
Oξύτατη επίθεση Μίχαλου κατά Χατζηδάκη
Ως υπέρμετρα φιλόδοξη χαρακτηρίζει την εκτίμηση ότι μέχρι το τέλος του 2014 η ελληνική οικονομία δυνητικά μπορεί να εμφανίσει θετικούς ρυθμούς μεταβολής, μετά από 6 συνεχή έτη ύφεσης, σε ομιλία του ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κος Κ.Μίχαλος σε εκδήλωση του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης με θέμα: «Μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιχειρηματικότητα» στο πλαίσιο του MONEY SHOW.Παράλληλα ο κος Μίχαλος καταφέρθηκε κατά του υπουργού Ανάπτυξης σε δύο πεδία:
1ον )Ότι έχει δεχτεί χωρίς καμιά διαβούλευση, χωρίς να προσμετρήσει τις ζημίες μια σειρά μέτρων που οδηγούν σε αφανισμό μεγάλους κλάδους της οικονομίας μας και
2oν) διότι εμφανίζεται βασιλικότερος του βασιλέως σε ότι αφορά την απαξίωση του Επιμελητηριακού θεσμού.
Αναλυτικά η ομιλία του κου Μίχαλου έχει ως ακολούθως:«Έχει συμπληρωθεί ήδη το πρώτο τρίμηνο μιας χρονιάς που θα μπορούσε να αποτελέσει ορόσημο, για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Σύμφωνα με αναλύσεις, μέχρι το τέλος του 2014 η ελληνική οικονομία δυνητικά μπορεί να εμφανίσει θετικούς ρυθμούς μεταβολής, μετά από 6 συνεχή έτη ύφεσης.
Προσωπικά πιστεύω ότι η εκτίμηση αυτή παραμένει υπέρμετρα φιλόδοξη. Κανείς, ωστόσο, δεν αμφισβητεί ότι μπορούμε να δημιουργήσουμε αισθητά καλύτερες προϋποθέσεις για επιστροφή στην ανάπτυξη είναι σε σχέση με τις προηγούμενες χρονιές.
Η πρόσφατη συμφωνία της κυβέρνησης με την τρόικα, περιέχει σημεία που αποτελούν θετική εξέλιξη. Η αναγνώριση από την πλευρά της τρόικας ενός πρωτογενούς πλεονάσματος που πλησιάζει τα 3 δισ. ευρώ, αποτελεί μια επιβεβαίωση ότι η Ελλάδα έχει ανταποκριθεί στις δεσμεύσεις που ανέλαβε έναντι των εταίρων της. Και πληροί πλέον τη βασική προϋπόθεση για την περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους της, με βάση τη συμφωνία του Eurogroup το Νοέμβριο του 2012.
Η συμφωνία περιλαμβάνει επίσης θετικές εξελίξεις και σε μια σειρά από επιμέρους ζητήματα, που σχετίζονται άμεσα με τη λειτουργία της αγοράς και των επιχειρήσεων.
Η απόφαση για μείωση των ασφαλιστικών εισφορών από την 1η Ιουλίου, ικανοποιεί ένα πάγιο αίτημα του επιχειρηματικού κόσμου. Είναι μια εξέλιξη που θα συμβάλει αποφασιστικά στη μείωση του κόστους λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων, στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και στην ενίσχυση της απασχόλησης.
Θετική επίδραση στην πραγματική οικονομία θα έχει και η απόφαση της κυβέρνησης να εκταμιευθεί 1 δισ. ευρώ εντός του 2014, για την αποπληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους προς τον ιδιωτικό τομέα. Το γεγονός αυτό θα τονώσει σημαντικά τη ρευστότητα στην αγορά και θα δώσει ανάσα σε χιλιάδες επιχειρήσεις, που σήμερα ασφυκτιούν.
Αυτό που γενικά προσδοκά η επιχειρηματική κοινότητα, είναι να κινηθεί προς τη σωστή κατεύθυνση η εξειδίκευση των μέτρων που συνοδεύουν τη συμφωνία κυβέρνησης τρόικας – και κυρίως αυτών που αφορούν τα εργασιακά και τις μεταρρυθμίσεις που προτείνει ο ΟΟΣΑ.
