
Eurobank: «Ένας Αγώνας για Μεγέθυνση και Σύγκλιση -Η Οικονομική Επίδοση της Ελλάδος: 1960-2013»
• «Η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ξεφύγει από τον οικονομικό μαρασμό κυρίως μέσω υιοθέτησης πολιτικών ενίσχυσης της παραγωγικότητας»
Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG, στην οποία προΐσταται ο Καθηγητής κ. Γκίκας Χαρδούβελης, εξέδωσε σήμερα τo δεύτερο τεύχος του 9ου τόμου της περιοδικής έκδοσης Οικονομία και Αγορές.
Στο τεύχος αυτό φιλοξενείται άρθρο του Στυλιανού Γ. Γώγου, οικονομικού αναλυτή της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της Eurobank EFG, με τίτλο: «Ένας Αγώνας για Μεγέθυνση και Σύγκλιση – Η Οικονομική Επίδοση της Ελλάδος: 1960-2013».
Η μελέτη παρουσιάζει μια ποσοτική και ποιοτική ανάλυση της μακροοικονομικής επίδοσης της Ελλάδος από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι και σήμερα.
Κατά την διάρκεια της περιόδου 1960-2013, το κατά κεφαλήν πραγματικό Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΚΚΠΑΕΠ) της Ελλάδος αυξήθηκε κατά 3.59 φορές.
Η εν λόγω οικονομική επίδοση αντιστοιχεί σε μια μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή (πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης) της τάξης του 2.41%.
Επειδή η μακροχρόνια τάση των ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς είναι να αναπτύσσονται με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2%, από το Διάγραμμα 1 διαπιστώνεται το εξής: το 2013 η ελληνική οικονομία ήταν σε ένα μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης κατά 25.6% υψηλότερο ( ΚΚΠΑΕΠ της τάξης των 21.73 χιλιάδων ευρώ σε σχέση με 17.31 χιλιάδες ευρώ, σε τιμές 2005) σε σχέση με αυτό που θα ακολουθούσε αν από το 1960 μέχρι και το 2013 αναπτυσσόταν με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2% (βλέπε INFO 1).
Όπως είναι εμφανές στο Διάγραμμα 1, η προαναφερθείσα οικονομική επίδοση δεν ήταν ομοιόμορφη. Δηλαδή, η ελληνική οικονομία δεν ακολούθησε αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν μονοπάτι ισόρροπης μεγέθυνσης.
Πιο συγκεκριμένα, οι περίοδοι 1960-1973, 1974-1979 και 1995-2007, χαρακτηρίστηκαν από ισχυρούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης (7.87%, 3.94% και 3.42%) ενώ αντίθετα οι περίοδοι 1979-1995 και 2007-2013 παρουσίασαν παρατεταμένη στασιμότητα και ύφεση (-0.17% και -4.27%).
Η περίοδος 1960-1973 διαχωρίζεται από την περίοδο 1974-1979 γιατί στην δεύτερη, ο μέσος ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του ΚΚΠΑΕΠ, μειώθηκε κατά προσέγγιση στο μισό σε σχέση με την πρώτη (από 7.87% στο 3.94%). Δηλαδή, η ελληνική οικονομία την περίοδο 1974-1979 ακολούθησε ένα χαμηλότερο μονοπάτι μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολουθούσε τα προηγούμενα χρόνια.
Επιπλέον, όπως γίνεται αντιληπτό μέσω της ανάγνωσης του Πίνακα 1, ο λόγος του ελληνικού ΚΚΠΑΕΠ ως προς το αντίστοιχο μέγεθος των άλλων οικονομιών παρουσίασε έντονες διακυμάνσεις.
Για παράδειγμα, στο τέλος του έτους 1960, η κατά κεφαλήν εγχώρια παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών (συνεπώς και εισοδημάτων) αντιστοιχούσε στο 53.4% του αντιστοίχου μεγέθους του συνόλου των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15. Ύστερα από 19 χρόνια (1979) ο συγκεκριμένος λόγος ανήλθε στα επίπεδα του 87.6% (σύγκλιση), το έτος 1995 στο 69.6% (απόκλιση), το έτος 2007 στο 81.8% (σύγκλιση) και τέλος το έτος 2013 στο 65.1% (απόκλιση).
