
Eurobank : Η σταδιακή επάνοδος στις αγορές εξασφαλίζεται μόνο μέσω της βελτίωσης των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας
• Η πολιτική αβεβαιότητα και η δυσμενής διεθνής συγκυρία είναι δύο παράγοντες που εμποδίζουν την πιο γρήγορη ή πιο δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
• Η πολιτική αβεβαιότητα μειώνει την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής μέσω της δημιουργίας κλίματος αναξιοπιστίας.
• Η δυσμενής διεθνής συγκυρία αποτελεί τροχοπέδη για την ενίσχυση των εξαγωγών.
• Η κυβέρνηση οφείλει να επενδύσει στην ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και παράλληλα να επιταχύνει την βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, ήτοι ανάπτυξη, δημόσιο χρέος, ανεργία, δημοσιονομική προσαρμογή, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Την εστίαση και προσήλωση στη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της οικονομίας και στην αύξηση της αξιοπιστίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής, τονίζουν οι αναλυτές της Eurobank Στυλιανός Γώγος, Οικονομικός Αναλυτής και Μαρία Πρανδέκα Οικονομικός Αναλυτής, στην σημερινή έκδοση : «7 Ημέρες Οικονομία.»
Αναλυτικά αναφέρουν: «Όπως είχαμε σημειώσει και στο φυλλάδιο «7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ» της προηγούμενης εβδομάδας, οι εγχώριες πολιτικές εξελίξεις (δηλώσεις και εξαγγελίες τόσο από την πλευρά της κυβέρνησης όσο και από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ενδεχόμενο της πρόωρης προσφυγής στις κάλπες κτλ.) και η δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία (π.χ. ισχνοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης στην ευρωζώνη) δημιουργούν ένα μείγμα πληροφόρησης και διαμόρφωσης προσδοκιών το οποίο οδηγεί αρκετούς επενδυτές στο να είναι εντόνως επιφυλακτικοί, τουλάχιστον βραχυχρόνια, ως προς την πρόθεσή τους να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους σε εγχώριους χρηματοοικονομικούς τίτλους τόσο του ιδιωτικού (μετοχές ανωνύμων εταιρειών) όσο και του δημόσιου τομέα (ομόλογα του ελληνικού δημοσίου). Συνεπώς, σύμφωνα με την υπάρχουσα κατάσταση, διαμορφώνονται δύο περιορισμοί στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής οι οποίοι έχουν αρνητικές συνέπειες για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Αυτοί είναι:
Πρώτον: Πολιτική αβεβαιότητα και πολιτικές του παρελθόντος
Όπως έχει αποδειχτεί στην πράξη, η δομή των θεσμών του ελληνικού κράτους επιτρέπει την δημιουργία της προαναφερθείσας «πολιτικής αβεβαιότητας». Το αν το όφελος από την ύπαρξη αυτών των θεσμών είναι μεγαλύτερο από το κόστος είναι αντικείμενο συζήτησης που ξεφεύγει από τα όρια ανάλυσης του παρόντος φυλλαδίου. Ωστόσο, το σίγουρο είναι το εξής: η πολιτική αβεβαιότητα οδηγεί σε οικονομική αναποτελεσματικότητα. Αξίζει να σκεφτούμε πόσες ώρες εργασίας ή χρήσης κεφαλαίου – ιδίως από το 2008 και έπειτα – έχουν καταναλωθεί προς την κατεύθυνση των προεκλογικών σεναρίων ενώ κάλλιστα θα μπορούσαν να κατανεμηθούν σε πιο παραγωγικές χρήσεις. Επιπρόσθετα, η πολιτική, αβεβαιότητα ή αστάθεια, μειώνει σημαντικά την αποτελεσματικότητα της άσκησης οικονομικής πολιτικής. Για να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό θα πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε ότι το αποτέλεσμα ή η αξιολόγηση μιας συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής, πχ. μείωση των φόρων, αύξηση των δημοσιών δαπανών, αύξηση της προσφοράς χρήματος, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό και από την αντίδραση των φορέων της οικονομίας ως προς την εφαρμογή της συγκεκριμένης οικονομικής πολιτικής. Ήταν ακριβώς αυτό το συμπέρασμα που οδήγησε τους οικονομολόγους στο να χρησιμοποιούν ως εργαλείο ανάλυσης της οικονομικής πολιτικής περισσότερο την θεωρία παιγνίων και λιγότερο την θεωρία του βέλτιστου ελέγχου. Για παράδειγμα, έστω ότι μια κυβέρνηση εξαγγέλλει ότι θα μειώσει την φορολογία τόσο στην αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας όσο και στην αμοιβή του παραγωγικού συντελεστή του κεφαλαίου. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να διαμορφώσει τέτοιες προσδοκίες στην αγορά έτσι ώστε και οι επιχειρήσεις να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο στο να επενδύσουν αλλά και τα νοικοκυριά να έχουν μεγαλύτερο κίνητρο στο να εργαστούν περισσότερο παραγωγικά. Στην περίπτωση που εν λόγω εξαγγελίες γίνονται υπό καθεστώς πολιτικής αβεβαιότητας, τότε αυτόματα αυξάνεται η πιθανότητα να χαρακτηριστούν ως μη αξιόπιστες (ποιος θα εγγυηθεί ότι αν αλλάξει η κυβέρνηση ή αν αλλάξει το οικονομικό επιτελείο η πολιτική που θα εφαρμοστεί στη συνέχεια θα παραμείνει η ίδια;). Το γεγονός αυτό οδηγεί τους φορείς της αγοράς, δηλαδή επιχειρήσεις και νοικοκυριά, στο να μην μεταβάλλουν τις προσδοκίες τους και ως εκ τούτου τα επενδυτικά προγράμματα ακυρώνονται και τα κίνητρα για περισσότερη παραγωγική εργασία μειώνονται.
Επιπρόσθετα, αξίζει να αναφέρουμε ότι η παρούσα πολιτική αβεβαιότητα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας ο οποίος οδηγεί στη μείωση της αξιοπιστίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Όπως τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα του παρελθόντος οδήγησαν στην παρούσα συσσώρευση του υψηλού δημοσίου χρέους, έτσι και η συνεχής ανακολουθία ανάμεσα σε κυβερνητικές εξαγγελίες και εφαρμοζόμενες πολιτικές που συνέβη κατά το παρελθόν οδήγησε στη συσσώρευση ενός αποθέματος αναξιοπιστίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής το οποίο δεν είναι εύκολο να αποσβεστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Συνεπώς, πολιτικές του παρελθόντος, πχ. σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προγραμματικές δηλώσεις μιας κυβέρνησης και στην μετέπειτα εφαρμοζόμενη πολιτική, και η παρούσα πολιτική αβεβαιότητα δυσχεραίνουν σε σημαντικό βαθμό την αποτελεσματικότητα του έργου των ασκούντων την οικονομική πολιτική.
Δεύτερον: Δυσμενής διεθνής οικονομική συγκυρία
Την προηγούμενη εβδομάδα στις διεθνείς αγορές επικράτησαν έντονες ανησυχίες για τις μακροοικονομικές επιδόσεις της Ευρωζώνης. Αξίζει να αναφέρουμε πως για την Ευρωζώνη των 12 ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στο 2ο τρίμηνο του 2014 ήταν της τάξης του 0,4%. Η αναθεώρηση προς τα κάτω του αναμενόμενου ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της Γερμανίας (στο 1,2% για το 2014 και το 2015), η αρνητική ποσοστιαία μεταβολή του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΠΑΕΠ) της Ιταλίας (-0,6% στο 2ο τρίμηνο του 2014) και η στασιμότητα της Γαλλικής οικονομίας (0,1% στο 2ο τρίμηνο του 2014) σηματοδοτούν πως οι τρείς μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης αδυνατούν να πετύχουν ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης τέτοιους ώστε να επιστρέψουν στο αναπτυξιακό μονοπάτι που ακολουθούσαν στο τέλος του 2007. Το ίδιο ισχύει τόσο για την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) όσο και για την οικονομία της Ιαπωνίας. Συνεπώς, όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, από το τέλος του 2007 μέχρι και σήμερα, οι οικονομίες των κρατών της Ευρωζώνης των 12, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Γαλλίας, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, έχουν εισέλθει σε ένα χαμηλότερο μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης σε σχέση με αυτό που ακολουθούσαν πριν την μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο Σχήμα 1. Εκεί παρουσιάζουμε δείκτες για το ΠΑΕΠ κάθε οικονομίας αφού πρώτα εξάγουμε μια τάση της τάξης του 2%.
