ΙΟΒΕ: Κεντρικός ο ρόλος των επενδύσεων και του παραγωγικού – επιχειρηματικού τομέα στο νέο υπόδειγμα αναπτυξιακού προτύπου που αναδύεται

• «Θετικές προοπτικές ανάκαμψης αλλά και αποφυγή εφησυχασμού»

 

• «Aποφασιστικότερος παράγοντας για την εκκίνησή της ανάκαμψης είναι οι επενδύσεις. Επενδύσεις σε δημόσια έργα, επενδύσεις στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, επενδύσεις από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων»

 

 

 

• «Η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας μπορεί να πυροδοτήσει την ανάκαμψη, που ακολούθως θα πρέπει βέβαια να στηριχτεί σ’ ένα σύνολο μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών πολιτικών»

 

• «Tο 2013 θα υπάρξει μεταφερόμενη ύφεση (carryover) από το 2012 της τάξεως του 3% περίπου, ο ρυθμός συρρίκνωσης της οικονομίας  για ολόκληρο το 2013 σε σχέση με το 2012,  εκτιμάται στα επίπεδα περίπου του  4,5%»

 

• «Όσο ισχυρότερα σημάδια ανάκαμψης εμφανιστούν το 2013, τόσο θα περιορίζεται η ύφεση και θα διαμορφώνονται σταθερά εφαλτήρια για ισχυρότερη ανάπτυξη στη συνέχεια»

 

• «Ο συνδυασμός της επιστροφής καταθέσεων με τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές θετικές επιδράσεις, καθώς το τραπεζικό σύστημα θα ισχυροποιεί την κεφαλαιακή του βάση και θα αποδεικνύεται ικανό να υπερβαίνει τα σημερινά προβλήματα»

 

• «Μεταρρυθμίσεις σε αγορές προϊόντων / υπηρεσιών που διευκολύνουν την υφιστάμενη αλλά και νέα επιχειρηματικότητα, αλλά και η εφαρμογή των πρόσφατων νόμων και αποφάσεων που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις μπορούν να ευνοήσουν την επενδυτική δραστηριότητα με εμφατικό τρόπο»

 

 

Το ΙΟΒΕ εξέδωσε την τέταρτη έκθεσή του για το 2012, στο πλαίσιο των περιοδικών επισκοπήσεων της ελληνικής οικονομίας. Αναλυτικά η έκθεση έχει ως εξής:

 

« Πραγματοποιείται μετά την ολοκλήρωση παρατεταμένων, κρίσιμων διαπραγματεύσεων εγχωρίως και σε διεθνές επίπεδο, για το σχεδιασμό της δημοσιονομικής προσαρμογής και των διαρθρωτικών αλλαγών στην Ελλάδα την προσεχή διετία, αλλά και για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της.

 

Σε μεθοδολογικό επίπεδο η έκθεση αναφέρεται και στηρίζεται σε στοιχεία που ήταν διαθέσιμα μέχρι τις 31/12/2012. Η επόμενη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ για την ελληνική οικονομία θα εκδοθεί στις αρχές Απριλίου του 2013.

 

 

 

Θετικές προοπτικές ανάκαμψης αλλά και αποφυγή εφησυχασμού

Οι σκέψεις του Ιδρύματος για τις προοπτικές της χώρας το 2013 εστιάζουν στην οικοδόμηση αισιοδοξίας για το μέλλον της Ελληνικής Οικονομίας.

 

Όχι μόνο επειδή η αισιοδοξία επιβάλλεται από τα καθιερωμένα αισθήματα στην αρχή κάθε νέου έτους, αλλά και επειδή η χώρα πράγματι βρίσκεται σε ένα σημείο καμπής, στο οποίο ορισμένα θετικά δεδομένα προβάλλουν αδιαμφισβήτητα.

 

Η ανακοπή της ύφεσης, η εμπέδωση θετικών ισοζυγίων, η ανάσχεση του ρυθμού αύξησης της ανεργίας, αποτελούν στόχους που δεν έχουν μεν ακόμη επιτευχθεί αλλά φαίνονται πλέον περισσότερο προσεγγίσιμοι.

 

Βασικό ζητούμενο λοιπόν στην παρούσα Τριμηνιαία Έκθεση του ΙΟΒΕ είναι η καταγραφή και έμφαση των προϋποθέσεων που απαιτούνται ώστε να εξασφαλισθεί η ανάκαμψη της Οικονομίας, και μάλιστα με επιταχυνόμενους ρυθμούς.

 

Παράλληλο και εξ ίσου σημαντικό ζητούμενο όμως είναι η αποφυγή κάθε αισθήματος εφησυχασμού.

 

Διότι όσο αδιαμφισβήτητα και αν είναι τα θετικά δεδομένα που αναδύονται, άλλο τόσο πραγματικοί και σοβαροί είναι οι κίνδυνοι που εξακολουθούν να ελλοχεύουν

 

Το 4ο τρίμηνο του 2012 στο οποίο αναφέρεται η παρούσα Έκθεση, υπήρξε η περίοδος των επαναλαμβανόμενων άδηλης κατάληξης συνεδριάσεων που έλαβαν χώρα είτε στην ελληνική πολιτική σκηνή και το Κοινοβουλίο, είτε στο διεθνή πολιτικό και οικονομικό χώρο, στις συνεδριάσεις του Eurogroup ή του Δ.Ν.Τ., σε κάθε μια από τις οποίες οι αποφάσεις για τη διάσωση της Ελληνικής Οικονομίας λαμβάνονταν κυριολεκτικά στο «παρά πέντε»!

 

Ωστόσο, η απόφαση για τη χορήγηση της δόσης μαμούθ που ξεπερνά τα 50 δις. σηματοδοτεί την ισχυρότερη μέχρι σήμερα εκδήλωση της βούλησης της Ευρώπης, αλλά και της ίδιας της χώρας μας, για παραμονή στη ζώνη του Ευρώ.

 

Η θετική εκτίμηση των αγορών για το μειωμένο πλέον επίπεδο ρίσκου των ελληνικών χρεογράφων επιβεβαιώνεται από τη μη συμμετοχή των ξένων κατόχων ομολόγων στην διαδικασία της πρόσφατης επαναγοράς καθώς και από τις σημαντικές ζημίες που καταγράφουν όσοι στοιχημάτισαν υπέρ της ελληνικής χρεοκοπίας.

