ΙΟΒΕ: «Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος εργασίας το οποίο ανέρχεται στο 35% περίπου του συνολικού κόστους εργασίας»
• Τα κύρια συμπεράσματα και ο σκοπός της μελέτης
• Το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα και οι κύριες αιτίες εκδήλωσης
Κυκλοφόρησε σήμερα από το ΙΟΒΕ, ένα ενδιαφέρον κείμενο ανάλυσης με τίτλο: «Η έννοια της αδήλωτης εργασίας και τα χαρακτηριστικά της». Παραθέτουμε τα κύρια συμπεράσματά του.
Κύρια συμπεράσματα
• Στην Ελλάδα καταγράφεται η ανάπτυξη μιας δευτερεύουσας αγοράς εργασίας με αντίστοιχα χαρακτηριστικά της επίσημης, στην οποία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο το φαινόμενο της αδήλωτης απασχόλησης
• Από τους ελέγχους του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας η αδήλωτη εργασία στο σύνολο της οικονομίας ανήλθε στο 30% το 2011
• Η εμπειρική ανάλυση της αδήλωτης εργασίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς δεν είναι εφικτό να προσδιοριστεί ο αριθμός των ωρών που εργάζεται ένα άτομο στην ανεπίσημη αγορά εργασίας. Για το λόγο αυτό προσεγγίζεται, μεταξύ άλλων, από το μέγεθος της αυτοαπασχόλησης σε μια οικονομία, συμπεριλαμβανομένων και των συμβοηθούντων μελών στην οικογενειακή επιχείρηση
• Οι εργασιακές σχέσεις σε αυτές τις μορφές απασχόλησης αποσκοπούν στον πιο άμεσο έλεγχο της παραγωγής και των όρων αμοιβής τους
• Το ύψος της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα είναι διπλάσιο του μέσου όρου της ευρωζώνης και ανέρχεται στο 31% της συνολικής απασχόλησης το 2011. Στον πρωτογενή τομέα (73%) και στα Επιστημονικά-Τεχνικά επαγγέλματα (δικηγόροι, λογιστές, σύμβουλοι επιχειρήσεων, αρχιτέκτονες, επιστημονική έρευνα κ.ά., 61%) καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα
• Οι βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση αποκομίζουν εισόδημα από την εργασία τους, αλλά στην πλειοψηφία τους δεν καταβάλλουν εισφορές ασφάλισης
• Το ποσοστό των βοηθών σε οικογενειακή επιχείρηση ανέρχεται στο 5% στην Ελλάδα, όταν στο μέσο όρο της ευρωζώνης δεν ξεπερνά το 1% το 2011. Το υψηλότερο ποσοστό συμμετοχής των βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση στην Ελλάδα καταγράφεται στον πρωτογενή τομέα (18%) και στην εστίαση (13%)
• Από τη σύγκριση μεταξύ σημαντικών κλάδων της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, φαίνεται ότι στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος –την κατεξοχήν δραστηριότητα τουριστικής ζήτησης, οι παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση της αδήλωτης εργασίας (αυτοαπασχόληση, βοηθοί στην οικογενειακή επιχείρηση) είναι ηπιότεροι.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από έμμεσες προσεγγίσεις της αδήλωτης εργασίας, καθώς η διαφορά μεταξύ των μισθωτών απασχολούμενων στην έρευνα Εργατικού Δυναμικού της ΕΛΣΤΑΤ και των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ βάσει των Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων, είναι μικρότερη σε σχέση με τις κατασκευές, τον πρωτογενή τομέα, τη μεταποίηση, το εμπόριο και την εστίαση.
Σκοπός της μελέτης
Η βαθιά ύφεση στην οποία έχει εισέλθει η ελληνική οικονομία την τελευταία τριετία αποτυπώνεται με τον πλέον αρνητικό τρόπο στην αγορά εργασίας, καθώς η πορεία της ανεργίας καταγράφει έντονα ανοδική τάση.
Η μεγάλη υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας ωθεί ολοένα και μεγαλύτερο αριθμό επιχειρήσεων σε μείωση του προσωπικού που απασχολείται, ενώ στον εργασιακό χώρο καταγράφονται σημαντικές μεταβολές, καθώς αυξάνονται οι επιχειρηματικές και ατομικές συμβάσεις εργασίας έναντι των κλαδικών.
