
Eurobank: Συνεχίζεται η συρρίκνωση του κλάδου της βιομηχανίας
Μείωση στα μερίδια της προστιθέμενης αξίας, της απασχόλησης και στασιμότητα στην παραγωγικότητα της εργασίας, καταγράφει ανάλυση της Eurobank στη σημερινή έκδοση του «7ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ».
- Η ετήσια μεταβολή του δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία (σύνολο αγοράς, εγχώρια και εξωτερική) διαμορφώθηκε στο -2,9% το Μάρτιο 2015. Η αντίστοιχη μεταβολή το Μάρτιο 2014 ήταν -2,1%.
- Ο τομέας της βιομηχανίας συνεισέφερε το 11,6% της συνολικής εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2014. Εν συγκρίσει με το 2001 υπάρχει πτώση της τάξης των 2,8 ποσοστιαίων μονάδων (14,4%).
- Η απασχόληση στο βιομηχανικό κλάδο διαμορφώθηκε σε 388,07 χιλιάδες άτομα το 2014 (από 540,88 το 2001). Ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης το εν λόγω μέγεθος ήταν της τάξης του 9,94% (από 12,50% το 2001).
- Ο ελληνικός βιομηχανικός κλάδος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2001-2014 εμφάνιζε πάντα τις υψηλότερες ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο σε σχέση με την Ευρωζώνη, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
- Η παραγωγικότητα της εργασίας στον ελληνικό βιομηχανικό κλάδο είναι υψηλότερη σε σχέση με τον αντίστοιχο κλάδο της Πορτογαλίας αλλά χαμηλότερη σε σχέση με τον αντίστοιχο κλάδο του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας.
- Επιπρόσθετα στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, από το 2007 και έπειτα παρατηρείται μια στασιμότητα στην παραγωγικότητα της εργασίας στον βιομηχανικό κλάδο. Αντιθέτως στην οικονομία της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας η παραγωγικότητα της εργασίας στον βιομηχανικό κλάδο παρουσιάζει σταθερή ανοδική πορεία.
- Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα κατά την τελευταία πενταετία αναμένεται να οδηγήσουν σε μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών από 16,2% του ΑΕΠ το 2013 στο 14,1% του ΑΕΠ το 2040, σημειώνοντας μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ-28. Παρά τη μεταβολή αυτή, οι δαπάνες για τις συντάξεις στην Ελλάδα θα παραμείνουν σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η ετήσια μεταβολή του δείκτη κύκλου εργασιών στη βιομηχανία (σύνολο αγοράς, εγχώρια και εξωτερική) διαμορφώθηκε στο -2,9% το Μάρτιο 2015. Η αντίστοιχη μεταβολή το Μάρτιο 2014 ήταν -2,1%.
Ο δείκτης κύκλου εργασιών (πωλήσεις) στον τομέα της βιομηχανίας κατέγραψε ετήσια πτώση -2,9% το Μάρτιο 2015. Η αντίστοιχη μεταβολή για τους μήνες Φεβρουάριο και Ιανουάριο ήταν της τάξης του -9,8% και -16,0% αντίστοιχα. Τέλος, το Μάρτιο 2014 η ετήσια μεταβολή ήταν ίση με -2,1%.
Αναφορικά με την πορεία των επιμέρους δεικτών, καταγράφηκε μείωση τόσο στον τομέα των ορυχείων – λατομείων, -3,2%, όσο και στις μεταποιητικές βιομηχανίες, -2,9%. Επιπρόσθετα, στην τελευταία κατηγορία, οι κλάδοι στους οποίους σημειώθηκε η υψηλότερη πτώση ήταν εκείνοι των ειδών ένδυσης, -20,2%, των δερμάτων και ειδών υπόδησης, -18,3%, των παραγώγων πετρελαίου και άνθρακα, -14,5%, και των μηχανημάτων και ειδών εξοπλισμού, -19,6%. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο κλάδος των παραγώγων πετρελαίου και άνθρακα είχε τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην πτώση του δείκτη των μεταποιητικών βιομηχανιών καθώς έχει τον υψηλότερο συντελεστή στάθμισης (33,96%, στη διαμόρφωση του εν λόγω δείκτη).