Παρόμοια πορεία, δηλαδή σύγκλισης και απόκλισης πραγματικών εισοδημάτων, παρατηρήθηκε και σε σχέση με τις υπόλοιπες οικονομίες του δείγματός μας. Αξιοσημείωτες είναι οι διακυμάνσεις του λόγου του ελληνικού ΚΚΠΑΕΠ ως προς αυτό των χωρών της Ισπανίας, της Φιλανδίας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας.
Στη παρούσα μελέτη, ο ποσοστιαίος ρυθμός μεταβολής του ΚΚΠΑΕΠ, ισούται με το άθροισμα της συνεισφοράς των εξής παραγόντων:
1.Συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου (βλέπε INFO 2)
2.Συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας.
3.Συνεισφορά της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής.
Ο πρώτος παράγοντας, αντικατοπτρίζει την συσσωρευμένη καθαρή πραγματική αξία των παρελθουσών επενδυτικών δαπανών (κτίρια, μηχανήματα και εξοπλισμός). Ο δεύτερος, εστιάζεται στις κατά κεφαλήν ώρες εργασίας. Τέλος ο τρίτος, αποτελεί ένα μέτρο αποδοτικότητας της χρήσης των παραγωγικών συντελεστών του φυσικού κεφαλαίου και της εργασίας.
Επιπρόσθετα, ο συντελεστής της συνολικής παραγωγικότητας επιμερίζεται σε δύο συνιστώσες. Η πρώτη, είναι η μακροχρόνια τάση αύξησης της παγκόσμιας, χρήσιμης για παραγωγικούς σκοπούς, γνώσης.
Η εν λόγω γνώση διαχέεται από τις ηγέτιδες βιομηχανικές χώρες και μπορεί να υιοθετηθεί και να χρησιμοποιηθεί με σχετικά χαμηλό κόστος προσαρμογής από τις ανά τον κόσμο οικονομίες.
Η δεύτερη, είναι η εγχώρια παραγωγικότητα. Η τελευταία, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εγχώρια άσκηση οικονομικής πολιτικής και από την ποιότητα των θεσμών μιας οικονομίας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας για την Ελλάδα αποτυπώνονται στον Πίνακα 2 και αποκαλύπτουν τα εξής:
1.Το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία από το 1960 μέχρι το 2013 αναπτύχθηκε με έναν μέσο ετήσιο ρυθμό 0.41 ποσοστιαίων μονάδων πάνω από την τάση του 2%, οφείλεται κυρίως στην περίοδο 1960-1973. Μόλις αφαιρεθεί από το δείγμα η εν λόγω περίοδος ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεγέθυνσης χάνει την δυναμική του κατά 1.58 ποσοστιαίες μονάδες (από 2.41% σε 0.83%) και οδηγείται σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της τάσης.
2.Η εν λόγω μεταβολή δεν ήταν προϊόν της συνεισφοράς του κεφαλαίου (μεταβολή από 1.3% σε 1.26%) ή της εργασίας (μεταβολή από -0.79% σε -0.66%). Ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης πτώσης της παραγωγικότητας (από -0.1% σε -1.77%).
3.Η μετάβαση της ελληνικής οικονομίας από τους πολύ υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης της περιόδου 1960-1973 (5.87 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την τάση του 2%) στους περισσότερο ήπιους της περιόδου 1974-1979 (1.94 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την τάση του 2%) προκλήθηκε πρωτίστως από την μείωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας από 6.53% σε 2.04%.
4.Η στασιμότητα της περιόδου 1979-1995 (1.83 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την τάση του 2%) προκλήθηκε λόγω της σημαντικής πτώσης της παραγωγικότητας (μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -3.4%) και λόγω της μείωσης των κατά κεφαλήν ωρών εργασίας (μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -0.45%)
5.Η αναπτυξιακή τροχεία της περιόδου 1995-2007 (1.42 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από την τάση του 2%) προήλθε από την αύξηση της παραγωγικότητας (μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του 1.69%) και για πρώτη φορά σε ένα διάστημα 35 ετών ο συντελεστής της εργασίας είχε θετική συνεισφορά της τάξης του 0.54%.