Γιατί όπως διαπιστώνουμε σήμερα ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης έχει δεχτεί χωρίς καμιά διαβούλευση, χωρίς να προσμετρήσει τις ζημίες μια σειρά μέτρων που οδηγούν σε αφανισμό μεγάλους κλάδους της οικονομίας μας. Είμαστε κάθετα αντίθετοι στις ρυθμίσεις της δήθεν εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ που αφορούν στο γάλα, το ψωμί, τα φάρμακα , τα βιβλία και η οποία έχει στην πραγματικότητα εκπονηθεί και συνταχθεί από τον ΙΟΒΕ και από ιδιωτική εταιρεία συμβούλων στην οποία προΐστανται και εργάζονται σύμβουλοι του κ. Χατζηδάκη.
Αυτές δεν είναι μεταρρυθμίσεις, είναι χαριστικές ρυθμίσεις υπέρ συγκεκριμένων συμφερόντων και κατά της ελληνικής παραγωγής και της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας. Και αν ακόμη ψηφιστούν εμείς οι μικρομεσαίοι, η ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας, θα πρέπει να συνεχίσουμε να τις αντιμαχόμαστε.
Όσον αφορά τη διανομή μέρους του πρωτογενούς πλεονάσματος, αποτελεί και αυτή μια σημαντική συμφωνία, στο βαθμό που θα στηρίξει οικονομικά ασθενείς και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού. Είναι σημαντικό και σε συμβολικό επίπεδο να δοθεί ένα μήνυμα, ότι η τεράστια προσπάθεια που έχει γίνει τα τελευταία χρόνια από την ελληνική κοινωνία μπορεί να παράγει σταδιακά αντίκρισμα, ξεκινώντας από την ενίσχυση των πλέον αδύναμων.
Όμως θα πρέπει να υπάρξει διεξοδική μελέτη ως προς τον τρόπο διανομής και τους αποδέκτες των ενισχύσεων, ώστε να υπάρξουν πολλαπλά οφέλη προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης.
Το σίγουρο είναι ότι δεν θα πρέπει να επιστρέψουμε στη λογική της παροχολογίας που κυριάρχησε τις προηγούμενες δεκαετίες. Δεν πρέπει να δοθεί η εντύπωση ότι επιστρέφουμε σε πρακτικές που εξυπηρετούν περισσότερο ευκαιριακές πολιτικές σκοπιμότητες, χωρίς να εντάσσονται στο πλαίσιο ενός μακροπρόθεσμου σχεδιασμού.
Η επιστροφή πόρων στην κοινωνία οφείλει να ταυτιστεί κυρίως με τη δημιουργία συνθηκών που αφενός επιτρέπουν την παραγωγή περισσότερου εθνικού πλούτου και αφετέρου διασφαλίζουν την ευρύτερη δυνατή διάχυση του οφέλους στην κοινωνία.
Εάν κάτι περιμένουμε άμεσα, μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαπραγμάτευσης, είναι αυτό που εμείς – ως επιχειρηματική κοινότητα – ζητάμε από την αρχή: είναι η μετατόπιση της οικονομικής πολιτικής από το δόγμα της σκληρής λιτότητας προς την κατεύθυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και των αναπτυξιακών παρεμβάσεων.
Η δημοσιονομική προσαρμογή που έχει επιτευχθεί τα τελευταία 4 χρόνια, έχει στηριχθεί κατά 60% στην αύξηση της φορολογίας. Είναι προφανές ότι αυτή η επιλογή δεν μπορεί να είναι διατηρήσιμη στο επόμενο διάστημα.
Δεν μπορεί να είναι βιώσιμο μακροπρόθεσμα ένα πρωτογενές πλεόνασμα που στηρίζεται αποκλειστικά σε πολιτικές λιτότητας και εξοντωτικής φορολόγησης και της αφερεγγυότητας του δημοσίου που ακόμη εξακολουθεί να αποτελεί τον μεγαλύτερο μπαταχτσή.