 

Την παραπάνω, μείζονος σημασίας απόφαση, ακολούθησε η πρώτη σημαντική εκταμίευση και η δημιουργία κάποιας, μικρής έστω,  ρευστότητας στην αγορά.

 

Καθοριστικής σημασίας είναι και η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αποδεχθεί ως ενέχυρο τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου με συνέπεια τη μείωση του κόστους πρόσβασης των τραπεζών κατά 2 μονάδες και κατ΄επέκταση του επιτοκίου δανειοδότησης των επιχειρήσεων.

 

Άξια ακόμη  αναφοράς είναι η βελτίωση στο πρωτογενές έλλειμμα που διαμορφώθηκε στο 1,5 δισ. ευρώ (0,8% του ΑΕΠ) το ενδεκάμηνο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου από 6 δισ. ευρώ το αντίστοιχο ενδεκάμηνο του 2011 (2,9% του ΑΕΠ), που επιτεύχθηκε παρά τη μεγαλύτερη ύφεση και παρά την αδυναμία των κρατικών υπηρεσιών να εισπράξουν τα δημόσια έσοδα.

 

Σημαντική επίσης είναι η βελτίωση στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών που πηγάζει τόσο από τη μείωση της ζήτησης αλλά και από καλυτέρευση των συνθηκών ανταγωνιστικότητας που καταγράφεται σε αξιόπιστους διεθνείς πίνακες.

 

Θετική ασφαλώς είδηση είναι και η προβλεπόμενη αύξηση του τουριστικού ρεύματος που αποτυπώνεται στις σχετικές κρατήσεις για το 2013.

 

Αλλά και το γενικότερο οικονομικό κλίμα, με βάση τις έρευνες συγκυρίας που εκπονεί το ΙΟΒΕ έχει βελτιωθεί αισθητά τους δύο τελευταίους μήνες

 

 

 

Η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας μπορεί να πυροδοτήσει την ανάκαμψη, που ακολούθως θα πρέπει βέβαια να στηριχτεί σ’ ένα σύνολο μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών πολιτικών

Όσον αφορά στις προοπτικές ανάκαμψης, οι πρόσφατες εξελίξεις στον Τραπεζικό τομέα επιτρέπουν κάποια συγκρατημένη αισιοδοξία σε ότι αφορά την αναμενόμενη έκταση της ύφεσης και την προβλεπόμενη ανάκαμψη.

 

Αποτελεί αναμφισβήτητα «ψήφο εμπιστοσύνης» από εκατομμύρια καταθέτες προς το αξιόπιστο των Ελληνικών Τραπεζών η συνεχιζόμενη από το περασμένο καλοκαίρι επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα που εφόσον συνεχισθεί και επαυξηθεί, δημιουργεί προϋποθέσεις για σταδιακή πρόσβαση των τραπεζών στην διατραπεζική αγορά.

 

Η τραπεζική χρηματοδότηση της οικονομίας μπορεί να πυροδοτήσει την ανάκαμψη, που ακολούθως θα πρέπει βέβαια να στηριχτεί σ’ ένα σύνολο μεσοπρόθεσμων αναπτυξιακών πολιτικών.

 

 

 

Tο 2013 θα υπάρξει μεταφερόμενη ύφεση (carryover) από το 2012 της τάξεως του 3% περίπου, ο ρυθμός συρρίκνωσης της οικονομίας  για ολόκληρο το 2013 σε σχέση με το 2012,  εκτιμάται στα επίπεδα περίπου του  4,5%

Τα παραπάνω δεδομένα οδηγούν σε μια σαφώς ευνοϊκότερη εικόνα των βραχυχρόνιων προοπτικών τις ελληνικής οικονομίας και την εκτίμηση ότι  οι τριμηνιαίοι ρυθμοί  μεταβολής του ΑΕΠ θα εισέλθουν σε θετική περιοχή από το τέλος του 2013 ή τις αρχές του 2014.

 

Δεδομένου όμως ότι το 2013 θα υπάρξει μεταφερόμενη ύφεση (carry-over) από το 2012 της τάξεως του 3% περίπου, ο ρυθμός συρρίκνωσης της οικονομίας  για ολόκληρο το 2013 σε σχέση με το 2012,  εκτιμάται στα επίπεδα περίπου του  4,5%.

 

Κατά πάσα πιθανότητα, στα δύο πρώτα τρίμηνα η ύφεση θα παραμείνει σχετικά υψηλή, υψηλότερη του 4,5%, ενώ στη συνέχεια η συρρίκνωση αναμένεται να κινηθεί χαμηλότερα από αυτό το μέσο επίπεδο.

 

Η αναβάθμιση της μακροπρόθεσμης πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας κατά 6 βαθμίδες (από SD σε Β-) από τον οίκο αξιολόγησης Standard & Poor’s  και η ανάλογα θετική τοποθέτηση της Goldman Sachs αποτελούν οπωσδήποτε «καλά νέα» τα οποία μάλιστα οδήγησαν σοβαρούς έλληνες μελετητές σε ιδιαίτερα θετικές προβλέψεις για την κατάσταση της Ελληνικής Οικονομίας το 2020.

 

Τα παραπάνω θετικά μηνύματα έρχονται βεβαίως να αμφισβητήσουν άλλες ξένες τράπεζες και διεθνείς ελεγκτικές εταιρείες που συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα ως ζώνη υψηλού κινδύνου.

 

Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη έκθεση του οίκου Moody’s,  (19 Δεκεμβρίου), ο οποίος επιμένει στη διατήρηση της πιστοληπτικής βαθμίδας C, χαρακτηρίζοντας την επαναγορά χρέους της 8ης Μαρτίου και στη συνέχεια της 12ης Δεκεμβρίου ως, στην ουσία, πιστοληπτικά γεγονότα την επανάληψη των οποίων δεν αποκλείει.

 

Δεν στερούνται βέβαια επιχειρηματολογίας οι παραπάνω καθώς και άλλες εξίσου επιφυλακτικές  τοποθετήσεις.

