Η κρίση του Κασμίρ: Ένας φαύλος κύκλος βίας και ανεπίλυτων προκλήσεων

Η διένεξη του Κασμίρ, μια από τις μακροβιότερες και πιο επικίνδυνες εστίες έντασης στον κόσμο, αποτελεί διαρκή πηγή αντιπαράθεσης μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Σε πρόσφατη ανάλυσή του με τίτλο “The Kashmir Crisis”, (samf.substack.com) ο Lawrence Freedman σκιαγραφεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις κρίσεις μεταξύ των δύο πυρηνικών δυνάμεων, υποστηρίζοντας ότι ενώ μια βραχυπρόθεσμη αποκλιμάκωση είναι το πιθανότερο σενάριο και στην τρέχουσα φάση, η υποκείμενη σύγκρουση παραμένει όχι μόνο ανεπίλυτη αλλά και διαρκώς επιδεινούμενη. Το παρόν άρθρο θα αναλύσει τα βασικά σημεία του κειμένου του Freedman, θα συνθέσει μια ευρύτερη εικόνα της κατάστασης και θα παρουσιάσει μια τεκμηριωμένη ανάλυση της κεντρικής του θέσης.

 
Η φύση των επαναλαμβανόμενων κρίσεων και το “παράδοξο σταθερότητας-αστάθειας”

Ο Freedman επισημαίνει ότι από την επιβεβαίωση του πυρηνικού τους καθεστώτος το 1998, οι συγκρούσεις Ινδίας-Πακιστάν ακολουθούν ένα γνώριμο μοτίβο: αρχικές προκλήσεις στην αμφισβητούμενη περιοχή του Κασμίρ, τις οποίες η Ινδία αποδίδει στο Πακιστάν ενώ το τελευταίο αρνείται την ευθύνη, ακολουθούμενες από περιορισμένη στρατιωτική δραστηριότητα που επιτυγχάνει ελάχιστα, και τελικά μια επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση. Η τρέχουσα κρίση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, φαίνεται να ακολουθεί αυτή την πεπατημένη, κυρίως διότι καμία πλευρά δεν δείχνει έτοιμη για μια ευρύτερη σύρραξη, με το Πακιστάν ειδικότερα να αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική πίεση.

Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη δυναμική παίζει το λεγόμενο «παράδοξο σταθερότητας-αστάθειας». Η κατοχή πυρηνικών όπλων, ενώ αποτρέπει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο λόγω της προοπτικής αμοιβαίας καταστροφής (παρέχοντας σταθερότητα στο ανώτατο επίπεδο), ταυτόχρονα ενθαρρύνει την ανάληψη ρίσκων και την εκδήλωση συγκρούσεων χαμηλότερης έντασης. Κάθε πλευρά μπορεί να αισθάνεται ότι μπορεί να δράσει πιο επιθετικά, υποθέτοντας ότι η άλλη δεν θα επιθυμεί την κλιμάκωση μιας διαχειρίσιμης σύγκρουσης σε κάτι ευρύτερο και πιο επικίνδυνο. Η Ινδία και το Πακιστάν, κατά τον Freedman, αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου.

 
Ιστορικό υπόβαθρο: Μια βαθιά ριζωμένη διαμάχη

Οι ρίζες της διένεξης ανάγονται στο 1947, με το τέλος της βρετανικής αποικιοκρατίας και τη διαίρεση της Ινδίας σε μια κοσμική, πολυεθνική Ινδία (με ισχυρή ινδουιστική πλειοψηφία) και το μουσουλμανικό Πακιστάν. Το Τζαμού και Κασμίρ, με πλειοψηφικό μουσουλμανικό πληθυσμό αλλά Ινδουιστή Μαχαραγιά, προσχώρησε στην Ινδία υπό την προϋπόθεση στρατιωτικής υποστήριξης έναντι πακιστανικών πολιτοφυλακών. Αυτό οδήγησε στον πρώτο Ινδο-Πακιστανικό πόλεμο, που έληξε με την Ινδία να ελέγχει τα δύο τρίτα της περιοχής και τη δημιουργία μιας γραμμής κατάπαυσης του πυρός υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε σε Γραμμή Ελέγχου (LoC).

