ΣΕΒ: Αποταμίευση ώρα μηδέν!

Με την τρέχουσα αποταμίευση αρνητική, και χωρίς αποθεματικά στο συνταξιοδοτικό σύστημα, τυχόν περαιτέρω φορολόγηση της περιουσίας των Ελλήνων, που παραμένει η μόνη ασπίδα προστασίας για το μέλλον, θα είναι καταστροφική, επισημαίνει ανάλυση του ΣΕΒ στο Εβδομαδιαίο δελτίο για την Ελληνική οικονομία, σημειώνοντας ότι στο μέλλον, η αύξηση της περιουσίας θα είναι αποτέλεσμα αύξησης των εισοδημάτων, και της αποταμίευσης που θα προκύπτει, σε μία οικονομία που θα βασίζεται μόνο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, και όχι στα δανεικά, τα ελλείμματα, την προσοδοθηρία, τη διαφθορά και την φοροδιαφυγή. Σήμερα, τίθενται οι βάσεις για μία παραγωγικότερη ελληνική οικονομία. Εναλλακτικές βιώσιμες λύσεις ουδέποτε υπήρξαν, ούτε πρόκειται να υπάρξουν.

 
Συνοπτικά η ανάλυση:

-Σύμφωνα με την Credit Suisse, Global Wealth Databook 2016, Νοεμ. 2016, η καθαρή -μετά την αφαίρεση των δανείων- περιουσία των Ελλήνων αποτιμάται σε €856 δισ., έναντι €1023 δισ. λίγο πριν το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους το 2009, και €683 δισ. λίγο πριν η χώρα γίνει μέλος της Ευρωζώνης στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Σε οικονομικούς όρους, οι Έλληνες έχασαν σχεδόν ένα ΑΕΠ από την αξία των ιδιωτικών τους περιουσιών. Ο Αρμαγεδώνας της μακροχρόνιας ύφεσης έφερε την περιουσιακή κατάσταση των νοικοκυριών, σύμφωνα με τα στοιχεία της Credit Suisse, σε ένα σημείο ισορροπίας με την Ευρώπη. Παράλληλα, τα περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα είναι πιο ισοκατανεμημένα, τηρουμένων των αναλογιών, από πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και παγκοσμίως. Το είδος του αναπτυξιακού προτύπου που ακολούθησε η χώρα μας στην περίοδο πριν από την κρίση, διευκόλυνε τη συσσώρευση περιουσίας μέσω του υπερδανεισμού του Δημοσίου και της μεγάλης παραοικονομίας και φοροδιαφυγής. Δηλαδή, η παραγωγή εισοδήματος στηρίχθηκε εν πολλοίς σε μεγάλα δημοσιονομικά (καταναλωτικά) ελλείμματα που χρηματοδοτήθηκαν από το εξωτερικό (από ξένες αποταμιεύσεις, δηλαδή), και έφτασε η στιγμή που το εξωτερικό χρέος έπρεπε να εξυπηρετηθεί. Τα χρήματα όμως πήγαιναν με πελατειακή λογική στην κατανάλωση και την αναίτια μεγέθυνση του κράτους και όχι στις επενδύσεις και δεν υπήρχαν πλεονάσματα για να εξυπηρετηθούν τα χρέη. Ήταν, λοιπόν, απαραίτητο να μειωθούν οι ανισορροπίες και η αύξηση των εισοδημάτων να στηρίζεται σε δικές μας αποταμιεύσεις. Έτσι σήμερα πληρώνουμε το στρεβλό αναπτυξιακό πρότυπο του παρελθόντος. Αυτό που δεν φαίνεται στα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης των Ελλήνων και δεν προβάλλεται επαρκώς, είναι τα τεράστια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος που θα συνεχίσουν να απορροφούν σημαντικούς πόρους και στο μέλλον, θέτοντας περιορισμούς στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εάν δεν αντιμετωπισθούν. Οι παλαιότερες γενιές στην ουσία δανείσθηκαν όχι μόνο τις αποταμιεύσεις των ξένων, αλλά και τις μελλοντικές αποταμιεύσεις των παιδιών τους. Μπορεί, λοιπόν, στην περίοδο της επίπλαστης ευημερίας να αυξήθηκε σημαντικά η περιουσία των νοικοκυριών, αλλά ο τρόπος με τον οποίο έγινε αυτό θέτει σήμερα σε δοκιμασία την ικανότητα των νεότερων γενεών να εργάζονται, να αποταμιεύουν και να δημιουργούν οικογένειες στη χώρα μας.