6.Η απότομη πτώση της παραγωγικής δραστηριότητας κατά την διάρκεια των ετών 2007-2013 (6.27 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από την τάση του 2%) οφείλεται στην μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας (μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -7.54%) και στην πτώση των κατά κεφαλήν ωρών εργασίας (μέση ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της τάξης του -3.05%).
7.Τα τελευταία 50 χρόνια στην ελληνική οικονομία υπήρξε έντονη εμβάθυνση του φυσικού κεφαλαίου (σημαντική αύξηση του λόγου κεφαλαίου ως προς το προϊόν). Ο μέσος ετήσιος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης της συνεισφοράς του κεφαλαίου κατά την διάρκεια των ετών 1960-2013 ήταν της τάξης του 1.3%. Η πορεία του ήταν συνεχώς αυξητική με εξαίρεση την περίοδο 1995-2007 (-0.81%) (βλέπε INFO 3).
Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, συμπεραίνεται ότι:
Πρώτον, από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και ιδίως μετά το έτος 1979, η συνεχής μείωση της εγχώριας παραγωγικότητας (με εξαίρεση την περίοδο 1995-2007) και η παράλληλη μείωση των κατά κεφαλήν ωρών εργασίας (με εξαίρεση την περίοδο 1995-2007) οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε ένα χαμηλότερο μονοπάτι μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολούθησαν οι οικονομίες των κρατών των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 15 (στο σύνολο και μεμονωμένα).
Η σημαντική θετική συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου δεν κατέστησε δυνατή την αποφυγή μιας τέτοιου είδους (ισχνής) αναπτυξιακής τροχιάς. Δηλαδή, το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας (ιδιαίτερα μετά το 1979) εστιάζεται στην μειωμένη εγχώρια παραγωγικότητα.
Δεύτερον, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η απεμπλοκή της Ελλάδος από την παρούσα κρίση χρέους θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την μελλοντική αναπτυξιακή της πορεία, συμπεραίνεται ότι η ελληνική οικονομία θα μπορέσει να ξεφύγει από τον οικονομικό μαρασμό κυρίως μέσω υιοθέτησης πολιτικών ενίσχυσης της παραγωγικότητας.
Πολιτικές αποκλειστικά εστιασμένες στην ενίσχυσης της ζήτησης για επενδύσεις και κατανάλωση και αύξησης της απασχόλησης, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή στην επίδραση που μπορεί να έχουν στην εγχώρια παραγωγικότητα, μπορεί μεν βραχυπρόθεσμα να έχουν ευεργετικές επιδράσεις στην οικονομία, ωστόσο μακροπρόθεσμα από μόνες τους, χωρίς ταυτόχρονες συμπληρωματικές πολιτικές αύξησης της παραγωγικότητας, είναι δύσκολο να αποτελέσουν βασικούς πυλώνες ανάπτυξης.
INFO 1: Η επιλογή του 2% ως μακροχρόνια τάση μεγέθυνσης των ανεπτυγμένων οικονομιών της αγοράς, βασίζεται στο γεγονός ότι η οικονομία των ΗΠΑ, η βιομηχανική ηγέτιδα χώρα του 20ου αιώνα, κατέγραψε κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα έναν μέσο ετήσιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης της τάξης του 2%.
INFO 2: Η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου μετριέται με τον λόγο φυσικού κεφαλαίου ως προς το προϊόν. Στην βιβλιογραφία, ο λόγος αυτός συναντάται με την ονομασία «εμβάθυνση του φυσικού κεφαλαίου».
INFO 3: Παρόμοια συμπεριφορά, αλλά σε αρκετά μικρότερη κλίμακα, είχε ο αντίστοιχος συντελεστής στην οικονομία της Ιαπωνίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.