Ελλάδα εκτός SAFE, Τουρκία εντός: Αμυντικοί ελιγμοί ή Στρατηγικό ολίσθημα;

Η περαιτέρω στρατηγική σύνδεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως σε θέματα αμυντικής συνεργασίας και βιομηχανικής σύμπραξης, όφειλε να αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα

 
Η πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Άμυνας, Νίκου Δένδια, ότι η Ελλάδα δεν προτίθεται να συμμετάσχει στο πρόγραμμα SAFE (Security and Defence for Europe) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά θα επιδιώξει την ένταξή της στο πρόγραμμα ReArm, εγείρει μείζονα ερωτήματα και πυροδοτεί έντονο προβληματισμό για τη στρατηγική κατεύθυνση της χώρας στον κρίσιμο τομέα της άμυνας και των εξοπλισμών. Το γεγονός ότι η Τουρκία, μια χώρα που επισήμως διατηρεί casus belli κατά της Ελλάδας και καθημερινά προβαίνει σε εμπρηστικές δηλώσεις, όπως οι πρόσφατες του Υπουργού Άμυνας της, Γιασάρ Γκιουλέρ, περί “λανθασμένης απαίτησης” για άρση του casus belli, θα έχει πρόσβαση στα χαμηλότοκα δάνεια ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ του SAFE, καθιστά την ελληνική απόφαση ακόμη πιο αινιγματική και δυνητικά επικίνδυνη.

 
Τα ακάλυπτα ερωτήματα μιας αμφιλεγόμενης απόφασης

Ποια είναι τα οικονομικά, εθνικά και αμυντικά κριτήρια που οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση σε αυτή την επιλογή; Ο ισχυρισμός ότι “δεν υπάρχει πρόθεση για την άντληση δανείων” από το SAFE, αλλά προτίμηση για τις επιδοτήσεις του ReArm, φαντάζει τουλάχιστον παράδοξος. Πώς είναι δυνατόν ο δημοσιονομικός χώρος να επιτρέπει την απορρόφηση επιδοτήσεων – οι οποίες συνήθως καλύπτουν μέρος μόνο μιας επένδυσης και απαιτούν εθνική συμμετοχή – αλλά να αποκλείει την αξιοποίηση ευνοϊκών, χαμηλότοκων δανείων που θα μπορούσαν να πολλαπλασιάσουν την επενδυτική δύναμη της χώρας σε κρίσιμους αμυντικούς εξοπλισμούς;

Μήπως η απόφαση αυτή υποκρύπτει μια βαθύτερη απροθυμία ή αδυναμία για την ανάληψη ενός συνεκτικού, μακρόπνοου εξοπλιστικού προγράμματος που θα απαιτούσε τέτοια χρηματοδότηση; Ή μήπως πρόκειται για μια προσπάθεια αποφυγής των δεσμεύσεων και της εποπτείας που ενδεχομένως συνοδεύουν τα κοινοτικά δάνεια; Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα φαίνεται να παραιτείται οικειοθελώς από ένα σημαντικό χρηματοδοτικό εργαλείο, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στην Τουρκία να ενισχύσει την αμυντική της βιομηχανία με ευρωπαϊκούς πόρους – μια βιομηχανία που, ας μην ξεχνάμε, τροφοδοτεί την επεκτατική της πολιτική.

 
Η εθνική προτεραιότητα της στρατηγικής σύμπλευσης και το αγνοημένο παράδειγμα

Σε παλαιότερη αρθρογραφία μας, είχαμε όντως επισημάνει με έμφαση ότι η περαιτέρω στρατηγική σύνδεση με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδίως σε θέματα αμυντικής συνεργασίας και βιομηχανικής σύμπραξης, όφειλε να αποτελεί ύψιστη εθνική προτεραιότητα. Μια τέτοια σύμπλευση, βασισμένη σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα περιλαμβάνει κοινοπραξίες και συμπαραγωγές με το αμερικανικό αμυντικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, θα μπορούσε να προσφέρει στην Ελλάδα όχι μόνο τεχνολογική αναβάθμιση και ενίσχυση της αποτρεπτικής της ικανότητας, αλλά και σημαντικά οικονομικά και γεωπολιτικά οφέλη.

Οι μέχρι τώρα αναζητήσεις του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, και της κυβέρνησής του για αμυντικούς εξοπλισμούς από διάφορες χώρες, χωρίς έναν κεντρικό στρατηγικό άξονα που να εστιάζει σε βαθιές βιομηχανικές συνεργασίες, έχουν αποδειχθεί πολλαπλώς αντιπαραγωγικές. Αποσπασματικές αγορές, συχνά με αμφίβολο βιομηχανικό και τεχνολογικό αντίκρισμα για την εγχώρια αμυντική βιομηχανία, δεν συνιστούν ολοκληρωμένη πολιτική.

Το επιτυχημένο παράδειγμα του ευφυούς Ισραήλ, μιας χώρας που κατάφερε να αναπτύξει μια παγκοσμίου κλάσης αμυντική βιομηχανία μέσω στρατηγικών συνεργασιών, εγχώριας καινοτομίας και εξαγωγικού προσανατολισμού, παραμένει χαρακτηριστικό. Φαίνεται, ωστόσο, ότι το πολιτικό προσωπικό της χώρας μας είτε αδυνατεί να αντιληφθεί την αξία τέτοιων μοντέλων είτε επιλέγει συνειδητά διαφορετικές, λιγότερο απαιτητικές αλλά και λιγότερο παραγωγικές, οδούς. Η υποτίμηση των επιτευγμάτων φιλικών χωρών που έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες υπαρξιακές απειλές είναι, στην καλύτερη περίπτωση, κοντόφθαλμη.

 
Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως εθνική συνεννόηση

Η απόφαση για το SAFE, σε συνδυασμό με την απουσία μιας ορατής, συνεκτικής στρατηγικής για την αναβάθμιση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας μέσω διεθνών συμπράξεων, όπως αυτές που θα μπορούσαν να προκύψουν από μια βαθύτερη σχέση με τις ΗΠΑ, δημιουργεί ένα ανησυχητικό κενό. Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως εθνική συνεννόηση και ένα ξεκάθαρο, μακρόπνοο σχέδιο που θα την καταστήσει όχι απλό πελάτη, αλλά ενεργό συμμέτοχο και συμπαραγωγό στην αμυντική τεχνολογία και βιομηχανία του μέλλοντος. Οι καιροί ου μενετοί, και οι αποφάσεις – ή οι παραλείψεις – του σήμερα θα καθορίσουν την ασφάλεια και την ευημερία των αυριανών γενεών.

mywaypress.gr – Για προσεκτικούς αναγνώστες

Σχετικά Άρθρα