 

Όπως σημειώνεται και στο κύριο μέρος της παρούσας Έκθεσης, η Ελληνική Οικονομία εισέρχεται στο 2013 με την  προοπτική μιας ηπιότερης μεν αλλά συνεχιζόμενης για έκτη συνεχή χρονιά ύφεσης.

 

Κύριο αίτιο αποτελεί η μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης-που στο σημερινό πρότυπο της Οικονομίας τροφοδοτεί τα ¾ του ΑΕΠ- λόγω της νέας δραστικής μείωσης των εισοδημάτων –που αποτελούσε συμβατική υποχρέωση της χώρας για να εξασφαλιστεί η εκταμίευση της δόσης.

 

Τη μείωση αυτή δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσουν οι αυξανόμενες εξαγωγές οι οποίες, τουλάχιστον εκείνες που κατευθύνονται προς χώρες της Ευρωζώνης, επηρεάζονται από τη στασιμότητα έως ελαφριά ύφεση που εκεί καταγράφεται και παραμένει τροχοπέδη για την επιτάχυνση της Παγκόσμιας Οικονομίας.

 

Προβληματισμός επίσης διατυπώνεται στην παρούσα έκθεση για τις προοπτικές στο θέμα της ανεργίας, δεδομένου ότι ορισμένες ενδείξεις (όπως η δραματική άνοδος των μακροχρόνια ανέργων το 2012) υποδηλώνουν ότι η παρατεταμένη τρέχουσα ανεργία, έχει αρχίσει να επηρεάζει και το διαρθρωτικό τμήμα της ίδιας.

 

Τα δεδομένα αυτά οδηγούν στη διατύπωση του βασικού ζητούμενου στην αφετηρία του νέου έτους.

 

 

 

Όσο ισχυρότερα σημάδια ανάκαμψης εμφανιστούν το 2013, τόσο θα περιορίζεται η ύφεση και θα διαμορφώνονται σταθερά εφαλτήρια για ισχυρότερη ανάπτυξη στη συνέχεια

Αν το βασικό ζητούμενο το 2ο τρίμηνο του 2012 ήταν η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της χώρας και το 3ο η οικοδόμηση αισιοδοξίας για το μέλλον, σήμερα όλες οι προσπάθειες πρέπει να επικεντρωθούν στην επιτάχυνση της ανάκαμψης της Οικονομίας.

 

Και μάλιστα, η κύρια έμφαση πρέπει να τοποθετείται στο σκέλος της επιτάχυνσης, καθώς, όσο ισχυρότερα σημάδια ανάκαμψης εμφανιστούν το 2013, τόσο θα περιορίζεται η ύφεση και θα διαμορφώνονται σταθερά εφαλτήρια για ισχυρότερη ανάπτυξη στη συνέχεια.

 

Από την άλλη πλευρά, εξ ίσου σημαντικό ζητούμενο για την προσεχή περίοδο αποτελεί η αποφυγή κάθε αισθήματος εφησυχασμού.

 

Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η εκταμίευση των προσεχών δόσεων προς την Ελλάδα, που είναι προγραμματισμένες για τους μήνες Ιανουάριο, Φεβρουάριο και Μάρτιο, τελούν υπό την προϋπόθεση εκπλήρωσης συγκεκριμένων όρων οι οποίοι και πρέπει να εγκριθούν από τις διαδικασίες του πρωτόγνωρου για τα εγχώρια πολιτικά δεδομένα κυβερνητικού σχηματισμού.

 

Προϋπόθεση για ευόδωση της κυβερνητικής προσπάθειας είναι η ευρύτερη κατανόηση της σημασίας των μέτρων που προωθούνται, η κοινωνική συναίνεση και πρωτίστως, η αυστηρή προσήλωση της Κυβέρνησης στις αρχές και τα κριτήρια κοινωνικής δικαιοσύνης.

 

Ίσως το πιο πειστικό δείγμα κοινωνικής δικαιοσύνης θα αποτελέσει η αποφασιστική αντιμετώπιση του προβλήματος της φοροδιαφυγής και μια γενικότερη και βαθύτερη φορολογική μεταρρύθμιση.

 

Η φορολογική αφαίμαξη πάντα της ίδιας ομάδας του πληθυσμού έχει φθάσει στα ακραία όρια ανοχής και αντοχής και η αποδοχή της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να συνεχιστεί.

 

Το πολιτικό σύστημα φαίνεται ότι έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι η ώρα της δράσης στο θέμα αυτό έχει ήδη φθάσει.

 

Εξαιρετικό δείγμα αυτής της συνειδητοποίησης είναι η συναίνεση για τις αναγκαίες αλλαγές, που εκδηλώθηκε κατά την τελευταία εκδήλωση του ΙΟΒΕ για την αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος, ανάμεσα σε εκπροσώπους όλου του πολιτικού φάσματος –τόσο από την πλευρά της σημερινής κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης.

 

Επιστρέφοντας στο κύριο ζητούμενο που είναι η ανάκαμψη, το ΙΟΒΕ έχει επανειλημμένα υποστηρίξει στις τελευταίες Εκθέσεις του, ότι αποφασιστικότερος παράγοντας για την εκκίνησή της είναι οι επενδύσεις.

 

 

 

Επενδύσεις σε δημόσια έργα, επενδύσεις στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, επενδύσεις από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων

Επενδύσεις σε δημόσια έργα, επενδύσεις στον ελληνικό ιδιωτικό τομέα, επενδύσεις από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό και επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων.

 

Όσον αφορά επενδύσεις σε δημόσια έργα, φαίνεται να δρομολογούνται πλέον ενέργειες που θα είναι σε θέση το επόμενο διάστημα να κινητοποιήσουν σημαντικούς πόρους από τοΕΣΠΑ και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και να επανεκκινήσουν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές, όπως οι αυτοκινητόδρομοι.

 

Ωστόσο, βασικός μοχλός για την ανάκαμψη είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις.

 

 

 

Ο συνδυασμός της επιστροφής καταθέσεων με τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές θετικές επιδράσεις, καθώς το τραπεζικό σύστημα θα ισχυροποιεί την κεφαλαιακή του βάση και θα αποδεικνύεται ικανό να υπερβαίνει τα σημερινά προβλήματα

Το βασικό εμπόδιο για την πραγματοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων είναι η δραματική κατάσταση στον τομέα της ρευστότητας.