H ύφεση και η ανεργία σε συνδυασμό με το μέγεθος της παραοικονομίας στην Ελλάδα, ευνοεί επίσης την ανάπτυξη της αδήλωτης εργασίας, της αμειβόμενης δηλαδή δραστηριότητας που είναι νόμιμη ως προς τη φύση της, αλλά δεν δηλώνεται στις δημόσιες αρχές με συνέπεια την αποφυγή της φορολογίας και των αντίστοιχων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα καταγράφεται πιο έντονα συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ανάπτυξη μιας δευτερεύουσας αγοράς εργασίας με αντίστοιχα χαρακτηριστικά όπως της επίσημης, στην οποία όμως είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο το φαινόμενο της αδήλωτης απασχόλησης.
Με τον όρο αδήλωτη εργασία περιγράφονται οι αμειβόμενες δραστηριότητες που είναι νόμιμες ως προς τη φύση τους, αλλά δεν δηλώνονται στις δημόσιες αρχές με συνέπεια την αποφυγή της φορολογίας και των αντίστοιχων εισφορών κοινωνικής ασφάλισης.
Δεδομένου όμως, ότι η άμεση παρατήρηση του φαινομένου δεν είναι εφικτή, στη μελέτη αυτή αποτυπώνονται στατιστικά στοιχεία που σχετίζονται με την εκδήλωση των χαρακτηριστικών της αδήλωτης εργασίας, με σκοπό την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις κυριότερες αιτίες, αλλά και πιθανούς τρόπους αντιμετώπισης του φαινομένου.
Στην Ελλάδα, η αδήλωτη (ή μαύρη) εργασία εντοπίζεται στα άτομα (ημεδαπούς ή νόμιμους μετανάστες) που εργάζονται ανασφάλιστοι και δεν εμφανίζονται σε καμία συναλλαγή του εργοδότη με τις αρμόδιες Αρχές (πχ ΙΚΑ), όπως και σε αλλοδαπούς που βρίσκονται παράνομα στη χώρα.
Στις παραπάνω μορφές ανασφάλιστης εργασίας θα πρέπει να περιλαμβάνεται και η «πλημμελής ασφάλιση» των ήδη ασφαλισμένων, δηλαδή η απόκρυψη είτε ημερών / ωρών εργασίας είτε τμήματος του ασφαλιστέου ποσού.
Η αδήλωτη εργασία συνδέεται με την ανάπτυξη της παραοικονομίας η οποία εκτιμάται στο 25% περίπου του ΑΕΠ της χώρας, ενώ συνεπάγεται μεγάλες απώλειες για τα ασφαλιστικά ταμεία μέσω της εισφοροδιαφυγής.
Το γεγονός αυτό συμβάλλει στη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, καθώς διαρρηγνύεται η σχέση μεταξύ καταβολής κοινωνικών εισφορών από εργοδότες-εργαζομένους και κοινωνικών παροχών από την πλευρά της πολιτείας.
Ταυτόχρονα, αποτελεί μια μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού στην επιχειρηματικότητα, καθώς επιχειρήσεις που εφαρμόζουν την εργατική νομοθεσία, αντιμετωπίζουν δυσκολίες να επεκτείνουν (ή ακόμα και να διατηρήσουν) τη δραστηριότητά τους, σε αντίθεση με εκείνες που καταφεύγουν σε πρακτικές που συνδέονται με την παραοικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την έκθεση πεπραγμένων του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), το ποσοστό της ανασφάλιστης εργασίας στο σύνολο των κλάδων της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας ανήλθε στο 30% το 2011.
Ενδεικτικά, από τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν (από τα μικτά κλιμάκια ΣΕΠΕ και ΕΥΠΕΑ) σε 20 χιλ. επιχειρήσεις (ή 3% του συνόλου της χώρας) σε ολόκληρη την επικράτεια, διαπιστώθηκε ότι από τους 67 χιλ. εργαζόμενους σε αυτές, οι 20 χιλ. ήταν ανασφάλιστοι και μη καταχωρημένοι στα ειδικά βιβλία νεοπροσλαμβανόμενου προσωπικού, με την πλειοψηφία αυτών (59%) να είναι Έλληνες.