Τα προαναφερθέντα μεγέθη αφορούν το σύνολο της αγοράς. Σε όρους εγχώριας και εξωτερικής αγοράς παρατηρούμε τα εξής. Στην μεν πρώτη κατηγορία ο δείκτης κύκλου εργασιών του βιομηχανικού κλάδου μειώθηκε κατά -6,3% (Μάρτιος 2014 – Μάρτιος 2015) στη δε δεύτερη σημείωσε αύξηση της τάξης του 1,3%. Η μείωση που καταγράφηκε στην εγχώρια αγορά προήλθε κατά αποκλειστικότητα από τις μεταποιητικές βιομηχανίες, -6,4%, καθώς στον τομέα των ορυχείων – λατομείων παρατηρήθηκε αύξηση 1,0%. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση της εξωτερικής αγοράς, καθώς στον κλάδο των μεταποιητικών βιομηχανιών καταγράφηκε αύξηση 1,5% ενώ στον τομέα των ορυχείων και των λατομείων σημειώθηκε μείωση -6,4%.
Ο τομέας της βιομηχανίας (χωρίς τις κατασκευές) συνεισέφερε το 11,6% της συνολικής εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας το 2014. Εν συγκρίσει με το 2001 υπάρχει μια πτώση της τάξης των 2,8 ποσοστιαίων μονάδων (14,4%).
Λόγω της επαναλαμβανόμενης αναφοράς – ανάλυσης που πραγματοποιούμε στο φυλλάδιο 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ αναφορικά με την εξέλιξη των δεικτών του βιομηχανικού κλάδου (π.χ. δείκτης κύκλου εργασιών και δείκτης παραγωγής) θεωρήσαμε ότι θα είναι χρήσιμο προς τους αναγνώστες να παρουσιάσουμε με συνοπτικό τρόπο τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του ελληνικού βιομηχανικού κλάδου.
Στο Σχήμα 1 παραθέτουμε την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (gross value added) του κλάδου της βιομηχανίας (εκτός των κατασκευών) ως ποσοστό του συνόλου της εγχώριας προστιθέμενης αξίας. Για λόγους σύγκρισης, εκτός από την περίπτωση της Ελλάδος παρουσιάζουμε και την πορεία των αντίστοιχων χρονολογικών σειρών για το σύνολο της Ευρωζώνης και για τις οικονομίες της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας.
Στο διάστημα 2001-2009, τόσο στην ελληνική οικονομία όσο και στο σύνολο της Ευρωζώνης, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, το μερίδιο του βιομηχανικού κλάδου επί του συνόλου της εγχώριας παραγωγής παρουσίαζε μια μικρή μεν συνεχή δε συρρίκνωση. Στην περίπτωση της Ελλάδος, το 2001 το μερίδιο του τομέα της βιομηχανίας αντιστοιχούσε στο 14,4% της συνολικής ακαθάριστης εγχώριας προστιθέμενης αξίας και το 2009 ήταν στο 12,5%. Στην Ευρωζώνη σημειώθηκε πτώση από το 21,8% στο 18,5%, στην Ισπανία από το 20,2% στο 16,6% και στην Πορτογαλία από το 19,8% στο 16,1%. Η μεγαλύτερη πτώση σε όρους ποσοστιαίων μονάδων σημειώθηκε στην Ιρλανδία, από το 31,9% το 2002 στο 22,0% το 2006.
