
Die Presse: «Κάποιος θα πρέπει να πατήσει το κουμπί reset»
• Η στρατηγική της αντιπαράθεσης με την ΕΕ κατέστρεψε επιπλέον εθνικό πλούτο αξίας πολλών δις
• Συχνά οι κυβερνήσεις επιζητούν έξωθεν πιέσεις
Ο κυριακάτικος τύπος στη Γερμανία προχωρά σήμερα σε έναν ενδιάμεσο απολογισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής έναντι της Ελλάδας. Οι απόψεις των αναλυτών διίστανται.
Για «ιστορική επιτυχία της γερμανικής κυβέρνησης» κάνει σήμερα λόγο η Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έσωσε την ΕΕ, διότι δημιούργησε τις προϋποθέσεις για έναν συμβιβασμό στον οποίο κατάφεραν να συμφωνήσουν οι ηγέτες της ευρωζώνης την περασμένη Δευτέρα. Το διακύβευμα δεν ήταν μόνον το ευρώ, αλλά η ΕΕ. Η επιτυχία αυτή δεν συνεπάγεται βέβαια το ευτυχές τέλος της πολιτικής. Η προσπάθεια για να επέλθει σταθερότητα στην Ελλάδα συνεχίζεται. Πρωτίστως οι ίδιοι οι Έλληνες αποφασίζουν για την έκβασή της. Εντέλει διαφαίνεται όμως ότι μετά το δημοψήφισμα οι εποικοδομητικές δυνάμεις αποφάσισαν να καταβάλουν κοινή προσπάθεια προκειμένου να δημιουργήσουν τις θεσμικές εκείνες προϋποθέσεις που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να ανακτήσει τη βιωσιμότητα του χρέους της και την έξοδό της στις αγορές. Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία».
Σε διαμετρικά αντίθετο μήκος κύματος η ανάγνωση της αυστριακής Die Presse που αποφαίνεται ότι «για όλους τους συμμετέχοντες ο απολογισμός της ελληνικής κρίσης είναι καταστροφικός». «Και ο Τσίπρας τα έκανε όλα χειρότερα. Η στρατηγική της αντιπαράθεσης με την ΕΕ κατέστρεψε επιπλέον εθνικό πλούτο αξίας πολλών δις. H απόλυτη τελικά απεφεύχθη. Απαιτείται μια πραγματιστική νέα αρχή ανεξαρτήτως των όποιων ιδεολογιών. Grexit για ορισμένο χρονικό διάστημα σε συνδυασμό με μια απομείωση του χρέους; Παραμονή στην ευρωζώνη που θα συνοδεύεται από την αναδιάρθρωση του χρέους και βιώσιμες μεταρρυθμίσεις; Κάποιος θα πρέπει να πατήσει το κουμπί reset. Διότι κανείς δεν γνωρίζει πώς όλα αυτά μπορούν να γίνουν πραγματικότητα υπό τις παρούσες πολιτικές συνθήκες και με τον Τσίπρα στην άλλη άκρη της γραμμής».
Αρκετά επιφυλακτική και η Tagesspiegel του Βερολίνου: «Η εμπειρία με την Αθήνα και τα οικονομικά στοιχεία δείχνει ότι το ερώτημα περί Grexit μπορεί να επανέλθει. Η Ευρώπη βρίσκεται στην καυτή φάση του αποχαιρετισμού των ψευδαισθήσεών της. Την εβδομάδα αυτή έκανε τουλάχιστον ένα βήμα προς την πραγματικότητα. Εάν δεν γιατρέψει τον έλληνα ασθενή ένα θαύμα, τότε στο τέλος η Ευρώπη θα πληρώσει διπλά, δεν θα αποφύγει τα κόστη του Grexit και θα επωμιστεί τη ζημία που θα προκληθεί στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τη δημοκρατική κουλτούρα».
«Ελλάδα και πάλι Ελλάδα», παρατηρεί σκωπτικά η Die Welt. «Μεταξύ Χριστουγέννων και καλοκαιρού υπήρχε μόνον ένα θέμα: Τι θα γίνει με την Ελλάδα; Επειδή ο Αλέξης Τσίπρας χρειάστηκε έξι ολόκληρους μήνες για να προσγειωθεί επιτέλους στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα, πολλά προβλήματα εδώ στη Γερμανία αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες παρέμειναν άλυτα ή δεν τους δόθηκε η δέουσα προσοχή. Είναι καιρός να μπορούν οι κυβερνήσεις να ασχοληθούν και πάλι με τα σημαντικά ζητήματα, αντί να σπαταλούν όλες τις δυνάμεις τους για να τιθασεύσουν μια ατίθαση χώρα μέλος. Ψηλά στην ατζέντα βρίσκεται το θέμα των προσφύγων».
