Eurobank: Η αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης απαραίτητη προϋπόθεση για την αύξηση των επενδύσεων και την αποτροπή εμπορικών ελλειμμάτων

Η νέα έκδοση της Eurobank  «7ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» με συγγραφείς τους Στυλιανό Γ. Γώγο, Οικονομικό Αναλυτή και  Μαρία Πρανδέκα, Οικονομικό Αναλυτή, αναφέρει ότι η δημοσιονομική προσαρμογή και η συρρίκνωση των εγχώριων εισοδημάτων αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες για την εξάλειψη τόσο του εμπορικού όσο και του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος.

 

Συνοπτικά αναφέρουν τα εξής:

-Η ελληνική οικονομία έχει το μικρότερο ποσοστό ακαθάριστης εγχώριας αποταμίευσης ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης των 12 (μέσος όρος 2000-2013 στο 10%, ευρωζώνης των 12 στο 22%).

-Η διατήρηση των υψηλών ρυθμών επένδυσης της περιόδου 2000-2007 (24%), με δεδομένο το χαμηλό εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης, κατέστη εφικτή μέσω της δημιουργίας συνεχών εμπορικών ελλειμμάτων (-12%), δηλαδή εξωτερικού δανεισμού.

-Για να στηριχτεί το νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης στις επενδύσεις (αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων) και στην ανταγωνιστικότητα (αποφυγή μελλοντικών εμπορικών ελλειμμάτων) θα πρέπει αναγκαστικά να αυξηθεί το εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης.

-Η διατήρηση του δημοσιονομικού πλεονάσματος (ή τουλάχιστον η αποφυγή δημοσιονομικών ελλειμμάτων) και η μεταφορά πόρων από καταναλωτικές σε επενδυτικές χρήσεις οδηγούν την οικονομία προς αυτή την κατεύθυνση.

Αναλυτικά όπως σημειώνουν: «Αποτελεί κοινή πεποίθηση, τόσο στην οικονομολογική κοινότητα όσο και στους ασκούντες την οικονομική πολιτική, ότι τα τελευταία έξι χρόνια – τέλος του 2007 μέχρι και σήμερα – υπήρξε σημαντική βελτίωση στο πεδίο της διόρθωσης των χρόνιων ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας τόσο στον δημοσιονομικό όσο και στον εξωτερικό τομέα. Η πρώτη ανισορροπία αντικατοπτρίζονταν στο δημοσιονομικό έλλειμμα και η δεύτερη στο εμπορικό έλλειμμα (τα γνωστά ως δίδυμα ελλείμματα). Σε γενικές γραμμές, η ύπαρξη δημοσιονομικού ελλείμματος σήμαινε ότι το κράτος πραγματοποιούσε μεγαλύτερες δαπάνες (χωρίς να υπολογίσουμε την πληρωμή τοκοχρεολυσίων για την αποπληρωμή παρελθόντων χρεών) σε σχέση με τα έσοδα που εισέπραττε, π.χ. από την επιβολή φόρων, ενώ το εμπορικό έλλειμμα σήμαινε ότι το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και το κράτος πραγματοποιούσαν αγορές αγαθών και υπηρεσιών από χώρες της αλλοδαπής μεγαλύτερες σε αξία σε σχέση με τις αντίστοιχες αγορές που πραγματοποιούσαν οι εν λόγω χώρες από την ελληνική οικονομία (δηλαδή η αξία των εισαγωγών ήταν μεγαλύτερη από την αξία των εξαγωγών).

Σήμερα, ύστερα από 24 συνεχόμενα τρίμηνα συρρίκνωσης της εγχώριας παραγωγής, η ελληνική οικονομία εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης. Το γεγονός αυτό εδράζεται στα εξής σημεία: 1ον η δημοσιονομική προσαρμογή, κυρίως υπό την μορφή της μείωσης των δημόσιων δαπανών και λιγότερο υπό την μορφή αύξησης των εσόδων, οδήγησε στην εξάλειψη του πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, πέραν των υποχρεώσεών του ως χρεώστης (πληρωμή τόκων), μπορεί να αυτοχρηματοδοτηθεί. Συνεπώς, δεν ανταγωνίζεται με τον ιδιωτικό τομέα για την εξεύρεση κεφαλαίων. Το γεγονός αυτό με την σειρά του δημιουργεί ένα όφελος στην οικονομία καθώς διευκολύνεται η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα (που συνήθως είναι πιο παραγωγικός από τον δημόσιο). 2ον η μείωση του εμπορικού ελλείμματος συνεπάγεται και μείωση του εξωτερικού δανεισμού. Ωστόσο, η εν λόγω μείωση προήλθε κυρίως μέσω μείωσης των εισαγωγών (λόγω συρρίκνωσης των εγχώριων εισοδημάτων) και όχι τόσο μέσω αύξησης των εξαγωγών. 3ον οι περισσότεροι δείκτες που ενσωματώνουν την γενική τάση των προσδοκιών τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων εμφανίζουν σημάδια διαρκούς βελτίωσης και για το γ’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης (σε ετήσια βάση) αναμένεται να έχει θετικό πρόσημο για πρώτη φορά μετά από το β’ τρίμηνο του 2008. Οι πολιτικές αύξησης της αποτελεσματικότητας στην χρήση των πόρων του δημοσίου, δηλαδή το λεγόμενο «νοικοκύρεμα του κράτους», και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας, θα πρέπει να συνεχιστούν απαρέγκλιτα έτσι ώστε να είναι εφικτό για την ελληνική οικονομία να ακολουθήσει ένα μονοπάτι ισορροπημένης και βιώσιμης μεγέθυνσης στο μέλλον.