Το συγκεκριμένο νούμερο δεν είναι αυθαίρετο καθώς έτσι είθισται να ορίζεται η μακροχρόνια τάση αύξησης του κατά κεφαλήν πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΚΚΠΑΕΠ) μιας ανεπτυγμένης οικονομίας της αγοράς (π.χ. ΗΠΑ 20ος αιώνας). Στο σχήμα 1 παρουσιάζουμε δείκτες (έτος βάσης 2007 = 100) του ΠΑΕΠ και όχι του ΚΚΑΕΠ. Αν παρουσιάζαμε δείκτες του ΚΚΠΑΕΠ η πτώση που παρατηρούμε θα ήταν λίγο μεγαλύτερη καθώς θα εμπεριείχε και την αύξηση του πληθυσμού.
Η κατασκευή των δεικτών πραγματοποιήθηκε με την χρήση της παρακάτω εξίσωσης:
Παρατηρώντας το Σχήμα 1 γίνεται φανερό πως στο τέλος του 2013, η Ευρωζώνη των 12 ακολουθούσε ένα μονοπάτι οικονομικής μεγέθυνσης κατά 12.81% χαμηλότερο σε σχέση με αυτό που θα μπορούσε να ακολουθήσει αν από το 2007 μέχρι και σήμερα αναπτυσσόταν σύμφωνα με τον μακροχρόνιο ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (τάση) του 2%. Τα αντίστοιχα νούμερα για την Γερμανία, την Γαλλία, την Ιταλία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία και την Ελλάδα είναι 7,46%, 10,61%, 18,78% και 6,21%, 10,92% και 32,22% αντίστοιχα.
Συνεπώς, όταν αναλύουμε τα δεδομένα για το ΠΑΕΠ των επί μέρους οικονομιών μέσω αυτής της οπτικής γωνίας, δηλαδή εξάγοντας την τάση του 2%, βλέπουμε ότι πλήρης ανάκαμψη από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2009 δεν έχει επέλθει για καμία εκ των οικονομιών του δείγματός μας. Αντιθέτως, στο τέλος του 2013, οι σημαντικότερες οικονομίες της Ευρωζώνης εμφανίζουν μια τάση περεταίρω απομάκρυνσης σε σχέση με το μονοπάτι της οικονομικής μεγέθυνσης που ακολουθούσανε το 2007. Από την πλευρά της προσφοράς, το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια μόνιμη μείωση από το 2007 και έπειτα, είτε της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής είτε του φυσικού κεφαλαίου, είτε της εργασίας (συνολικές ώρες απασχόλησης).
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα ανάλυση γίνεται αντιληπτό ότι η διεθνής οικονομική συγκυρία είναι δυσμενής για την ελληνική οικονομία και μπορεί να αποτελέσει τροχοπέδη για την δυναμική του μονοπατιού της οικονομικής μεγέθυνσης. Δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ένα σημαντικό μέρος των προβλέψεων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας στηρίζεται στην ενίσχυση των εξαγωγών για αγαθά και υπηρεσίες. Η εν λόγω μεταβλητή εκτός από την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από το επίπεδο των εισοδημάτων στην αλλοδαπή. Συνεπώς, στην περίπτωση που οι πιο ισχυρές οικονομίες της Ευρωζώνης εισέλθουν σε ένα νέο μονοπάτι στασιμότητας τότε υπάρχει κίνδυνος μείωσης των ελληνικών εξαγωγών και ως εκ τούτου και της δυναμικής της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Εν κατακλείδι, τόσο η πολιτική αβεβαιότητα όσο και η δυσμενής διεθνής συγκυρία είναι δύο παράγοντες που εμποδίζουν την πιο γρήγορη ή πιο δυναμική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Η πολιτική αβεβαιότητα μειώνει την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής μέσω της δημιουργίας κλίματος αναξιοπιστίας, ενώ η δυσμενής διεθνής συγκυρία αποτελεί τροχοπέδη για την ενίσχυση των εξαγωγών. Η κυβέρνηση οφείλει να επενδύσει στην ανάκτηση της χαμένης αξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής και παράλληλα να επιταχύνει την βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή ανάπτυξη, δημόσιο χρέος, ανεργία, δημοσιονομική προσαρμογή, διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Είναι ακριβώς αυτή η βελτίωση και η δυναμική των θεμελιωδών μεγεθών που εξασφαλίζουν τη σταδιακή και την ομαλή επάνοδο στις αγορές και ως εκ τούτου ενισχύουν την άντληση κεφαλαίων τόσο από τον δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα.»