 

Η εκροή καταθέσεων τα τελευταία τρία χρόνια, ο αποκλεισμός από τη διατραπεζική αγορά και το PSI έχουν οδηγήσει το τραπεζικό σύστημα σε μεγάλη αδυναμία διοχέτευσης ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.

 

Από την άλλη πλευρά, η καθυστέρηση εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα έχει επίσης στερήσει πολύτιμη ρευστότητα από την οικονομία –πέρα βεβαίως από τα χρηματοδοτικά προβλήματα που δημιουργεί σε συγκεκριμένες πλευρές του κοινωνικού κράτους, όπως η υγεία.

 

Κάποιες τελευταίες εξελίξεις δημιουργούν για πρώτη φορά βάσιμες προσδοκίες για αντιστροφή της κατάστασης.

 

Η ανακεφαλαιοποίηση θα αποκαταστήσει την κεφαλαιακή επάρκεια του τραπεζικού συστήματος και το ισχυροποιεί σε όρους φερεγγυότητας.

 

Αν αυτό είναι ένα πρώτο βήμα, οι επερχόμενες συγχωνεύσεις στον τραπεζικό κλάδο και η δημιουργία λιγότερων αλλά ισχυρότερων παικτών, είναι το δεύτερο.

 

Σε αυτά θα πρέπει να προστεθεί η ένεση ρευστότητας προς τις τράπεζες από την επαναγορά ομολόγων.

 

Σημαντική ένεση ρευστότητας θα προέλθει ακόμα από την εξόφληση ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, καθώς σημαντικό μέρος της δόσης που θα λάβει η χώρα στα τέλη Ιανουαρίου, θα αφιερωθεί σε αυτό το σκοπό. Θετική επίπτωση στην ρευστότητα θα έχει ακόμα η επαναγορά των εντόκων γραμματίων που κατέχουν σήμερα οι τράπεζες.

 

Μεσοπρόθεσμα πάντως, η σημαντικότερη αντιστροφή του προβλήματος της ρευστότητας θα προέλθει από την λογικά αναμενόμενη επιστροφή καταθέσεων μετά την  ρεαλιστική (επί τέλους) αντιμετώπιση της κινδυνολογίας περί επιστροφής στη δραχμή.

 

Βεβαίως, η επιστροφή των καταθέσεων δεν πρόκειται να γίνει εν μία νυκτί, θα χρειαστεί χρόνο και συνεχή μάχη για την εμπέδωση της αξιοπιστίας της χώρας.

 

Ο συνδυασμός της επιστροφής καταθέσεων με τις πρώτες ενδείξεις ανάκαμψης μπορεί να δημιουργήσει πολλαπλές θετικές επιδράσεις, καθώς το τραπεζικό σύστημα θα ισχυροποιεί την κεφαλαιακή του βάση και θα αποδεικνύεται ικανό να υπερβαίνει τα σημερινά προβλήματα.

 

Η προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών θα συνεισφέρει αποφασιστικά στην προσέλκυση και ενθάρρυνση επενδύσεων από άμεση εισροή κεφαλαίων από το εξωτερικό.

 

 

 

Μεταρρυθμίσεις σε αγορές προϊόντων / υπηρεσιών που διευκολύνουν την υφιστάμενη αλλά και νέα επιχειρηματικότητα, αλλά και η εφαρμογή των πρόσφατων νόμων και αποφάσεων που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις μπορούν να ευνοήσουν την επενδυτική δραστηριότητα με εμφατικό τρόπο

Μεταρρυθμίσεις σε αγορές προϊόντων / υπηρεσιών που διευκολύνουν την υφιστάμενη αλλά και νέα επιχειρηματικότητα, αλλά και η εφαρμογή των πρόσφατων νόμων και αποφάσεων που διευκολύνουν την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις (πχ. απλοποίηση αδειοδότησης επιχειρήσεων, νόμος για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, ολοκλήρωση περιφερειακών πολεοδομικών σχεδίων), και των περισσότερων μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στη δανειακή σύμβαση, μπορούν να ευνοήσουν την επενδυτική δραστηριότητα με εμφατικό τρόπο.

 

Μπορούν να συμβάλλουν καθοριστικά σε επιστροφή της ελληνικής οοικονομίας σε ανάκαμψη και τελικά την έξοδο από την κρίση.

 

Υπάρχουν ήδη κάποια πρώτα σημάδια σημαντικών επενδυτικών πρωτοβουλιών, οι οποίες μάλιστα εκδηλώνονται με τη μορφή συνεργασιών ανάμεσα σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς της οικονομίας.

 

Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν εδώ η επιτυχία της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά και οι συνεργασίες με την ΗΡ και την ΤΡΑΙΝΟΣΕ, καθώς και ο αγωγός αερίου ΤΑΡ.

 

Τολμηρότερες ενέργειες στις παραπάνω κατευθύνσεις θα κινητοποιήσουν την ελληνική κοινωνία να ενστερνιστεί την αλλαγή του προτύπου ανάπτυξης της χώρας και να εμπεδώσουν στη διεθνή κοινότητα την πεποίθηση ότι η χώρα έχει οριστικά αποφασίσει να γυρίσει σελίδα, να αγκαλιάσει την επιχειρηματικότητα και να άρει αποφασιστικά όλα τα εμπόδια που μέχρι σήμερα αποθάρρυναν τους ξένους επενδυτές.

 

Το ΙΟΒΕ έχει επανειλημμένα τονίσει στις Εκθέσεις του τη σημασία που αποδίδει στις επενδύσεις που θα προκύψουν ως αποτέλεσμα των αποκρατικοποιήσεων. Υπολογίζεται ότι το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας μπορεί να προσελκύσει έως και 60 δις. σε νέες επενδύσεις –εκτός δηλαδή του αρχικού τιμήματος, το οποίο θα διατεθεί για την μείωση του χρέους-, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ έως και 1% σε ετήσια βάση, να οδηγήσει σε αύξηση της απασχόλησης κατά 50 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας και σε αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 3% του ΑΕΠ.

 

Με δεδομένη λοιπόν τόσο τη δέσμευση της κυβέρνησης στην κατεύθυνση των αποκρατικοποιήσεων, όσο και την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών τελευταία, εύλογα μπορεί να αντιμετωπίζονται ως σημαντική πηγή νέων επενδύσεων μεσοπρόθεσμα.

