογαριασμό κινήσεως κεφαλαίων, οι οποίες προέρχονταν κυρίως από τις ευρωπαϊκές χώρες που εμφάνιζαν πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών.

 

Για κάθε πλεόνασμα υπάρχει κάπου αλλού ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

 

Κι έτσι, εκτός και εάν κατανοήσουμε αυτή την απλή ταυτότητα, δεν θα αρθούμε ποτέ πάνω από τις βραχυπρόθεσμες εμβαλωματικές λύσεις στο πρόβλημα.

 

Οι εύκολες εξηγήσεις για την ανταγωνιστικότητα, και οι συνακόλουθες κατηγορίες που αναφέρονται στην ηθική υπόσταση και το εργασιακό ήθος των άλλων, δεν θα πρέπει να αποτελούν μέρος της Ευρώπης.
Όταν ξέσπασε η ελληνική κρίση, η αντίδραση της Ευρώπης, ήταν μία συνταγή διασώσεως με λιτότητα–σοκ, σε μία προσπάθεια αποκαταστάσεως των ανισορροπιών που είχαν συσσωρευθεί στη διάρκεια των ετών.

 

Η συνταγή αυτή ωστόσο ήταν καταστροφική, καθώς η κακή εφαρμογή αναστάτωσε στην πορεία τις ζωές και ανέτρεψε τις προσδοκίες των Ελλήνων πολιτών.

 

Επιπροσθέτως, προκάλεσε προβλήματα σε διαχειριστές κεφαλαίων σε όλη της Ευρώπη οι οποίοι τοποθετούσαν χρήματα για μελλοντικές συντάξεις σε επενδύσεις που εθεωρούντο ασφαλείς.

 

Ακόμα πιο καταδικαστέο ήταν το γεγονός ότι η συνταγή δεν έφερε αποτέλεσμα.
Μία από τις κύριες επιπτώσεις της τρέχουσας κρίσεως είναι ότι οι άνθρωποι χάνουν γρήγορα τις αφελείς αντιλήψεις τους, καθώς περνούν από μία ταχεία διαδικασία επώδυνης προσαρμογής.

 

Το βασικό δίδαγμα που πρέπει να αντλήσουμε από την τρέχουσα κρίση είναι ότι οι υπερβολικά υψηλές αποδοχές, συντάξεις ή άλλες απολαβές τις οποίες παρέχουν σπάταλες κυβερνήσεις με προσφυγή σε δανεισμό, δεν αποτελούν εγγυήσεις για μόνιμες και ασφαλείς θέσεις εργασίας και, τελικά, για μία καλή ζωή.
Η Ελλάδα είναι προικισμένη με όλα εκείνα τα στοιχεία που της επιτρέπουν να προσφέρει στους κατοίκους της ένα δυνητικά υψηλό επίπεδο διαβιώσεως, με την προϋπόθεση ότι στους κανόνες του παιχνιδιού ενσωματώνονται ανταμοιβές και ποινές, ώστε να παρακινούνται οι άνθρωποι να αυξήσουν την παραγωγικότητα τους και να γίνουν πιο ανταγωνιστικοί.

 

Και η κρίση φέρνει πράγματι αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση. [/accordion]
[accordion title=”Η νέα Ελλάδα που αναδύεται”]

 

Η προσαρμογή σημαίνει αναπόφευκτα ότι αφήνουμε πίσω μας μία εγχώρια οικονομία με πληθώρα ρυθμίσεων, αναποτελεσματική, κρατικά ελεγχόμενη και με χαμηλή παραγωγικότητα, που βασίζεται στη ζήτηση και λειτουργεί πλάι-πλάι σε μία μεγάλη παραοικονομία, υπέρ μίας σύγχρονης και δυναμικής οικονομίας που λειτουργεί με θεσμική διαφάνεια και χρηματοοικονομική σταθερότητα και έχει προσανατολισμό στις εξαγωγές και τις επενδύσεις, με σεβασμό στο περιβάλλον.
Η νέα Ελλάδα που αναδύεται είναι μία οικονομία φιλική προς τις επιχειρήσεις, με βαθειά εδραιωμένη τη δημοσιονομική πειθαρχία.

 

Υπάρχουν άφθονες ευκαιρίες για ανάπτυξη στις εξαγωγές, τον τουρισμό, τις κατασκευές, την ενέργεια, τη γεωργία και τις «πράσινες» επιχειρήσεις.

 

Η Ελλάδα είναι ακόμη μία σχετικά μη ανεπτυγμένη χώρα, με σημαντικά πλεονεκτήματα που έχουν να κάνουν με τη γεωγραφική της θέση, αλλά και με μορφωμένους ανθρώπους που μπορούν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξή της στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών.

 

Η νέα Ελλάδα είναι μία χώρα επιλογής για μόνιμη παραμονή, επίσκεψη και εργασία, με μοναδικές εκπαιδευτικές και αθλητικές υποδομές και υποδομές υγείας και με κορυφαίο κλίμα και τοπίο.

 

Ο δρόμος για να φθάσουμε εκεί είναι δύσκολος.

 

Η ανταμοιβή όμως κάνει το ταξίδι να αξίζει τον κόπο »[/accordion]
[/accordions]

Σχετικά Άρθρα