
Delphi Economic Forum 2018- επιλεγμένες παρεμβάσεις και ομιλίες (12)
Ντόρα Μπακογιάννη: Πρώτη φορά στην ιστορία η κυβέρνηση δεν ενημερώνει την αντιπολίτευση για θέματα εξωτερικής πολιτικής
Κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ άσκησε η πρώην υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, από το βήμα του 3ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, σημειώνοντας ότι είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που δεν υπάρχει συνεννόηση και επικοινωνία μεταξύ της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης για εξωτερικά θέματα. Ο δημοσιογράφος Γιάννης Πολίτης, έθεσε στην πρώην υπουργό Εξωτερικών ερωτήματα για τρία βασικά θέματα εξωτερικής πολιτικής: το θέμα των Ιμίων, το Σκοπιανό και τις σχέσεις με την Αλβανία.
Αναφορικά με τις τουρκικές προκλήσεις, η Ντόρα Μπακογιάννη εκτίμησε ότι η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει πάρει νέα μορφή, τονίζοντας ότι «τα Ίμια δύο ήταν χειρότερα από τα Ίμια ένα», αναφερόμενη στην κρίση του 1996. Προς επίρρωσιν του ισχυρισμού αυτού, η κα. Μπακογιάννη τόνισε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα, η Τουρκία έχει αλλάξει, ο Ερντογάν κάνει νέες επιλογές στο εσωτερικό της χώρας του, ενώ, όπως είπε, δεν είναι τυχαία η παρουσία τουρκικών πλοίων στο οικόπεδο τρία της Κύπρου. Για την επίλυση του θέματος, η Ντόρα Μπακογιάννη είπε ότι θα πρέπει να είμαστε σε συνεννόηση με τους ευρωπαίους εταίρους μας, καθώς το πρόβλημα με την Τουρκία δεν είναι μόνο ελληνοτουρκικό, ειναι και ευρωπαϊκό. Είπε επίσης ότι η στρατηγική του Ελσίνκι έχει ουσιαστικά τελειώσει και χρειαζόμαστε μια νέα στρατηγική σε συνεργασία με τους εταίρους μας, αλλά και μια ουσιαστική πρωτοβουλία διαλόγου με την Άγκυρα. Ενώ ανέφερε ότι η κυβέρνηση αυτή τη στιγμή είναι απλός παρατηρητής της κατάστασης. Ερωτηθείσα για το σημερινό περιστατικό στον Έβρο, απάντησε ότι τέτοιου είδους περιστατικά συμβαίνουν συχνά, όμως τελειώνουν άμεσα χωρίς προβλημα. Η σημερινή αντίδραση δείχνει την αλλαγή της πραγματικότητας σε σχέση με την Τουρκία.
Όσον αφορά το Σκοπιανό, η Ντόρα Μπακογιάννη, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, είπε ότι ο κ. Ζάεφ είναι ένα παράθυρο ευκαιρίας για επίλυση του θέματος και αυτό το γνωρίζει όποιος έχει διαπραγματευτεί με τον κ. Γκρούεφσκι που ήταν ακραίος εθνικιστής και δεν ήθελε να λυθεί το θέμα. Η πρώην ΥΠΕΞ εκτίμησε ότι πρέπει να υπάρξει λύση, καθώς το κόστος της μη-λύσης είναι τεράστιο. Άλλωστε, υπενθύμισε ότι η Ελλάδα έχει ευθύνη για την περιοχή των Βαλκανίων ως το παλαιότερο μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Η κα. Μπακογιάννη εκτίμησε επίσης ότι μπορεί να ξεπεραστεί το θέμα του αλυτρωτισμού, που είναι το σημαντικότερο πρόβλημα, ωστόσο, χαρακτήρισε καταστροφικούς τους χειρισμούς της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Όπως είπε, ο Αλέξης Τσίπρας ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση ως αρχήγος του ΣΥΡΙΖΑ και όχι ως πρωθυπουργός, δεδομένου ότι ο Π. Καμμένος και το μισό υπουργικό συμβούλιο είχαν διαφορετική άποψη. Στη συνέχεια, μίλησε για αλαζονεία της κυβέρνησης, η οποία όπως εκτίμησε «δύσκολα θα σώσει την παρτίδα σήμερα».