 

Και εδώ η κοινωνική συναίνεση, η ευρύτερη κατανόηση της σημασίας των αποκρατικοποιήσεων για το μέλλον της Οικονομίας και ιδιαίτερα για την καταπολέμηση της ανεργίας έχουν ιδιαίτερη σημασία.

 

 

 

Κεντρικός ο ρόλος των επενδύσεων και του παραγωγικού – επιχειρηματικού τομέα στο  νέο υπόδειγμα  αναπτυξιακού προτύπου που αναδύεται

Κλείνοντας αναφερόμαστε στο ρητορικό ερώτημα που συχνά τίθεται τον τελευταίο καιρό, αν δηλαδή το ΙΟΒΕ «βλέπει φως στο τέλος του τούνελ».

 

Πριν επιχειρήσουμε οποιαδήποτε απάντηση, πρέπει να τονίσουμε ότι όταν η Ελληνική Οικονομία υπερβεί τη σημερινή κρίση, το επίπεδο και η δομή της θα είναι πολύ διαφορετική από αυτά που ίσχυαν στο παρελθόν.

 

Το ΙΟΒΕ αναφέρεται σε αυτή την προοπτική ως την ανάδυση ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου για τη χώρα.

 

Ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης για την Ελλάδα δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει μια ριζική ανακατανομή της οικονομικής δραστηριότητας και στο κλαδικό επίπεδο, με αύξηση της παραγωγής των κλάδων που παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά-εμπορεύσιμα προϊόντα, αντί του τομέα των μη εμπορευσίμων που υπήρξε η ατμομηχανή της ανάπτυξης στο παρελθόν.

 

Στην προοπτική αυτή, ο ρόλος των επενδύσεων και του παραγωγικού – επιχειρηματικού τομέα θα είναι βεβαίως κεντρικός.

 

Ωστόσο, αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο ο όγκος των επενδύσεων αλλά και η κατεύθυνσή τους, και είναι σε αυτό το θέμα που η προώθηση των διαρθρωτικών αλλαγών είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

Η μεγάλη βελτίωση στο ισοζύγιο πληρωμών τα τελευταία δύο χρόνια, η άρση εμποδίων για την επιχειρηματικότητα που καταγράφεται ήδη και  αντανακλάται στη βελτίωση της  κατάταξης της χώρας κατά 11 θέσεις στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας (Doing Business report), αποτελούν πρώτα δείγματα μιας δυναμικής που πρέπει και μπορεί να ενισχυθεί.

 

Είναι λοιπόν αμυδρά ορατές κάποιες ακτίνες φωτός.

 

Και το φως θα δυναμώνει, όσο η χώρα θα κατευθύνεται σταθερά και αξιόπιστα στην πορεία που έχει προδιαγράψει το σημερινό πλαίσιο οικονομικής πολιτικής.

 

Χωρίς εφησυχασμό, αλλά με βάσιμη αισιοδοξία για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.

 

 

 

Στα επίπεδα του -6,6% η ύφεση στην Ελλάδα το 2012, έναντι -7,1%  το 2011

Η άρση της πολιτικής ρευστότητας στα μέσα Ιουνίου και ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης, άμβλυναν την αβεβαιότητα στη χώρα, χωρίς ωστόσο αυτό να επηρεάσει θετικά την οικονομική δραστηριότητα.

 

Οι αιτίες για αυτό ήταν: α) η αβεβαιότητα για την έκβαση των διαπραγματεύσεων για τα δημοσιονομικά μέτρα, που ξεκίνησαν τον Ιούλιο και συνεχίστηκαν μέχρι τα μέσα Νοέμβρη, β) η ολοκλήρωση εφαρμογής των δημοσιονομικών παρεμβάσεων του δεύτερου Μνημονίου, γ) η ευρύτερη υιοθέτηση των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας που περιλαμβάνονταν σε αυτό και δ) η επιτάχυνση της ανόδου της ανεργίας.

 

Ως αποτέλεσμα, η ύφεση στην ελληνική οικονομία κλιμακώθηκε στο τρίτο τρίμηνο, (-6,9%), έναντι -6,3% στο αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, αλλά και -4% την ίδια περίοδο του 2011 (-4,0%). Έτσι συνολικά στο πρώτο εννιάμηνο του 2012 η πτώση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 6,6%, οριακά χαμηλότερα από ότι στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα του 2011 (-6,8%).

 

Ως προς τις εξελίξεις στις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ στο τρίτο τρίμηνο, διατηρήθηκαν και, ως επί το πλείστον, ενισχύθηκαν οι τάσεις του προηγούμενου τριμήνου.

 

Η υποχώρηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 8,9%, παρέμεινε ως ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της ύφεσης, σημειώνοντας μάλιστα ευρύτερη πτώση από ότι στη συγκεκριμένη περίοδο του 2011 (-7,8%).

 

Η εκ νέου κλιμάκωση στο τρίτο τρίμηνο της ήδη εκτεταμένης από την αρχή του 2012 μείωσης των επενδυτικών δαπανών, διαμόρφωσε την πτώση τους στο πρώτο εννιάμηνο του 2012 στο 30,3% (από 13,3% τον προηγούμενο χρόνο).

 

Αντιθέτως, μικρότερη σε σχέση με το 2011 ήταν η περιστολή της δημόσιας κατανάλωσης φθάνοντας το 4,0% έναντι 6,8% ένα χρόνο νωρίτερα.

 

Αντίθετα, σε ότι αφορά τον εξωτερικό τομέα της οικονομίας σημειώθηκαν εκ νέου σημαντικές θετικές εξελίξεις, καθώς το ισοζύγιό του ήταν για πρώτη φορά πλεονασματικό.

 

Το γεγονός αυτό, όπως και ο περιορισμός του ελλείμματός του στο χρονικό διάστημα Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου, κατά 73,4% σε εθνικολογιστικούς όρους (1,9% του ΑΕΠ ένατι 6,8% το 2011), οφείλεται αποκλειστικά στην υποχώρηση των εισαγωγών (-17,4%).

 

Στο πεδίο των εξαγωγών, καταγράφεται συρρίκνωση  κατά 1,9%, όταν το 2011 ανέρχονταν κατά 2,0%.