Επανερχόμενοι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, το 2010 η συνεισφορά του βιομηχανικού κλάδου στο σύνολο της εγχώριας παραγωγής υπέστη μια απότομη πτώση, από 12,5% στο 10,9% και το 2014 διαμορφώθηκε στο 11,6%. Για το σύνολο της Ευρωζώνης, το μερίδιο του τομέα της βιομηχανίας διαμορφώθηκε στο 19,4% το 2014, ενώ για την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία τα αντίστοιχα μεγέθη ήταν της τάξης του 22,4%, 17,5% και 17,0% αντίστοιχα.
Οι μισθοί ως ποσοστό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ελληνικού βιομηχανικού κλάδου αυξήθηκαν από το 33,8% το 2001 στο 37,7% το 2014.
Σε όρους μισθολογικού κόστους, το 2001, το 33,8% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας του ελληνικού βιομηχανικού κλάδου αντιστοιχούσε σε αμοιβές (wages and salaries) του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας. Το 2008 είχε προσεγγίσει το 35,1% και το 2011 αυξήθηκε απότομα στο 42,1%. Τέλος, το 2014 διαμορφώθηκε στο 37,7%.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα προαναφερθέντα μεγέθη δεν είναι πλήρως αντιπροσωπευτικά της πραγματικής συνεισφοράς του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στον ελληνικό βιομηχανικό κλάδο (υποεκτίμηση). Ο λόγος είναι ο εξής: ο λογαριασμός των μισθών αφορά μόνο τους απασχολούμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας, δηλαδή δεν αντιπροσωπεύει και τους αυτοαπασχολούμενους. Από το σύνολο της απασχόλησης στον εν λόγω κλάδο το 21% (μέσος όρος 2001-2014, μέγιστο: 23,52% – 2005, ελάχιστο: 15,92 – 2014) των ατόμων είναι αυτοαπασχολούμενοι. Συνεπώς, αν λάβουμε υπ’ όψιν και αυτή την κατηγορία των απασχολούμενων (ως εργασία και όχι ως κεφάλαιο) τότε η πραγματική συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας θα είναι μεγαλύτερη από τα μεγέθη που αναφέραμε στην προηγούμενη παράγραφο. Αυτή η υποεκτίμηση δεν εμφανίζεται στην Ευρωζώνη, στην Ιρλανδία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, καθώς σε αυτές τις οικονομίες το ποσοστό της αυτοαπασχόλησης στο κλάδο της βιομηχανίας είναι της τάξης του 6,4% (μέσος όρος 2001-2014), 8,4%, 4,5% και 6,1% αντίστοιχα.
Η απασχόληση στο βιομηχανικό κλάδο διαμορφώθηκε σε 388,07 χιλιάδες άτομα το 2014 (από 540,88 το 2001). Ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης το εν λόγω μέγεθος ήταν της τάξης του 9,94% (από 12,50% το 2001).
Το 2001 στον ελληνικό βιομηχανικό κλάδο απασχολούνταν το 12,50% του συνόλου των εργαζομένων (εξαρτημένη απασχόληση και αυτοαπασχολούμενοι). Το 2014 το ίδιο μέγεθος έχει προσεγγίσει το 9,94%. Σε όρους συνολικών ωρών εργασίας η πορεία ήταν παρόμοια με εκείνη της απασχόλησης σε όρους ατόμων. Πιο συγκεκριμένα, το 2001 στον τομέα της βιομηχανίας καταναλώνονταν το 12,7% των συνολικών ωρών εργασίας ενώ το 2014 το ίδιο μέγεθος ήταν ίσο με 10,1%. Παρατηρώντας τα Σχήματα 1 έως 3 βλέπουμε ότι το μερίδιο της απασχόλησης (αριθμός ατόμων και αριθμός ωρών) του βιομηχανικού κλάδου είχε παρόμοια πορεία με τη συνεισφορά που είχε ο συγκεκριμένος κλάδος στο σύνολο της εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.
Για τις οικονομίες του συνόλου της Ευρωζώνης, της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, από το 2001 μέχρι και το 2010 το μερίδιο του βιομηχανικού κλάδου στο σύνολο της απασχόλησης ακολούθησε μια πτωτική πορεία (π.χ. στο σύνολο της Ευρωζώνης υπήρξε μείωση από 18,7% στο 15,7%) και από το 2011 και έπειτα εμφανίζει σημάδια σταθεροποίησης.
Ο ελληνικός βιομηχανικός κλάδος κατά τη διάρκεια της περιόδου 2001-2014 εμφάνιζε πάντα τις υψηλότερες ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο σε σχέση με την Ευρωζώνη, την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία.
Όπως έχουμε αναφέρει και σε προηγούμενα τεύχη του φυλλαδίου 7ημέρες ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με άλλες χώρες όπως η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι οι σχετικά υψηλές ώρες εργασίας ανά απασχολούμενο. Στον κλάδο της βιομηχανίας και συγκεκριμένα στην κατηγορία της εξαρτημένης απασχόλησης, το 2001 κατά μέσο όρο ο κάθε απασχολούμενος εργαζότανε 2.048 ώρες και το 2014 οι ώρες εργασίας προσέγγιζαν τις 2.017. Στην κατηγορία της αυτοαπασχόλησης οι αντίστοιχες ώρες εργασίας ήταν 2.460 και 2.414 αντίστοιχα.
Η παραγωγικότητα της εργασίας στον ελληνικό βιομηχανικό κλάδο είναι υψηλότερη σε σχέση με τον αντίστοιχο κλάδο της Πορτογαλίας αλλά χαμηλότερη σε σχέση με τον αντίστοιχο κλάδο του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας.
Στα Σχήματα από 7 έως 9 παρουσιάζουμε την παραγωγικότητα της εργασίας, ανά ώρα εργασίας και ανά απασχολούμενο, στον κλάδο της βιομηχανίας από το 2001 μέχρι και το 2014.
Η παραγωγικότητας της εργασίας στον ελληνικό βιομηχανικό κλάδο είναι υψηλότερη σε σχέση με τον αντίστοιχο κλάδο της Πορτογαλίας και χαμηλότερη σε σχέση με τον αντίστοιχο κλάδο του συνόλου των χωρών της Ευρωζώνης, της Ισπανίας και της Ιρλανδίας.
Το χαμηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό χαμηλότερα επίπεδα συσσωρεύσεως φυσικού και ανθρώπινου κεφαλαίου και χαμηλή αποδοτικότητα στη χρήση του συνόλου των παραγωγικών συντελεστών.
Επιπρόσθετα στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, από το 2007 και έπειτα παρατηρείται μια στασιμότητα στην παραγωγικότητα της εργασίας στον βιομηχανικό κλάδο. Αντιθέτως στην οικονομία της Ιρλανδίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας η παραγωγικότητα της εργασίας στον βιομηχανικό κλάδο παρουσιάζει σταθερή ανοδική πορεία.
Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα αναμένεται να οδηγήσουν μακροπρόθεσμα σε μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περίπου 2 μονάδες.
Σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής για τη Γήρανση στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης,[1] οι μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα που έχουν εφαρμοστεί κατά την τελευταία πενταετία θα οδηγήσουν μακροπρόθεσμα σε μια μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ κατά περίπου 2 ποσοστιαίες μονάδες (Σχήμα 10). Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, οι συνταξιοδοτικές δαπάνες έφτασαν το 2013 στο 16,2% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ των 28 κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι παρεμβάσεις που έχουν γίνει στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα από τον Ιούλιο του 2010 έως σήμερα, οι οποίες αφορούν τόσο το ύψος των συντάξεων όσο και τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, αναμένεται να οδηγήσουν σε μια μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών στο 14,1% του ΑΕΠ το 2040. Πρόκειται ουσιαστικά για μία από τις μεγαλύτερες μειώσεις, ύστερα από την Κροατία (μείωση 3,0 ποσοστιαίες μονάδες), τη Δανία (μείωση 2,3 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Λετονία (μείωση 2,3 ποσοστιαίες μονάδες).