 
-Η διαμόρφωση του προσαρμοσμένου πρωτογενούς πλεονάσματος του κρατικού προϋπολογισμού σε €4,3 δισ. ή 2,5% του ΑΕΠ, έναντι στόχου πλεονάσματος 1,1% του ΑΕΠ, παρά το έκτακτο βοήθημα στους συνταξιούχους αλλά και την ταχύτερη αποπληρωμή οφειλών του κράτους, είναι ένα σημαντικό επίτευγμα . Αποτυπώνει την αυξημένη αποτελεσματικότητα του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και τα οφέλη από τη χρήση ηλεκτρονικών συναλλαγών. Μετά από χρόνια προσπαθειών και τεχνικής βοήθειας φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, καθ’ υπέρβαση των σχετικά συντηρητικών εκτιμήσεων για την απόδοση των μέτρων που νομοθετήθηκαν το 2016. Η ανεργία εξακολουθεί να μειώνεται, με αργό ωστόσο ρυθμό, ενώ εκτιμάται ότι ένα μέρος της υποχώρησης οφείλεται σε προσλήψεις εποχικού προσωπικού στο δημόσιο, μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ. Πάντως, για το σύνολο του 2016 καταγράφεται θετικό ισοζύγιο προσλήψεων – αποχωρήσεων στον ιδιωτικό τομέα κατά +136,3 χιλ. θέσεις εργασίας. Στη διαμόρφωση αυτού του ισοζυγίου, το οποίο αποτελεί την καλύτερη επίδοση από το 2001, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η άνοδος του τουρισμού τα τελευταία χρόνια.

 
Αναλυτικά:

Η περιουσία των νοικοκυριών στην περίοδο της κρίσης

Εφέτος κλείνουμε μία δεκαετία από το 2007 όταν η χώρα βρισκόταν στο απόγειο της επίπλαστης ευημερίας (με δανεικά βεβαίως), λίγο πριν ξεσπάσει η παγκόσμια χρηματοοικονομική θύελλα και η μεγάλη ύφεση που επακολούθησε. Η Ελλάδα, βιώνει την μεγαλύτερη κρίση της νεότερης ιστορίας της και τη μεγαλύτερη ύφεση σε καιρό ειρήνης, προς επίρρωση των λεγομένων του Warren Buffet, ότι «μόνο στην άμπωτη ανακαλύπτεις ποιος κολυμπά γυμνός». Παρόλα αυτά, η χώρα άντεξε, αν και με σημαντικό κοινωνικό κόστος, την τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρήθηκε, για να επανέλθει η οικονομία σε αυτοδύναμη πορεία, με τη χρηματοδοτική βοήθεια των εταίρων μας, οι οποίοι ανέλαβαν, σε προσωρινή βάση, την εξυπηρέτηση του τεράστιου χρέους που είχε συσσωρευθεί.