 

Ως προς τις εξελίξεις στο καταληκτικό τρίμηνο του 2012, η ιδιωτική κατανάλωση εκτιμάται ότι παρέμεινε σε πτωτική τροχιά, με ρυθμό παραπλήσιο αυτών στα δύο προηγούμενα τρίμηνα, εξαιτίας και πάλι της διεύρυνσης της ανεργίας, των δημοσιονομικών μέτρων και των αλλαγών στην αγορά εργασίας, αλλά και λόγω της αβεβαιότητας για την έκβαση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα σχετικά με τα νέα δημοσιονομικά μέτρα που θα επιβληθούν, καθώς και για τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων ΕΕ-ΔΝΤ ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους.

 

Η περιστολή των κρατικών καταναλωτικών δαπανών πιθανότατα κλιμακώθηκε, προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, χωρίς να προκύψουν προβλήματα ρευστότητας στο κράτος από την καθυστέρηση λήψης της επόμενης δόσης του δανείου από την τρόικα.

 

Οι παρατεταμένες διαπραγματεύσεις εγχωρίως και διεθνώς, που στο σκέλος των δημοσιονομικών-διαρθρωτικών μέτρων αφορούσαν και παραμέτρους του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (φορολογικό σύστημα επιχειρήσεων, αποζημιώσεις), διατήρησαν αναιμικό το επενδυτικό κλίμα.

 

Επίσης, η ιδιαίτερα εξασθενημένη εγχώρια ζήτηση στη διάρκεια αυτού του τριμήνου διεύρυνε περαιτέρω τη συρρίκνωση των εισαγωγών, διατηρώντας το έλλειμμα του εξωτερικού τομέα σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από ότι το 2011.

 

Συνεκτιμώντας αυτές τις τάσεις στις συνιστώσες του ΑΕΠ στα τέλη του 2012, καθώς και την πορεία τους κατά το αρχικό εννιάμηνο πέρυσι, η εκτίμηση του ΙΟΒΕ για την ένταση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας στο σύνολο του περασμένου έτους παραμένει αμετάβλητη σε σύγκριση με την προηγούμενη τριμηνιαία έκθεσή του, στο 6,6%, δηλαδή ελαφρά μικρότερη του 2011 (-7,1%).

 

 

 

Σε τροχιά ύφεσης η ελληνική οικονομία και το 2013, αλλά με μικρότερη ταχύτητα από ότι πέρυσι

Η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την τρόικα για τα δημοσιονομικά μέτρα και τις διαρθρωτικές αλλαγές της διετίας 2013-2014, των διαβουλεύσεων Ευρωζώνης-ΔΝΤ για τις δράσεις που θα καταστήσουν βιώσιμο το ελληνικό δημόσιο χρέος και για την επιμήκυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής της Ελλάδας και ακολούθως η επαναγορά ομολόγων από την ελληνική κυβέρνηση, έχουν ορισμένες σημαντικές άμεσες επενέργειες στην ελληνική οικονομία οι οποίες θα εκδηλωθούν εντός του 2013, επιτρέποντας παράλληλα τη δρομολόγηση θετικότερων εξελίξεων στο νέο έτος.

 

Καταρχάς σε όρους διεθνούς εικόνας της χώρας σημειώνεται βελτίωση, καθώς το στοίχημα της ανάκτησης της αξιοπιστίας φαίνεται να κερδίζεται.

 

Από την άλλη πλευρά, ήδη έχει καταστεί δυνατή η επανεκκίνηση της χρηματοδότησης του ελληνικού κράτους από το EFSF και το ΔΝΤ, που επιτρέπει την ολοκλήρωση της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών, την αποπληρωμή χρεών του δημόσιου τομέα προς τον ιδιωτικό, αλλά και την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ ως εγγυήσεων για την παροχή ρευστότητας, με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο από αυτό του Μηχανισμού Έκτακτης Ρευστότητας (ELA).

 

Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με τις επικείμενες εξαγορές-συγχωνεύσεις στον τραπεζικό τομέα, αναμένεται να οδηγήσουν στην αποκατάσταση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, στη βελτίωση της φερεγγυότητάς τους και στη σταδιακή ενίσχυση των δυνατοτήτων τους παροχής ρευστότητας σε επιχειρήσεις και ιδιώτες, περίπου από τα μέσα του 2013.

 

Επομένως, θα σταθεροποιηθούν βασικές παράμετροι του οικονομικού περιβάλλοντος (συνέχιση δημοσιονομικής προσαρμογής, χρηματοδότηση του ελληνικού κράτους, ευστάθεια χρηματοπιστωτικού συστήματος), ενισχύοντας την εμπιστοσύνη διεθνώς και εγχωρίως στην ελληνική οικονομία, στις δυνατότητες αναδιάρθρωσης και έπειτα ανάκαμψής της.

 

Η άρση αυτών των αβεβαιοτήτων εκτιμάται ότι θα βελτιώσει σταδιακά και το επενδυτικό κλίμα.

 

Οι επενδυτικές προοπτικές αναμένεται ότι θα υποστηριχτούν και από σχετικές πρωτοβουλίες και δράσεις από την πλευρά του κράτους: με την επιτάχυνση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, μετά την πολύ χαμηλή υλοποίησή του πέρυσι και καθώς η δ’ Προγραμματική Περίοδος πλησιάζει στο τέλος της, με την επανεκκίνηση κατασκευής των πέντε μεγάλων οδικών αξόνων, τη δραστηριότητα του ΤΑΙΠΕΔ, καθώς και με την προώθηση-υλοποίηση αναβλημένων μεταρρυθμίσεων για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας και του επενδυτικού περιβάλλοντος, εξαιτίας των παρατεταμένων διαπραγματεύσεων εντός και εκτός Ελλάδας το 2012 και του διπλού εκλογικού κύκλου.

 

Πάρα ταύτα, η αναμενόμενη νέα εκτεταμένη υποχώρηση της ζήτησης φέτος, πρωτίστως εγχωρίως και εξαιτίας της εφαρμογής των προγραμματισμένων δημοσιονομικών μέτρων και της συνέχισης της ανόδου της ανεργίας με ηπιότερο ρυθμό, αλλά και σε αγορές με σημαντικό μερίδιο στη διεθνή ζήτηση για ελληνικά προϊόντα και υπηρεσίες (Ευρωζώνη), αναμένεται να λειτουργήσουν ανασχετικά στην υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και να επιφέρουν νέα πτώση των επενδυτικών δαπανών, ωστόσο αρκετά μικρότερης έκτασης από ότι το 2012.