• Συχνά οι κυβερνήσεις επιζητούν έξωθεν πιέσεις
Ήταν υπερβολικές οι αξιώσεις των πιστωτών έναντι της Ελλάδας ή υπήρχε εναλλακτική; Θα πρέπει να γίνει κούρεμα του χρέους και ποια θα πρέπει να είναι τα επόμενα βήματα στη διαχείριση του ελληνικού ζητήματος;
Σε αυτά και άλλα ερωτήματα κλήθηκε να απαντήσει ο Τόμας Στράουμπχαρ, καθηγητής Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, σε συνέντευξη που παραχώρησε στη Γερμανική Ραδιοφωνία Deutschlandfunk. Όπως σημείωσε ο οικονομολόγος, η παροχή νέας οικονομικής βοήθειας έναντι της υλοποίησης αναγκαίων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι στην παρούσα φάση το ενδεδειγμένο μείγμα πολιτικής:
«Αφενός είναι βέβαιο ότι η Ελλάδα θα γίνει μια κανονική, μέση ευρωπαϊκή χώρα και αυτό γίνεται μόνον μέσα από τις μεταρρυθμίσεις, κυρίως όσον αφορά τη διοίκηση και δη τη φορολογική. Στον αντίποδα η Ελλάδα χρειάζεται ανάπτυξη για να εξέλθει από αυτή τη μακρά ύφεση. Γι΄ αυτό παρέχονται χρήματα. Πιστεύω λοιπόν ότι το πακέτο αυτό -αφενός πρέπει να ανταποκριθεί η Ελλάδα, αφετέρου οι πιστωτές- είναι απολύτως σωστό».
Η αύξηση των φόρων ωστόσο είναι συχνά πολύ αντιπαραγωγική και ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος ακόμη μεγαλύτερης ύφεσης:
«Έτσι είναι», σχολιάζει ο καθηγητής. «Η αύξηση των φόρων εν μέσω αυτής της δύσκολης φάσης δεν πρόκειται να φέρει ανάπτυξη. Αντιθέτως, οι τουρίστες, και οι Γερμανοί, που περνούν τώρα τις διακοπές τους στην Ελλάδα, θα ξοδέψουν λιγότερα εάν ακριβύνουν τα προϊόντα. Πρέπει να είμαστε όμως ιδιαίτερα προσεκτικοί: η αύξηση του ΦΠΑ αποφασίστηκε στη Βουλή. Μέχρι να υλοποιηθεί και να φτάσει και στο τελευταίο εστιατόριο της χώρας, θα χρειαστεί πολύς καιρός».
Ο γερμανός καθηγητής θεωρεί πάντως αναγκαία την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Όπως εκτίμησε, σχολιάζοντας την τελευταία ανάλυση του ΔΝΤ.
«Παραδέχομαι ότι με ανησυχεί. Από την άλλη πλευρά είναι σαφές εδώ και καιρό ότι στο άμεσο μέλλον η Ελλάδα θα μπορεί να εξυπηρετήσει μόλις ένα μικρό μέρος του χρέους της με τις δικές της δυνάμεις. Θα ήταν λοιπόν ειλικρινές να πούμε ότι εμείς ως πιστωτές θα ξαναδούμε μόλις ένα πολύ μικρό μέρος των χρημάτων που δώσαμε. Θεωρώ λοιπόν σωστή την ανάλυση που έβαλε τώρα στο τραπέζι το ΔΝΤ. Δεν θα έφερνα όμως προς συζήτηση ένα κούρεμα. Θα ήταν λάθος τη δεδομένη χρονική στιγμή. Μου είναι όμως σαφές εδώ και καιρό ότι θα έρθει κάποια μορφή αναδιάρθρωσης. Η (…) ενδεδειγμένη λύση θα ήταν η παράταση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων και η μείωση των επιτοκίων».
Πώς σχολιάζει ο ίδιος τον ιδιαίτερα σκληρό τόνο των ευρωπαίων εταίρων έναντι της Ελλάδας στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής; Υπήρχε εναλλακτική λύση η οποία θα επέτρεπε να αποφασίζει αυτοβούλως η ελληνική κυβέρνηση για το ενδεδειγμένο μείγμα περικοπών και μεταρρυθμίσεων;
«Και ναι και όχι. Πιστεύω -τουλάχιστον έτσι το εξέλαβα από τις διαπραγματεύσεις- ότι θα προτιμούσαν να αφήσουν την Αθήνα να αποφασίζει. Από την άλλη πλευρά όμως γνωρίζουμε από την οικονομική θεωρία ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να υλοποιήσεις μεταρρυθμίσεις όταν τις ξεκινάς μόνος σου στο εσωτερικό και γι΄ αυτό οι κυβερνήσεις αναζητούν συχνά την έξωθεν πίεση, προκειμένου να επιρριφθούν στη συνέχεια όλα τα δεινά που θα έρθουν, για παράδειγμα στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο».
Πηγή: Deutsche Welle