Για το θέμα της Αλβανίας, η Ντόρα Μπακογιάννη κατηγόρησε την κυβέρνηση για έλλειμμα ενημέρωσης, τονίζοντας ότι η Νέα Δημοκρατία πληροφορήθηκε από ξένους παράγοντες ότι «ο πρωθυπουργός της Αλβανίας βάζει τα θέματα της διαπραγμάτευσης». Είπε ότι ρώτησε τον κ. Κοτζιά τι διαπραγματευόμαστε, για ποια αλλαγή στην ελληνική θέση πανηγυρίζουν τα αλβανικά Μέσα, ωστόσο δεν πήρε καμία απάντηση. «Η Ελλάδα έχει περάσει παρά πολλές εντάσεις, είχαμε πολώσεις, αλλα ποτέ δεν είχαμε φτάσει στο σημείο να μην υπάρχει συνεννόηση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής… αυτά τα θέματα δεν ειναι κομματικά», είπε η Ντόρα Μπακογιάννη και απαντώντας σε σχετική ερώτηση δήλωσε ότι ο Αντρέας Παπανδρέου και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης συζητούσαν για θέματα εξωτερικής πολιτικής. «Η χώρα δεν αντέχει πειραματισμούς, μαθητευόμενους μάγους ή θεατρικές παρουσίες στα θέματα εξωτερικής πολιτικής», τόνισε.
Ποιες είναι οι προκλήσεις τις 4ης Τεχνολογικής Επανάστασης;
Στις τομές που θα πρέπει να πραγματοποιηθούν, σε εγχώριο και διεθνές επίπεδο, όσον αφορά τη μετάβαση σε μία απολύτως ψηφιοποιημένη εποχή, αναφέρθηκαν οι ομιλητές της ενότητας με θέμα την τέταρτη τεχνολογική επανάσταση.
HΆννα Διαμαντοπούλου, Πρόεδρος του Δικτύου για την μεταρρύθμιση σε Ελλάδα και Ευρώπη, ανέφερε ότι οι μεγάλες αλλαγές στις νέες τεχνολογίες, η αυτοματοποίηση και η ρομποτική, μετασχηματίζουν δύο μεγάλα κρατικά μονοπώλια, το χρήμα και την εξουσία. Τα μεγάλα δεδομένα (big data) συγκεντρώνονται στα χέρια ελάχιστων μεγάλων εταιρειών και θα μπορούσαν να συγκριθούν με τη σημασία της γης στην εποχή της αγροτικής περιόδου και των εργοστασίων στην εποχή της βιομηχανικής περιόδου.
Όπως σημείωσε, θα πρέπει να δοθούν απαντήσεις για τις νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων εντός των κοινωνιών αλλά και μεταξύ των χωρών.
Μετά από την εθνική καταστροφή που προκάλεσε η κρίση, ο επόμενος ιστορικός θρίαμβος, όπως είπε, θα ήταν η χώρα να πρωταγωνιστήσει στην 4η βιομηχανική επανάσταση, κάτι που αποτελεί το μόνο τρόπο για τον επαναπατρισμό όσων εγκατέλειψαν τη χώρα.
Ο Jeff Bullwinkel, Διευθυντής Εξωτερικών και Νομικών Υποθέσεων της MicrosoftEurope, εστίασε στην εμπιστοσύνη που πρέπει να διαθέτουν οι πολίτες στο ψηφιακό νέφος (cloud), στην αναγκαιότητα της ασφάλειας και αξιοπιστίας του λογισμικού και στη διασφάλιση του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων. Εκτίμησε ότι σε διάστημα 20 ετών οι υπηρεσίες cloud θα έχουν τόσο μεγάλη χρησιμότητα όσο η ηλεκτρική ενέργεια.
Σημείωσε ακόμη ότι για να αντιμετωπιστούν οι νέες τεχνολογικές προκλήσεις, θα πρέπει να δημιουργηθούν νέες ειδικότητες και γνωσιακά πεδία. Η Microsoft, όπως είπε, έχει εκπαιδεύσει 150.000 μικρά παιδιά τα τελευταία χρόνια στις νέες τεχνολογίες και στην Ελλάδα διαθέτει τριών ειδών εκπαιδευτικά σεμινάρια αυτής της μορφής. Έμφαση, βέβαια, θα πρέπει να δοθεί στην εκπαίδευση και των μεγαλύτερων ηλικιών.