 

Ο πολύ χαμηλός βαθμός αξιοποίησης του εργοστασιακού δυναμικού στη βιομηχανία στα τέλη του 2012, στην περιοχή του 65%, αποτυπώνει ανάγλυφα την αρκετά εξασθενημένη ζήτηση.

 

Όμως αυτό το γεγονός δεν αναιρεί τη σημαντικότητα των προσπαθειών βελτίωσης παραμέτρων και χαρακτηριστικών του επενδυτικού περιβάλλοντος, ούτως ώστε να είναι δυνατή η ανταπόκρισή του στις προκλήσεις μιας αναθέρμανσης της ζήτησης.

 

Επιπλέον, δεν αποκλείεται μικρή άνοδος της επενδυτικής δραστηριότητας στο τελευταίο τρίμηνο του 2013, όταν θα συντρέχουν οι παραπάνω και άλλοι ευνοϊκοί παράγοντες που αναλύονται στην παρούσα έκθεση.

 

Η εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων το τρέχον έτος θα έχει κατά κύριο λόγο αρνητικό αντίκτυπο στην αγοραστική δύναμη και επομένως στην κατανάλωση του ιδιωτικού τομέα, καθώς τα περισσότερα εξ’ αυτών αφορούν σε περικοπές εισοδημάτων των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα (μειώσεις ειδικών μισθολογίων, κατάργηση 13ου-14ου μισθού), συνταξιούχων και όσων λαμβάνουν επιδόματα από το κράτος.

 

Προς τα κάτω αναπροσαρμογή των εισοδημάτων όλων των φυσικών προσώπων μάλλον θα επέλθει από την κατάργηση του αφορολόγητου ποσού που υπήρχε για αυτά ως το 2012, καθώς προς το παρόν δεν είναι σαφής ο τρόπος αναγνώρισης της έκπτωσης φόρου που αναμένεται να καθιερωθεί (στη διάρκεια του οικονομικού έτους ή στην εκκαθάριση των εισοδημάτων).

 

Περιοριστικά θα συνεχίσει να επιδρά και η περαιτέρω κλιμάκωση της ανεργίας, που όμως αναμένεται να είναι σαφώς μικρότερης έκτασης από ότι πέρυσι.

 

Τούτων δεδομένων, η ένταση των πιέσεων στην ιδιωτική κατανάλωση προβλέπεται να είναι το 2013 παραπλήσια με αυτή το 2012.

 

Στο έτερο σκέλος της εγχώριας κατανάλωσης, που προέρχεται από το δημόσιο τομέα, η επίτευξη της δημοσιoνομικής προσαρμογής πρωτίστως με μείωση των δημοσίων δαπανών, όπως έχει σχεδιαστεί (ΜΠΔΣ 2013-2016), προμηνύει νέες περικοπές των καταναλωτικών εξόδων του δημόσιου τομέα.

 

Από την άλλη πλευρά, ανασχετικά στην περιοριστική επίδραση της περιστολής της δημόσιας κατανάλωσης στο ΑΕΠ αναμένεται να λειτουργήσει η πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα μέσω των αντλούμενων κεφαλαίων από το EFSF και το ΔΝΤ.

 

Ως προς τις εξελίξεις στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας, θα σημειωθεί νέα βελτίωση του ισοζυγίου του, κυρίως από τη φθίνουσα πορεία των εισαγωγών, που εκτιμάται ότι θα μειωθούν και φέτος κατά διψήφιο ποσοστό, λόγω της ισχυρής εξασθένισης της εγχώριας καταναλωτικής ζήτησης.

 

Είναι όμως πιθανή η μικρή συμβολή και των εξαγωγών, από την αυξητική επίδραση της τουριστικής κίνησης, καθώς οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι θα είναι μεγαλύτερη το 2013 από ότι το 2012.

 

Σε κάθε περίπτωση, η περαιτέρω σημαντική υποχώρηση των εισαγωγών το νέο έτος προβλέπεται να οδηγήσει για πρώτη φορά σε πλεονασματικό ισοζύγιο εξωτερικού τομέα το 2013, που επομένως θα έχει αυξητική επίδραση στο ΑΕΠ.

 

Συνισταμένη των τάσεων στις βασικές συνιστώσες του ΑΕΠ το 2013  αποτελεί η πρόβλεψη για χαμηλότερη ύφεση της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με το 2012, της τάξης του 4,6%.

 

Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι ελαφρά δυσμενέστερη εκείνων από εγχώριους και διεθνείς φορείς (ΕΕ: -4,2%, ΥΠΟΙΚ, ΟΟΣΑ: -4,5%).

 

 

 

Εμφατικά εντός στόχων η υλοποίηση του προϋπολογισμού για το 2012, λόγω περιορισμού των δαπανών και χαμηλότερων πληρωμών τόκων μετά το PSI

Ένα μήνα πριν το κλείσιμο του 2012, ο Κρατικός Προϋπολογισμός παρουσίασε καθαρό έλλειμμα €12,9 δισ., βελτιωμένο κατά €8,3 δισ. σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011.

 

Η σημαντική βελτίωση οφείλεται σχεδόν κατά το ήμισυ (€4,2 δισ.) στο πρωτογενές αποτέλεσμα, το έλλειμμα του οποίου δεν ξεπέρασε το €1,4 δισ., ενώ μετά το PSI παρουσιάζεται σημαντική ελάφρυνση, ύψους €4,1 δισ., στις πληρωμές για τόκους.

 

Ωστόσο το ικανοποιητικό πρωτογενές αποτέλεσμα προέρχεται αποκλειστικά από την πλευρά των δαπανών – αφού τα έσοδα εξακολουθούν να υπολείπονται των περυσινών – μέσω εξοικονομήσεων στις πρωτογενείς δαπάνες του Τακτικού Προϋπολογισμού (€4,4 δισ. λιγότερες από ότι το 2011) και σημαντικών περικοπών του ΠΔΕ (€0,7 δισ.).