Χρειάζεται άμεσα ώθηση στην ανάπτυξη, με γενναίες πολιτικές για τη στήριξη των προσπαθειών του ιδιωτικού τομέα. Αυτές οι πολιτικές οφείλουν να εστιάσουν σε συγκεκριμένους τομείς προτεραιότητας.
Κατ’ αρχήν, στην αποκατάσταση της ροής κεφαλαίων και στη μείωση του κόστους του χρήματος για τις επιχειρήσεις. Πρόκειται για ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας, το οποίο εξακολουθεί να προκαλεί τεράστια προβλήματα στην επιχειρηματική δραστηριότητα.
Το τελευταίο διάστημα έχουν υπάρξει αρκετά θετικά μηνύματα, σχετικά με την επιστροφή των ελληνικών τραπεζών στις διεθνείς αγορές για την άντληση κεφαλαίων. Η επιτάχυνση των διαδικασιών για την τραπεζική ενοποίηση σε επίπεδο Ευρωζώνης, μπορεί να συμβάλει σε περαιτέρω βελτίωση των συνθηκών ρευστότητας, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και γενικότερα στις οικονομίες του ευρωπαϊκού Νότου.
Στο μεταξύ, όμως, θα πρέπει να υπάρξει ενίσχυση των υφιστάμενων χρηματοδοτικών εργαλείων και ανάπτυξη νέων, τα οποία ανταποκρίνονται όχι μόνο στις σημερινές αλλά και στις μελλοντικές ανάγκες της αγοράς.
Είναι απαραίτητος ένας ολοκληρωμένος στρατηγικός σχεδιασμός, ο οποίος θα κατευθύνει ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους σε τομείς με υψηλή προστιθέμενη αξία για την οικονομία, όπως οι εμπορευματικές μεταφορές, τα τρόφιμα, η ενέργεια, η υγεία, ο τουρισμός, οι νέες τεχνολογίες, οι δημιουργικές βιομηχανίες, οι κατασκευές κ.ά.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι κρίσιμης σημασίας η αξιοποίηση των πόρων του νέου ΕΣΠΑ. Και θεωρώ ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι στη νέα προγραμματική περίοδο, οι Περιφέρειες θα έχουν αναβαθμισμένο ρόλο. Και κάθε μια θα μπορεί να καταρτίσει το δικό της, πολυτομεακό και πολυταμειακό, Επιχειρησιακό Πρόγραμμα, ώστε να προωθεί ολοκληρωμένες τοπικές παρεμβάσεις. Είναι μια ευκαιρία που δεν πρέπει να πάει χαμένη. Και μπορεί να αξιοποιηθεί με συνεργασία και συνένωση δυνάμεων όλων των παραγωγικών φορέων κάθε περιοχής.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση θα πρέπει να δείξει μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα στην προώθηση μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον.
Και αυτές δεν περιορίζονται μόνο στην απομάκρυνση ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό. Μεταρρυθμίσεις χρειάζονται και:
- για την αναβάθμιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.
- για την ολοκλήρωση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τις χρήσεις γης.
- για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης.
- και βεβαίως για τη διαμόρφωση ενός σταθερού και ανταγωνιστικού φορολογικού πλαισίου. Γιατί δεν μπορούμε να περιμένουμε ούτε επενδύσεις, ούτε εξωστρέφεια, ούτε ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον όπου οι επιχειρήσεις δεν ξέρουν τι θα τους ξημερώσει την επόμενη μέρα, ποια νέα ρύθμιση θα εμφανιστεί και τι θα κληθούν να πληρώσουν.
Για όλα αυτά τα θέματα, τα Επιμελητήρια της χώρας έχουν διατυπώσει συγκεκριμένες θέσεις, προτάσεις και διεκδικήσεις. Συμμετέχουν στο διάλογο με υπευθυνότητα και ουσία. Κι έχουν πραγματικά πολλά να προσφέρουν στην προσπάθεια ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Γιατί διαθέτουν γνώση και εμπειρία που κανένας άλλος φορέας δεν έχει. Αφουγκράζονται καθημερινά τα προβλήματα και στηρίζουν τις επιχειρήσεις σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, γνωρίζουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες, τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητες.