Ακολούθησαν και άλλοι πόλεμοι. Το 1965, μια προσπάθεια του Πακιστάν να υποκινήσει εξέγερση στο ινδικό Κασμίρ οδήγησε σε ευρεία σύγκρουση. Το 1971, ο πόλεμος για την ανεξαρτησία του Ανατολικού Πακιστάν (σημερινού Μπαγκλαντές) κατέληξε σε ήττα του Πακιστάν και ενίσχυση της περιφερειακής ισχύος της Ινδίας, η οποία στη συνέχεια αποφάσισε να αναπτύξει πυρηνικές δυνατότητες, ακολουθούμενη από το Πακιστάν. Παρά τις συμφωνίες, όπως η Συμφωνία της Σίμλα το 1972 που προέβλεπε ειρηνική επίλυση των διαφορών, η κατάσταση παρέμενε τεταμένη.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η φύση της σύγκρουσης άλλαξε με την ανάπτυξη μιας εξέγερσης στο υπό ινδικό έλεγχο Κασμίρ, την οποία το Πακιστάν ενθάρρυνε. Η σύγκρουση του Κάργκιλ το 1999, αμέσως μετά τις πυρηνικές δοκιμές, έφερε τις δύο χώρες κοντά στον πόλεμο, αλλά η διεθνής πίεση οδήγησε σε απόσυρση των πακιστανικών δυνάμεων. Έκτοτε, το Πακιστάν φέρεται να βασίζεται περισσότερο σε ισλαμιστικές ομάδες που δρουν από το έδαφός του, όπως οι Lashkar-e-Taiba (LeT) και Jaish-e-Mohammad (JeM), για τη διεξαγωγή επιθέσεων στην Ινδία, όπως οι επιθέσεις στο κοινοβούλιο του Τζαμού και Κασμίρ (2001), στο ινδικό κοινοβούλιο (2001) και οι πολύνεκρες επιθέσεις στη Μουμπάι (2008).

 
Επιδείνωση και τρέχουσα κρίση: Η κληρονομιά της αδιαλλαξίας

Η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω μετά την απόφαση της κυβέρνησης Μόντι στην Ινδία, το 2019, να ανακαλέσει το ειδικό καθεστώς αυτονομίας του Κασμίρ, θέτοντάς το υπό άμεσο ομοσπονδιακό έλεγχο, και να επιβάλει σκληρά κατασταλτικά μέτρα. Αυτή η κίνηση, σύμφωνα με τον Freedman, ενίσχυσε την τοπική αναταραχή.

Η τρέχουσα κρίση πυροδοτήθηκε από μια επίθεση στις 22 Απριλίου εναντίον Ινδών πολιτών στο Παχαλγκάμ του Κασμίρ, με 26 νεκρούς. Την ευθύνη ανέλαβε η οργάνωση “The Resistance Front” (TRF), παρακλάδι της LeT που φέρεται να δρα από το Πακιστάν. Η Ινδία θεώρησε το Πακιστάν υπεύθυνο, παρά τις διαψεύσεις του τελευταίου. Ακολούθησαν επιχειρήσεις των ινδικών δυνάμεων στο Κασμίρ, αναστολή διμερών σχέσεων (ταξίδια, εμπόριο), κλείσιμο εναέριου χώρου και, κυρίως, η αναστολή από την Ινδία της 65ετούς Συνθήκης Υδάτων του Ινδού, μια κίνηση που το Πακιστάν χαρακτήρισε ως πιθανή “πολεμική ενέργεια”.

Στις 6 Μαΐου, η Ινδία πραγματοποίησε στοχευμένες επιδρομές κατά “τρομοκρατικών υποδομών” βαθιά στην επαρχία Παντζάμπ του Πακιστάν και στο υπό πακιστανικό έλεγχο Κασμίρ, χαρακτηρίζοντάς τες “εστιασμένες, μετρημένες και μη κλιμακούμενες”. Το Πακιστάν επιβεβαίωσε τις επιδρομές, κατήγγειλε παραβίαση της κυριαρχίας του και απώλεια αμάχων, και ισχυρίστηκε την κατάρριψη ινδικών αεροσκαφών, με την Ινδία να επιβεβαιώνει την απώλεια τουλάχιστον δύο. Ο Freedman σημειώνει ότι μια δόση υπερβολής στις στρατιωτικές επιτυχίες έχει στο παρελθόν βοηθήσει στην αποκλιμάκωση.

 

Παράγοντες που διαμορφώνουν την εξέλιξη

Ο Freedman αναδεικνύει κρίσιμους παράγοντες για την κατανόηση της τρέχουσας δυναμικής:

Η συμπάθεια του Πακιστάν προς τους εξεγερμένους: Ανεξάρτητα από τις αποδείξεις για την επίθεση της 22ας Απριλίου, η υποστήριξη του Πακιστάν στον αγώνα στο ινδικό Κασμίρ είναι δεδομένη, με τον αρχηγό του πακιστανικού στρατού, Στρατηγό Μουνίρ, να τηρεί σκληρή γραμμή.

Στρατιωτική ανισορροπία: Η Ινδία διαθέτει σημαντικά μεγαλύτερες και καλύτερα εξοπλισμένες ένοπλες δυνάμεις.

