
Οι αδύναμα οικονομικά χώρες, υφίστανται βαθύτερες και συχνότερες περιόδους ύφεσης και κρίσης
Οι οικονομικές υφέσεις χαρακτηρίζονται ως βραχυχρόνιες περίοδοι αρνητικού ρυθμού οικονομικής δραστηριότητας. Σύμφωνα με την κλασσική ερμηνεία σε έναν επιχειρηματικό κύκλο, η παραγωγή κινείται περί τη μακροπρόθεσμη ανοδική της τάση και μετά από μια οικονομική ύφεση, ανακάμπτει επιστρέφοντας στα προς ύφεσης επίπεδα. Συγκεκριμένα, η ύφεση συνίσταται σε μια προσωρινή μείωση της παραγωγής κάτω από τη γραμμή της μεσοπρόθεσμης τάσης της, η οποία στη συνέχεια μέσω μιας ταχείας ανάκαμψης, επιστρέφει στην αρχική της τάση.
Ωστόσο, μια νέα μελέτη του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) θέτει υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή προσέγγιση και αποδεικνύει ότι όλες οι μορφές οικονομικής ύφεσης- συμπεριλαμβανομένων εκείνων που προκύπτουν από εξωτερικούς παράγοντες και από λάθη της επιλεγείσας μακροοικονομικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο – οδηγούν σε μόνιμες απώλειες παραγωγής και κατά συνέπεια ευημερίας. Τα στοιχεία της έρευνας του ΔΝΤ επιβεβαιώνουν ότι η ανάκαμψη συνίσταται μόνο στην επιστροφή της ανάπτυξης στο μακροπρόθεσμο ρυθμό επέκτασης – χωρίς η ανάκαμψη να πραγματοποιείται στα υψηλά επίπεδα της αρχικής τάσεως. Με άλλα λόγια, η ύφεση μπορεί να προκαλέσει μόνιμες οικονομικές ζημίες.
Οι προβλέψεις για ισχυρή οικονομική ανάκαμψη από τους υποστηρικτές της κλασσικής ερμηνείας του επιχειρηματικού κύκλου δεν επαληθεύτηκαν, καθώς έχοντας συμπληρώσει μια δεκαετία από την εμφάνιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η παγκόσμια οικονομία μεγεθύνεται με ρυθμό χαμηλότερο του προσδοκώμενου.
Ορισμένοι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την υποτονική ανάπτυξη μετά την κρίση, ως αποτέλεσμα των δημογραφικών τάσεων ή κάποιων άλλων παραγόντων. Μελέτη της Ένωσης Οικονομολόγων των ΗΠΑ (American Economic Association) που πραγματοποιήθηκε το 2008, απέδειξε ότι σε ένα δείγμα 190 χωρών οι χρηματοπιστωτικές και πολιτικές κρίσεις έχουν μόνιμο μακροπρόθεσμο οικονομικό κόστος, ιδίως στο τμήμα της παραγωγής. Κατά μέσο όρο, το μέγεθος της απώλειας στο παραγόμενο προϊόν είναι περίπου 5% για τις κρίσεις που σχετίζονται με το ισοζύγιο πληρωμών, 10% για τις κρίσεις που σχετίζονται με τον τραπεζικό κλάδο και 15% για κρίσεις που αφορούν το ισοζύγιο πληρωμών και το δημοσιονομικό ισοζύγιο. Σύμφωνα με τη μελέτη του ΔΝΤ οι ερευνητές, χρησιμοποιώντας στοιχεία από το 1974 έως το 2012, επιβεβαίωσαν την άποψη, ότι η ζημία στην παραγωγή δεν περιορίζεται μόνο σε χρηματοπιστωτικές και πολιτικές κρίσεις αλλά γενικά όλοι οι τύποι ύφεσης οδηγούν σε μόνιμες απώλειες παραγωγής.
Οι εν λόγω οικονομικές ζημίες που προκαλούνται από τις υφέσεις και τις κρίσεις έχουν σημαντικές μακροπρόθεσμες συνέπειες. Σύμφωνα με την κλασσική προσέγγιση, οι χώρες χαμηλού εισοδήματος πρέπει να καλύψουν τη διαφορά εισοδήματος έναντι των πλουσίων χωρών. Παρά ταύτα, τα ιστορικά στοιχεία έρχονται σε αντίθεση με αυτή την προσέγγιση. Τα εισοδήματα των οικονομικά ασθενών χωρών έχουν μειωθεί περαιτέρω. Οι αδύναμα οικονομικά χώρες, υφίστανται βαθύτερες και συχνότερες περιόδους ύφεσης και κρίσης, με αποτέλεσμα κάθε φορά να υπάρχουν μόνιμες απώλειες παραγωγής.
Το νέο μοντέλο επιχειρηματικού κύκλου που σκιαγραφείται μέσα από την μελέτη του ΔΝΤ, μας υπαγορεύει να είμαστε αρκετά συντηρητικοί όσον αφορά τις προβλέψεις για την οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μετά τις πρόσφατες οικονομικές κρίσεις. Οι οικονομικές πολιτικές των εθνικών κυβερνήσεων, πρέπει να προσανατολίζονται στην κατεύθυνση αποφυγής των κρίσεων και να ανταποκρίνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των οικονομιών, έναντι ενδεχόμενων κινδύνων.
Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank