
Eurobank: Τροχοπέδη για την μακροχρόνια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας η επικρατούσα χαμηλή αντίληψη για την διαφάνεια στον δημόσιο τομέα
Με την διαφάνεια στον δημόσιο τομέα και τις επιπτώσεις της στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, ασχολείται σε εμπεριστατωμένη μελέτη του η σημερινή έκδοση της Eurobank «7 ΗΜΕΡΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ», με συγγραφείς τους Θεόδωρο Σταματίου , Οικονομολόγο Στυλιανό Γ. Γώγο, Οικονομικό Αναλυτή και Μαρία Πρανδέκα, Οικονομικό Αναλυτή. Συνοπτικά αναφέρουν:
• Σύμφωνα με τον δείκτη διεθνούς διαφάνειας η ελληνική οικονομία κατέχει την 80η θέση σε ένα σύνολο 177 χωρών. Οι αντίστοιχες θέσεις για την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία είναι 21η, 33η και 40η.
• Ενθαρρυντικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία αποτελεί το γεγονός ότι το κλίμα αντίληψης για την διαφθορά στον δημόσιο τομέα εμφανίζει σημάδια βελτίωσης.
• Η ανταγωνιστικότητα δεν ενισχύεται μόνο με πολιτικές μειώσεως του κόστους παραγωγής, η ποιότητα των θεσμών και η διαφάνεια είναι εξίσου σημαντικές συνιστώσες.
• Η εκτέλεση του Προϋπολογισμού 2014 για την περίοδο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2014 είναι ικανοποιητική. Χρειάζονται όμως αποφάσεις για την πορεία των εσόδων και των δαπανών που θα εξασφαλίζουν την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων για το 2014 και μετά, όπως:
√ Η αποτελεσματικότερη οργάνωση του πλαισίου εφαρμογής του ΦΠΑ.
√ Η αποφυγή δημιουργίας νέων ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων και η εξόφληση των νέων χρεών του ΕΟΠΠΥ.
√ Η φορολογική ελάφρυνση.
• Δείκτης Οικονομικού Κλίματος: τον Αύγουστο, αν και υποχώρησε στις 101,9 μονάδες από 102,6 τον Ιούλιο, παρέμεινε για τρίτο συνεχή μήνα πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο τον 100 μονάδων. Η υποχώρηση σημειώθηκε λόγω των δυσμενέστερων προσδοκιών στον κλάδο της βιομηχανίας, των κατασκευών και της επιδείνωσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης.
Aναλυτικά σημειώνουν ότι: «Είναι αναντίρρητα αποδεκτό, τόσο από την πλευρά της οικονομολογικής ακαδημαϊκής κοινότητας όσο και από την πλευρά των ασκούντων την οικονομική πολιτική, ότι η ποιότητα των θεσμών (institutions) και το επίπεδο διαφάνειας (transparency) ή διαφθοράς (corruption) στον δημόσιο τομέα αποτελούν βασικές συνιστώσες για την μακροπρόθεσμη πορεία οικονομικής μεγέθυνσης ενός κράτους. Το κανάλι μέσω του οποίου οι προαναφερθείσες συνιστώσες επηρεάζουν την συνολική οικονομική δραστηριότητα είναι η δημιουργία κινήτρων ή αντικινήτρων τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στα νοικοκυριά για επένδυση, αποταμίευση, απασχόληση, ώρες παραγωγικής εργασίας κ.α. Σύμφωνα με την διεθνή βιβλιογραφία, η ύπαρξη ενός θεσμικού πλαισίου χαμηλής ποιότητας συσχετίζεται θετικά με χαμηλούς ή ακόμα και αρνητικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, παραγωγικών επενδύσεων και απασχόλησης. Συνεπώς, η αποτελεσματικότητα και η μακροχρόνια βιωσιμότητα ενός υποδείγματος οικονομικής μεγέθυνσης κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από την ποιότητα των θεσμών και το επίπεδο διαφάνειας του κράτους στο οποίο εφαρμόζεται.
Εμπόδιο για την περαιτέρω εμπειρική διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην ποιότητα των θεσμών, του επιπέδου διαφάνειας ή διαφθοράς και στον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης αποτελεί το γεγονός ότι οι εν λόγω μεταβλητές δεν είναι άμεσα μετρήσιμες. Λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα προσφέρει, τουλάχιστον σε έναν βαθμό, ο μη κυβερνητικός οργανισμός με την ονομασία «Διεθνής Διαφάνεια, Παγκόσμια Συμμαχία κατά της Διαφθοράς»- βλέπε INFO).