sev1-19.1.2017

Όλες αυτές τις ανισορροπίες που έπρεπε να διορθωθούν, προσπάθησε να επιβάλει η εφαρμογή των Μνημονίων. Οι δυσμενείς επιπτώσεις της προσαρμογής στην περιουσία των Ελλήνων ήταν εν πολλοίς αναμενόμενες. Η τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρήθηκε, μέσω της υπερφορολόγησης και των περικοπών των συντάξεων, και της συνακόλουθης ανεργίας που έφερε η προσαρμογή, μείωσε δραστικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, και, συνεπώς, την ικανότητα τους να αποταμιεύουν. Όχι μόνον η αποταμίευση των νοικοκυριών είναι πλέον αρνητική και, συνεπώς, δεν παράγεται νέος πλούτος, αλλά η επιβάρυνση της ακίνητης, ειδικότερα, περιουσίας με φόρο διακράτησης (ΕΝΦΙΑ) από τους υψηλότερους στον κόσμο, έχει εγκλωβίσει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε αδυναμία οικονομικής αξιοποίησης της περιουσίας του σε παραγωγική κατεύθυνση. Η περιουσία, ακίνητη και κινητή, είναι σήμερα η μόνη ασπίδα των νοικοκυριών για τα χρόνια των ισχνών αγελάδων που φέρνουν οι περαιτέρω περικοπές των συντάξεων που απαιτούνται, για να ορθοποδήσει η χώρα δημοσιονομικά, και να μπορεί να εξυπηρετεί κανονικά το δημόσιο χρέος. Επίσης, η κοινωνία μας δε διαθέτει σήμερα ούτε ίχνος συνταξιοδοτικής αποταμίευσης από τις εισφορές που κατεβλήθησαν, και που, δυστυχώς, αναλώθηκαν σε πληρωμές παχυλών παροχών στους σημερινούς συνταξιούχους, αναντίστοιχων με τις δυνατότητες του συστήματος. Συνεπώς, η περιουσία που έχει συσσωρευθεί δεν επιδέχεται καμίας περαιτέρω φορολόγησης καθώς, κάθε τέτοια παρέμβαση, θα τείνει να μειώνει το απόθεμα περιουσίας, και να κάνει ακόμη δυσκολότερη την επιβίωση των μελλοντικών γενιών. Αντίθετα, η πολιτεία επιβάλλεται να στηρίξει την αποταμίευση των νοικοκυριών παρέχοντας κίνητρα, ώστε να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις και να έλθει η ανάπτυξη. Η διαχρονική εξέλιξη των περιουσιακών (Δ01) μεγεθών παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεδομένης της χρηματοοικονομικής κρίσης, που ενέσκηψε το 2008-2009 και της μεγάλης απαξίωσης των περιουσιακών στοιχείων, πέραν της αδυναμίας κεφαλαιακής συσσώρευσης, λόγω κατακρημνισμού των εισοδημάτων στην περίοδο των Μνημονίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Credit Suisse, όταν η χώρα εισήλθε στην Ευρωζώνη στην αρχή της δεκαετίας του 2000, η καθαρή περιουσία των Ελλήνων ήταν € 683 δισ. ή € 80 χιλ. ανά ενήλικα, όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσό ήταν € 66 χιλ. ανά ενήλικα, ενώ το ιδιωτικό χρέος ανά ενήλικα διαμορφωνόταν σε € 3,2 χιλ. όταν στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσό ήταν €10,5 χιλ.