Ο JacquesBughin, Senior Partner της McKinsey ΗΠΑ, αναφέρθηκε στη συμβολή των νέων τεχνολογιών στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, εκτιμώντας ότι τα επόμενα χρόνια λόγω της ψηφιοποίησης θα καταγράφονται, ετησίως, ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης της τάξης των 2,5%. Σημείωσε ότι θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, προβλέποντας ότι ο μέσος όρος της αύξησης της παραγωγικότητας θα είναι τριπλάσιος, σε σχέση με τις ενδεχόμενες απώλειες.
Είναι αναγκαίες οι επενδύσεις για τον ψηφιακό μετασχηματισμό, με την Ευρώπη, όπου το 20% των εργαζομένων καταλαμβάνουν θέσεις που δεν απαιτούν γνωσιακές δεξιότητες, να είναι ο πιο αδύναμος κρίκος. Το ζητούμενο, όπως είπε, δεν είναι οι ΗΠΑ, αλλά η Κίνα και ο ανταγωνισμός μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Ο Μιχάλης Μπλέτσας, διευθυντής υπολογιστών στο MIT, αναφέρθηκε στην αδυναμία προσδιορισμού και εξήγησης του τρόπου λειτουργίας της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία δεν είναι σε θέση παρά μόνο, μέσω αλγορίθμων, να δημιουργεί αυτοματοποιημένες διαδικασίες. «Σε αντίθεση με τον άνθρωπο, ένα δίκτυο νευρώνων δεν μπορεί να εξηγήσει την απόφασή του», σημείωσε χαρακτηριστικά και τόνισε ότι δεν πρέπει να γίνουν τα ίδια λάθη με την έλευση της παγκοσμιοποίησης. Εκτίμησε η νέα βιομηχανική θα αφορά περισσότερο τα μεσαία στρώματα.
Ο Γιάννης Μαστρογεωργίου, διευθυντής του Δικτύου ανέφερε ότι η Ελλάδα δεν έχει εκπονήσει στρατηγική για τη μετάβαση στην εποχή όπου κυρίαρχες είναι οι νέες τεχνολογίες. Η ειδοποιός διαφορά της 4ης βιομηχανικής επανάστασης σε σχέση με τις υπόλοιπες είναι ότι εάν ένα κράτος χάσει το νήμα, είναι δύσκολο, στη συνέχεια, να το επανακτήσει. Όπως τόνισε, βάσει πρόσφατης μελέτης της PwC, στην Ελλάδα έως το 2035, το ποσοστό των απασχολήσεων που θα μπορούσαν να αυτοματοποιηθούν ανέρχεται σε 35%.
Ο John Baras, καθηγητής και Lockheed Martin Chair, Systems Engineering, του πανεπιστημίου της Maryland ΗΠΑ σημείωσε ότι το πιο δύσκολο εγχείρημα είναι να γίνει αντιληπτός ο τρόπος λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Στόχος της τεχνητής νοημοσύνης, όπως ανέφερε, είναι όχι μόνο η αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και η βελτίωση της ποιότητας ζωής με τη δημιουργία περισσότερο ελεύθερου χρόνου.
Συζήτηση με τον πρώην Πρόεδρο του Euro Working Group, Τόμας Βίζερ με τον Διευθυντή της Εφημερίδας Καθημερινή, Αλέξη Παπαχελά
«Η κρίση στην Ελλάδα συνδέεται κυρίως με το ΑΕΠ της χώρας, το οποίο έχει ήδη μειωθεί κατά 25%. Συνεπώς, η ανάπτυξη για την Ελλάδα θα ξεκινήσει από το χαμηλότερο επίπεδο που θα μπορούσε», δήλωσε ο κ. Βίζερ ξεκινώντας τη συζήτηση με τον Διευθυντή της εφημερίδας Καθημερινή, Αλέξη Παπαχελά.