Η έκταση του φαινομένου σε συνδυασμό με την ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη μεγάλη άνοδο της ανεργίας, ασκεί αρνητική επίδραση στην πορεία των ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες το 2011 σημείωσαν πτώση -7,6% σε σχέση με το προηγούμενο έτος (έναντι ανόδου κατά 1% το 2010).
Κύριες αιτίες εκδήλωσης της αδήλωτης εργασίας
Το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας είναι πολυσύνθετο και επηρεάζεται από ένα ευρύτερο φάσμα οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και θεσμικών παραγόντων.
Στους θεσμικούς παράγοντες ως κυριότεροι επισημαίνονται η χαμηλή εμπιστοσύνη στην οργάνωση του κράτους και στο πολιτικό σύστημα, οι ισχυροί οικογενειακοί δεσμοί και η θετικά προσκείμενη συμπεριφορά προς την ανασφάλιστη εργασία.
Αντίστοιχα, ως κυριότεροι πολιτικοί παράγοντες για την εμφάνιση του φαινομένου προβάλλονται το ανεπαρκές κοινωνικό κράτος (πχ χαμηλά κοινωνικά επιδόματα), το ύψος της φορολογία και των ασφαλιστικών εισφορών, ενώ στους κυριότερους κοινωνικούς-οικονομικούς παράγοντες εντάσσονται η παραγωγική δομή της οικονομίας και το μέγεθος της παραοικονομίας .
Ταυτόχρονα, η αδήλωτη εργασία τείνει να είναι πιο έντονο σε οικονομίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά ανεργίας, μεγάλο αριθμό αυτοαπασχολούμενων και σημαντικές μεταναστευτικές ροές.
Οι παράγοντες αυτοί, αποτελούν διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής αγοράς εργασίας, γεγονός που ερμηνεύει σε σημαντικό βαθμό το υψηλό ποσοστό που καταγράφεται στη χώρα.
Η εμφάνιση της αδήλωτης εργασίας όμως, συνδέεται και με το ύψος του μη μισθολογικού κόστους που καταβάλλεται από εργοδότες και εργαζόμενους.
Σύμφωνα με στοιχεία του OECD για το 2011, η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις χώρες με το υψηλότερο μη μισθολογικό κόστος εργασίας το οποίο ανέρχεται στο 35% περίπου του συνολικού κόστους εργασίας (Διάγραμμα 2.4).
Η διαχρονική εξέλιξη των παραπάνω μεγεθών σε συνδυασμό με τη συχνότητα και το εύρος των ελέγχων τήρησης της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας ευνοούν την εμφάνιση, αλλά και την διεύρυνση της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα.
Συμπεράσματα
Στην Ελλάδα καταγράφεται πιο έντονα, συγκριτικά με άλλες χώρες, η ανάπτυξη μιας δευτερεύουσας αγοράς εργασίας με αντίστοιχα χαρακτηριστικά όπως της επίσημης, στην οποία όμως είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο το φαινόμενο της αδήλωτης απασχόλησης.
Η αδήλωτη εργασία παρατηρείται, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία και σε δραστηριότητες σχετικές με το τουριστικό προϊόν.
Η αδήλωτη εργασία, η οποία στους ελέγχους του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας ανήλθε στο 30% το 2011 συνδέεται με την ανάπτυξη της παραοικονομίας, ενώ εκδηλώνεται με μεγαλύτερη ένταση σε οικονομίες που χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά ανεργίας και αυτοαπασχόλησης, αλλά και σημαντικές μεταναστευτικές ροές, χαρακτηριστικά δηλαδή που συναντώνται στην ελληνική αγορά εργασίας.
Η εμπειρική ανάλυση της αδήλωτης εργασίας είναι ιδιαίτερα δύσκολη, καθώς η πληροφορία σχετικά με το σύνολο των ωρών που εργάζεται το άτομο που συμμετέχει στην ανεπίσημη αγορά εργασίας είναι σχεδόν αδύνατο να προσδιοριστεί.