do1-sev-19.1.2017

Το 2009, λίγο πριν την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας, η καθαρή περιουσία των Ελλήνων είχε εκτοξευθεί σε € 1023 δισ., δηλαδή η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα είχε αυξηθεί σε € 114 χιλ.. Το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρώπη όπου όμως, η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα διαμορφωνόταν, σε € 93 χιλ., δηλαδή κάτω από τον μέσο όρο στην Ελλάδα! Ταυτόχρονα, ενώ στην αρχή της περιόδου, η περιουσία ήταν 1/3 χρηματοοικονομικά μέσα και 2/3 ακίνητη περιουσία, το 2009 η σχέση αυτή είχε γίνει ¼ προς ¾, λόγω της υπερδιπλάσιας αύξησης της αξίας της ακίνητης περιουσίας σε σχέση με τα χρηματοοικονομικά μέσα, ενώ παρόμοια ήταν η εξέλιξη, αν και λιγότερο έντονη, σε όλη την Ευρώπη. Αυτό που κατατάσσει την Ελλάδα σε διαφορετική κατηγορία από την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ο υπερδανεισμός. Από € 3207 ανά ενήλικα ιδιωτικού χρέους το 2000, το μέγεθος αυτό υπερπενταπλασιάσθηκε (!) το 2009 σε € 16793 ανά ενήλικα, προσεγγίζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των € 17657 ανά ενήλικα, που είχε με τη σειρά του αυξηθεί κατά 50% περίπου σε σχέση με το 2000. Η σύγκλιση στο ιδιωτικό χρέος ήταν αναμενόμενη καθώς η χώρα έγινε μέλος της Ευρωζώνης (χαμηλά και σταθερά επιτόκια) και οι Έλληνες «γεύθηκαν» επιτέλους ό,τι είχαν στερηθεί στο παρελθόν, λόγω υψηλών πραγματικών επιτοκίων, αστάθειας, πληθωρισμού, υποτιμήσεων, μεγάλων ελλειμμάτων, κ.ο.κ. Απλώς, η κοινωνία μας φαίνεται ότι μάλλον «βαρυστομάχιασε», καθώς με το εύκολο και φθηνό χρήμα «χτίσθηκαν» περιουσίες που η αποτίμηση τους απαιτούσε τη διαρκή εισροή δανειακών κεφαλαίων για να χρηματοδοτείται το δημόσιο και κατ’ επέκταση η οικονομία. Η διαδικασία αυτή συσσώρευσης περιουσίας, όπως ήταν φυσιολογικό, διακόπηκε απότομα με την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας το 2009 -2010. Σημειώνεται ότι το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα το 2009 ανερχόταν σε € 33122 ανά ενήλικα, από € 16309 ανά ενήλικα το 2000, ήτοι διπλασιάσθηκε μέσα σε μια δεκαετία. Στον πίνακα Δ01, καταγράφεται η κατανομή των περιουσιακών στοιχείων διαχρονικά και κατά κατηγορία στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Σήμερα, στα μέσα του 2016, η συνολική ακαθάριστη περιουσία των Ελλήνων ιδιωτών ανέρχεται κοντά σε € 1 τρις (€ 989 δισ.) με την καθαρή ιδιωτική περιουσία (αφαιρούμενου του ιδιωτικού χρέους των € 133 δισ.) να είναι € 856 δισ. Έτσι, η ακαθάριστη περιουσία ανά ενήλικα διαμορφώνεται σε € 108 χιλ. περίπου, εκ των οποίων το 78% είναι σε μη χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως ακίνητα) και το υπόλοιπο 22% σε χρηματοοικονομικά μέσα (κυρίως καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία, κ.λπ.) Σημειώνεται, ότι το μέσο αυτό επίπεδο περιουσίας ανά ενήλικα στην Ελλάδα είναι χαμηλότερο πλέον σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, που διαμορφώνεται σε € 133 χιλ., με το 55% να είναι σε μη χρηματοοικονομικά μέσα. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η μεγάλη σημασία της ακίνητης περιουσίας στην ελληνική περίπτωση.

Στο διάγραμμα Δ02, παρουσιάζεται η εξέλιξη της περιουσίας ανά ενήλικα στην Ελλάδα από το 2000 μέχρι το 2016. Εντυπωσιάζει η τεράστια συμβολή της πραγματικής –μη χρηματοοικονομικής– περιουσίας στην άνοδο και πτώση της συνολικής περιουσίας, κυρίως ακίνητα, αλλά και αυτοκίνητα. Επίσης, στον πίνακα Δ03, απεικονίζεται, και η διάρθρωση της χρηματοοικονομικής περιουσίας από το 2000 και, ειδικότερα, στην περίοδο της κρίσης. Μέχρι το 2008 (η αρχή της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης), τα ρευστά διαθέσιμα αντιπροσωπεύουν σταθερά το ήμισυ του χρηματοοικονομικού χαρτοφυλακίου, κατάσταση που αλλάζει άρδην από το 2009 και μετά, όταν η διακράτηση των ρευστών διαθεσίμων ανέρχεται μέχρι και τα ¾ του συνόλου, με τη συμμετοχή των τίτλων μετοχών, ομολόγων, κλπ. να καταρρέει στο 1/10 του συνόλου περίπου, λόγω της κατάρρευσης των αγορών κεφαλαίου διεθνώς το 2008-2009. Η έξοδος των καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα μετά το 2009, που είτε κατευθύνθηκαν στο εξωτερικό είτε διακρατήθηκαν ως μετρητά στο εσωτερικό, δεν επηρέασε τη συμμετοχή των ρευστών διαθεσίμων στη συνολική χρηματοοικονομική περιουσία. Η αύξηση της συμμετοχής των τίτλων κεφαλαιαγορών μετά το 2012, και η αντίστοιχη πτώση των ρευστών διαθεσίμων, ίσως, σχετίζεται και με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών μετά το PSI, αν και κυρίως αντανακλά την ανάκαμψη των παγκόσμιων κεφαλαιαγορών σε επίπεδα υψηλότερα εκείνων πριν από την έναρξη της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης.