image 1

√ Η αύξηση των επενδύσεων και η αποφυγή εμπορικών ελλειμμάτων  συνδέονται αναγκαστικά  με την αύξηση της εγχώριας αποταμίευσης

Για να κατανοήσουμε το πώς συνδέονται το δημοσιονομικό και το εμπορικό έλλειμμα με την στρατηγική αύξησης των επενδύσεων και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας θεωρούμε ότι είναι πολύ αποτελεσματικό να χρησιμοποιήσουμε μια παραλλαγή της γνωστής ταυτότητας του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ). Σύμφωνα με τους εθνικούς λογαριασμούς ισχύει:

ΠΙΝΑΚΑΣ 1

, όπου το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ), Υ1, την περίοδο  t (π.χ. έτος) ισούται με το άθροισμα της ιδιωτικής κατανάλωσης, Ct,της ιδιωτικής και δημόσιας επένδυσης, It, της δημόσιας κατανάλωσης,Gt , και του εμπορικού ισοζυγίου, δηλαδή της διαφοράς των εξαγωγών  Xt με τις εισαγωγές IMt. Η παραλλαγή έχει ως εξής:

ΠΙΝΑΚΑΣ 2

Ως Tt ορίζουμε τους καθαρούς φόρους, δηλαδή την διαφορά ανάμεσα στους φόρους που εισπράττει το κράτος και στις μεταβιβαστικές πληρωμές (π.χ. συντάξεις και επιδόματα ανεργίας) που χρηματοδοτεί, ως  ΠΙΝ 4ορίζουμε την ιδιωτική αποταμίευση, δηλαδή την διαφορά ανάμεσα στο διαθέσιμο εισόδημα, PIN5, και στην ιδιωτική κατανάλωση, και ως  PIN 6ορίζουμε το δημοσιονομικό ισοζύγιο, δηλαδή την διαφορά ανάμεσα στους καθαρούς φόρους (ή και καθαρά έσοδα) και στις δημόσιες δαπάνες για κατανάλωση- βλέπε INFO1. Το τελευταίο, στην περίπτωση που είναι θετικό σηματοδοτεί την ύπαρξη δημόσιας αποταμίευσης ενώ στην περίπτωση που είναι αρνητικό σημαίνει ότι το κράτος έχει δημοσιονομικό έλλειμμα, ήτοι δημόσιος δανεισμός –βλέπε INFO 2.

ΠΙΝΑΚΑΣ 3

Η εξίσωση (2) μας δείχνει ότι σε κάθε χρονική στιγμή υπάρχει ένας βασικός περιορισμός στην οικονομία τον οποίο όλοι οι φορείς της θα πρέπει να κατανοούν και πάνω από όλα να αποδέχονται. Ο περιορισμός έχει ως εξής: Οι εγχώριες αποταμιεύσεις (ιδιωτικές και δημόσιες) ισούνται πάντα με το άθροισμα των εγχώριων επενδύσεων και του εμπορικού ισοζυγίου.

Συνεπώς, μια οικονομία όταν εμφανίζει μικρό ποσοστό αποταμίευσης, π.χ. λόγω μικρής αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα ή λόγω δημοσιονομικών ελλειμμάτων, τότε αν θέλει να διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο επενδύσεων θα πρέπει να διατηρεί ένα υψηλό επίπεδο εμπορικών ελλειμμάτων. Με απλά λόγια, αν σε μια οικονομία οι εγχώριες αποταμιεύσεις δεν είναι αρκετές για να χρηματοδοτήσουν τις εγχώριες επενδύσεις τότε αναγκαστικά ή μειώνονται οι εγχώριες επενδύσεις ή αυξάνονται τα εμπορικά ελλείμματα (δηλαδή ο εξωτερικός δανεισμός). Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας μέχρι και τις αρχές του 2008 είχε επικρατήσει η δεύτερη περίπτωση. Δηλαδή, διατηρούσαμε ένα υψηλό επίπεδο ρυθμού επενδύσεων το οποίο χρηματοδοτούνταν σε μεγάλο βαθμό από εξωτερικό δανεισμό. Επομένως, οι ίδιοι υψηλοί ρυθμοί επένδυσης θα μπορούσαν να συνδυαστούν με χαμηλά εμπορικά ελλείμματα ή ακόμα και πλεονάσματα μόνο στην περίπτωση που κατορθώναμε να αυξήσουμε το συνολικό εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης.