Μια έμμεση όμως μέθοδος η οποία βασίζεται στην πιθανές αποκλίσεις που εμφανίζουν τα στατιστικά στοιχεία από διαφορετικές πηγές δεδομένων μπορεί να ερμηνευτεί, σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, ως ένδειξη εκδήλωσης του φαινομένου.
Από τη σύγκριση μεταξύ του αριθμού των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ και των μισθωτών από την έρευνα Εργατικού Δυναμικού σε κύριους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας, προκύπτει ότι η μεγαλύτερη απόκλιση ανάμεσα στις δύο πηγές στατιστικών στοιχείων καταγράφεται στις κατασκευές, στον πρωτογενή τομέα, στη μεταποίηση και στην εστίαση.
Η αδήλωτη εργασία προσεγγίζεται επίσης από το μέγεθος της αυτοαπασχόλησης συμπεριλαμβανομένων και των συμβοηθούντων μελών στην οικογενειακή επιχείρηση, καθώς οι εργασιακές σχέσεις σε αυτή τη μορφή απασχόλησης βασίζονται συνήθως σε προσωπικό ή συγγενικό επίπεδο με σκοπό τον πιο άμεσο έλεγχο της παραγωγής και των όρων αμοιβής τους.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των βοηθών στην οικογενειακή επιχείρηση –οι οποίοι αποκομίζουν εισόδημα από την εργασία που προσφέρουν αλλά συνήθως δεν καταβάλλουν εισφορές ασφάλισης, ανέρχεται στο 5% της συνολικής απασχόλησης το 2011 -το υψηλότερο στην ευρωζώνη.
Οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας με το μεγαλύτερο ποσοστό είναι ο πρωτογενής τομέας (18% της συνολικής απασχόλησης) και η εστίαση (13%), ενώ ελαφρώς υψηλότερο του μέσου όρου στο σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας είναι στο εμπόριο (7%), στα Καταλύματα (6%) και στη Μεταποίηση (5%).
Από την άλλη πλευρά, το ύψος της αυτοαπασχόλησης στην Ελλάδα είναι διπλάσιο ως ποσοστό (31%) από το μέσο όρο της ευρωζώνης με τον πρωτογενή τομέα να αποτελεί την κατεξοχήν οικονομική δραστηριότητα στην οποία εμφανίζεται ο τύπος αυτός απασχόλησης.
Υψηλό είναι επίσης το μέγεθος της αυτοαπασχόλησης στα Επιστημονικά-Τεχνικά επαγγέλματα (δικηγόροι, λογιστές, σύμβουλοι επιχειρήσεων, αρχιτέκτονες, επιστημονική έρευνα κ.ά.), καθώς 2 στους 3 σχεδόν εργάζονται με αυτή τη μορφή απασχόλησης, σε αντίθεση με τις υπηρεσίες καταλύματος που κύρια μορφή απασχόλησης είναι η μισθωτή εργασία (σχεδόν 3 στους 4 εργαζόμενους).
Η αδήλωτη εργασία προκαλεί σημαντικές απώλειες για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς της χώρας, καθώς συνεπάγεται τη σημαντική δυσκολία στη χρηματοδότησή τους.
Η αρνητική αυτή επίδραση επιβαρύνεται από την ανοδική πορεία της ανεργίας, αλλά και από την φύση της οικονομικής δραστηριότητας ορισμένων επιχειρήσεων γεγονός που υποδεικνύει την ανάγκη υιοθέτησης μέτρων για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Ένα μέτρο προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες καταβάλλουν εργαζόμενοι και εργοδότες, οι οποίες είναι από τις υψηλότερες (35% περίπου του μισθολογικού κόστους) στην Ευρώπη.
Προκειμένου όμως, η υιοθέτηση ενός μέτρου σαν αυτό να λειτουργήσει προς την επιθυμητή κατεύθυνση θα πρέπει αφενός να ενισχυθούν οι μηχανισμοί για τον έλεγχο τήρησης της ασφαλιστικής νομοθεσίας, ενώ είναι αναγκαία και η ευσυνείδητη στάση εργοδοτών και εργαζομένων για την καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών τους.
www.mywaypress.gr