Πυρηνική εξάρτηση του Πακιστάν: Λόγω της συμβατικής του αδυναμίας, το Πακιστάν θεωρείται πιο εξαρτημένο από τα πυρηνικά του όπλα, αν και η τρέχουσα κατάσταση απέχει πολύ από ένα πυρηνικό κατώφλι.

Οικονομικές πιέσεις: Η επισφαλής οικονομική κατάσταση του Πακιστάν το ωθεί προς γρήγορη αποκλιμάκωση, ενώ η ισχυρότερη οικονομία της Ινδίας αντέχει περισσότερο. Η αναστολή της Συνθήκης των Υδάτων του Ινδού αποτελεί σοβαρό επιβαρυντικό παράγοντα για το Πακιστάν.

Το άλυτο πρόβλημα της Ινδίας στο Κασμίρ: Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι απίθανο να επιλύσουν τα πολιτικά προβλήματα στο Κασμίρ, τα οποία έχουν επιδεινωθεί από την άμεση διακυβέρνηση του Νέου Δελχί και την καταστολή.

Απουσία διεθνούς μεσολάβησης: Δεν υπάρχει συντονισμένη διεθνής προσπάθεια για την αντιμετώπιση της σύγκρουσης, με τις ΗΠΑ να διαδραματίζουν μικρότερο ρόλο από ό,τι στο παρελθόν.

 

Η  κεντρική θέση του Freedman: Επιφανειακή αποκλιμάκωση, βαθύτερη κρίση

Η κεντρική θέση του Lawrence Freedman είναι ότι, παρόλο που η τρέχουσα κρίση πιθανότατα θα ακολουθήσει το γνωστό μοτίβο της αποκλιμάκωσης, αυτό δεν πρέπει να εκληφθεί ως επίλυση. Οι περιορισμένες στρατιωτικές ανταλλαγές, όπως οι πρόσφατες αεροπορικές επιδρομές, μπορεί να ικανοποιούν εγχώρια ακροατήρια και να επιτρέπουν στις κυβερνήσεις να ισχυριστούν ότι έδρασαν αποφασιστικά, αλλά στην ουσία επιτυγχάνουν ελάχιστα. Δεν αλλάζουν σημαντικά την κατάσταση ασφαλείας ούτε αντιμετωπίζουν τις ρίζες της σύγκρουσης.

Αντιθέτως, κάθε τέτοιο επεισόδιο αφήνει πίσω του μια «απογοητευτική κληρονομιά» (“frustrating legacy”), καθώς οι σχέσεις Ινδίας-Πακιστάν φθάνουν σε οριακό σημείο και το ζήτημα του Κασμίρ γίνεται όλο και πιο δυσεπίλυτο. Η έμφαση στην στρατιωτική απάντηση, η οποία ιστορικά έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική στην εξάλειψη των εξεγέρσεων, απλώς διαιωνίζει τον κύκλο της βίας. Ο Freedman τονίζει ότι το πρόβλημα με αυτές τις στρατιωτικές ανταλλαγές δεν είναι τόσο ότι απειλούν έναν ευρύτερο και πιο επικίνδυνο πόλεμο (καθώς το πυρηνικό κατώφλι παραμένει υψηλό εφόσον οι στόχοι είναι περιορισμένοι), αλλά ότι είναι εν πολλοίς ατελέσφορες.

Η πραγματική πρόκληση, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δεν είναι απλώς η επίτευξη μιας ακόμη κατάπαυσης του πυρός, αλλά η αναζωογόνηση των διμερών σχέσεων από την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει και η έναρξη ενός λογικού και παραγωγικού διαλόγου για την ουσιαστική αντιμετώπιση της διαμάχης.

Η ανάλυση του Lawrence Freedman για την κρίση του Κασμίρ προσφέρει μια διεισδυτική ματιά στη σύνθετη και επικίνδυνη δυναμική μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν. Υπογραμμίζει ότι οι επαναλαμβανόμενοι κύκλοι έντασης και περιορισμένων στρατιωτικών συγκρούσεων, αν και ενδέχεται να μην οδηγούν σε ολοκληρωτικό πόλεμο χάρη στην πυρηνική αποτροπή, αποτυγχάνουν παταγωδώς να επιλύσουν τη θεμελιώδη διαφορά για το Κασμίρ. Αντιθέτως, η έλλειψη ουσιαστικής προόδου, οι μονομερείς ενέργειες και η επιδείνωση του πολιτικού κλίματος καθιστούν την προοπτική μιας βιώσιμης ειρήνης όλο και πιο μακρινή. Η ανάγκη για μια βαθιά πολιτική και διπλωματική προσέγγιση, αντί της διαρκούς καταφυγής σε ατελέσφορες στρατιωτικές επιδείξεις, παραμένει επιτακτική για την αποφυγή μιας μελλοντικής, δυνητικά καταστροφικότερης, κλιμάκωσης.

 

mywaypress.gr

Σχετικά Άρθρα