Αυτός ο ρόλος, δυστυχώς, έχει βρεθεί τα τελευταία χρόνια στο στόχαστρο της τρόικας και ορισμένων εγχωρίων συνομιλητών της. Και τεράστια ευθύνη φέρει προσωπικά ο υπουργός Ανάπτυξης Κωστής Χατζηδάκης που εμφανίζεται βασιλικότερος του βασιλέως σε ότι αφορά την απαξίωση του Επιμελητηριακού θεσμού. Η ρύθμιση για την κατάργηση της υποχρεωτικής εγγραφής στα Επιμελητήρια από το 2015 είναι το επιστέγασμα ενός ιδιότυπου διωγμού, που έχει ξεκινήσει εδώ και μια τετραετία περίπου, με τα σχέδια περί υποχρεωτικών συνενώσεων και συγχωνεύσεων.
Η εφαρμογή της συγκεκριμένης ρύθμισης ισοδυναμεί στην ουσία με «λουκέτο» για τα Επιμελητήρια, δεδομένου ότι δεν επιδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό και το σύνολο των λειτουργικών τους αναγκών καλύπτεται από τις εισφορές των μελών τους.
Εάν στερηθούν τη μοναδική πηγή εσόδων τους, τα Επιμελητήρια θα κλείσουν. Ωστόσο, οι υπηρεσίες που προσφέρουν στα μέλη τους, σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να καταργηθούν. Κατά συνέπεια, κάποιος φορέας θα πρέπει να αναλάβει το συγκεκριμένο έργο.
Εάν, με άλλα λόγια τα Επιμελητήρια εκλείψουν με τη σημερινή τους μορφή, θα πρέπει ουσιαστικά να «επανιδρυθούν» την επόμενη ημέρα, ως κρατικοί φορείς, οι οποίοι θα επιβαρύνουν τον κρατικό προϋπολογισμό. Επομένως, θα υπάρξει στην περίπτωση αυτή πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος, ενώ το όφελος για την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων θα είναι – στην καλύτερη περίπτωση – αμελητέο.
Κανείς δεν αρνείται την ανάγκη αναμόρφωσης της λειτουργίας των Επιμελητηρίων, ώστε οι υπηρεσίες τους να προσαρμοστούν ακόμη καλύτερα στις ανάγκες της εποχής και των μελών τους. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων έχει ξεκινήσει την κατάρτιση ολοκληρωμένης πρότασης, για τον εκσυγχρονισμό και την αναβάθμιση του θεσμού.
Όμως, θα είναι τραγικό λάθος να προχωρήσει η κυβέρνηση στην εφαρμογή μιας ρύθμισης, η οποία θα σημάνει το θάνατο ενός θεσμού που έχει μέχρι σήμερα αποδείξει την αποδοτικότητα και τη χρησιμότητά του. Είναι επομένως ανάγκη να υπάρξει άμεσα απόσυρση, της συγκεκριμένης πράξης νομοθετικού περιεχομένου.
Σε αυτή την κατεύθυνση είμαστε προετοιμασμένοι να δώσουμε μάχη στο επόμενο διάστημα. Και σας καλούμε να συνταχθείτε ενεργά μαζί μας.
Η έξοδος από την κρίση προϋποθέτει την οικοδόμηση μιας οικονομίας η οποία θα στηρίζεται σε υγιέστερες βάσεις, θα είναι πιο παραγωγική και εξωστρεφής.
Οι επιχειρήσεις μπορούν και πρέπει να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την προσπάθεια.
Χρειάζονται όμως να αποκτήσουν ακόμη πιο δυνατή φωνή, ακόμη πιο αποτελεσματική εκπροσώπηση.
Σας ζητώ λοιπόν να στηρίξετε το ρόλο των Επιμελητηρίων. Και να δώσουμε μαζί τη μάχη, ώστε η επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία να είναι πραγματικά καλύτερη, σε σχέση με το παρελθόν».