 

Σε επίπεδο Γενικής Κυβέρνησης, το ισοζύγιο παρουσίασε επίσης στην περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2012 έλλειμμα €9,7 δισ., έναντι €19,9 δισ. ένα χρόνο νωρίτερα.

 

Για το 2013 προβλέπεται στον Προϋπολογισμό περαιτέρω περιορισμός του ελλείμματος της Γενικής Κυβέρνησης, σε €9,4 δισ. (5,2% του ΑΕΠ), από €12,9 δισ. το 2012 (6,6% του ΑΕΠ).

 

Παρότι προβλέπεται μικρή μείωση των πληρωμών για τόκους το τρέχον έτος, εντούτοις αναμένεται η επίτευξη μικρού πρωτογενούς πλεονάσματος (€748 εκατ., ή 0,4% του ΑΕΠ), για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, μέσω κυρίως της συγκράτησης των δαπανών, με άξονα τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016.

 

 

 

Σε ανοδική τροχιά η ανεργία αν και με ηπιότερο ρυθμό  το 2013. Καθοριστικός δείκτης η μακροχρόνια ανεργία

Η σημειωθείσα κάμψη της δραστηριότητας των τουριστικών επιχειρήσεων στη διάρκειά του καλοκαιριού, καθώς και η πολύ υψηλότερη της αναμενόμενης ύφεση στην ελληνική οικονομία, δεν επέτρεψαν την εκδήλωση θετικών εποχικών επιδράσεων στην απασχόληση στο τρίτο τρίμηνο του 2012, όπως διαχρονικά συνέβαινε στο παρελθόν.

 

Ως αποτέλεσμα, το ποσοστό ανεργίας ανήλθε σε αυτό το χρονικό διάστημα στο 24,8%, 7,1 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το ίδιο τρίμηνο του 2011.

 

Έτσι, συνολικά στο εννιάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2012 η ανεργία έφτασε το 23,7%, έναντι 16,6% στην αντίστοιχη περίοδο το 2011.

 

Η εκτεταμένη υποχώρηση της ζήτησης του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα στο τρίμηνο Οκτωβρίου-Δεκεμβρίου του 2012, εξαιτίας των παραγόντων που αναλύθηκαν προηγουμένως, εκτιμάται ότι επιδείνωσε εκ νέου τις συνθήκες στην αγορά εργασίας.

 

Από την άλλη πλευρά, καθώς αντικείμενο των διαπραγματεύσεων με την τρόικα σε αυτό το χρονικό διάστημα αποτέλεσαν και αλλαγές σε παραμέτρους του επιχειρηματικού περιβάλλοντος (φορολογικό σύστημα για τις επιχειρήσεις, ύψος αποζημιώσεων), εκτιμάται ότι μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων ανέμεναν την οριστικοποίηση των σχετικών ρυθμίσεων προκειμένου να προβούν στη λήψη αποφάσεων, που αφορούσαν στην απασχόληση.

 

Επισημαίνεται σχετικά ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΑΕΔ, η αρνητική καθαρή ροή μισθωτής απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα (προσλήψεις μείον καταγγελίες-λήξεις συμβάσεων μείον οικειοθελείς αποχωρήσεις) επιβραδύνθηκε σημαντικά στο τρίμηνο Σεπτεμβρίου-Νοεμβρίου σε σύγκριση με ένα χρόνο πριν (-51%).

 

Έτσι συνολικά η εκτίμηση για την ανεργία στο σύνολο του 2012 αναθεωρείται ελαφρά επί το δυσμενέστερο, στο 24,5%, 6,8 εκατοστιαίες μονάδες υψηλότερα από το 2011 (17,7%).

 

Η παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε ύφεση και το 2013 θα πλήξει αναπόφευκτα και την απασχόληση.

 

Ωστόσο, η αναμενόμενη μικρότερη έκταση της ύφεσης, η υλοποίηση ορισμένων μεγάλων επενδύσεων, όπως η συνέχιση κατασκευής των πέντε μεγάλων οδικών αξόνων και η ευρύτερη υιοθέτηση των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας του δεύτερου Μνημονίου θα επιβραδύνουν την πτώση της.

 

Έτσι, η ανεργία προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2013 στην περιοχή του 27,3%.

 

 

 

Σημαντική υποχώρηση του πληθωρισμού το 2012 στο 1,5%. Περαιτέρω αποκλιμάκωση το 2013

Η εξασθένιση της εγχώριας καταναλωτικής ζήτησης αποτυπώνεται εύγλωττα στην εξέλιξη του πληθωρισμού το 2012, υποχωρώντας μάλιστα τον Σεπτέμβριο κάτω από το 1,0%.

 

Παρά την αυξητική επίδραση της εξίσωσης του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης και οικιακής θέρμανσης τον Οκτώβριο (άνοδος στο 1,6%), ο πληθωρισμός περιορίστηκε τον αμέσως επόμενο μήνα στο 1,0%, οπότε στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου ο πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 1,6%, σχεδόν δύο εκατοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από ότι σε αυτή την περίοδο του 2011 (3,4%).

 

Συνεπώς, αναμένεται να επιβεβαιωθεί η εκτίμηση που έχει γίνει από το ΙΟΒΕ ήδη από τον Ιούνιο για διαμόρφωσή του στο 1,5% το 2012, έναντι 3,3% τον προηγούμενο χρόνο.

 

Με την εγχώρια καταναλωτική ζήτηση να περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό και το 2013, λόγω των νέων εκτεταμένων δημοσιονομικών μέτρων, της αύξησης της ανεργίας και της περικοπής των δημοσίων δαπανών, η επιβράδυνση του πληθωρισμού θα συνεχιστεί στη διάρκειά του.

 

Ανασχετικά σε αυτή αναμένεται να επιδράσουν η αύξηση του ΕΦΚ στο πετρέλαιο οικιακής θέρμανσης μέχρι τον Μάιο και οι κλιμακωτές αυξήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος, χωρίς όμως να αποτρέψουν τη φθίνουσα πορεία του.

 

Ακολούθως, ο πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί το τρέχον έτος στην περιοχή του 1,0%.»

 

 

www.mywaypress.gr

 

 

 

Σχετικά Άρθρα