Πιο συγκεκριμένα, από το 1995 μέχρι και σήμερα ο εν λόγω οργανισμός δημοσιεύει έναν δείκτη ο οποίος αντικατοπτρίζει (φυσικά όχι σε απόλυτο βαθμό) το επίπεδο αντίληψης για την διαφθορά (corruptionperceptionsindex) στον δημόσιο τομέα για ένα σύνολο ανεπτυγμένων, αναπτυσσόμενων και υποανάπτυκτων κρατών. Ποια είναι η θέση που καταλαμβάνει η ελληνική οικονομία; Κατά την διάρκεια της μεγάλης ελληνικής ύφεσης ποια ήταν η επικρατούσα αντίληψη για το επίπεδο διαφάνειας στη χώρα μας; Υπάρχουν κάποια σημάδια ανάκαμψης;
Σε μια κλίμακα μεγέθους από 0 έως 100, όπου η τιμή 0 αντιστοιχεί στο χαμηλότερο επίπεδο διαφάνειας (ή υψηλότερο επίπεδο αντίληψης για την διαφθορά) και η τιμή 100 στο υψηλότερο, η ελληνική οικονομία το 2013 κατέλαβε την 80η θέση σε ένα σύνολο 177 χωρών και ο αντίστοιχος δείκτης διαφάνειας ήταν της τάξης των 40 μονάδων. Τα εν λόγω επίπεδα αντίληψης για την διαφάνεια στον δημόσιο τομέα είναι πολύ πιο χαμηλά σε σύγκριση με τα αντίστοιχα της Ιρλανδίας, την Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Πιο συγκεκριμένα, η Ιρλανδία το ίδιο έτος είχε την 21η θέση, η Πορτογαλία την 33η και η Ισπανία την 40η. Οι αντίστοιχοι δείκτες διαφάνειας ήταν της τάξης των 72, 62 και 59 μονάδων αντίστοιχα.
Επιπρόσθετα, όπως παρατηρούμε στο Σχήμα 1, από το 2001 μέχρι και το 2008 το επίπεδο αντίληψης για την διαφάνεια στον δημόσιο τομέα μπορεί μεν να ήταν σχετικά χαμηλό ωστόσο παρουσίαζε μια συνεχή ανοδική τάση. Ο δείκτης αυξήθηκε από τις 42 στις 47 μονάδες. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνοδεύτηκε από μια αντίστοιχη αναβάθμιση της θέσης της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με τα άλλα κράτη του δείγματος. Αντιθέτως, από το 2001 μέχρι και το 2012 υπήρξε σημαντική υποχώρηση κατά 52 θέσεις. Παρόμοια υποχώρηση καταγράφηκε και για την οικονομία της Ιταλίας, ήτοι 43 θέσεις, ενώ για την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία η υποχώρηση ήταν της τάξης των 6, 8 και 8 θέσεων αντίστοιχα. Σε γενικές γραμμές από το 2001 μέχρι και το 2012, η ελληνική οικονομία εμφάνισε μια ξεκάθαρη τάση υποχώρησης σε επίπεδο αντίληψης για την διαφάνεια στον δημόσιο τομέα σε σχέση με ομοειδείς οικονομίες όπως είναι αυτές της Ιρλανδίας της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Το ίδιο φαινόμενο καταγράφηκε και στην οικονομία της Ιταλίας.
Ενθαρρυντικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία αποτελεί το γεγονός ότι ο δείκτης διαφάνειας για τα έτη 2012 και 2013 καταγράφει ανοδική πορεία. Ύστερα από μια πτώση 13 μονάδων κατά την διάρκεια της περιόδου 2008-2011, το κλίμα αντίληψης για την διαφθορά στον δημόσιο τομέα εμφανίζει σημάδια βελτίωσης με αποτέλεσμα ο δείκτης να ενισχύεται κατά 6 μονάδες. Ωστόσο, το αρνητικό στοιχείο είναι ότι εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με άλλες ομοειδείς οικονομίες. Το γεγονός αυτό αποτελεί τροχοπέδη για την μακροχρόνια ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Συνεπώς, εκτός από το κόστος παραγωγής ένα εξίσου σημαντικό μονοπάτι ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι η δημιουργία ενός ποιοτικού θεσμικού πλαισίου (διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις) το οποίο θα ενισχύει την διαφάνεια και θα καταπολεμά την διαφθορά. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται τα κατάλληλα κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης.
INFO– Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε http://www.transparency.org/