 
Η ελληνική οικονομία έχει το μικρότερο ποσοστό εγχώριας ακαθάριστης αποταμίευσης ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης των 12.

Στο Σχήμα 1 παρουσιάζουμε την διαχρονική εξέλιξη, από τις αρχές του 2000 μέχρι και σήμερα, του συνολικού ακαθάριστου εγχώριου ποσοστού αποταμίευσης (προσεγγιστικά), του ρυθμού επένδυσης (μερίδιο επενδύσεων στο σύνολο του ΑΕΠ) και του εμπορικού ισοζυγίου (ως ποσοστό του ΑΕΠ) για τις εξής οικονομίες: Ευρωζώνη των 12, Γερμανία, Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία και Ελλάδα. Τα βασικά χαρακτηριστικά των δεδομένων έχουν ως εξής: Η ελληνική οικονομία κατά μέσο όρο είχε πάντοτε το χαμηλότερο ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσης, ήτοι 10%, σε σχέση με τις άλλες υπό σύγκριση οικονομίες. Με δεδομένο αυτό το νούμερο η χρηματοδότηση του υψηλού ρυθμού των επενδύσεων, που ήταν της τάξης του 21%, μπορούσε να χρηματοδοτηθεί μόνο με την δημιουργία εμπορικών ελλειμμάτων της τάξης του -11%. Παρόμοια χαρακτηριστικά, ωστόσο με μικρότερα εμπορικά ελλείμματα, είχε και η οικονομία της Πορτογαλίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά μέσο όρο ο ακαθάριστος ρυθμός αποταμίευσης ήταν της τάξης του 15%, ο ρυθμός επένδυσης ήταν της τάξης του 22% και ως συνέπεια το εμπορικό έλλειμμα ήταν της τάξης του -7%. Επιπρόσθετα, αναφορικά με την περίπτωση του μέσου όρου της ευρωζώνης των 12 και της Γερμανίας παρατηρούμε πως ο ρυθμός επένδυσης ήταν της τάξης του 22% και του 23% και το εμπορικό πλεόνασμα ήταν της τάξης του 2% και του 5% αντίστοιχα. Η χρηματοδότηση προέρχονταν από έναν μέσο ρυθμό εγχώριας αποταμίευσης της τάξης του 22% και 23% αντίστοιχα. Τέλος, στην περίπτωση των οικονομιών της Ισπανίας και της Ιταλίας, οι ακαθάριστοι ρυθμοί αποταμίευσης διαμορφώθηκαν στα επίπεδα του 23% και του 21%, οι ρυθμοί επένδυσης στα επίπεδα του 26% και του 20%, και η Ισπανία σημείωνε κατά μέσο όρο εμπορικά ελλείμματα της τάξης του -3% ενώ η Ιταλία κατά μέσο όρο εμφάνιζε ισορροπημένο εμπορικό ισοζύγιο.

Συνεπώς γίνεται αντιληπτό, ότι για να στηριχτεί το νέο υπόδειγμα οικονομικής μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας στις επενδύσεις (αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων) και στην εξωστρέφεια (αποφυγή μελλοντικών εμπορικών ελλειμμάτων, αύξηση της ανταγωνιστικότητας) θα πρέπει αναγκαστικά να αυξηθεί το εγχώριο ποσοστό αποταμίευσης. Το τελευταίο μπορεί να συμβεί με δύο τρόπους. Με την μεταφορά παραγωγικών πόρων από τις καταναλωτικές προς τις επενδυτικές χρήσεις και με την επίτευξη δημοσιονομικών πλεονασμάτων ή τουλάχιστον την αποφυγή δημοσιονομικών ελλειμμάτων.”

INFO 1: Το παράδειγμα που παραθέτουμε περιέχει μεγάλη δόση απλούστευσης. Για παράδειγμα στον προσδιορισμό της ακαθάριστης αποταμίευσης δεν έχουμε λάβει υπ’ όψιν τις καθαρές μεταβιβαστικές πληρωμές από την αλλοδαπή και τα καθαρά εισοδήματα από την αλλοδαπή. Ως αποταμίευση θεωρούμε το άθροισμα των επενδύσεων και του εμπορικού ισοζυγίου. Το γεγονός αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να επηρεάσει τα βασικά συμπεράσματα της παρούσας ανάλυσης, ήτοι ότι η ελληνική οικονομία για να διατηρήσει ισορροπία στο εμπορικό ισοζύγιο και για να αυξήσει τον ρυθμό των επενδύσεων θα πρέπει να αυξήσει την εγχώρια αποταμίευση.

INFO 2: Για τον προσδιορισμό του δημοσιονομικού ισοζυγίου δεν λαμβάνουμε υπ’ όψιν τις δημόσιες δαπάνες για επένδυση.

Σχετικά Άρθρα