do2-sev-19.1.2017

Στοιχεία για την διάρθρωση της χρηματοοικονομικής περιουσίας μετά το 2014 δεν είναι διαθέσιμα και, έτσι, δεν υπάρχει πληροφόρηση τι έγινε με την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων από τον Ιούνιο του 2016. Τα στοιχεία, πάντως, για το 2015 και 2016 του διαγράμματος Δ02 δείχνουν μία διόγκωση των ακινήτων στο σύνολο της περιουσίας των Ελλήνων που, ενδεχομένως, σχετίζεται με τοποθετήσεις που έγιναν σε, ακίνητα στο εξωτερικό με τη μαζική έξοδο των καταθέσεων από τον Νοέμβριο του 2014 και μέχρι τον Ιούνιο του 2015, όταν επιβλήθηκαν οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε και την περίοδο 2012-2013, όταν και πάλι είχε σημειωθεί τεράστια έξοδος καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα λόγω της έντονης αβεβαιότητας, γύρω από την αναδιάρθρωση του χρέους (PSI), από τα μέσα του 2011 μέχρι τα μέσα του 2012.

do3-sev-19.1.2017

Ενδιαφέρον, τέλος, παρουσιάζει η κίνηση των λοιπών χρηματοοικονομικών στοιχείων, που στην πλειονότητα τους είναι ρευστά διαθέσιμα και τίτλοι κεφαλαιαγορών που διακρατούνται από ασφαλιστικές εταιρείες και συνταξιοδοτικά ταμεία στο όνομα νοικοκυριών. Τα στοιχεία αυτά έχουν επηρεασθεί από τις αποτιμήσεις των αγορών περιλαμβανομένης και της πλήρους απαξίωσης των κρατικών ομολόγων μετά το PSI το 2012.

Ένα άλλο σημαντικό και αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό αφορά στην κατανομή της περιουσίας. Στοιχεία για την διάμεσο της κατανομής της περιουσίας (50% των παρατηρήσεων κείνται εκατέρωθεν της διαμέσου) δείχνουν ότι ενώ στην Ελλάδα, η μέση (ανά ενήλικα) καθαρή περιουσία ανέρχεται σε € 94 χιλ. (€ 113 χιλ. στην Ευρώπη), η διάμεση καθαρή περιουσία στην Ελλάδα ανέρχεται σε € 48 χιλ. ενώ στην Ευρώπη μόλις σε € 10 χιλ. Αυτό αποδεικνύει ότι η κατανομή της περιουσίας στον πληθυσμό είναι πολύ περισσότερο άνιση στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην Ελλάδα (Δ04).