Παρά τη σημαντική μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών ως ποσοστό του ΑΕΠ που προβλέπεται στην εν λόγω μελέτη, οι δαπάνες για τις συντάξεις στην Ελλάδα αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Πίνακας 1). Συγκεκριμένα, οι ελληνικές συνταξιοδοτικές δαπάνες εκτιμώνται στο 14,1% του ΑΕΠ για το 2040 έναντι 11,7% του ΑΕΠ για την ΕΕ-28 (Ευρωζώνη: 13,1% του ΑΕΠ), και στο 14,3% το 2060 έναντι 11,2% του ΑΕΠ για την ΕΕ-28 (Ευρωζώνη: 12,3% του ΑΕΠ).
Η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής επισημαίνει ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των χωρών που αναμένεται να σημειώσει σημαντική πτώση του πληθυσμού της κατά περίπου 23% μέχρι το 2060, όταν για το σύνολο της ΕΕ-28 προβλέπεται αύξηση κατά περίπου 3,0% και για την Ευρωζώνη αύξηση κατά 2,0% για τον ίδιο χρονικό ορίζοντα. Ταυτόχρονα, προβλέπεται σημαντική αύξηση του προσδόκιμου ζωής στην Ελλάδα, καθώς οι ηλικιωμένοι άνω των 65 ετών εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από το 20% περίπου του συνολικού πληθυσμού της χώρας το 2013 στο 30% το 2040 και στο 33% το 2060, σημειώνοντας σωρευτικά μια αύξηση κατά περίπου 0,5 εκατομμύριο άτομα μεταξύ 2013-2060.
Σχήμα 10: Προβλεπόμενη σωρευτική μείωση των δημόσιων συνταξιοδοτικών δαπανών κατά την περίοδο 2013-2040 (σε ποσοστιαίες μονάδες)
Αναφορικά με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ξεκινήσει να εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια και κυρίως η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και η διάταξη που συνδέει τη συνταξιοδότηση με το προσδόκιμο ζωής και καθορίζει αυτόματη αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης αναμένεται να οδηγήσουν σε σημαντική αύξηση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης σε βάθος χρόνου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έκθεσης, η Ελλάδα αναμένεται να έχει έως το 2050 την υψηλότερη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, (67,3 έτη), ακολουθούμενη από την Δανία (67,2 έτη) και την Κύπρο (67,1 έτη). Παράλληλα, το μερίδιο των συνταξιούχων κάτω των 65 ετών αναμένεται να συρρικνωθεί από 23,0% του συνόλου των ελλήνων συνταξιούχων στο 6,8% το 2040 και, έπειτα, στο 3,8% το 2060. Πρόκειται για το μικρότερο προβλεπόμενο μερίδιο των συνταξιούχων κάτω των 65 ετών ως ποσοστό του συνόλου των συνταξιούχων για όλες τις χώρες της ΕΕ-28, με την Ιταλία να ακολουθεί με αντίστοιχο ποσοστό 5,3% και την Αυστρία με ποσοστό 7,0%. Επιπρόσθετα, αξίζει να σημειωθεί ότι το μερίδιο των ατόμων ηλικίας από 55 έως 64 ετών στην αγορά εργασίας, από 13,4% το 2013 προβλέπεται σχεδόν να διπλασιαστεί έως το 2040, ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων που έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα.
Πίνακας 11: Προβλεπόμενες Δημόσιες Συνταξιοδοτικές Δαπάνες (ως % του ΑΕΠ) για τις χώρες της ΕΕ-28, (ανα στήλη αφορά το έτος 2013, 2040, 2060)
2013 | 2040 | 2060 |
[1] http://ec.europa.eu/economy_finance/
publications/european_economy/2014/pdf/ee8_en.pdf