Σε ερώτηση του κ. Παπαχελά αν ήταν λάθος η μη αναδιάρθρωση του χρέους απο την αρχή του προγράμματος, ο κ. Βίζερ είπε πως «αν μετανιώνει κανείς για κάτι, είναι σίγουρα που δεν μπορέσαμε να καλύψουμε την ανάγκη για αναδιάρθρωση του χρέους εξ’αρχής, όμως δεν είχαμε τα μέσα, δεν είχαμε τα εργαλεία. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν τόλμησε κανείς να κάνει αυτό το βήμα. Λυπάμαι που δεν κάναμε το 2010 απομείωση χρέους».
Στη συνέχεια, ο κ. Παπαχελάς ρώτησε τον κ. Βίζερ αν ήταν σφάλμα η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα της Ελλάδας, με τον κ. Βίζερ να απαντάει ότι η συζήτηση για το θέμα είναι μεγάλη, όμως ήταν απαραίτητος ένας σύμβουλος που θα παρακολουθούσε το πρόγραμμα κι αυτός ήταν ο ρόλος του ΔΝΤ.
Απαντώντας στο αν το Grexitήταν πραγματική απειλή ή μπλόφα του κ. Σόιμπλε, ο κ. Βίζερ σημείωσε πως δεν πρέπει να θεωρούμε ότι η πίεση προήλθε από την Γερμανική πλευρά, αλλά ότι προέκυψε από τη συνολική στάση της ελληνικής κυβέρνησης, που δημιούργησε αμφιβολίες σε αρκετά κράτη-μέλη της ΕΕ. «Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2015, η ελληνική κυβέρνηση προκαλούσε το Grexit», δήλωσε.
Αναφορικά με το ρόλο της Καγκελαρίου της Γερμανίας, υπογράμμισε ότι η ιδια είχε κοινή γραμμή με το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, ωστόσο οι στιγμές ήταν ιστορικές και δεν ήταν αποφάσεις που θα έπρεπε να πάρει ένα συμβούλιο Υπουργών. Το θέμα αναβαθμίστηκε και το χειρίστηκαν οι Πρωθυπουργοί.
Για τις ΗΠΑ, ο κ. Βίζερ είπε ότι ο υπουργός Οικονομικών είχε πολύ καλή γνώση της κατάστασης και τακτική επικοινωνία με τον κ. Ντάισελμπλουμ.
Σε ερώτηση του κ. Παπαχελά αν τηρείται άλλη στάση από την Ε.Ε. για την τωρινή κυβέρνηση και άλλη για τις παλαιότερες -αναφερόμενός στο γεγονός ότι η νέα κυβέρνηση δεν καλείται να κάνει απολύσεις στο δημόσιο τομέα όπως οι προηγούμενες -ή αν πρόκειται για απλή κακοτυχία, ο κ. Βίζερ σημείωσε ότι δεν πιστεύει ότι τηρείται άλλη στάση, ότι πολλές μεταρρυθμίσεις που παλιά κρίθηκαν αναγκαίες ήταν αναμφίβολα πιεστικές και δύσκολες, αλλά και το διάστημα 2015-2017 ζητήθηκαν δύσκολες μεταρρυθμίσεις από την ελληνική κυβέρνηση. Απλά, στις αρχές έπρεπε να παρθούν επώδυνα μέτρα άμεσα, διότι διαφορετικά η Ελλάδα τώρα θα ήταν καταχρεωμένη και ανήμπορη να ανακάμψει.
«Η Ελλάδα θα τα καταφέρει χωρίς κάποιου είδους προληπτική γραμμή στήριξης»; ρώτησε ο κ. Παπαχελάς. «Είναι δυνατό αλλά μάλλον απίθανο», απάντησε ο κ. Βίζερ και τόνισε ότι το προληπτικό πρόγραμμα θα πρέπει να θεωρηθεί ως ένα δίχτυ ασφαλείας -και όχι ένα νέο πρόγραμμα μέτρων -που θα βοηθάει στην τήρηση των συμφωνηθέντων όρων. «Πιστεύω πως δεν θα υπάρξει θέμα ρευστότητας στην αγορά, ούτε οι ελληνικές τράπεζες θα χρειαστούν πρόσθετα κεφάλαια μετά τα stresstest που θα γίνουν σύντομα, πριν τη λήξη του προγράμματος της χώρας».