do4-sev-19.1.2017

Με άλλα λόγια, το 50% των φτωχότερων (πλουσιότερων) Ελλήνων έχει περιουσία μέχρι και (άνω των) € 48 χιλ., όταν το αντίστοιχο ποσό στην Ευρώπη είναι € 10 χιλ.! Αυτό, μάλλον, αντανακλά και το γεγονός ότι εκατομμύρια Ευρωπαίοι προέρχονται από τις πρώην σοσιαλιστικές δημοκρατίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, στερούμενοι για δεκαετίες της δυνατότητας απόκτησης και μεγέθυνσης περιουσίας. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, ενσωματώνει και το όνειρο του Έλληνα για την ιδιοκτησία ακινήτου, που επί δεκαετίες, πριν την είσοδο της χώρας στην Ευρωζώνη, ήταν το μόνο περιουσιακό στοιχείο στο οποίο επενδύονταν οι αποταμιεύσεις λόγω περιορισμών στη κίνηση κεφαλαίων, υψηλού πληθωρισμού, υποτιμήσεων, κτλ. Στην περίοδο των Μνημονίων και μέχρι σήμερα, οι Έλληνες έχουμε χάσει σχεδόν ένα ΑΕΠ στην προσωπική μας καθαρή περιουσία ή € 185 δισ. σε ακαθάριστη βάση, εκ των οποίων € 74 δισ., από χρηματοοικονομικά μέσα και € 111 δισ. από την πραγματική –μη χρηματοοικονομική– περιουσία, που είχε αυξηθεί κατά € 403 δισ., ή 85%, μεταξύ 2000 και 2009! Σημειώνεται ότι οι τιμές των ακινήτων είχαν αυξηθεί την περίοδο εκείνη κατά 82%, ενώ από το 2009 και μέχρι σήμερα έχουν μειωθεί κατά 40% περίπου, γεγονός που δεν αντικατοπτρίζεται στα στοιχεία, προφανώς λόγω τοποθετήσεων σε ακίνητα στο εξωτερικό που χρηματοδοτήθηκαν από τη φυγή των καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, αλλά και λόγω αύξησης της αξίας του αποθέματος των αυτοκινήτων λόγω και της έξαρσης του τουρισμού. Και όχι μόνο χάθηκαν περιουσίες, αλλά χρωστάμε σήμερα και € 133 δισ., (από € 151 δισ. που χρωστάγαμε το 2009, και μόλις € 27 δισ. που χρωστάγαμε το 2000)! Δυστυχώς, η απομόχλευση δεν φαίνεται να έχει τελειώσει και οι υφεσιακές επιπτώσεις της αναδιάρθρωσης των δανειακών χαρτοφυλακίων θα εξακολουθήσουν να θέτουν εμπόδια στην αναπτυξιακή δυναμική της χώρας.

Επιπρόσθετα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου, η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό ενηλίκων με περιουσία από USD 10.000 έως USD 100.000 και αντίστοιχα το μικρότερο ποσοστό ενηλίκων με περιουσία αξίας κάτω από USD 10.000 (Δ05 και Δ06). Επίσης, η καθαρή περιουσία ανά ενήλικα στην Ελλάδα είναι σε επίπεδο σχετικά κοντά σε αυτό των ισχυρότερων οικονομιών στον κόσμο.

Σημειώνεται ότι, στη συσσώρευση περιουσίας στην Ελλάδα, σημαντική επίδραση άσκησε και το αναπτυξιακό πρότυπο. Η φοροδιαφυγή, με τους ελεύθερους επαγγελματίες να αντιπροσωπεύουν το 1/3 του εργατικού δυναμικού της χώρας (Δ07), μετασχηματίστηκε σε κατοικίες, καταθέσεις στη χώρα και στο εξωτερικό κ.ά.

d5-6-7-sev-19.1.2017

Παράλληλα, περιουσίες έγιναν καθώς τα διογκούμενα ελλείμματα του δημόσιου τομέα, χρηματοδοτούμενα με φθηνό εξωτερικό δανεισμό δημιούργησαν όχι μόνο κρατικοδίαιτες επιχειρήσεις- προμηθευτές του δημοσίου αλλά και μια υψηλή τεχνητή ζήτηση στην οικονομία και, αντίστοιχα, υψηλούς κύκλους εργασιών για πολλές επιχειρήσεις στους προστατευόμενους από τον εξωτερικό ανταγωνισμό κλάδους, που κατάφεραν να επιβιώνουν ακόμη και με χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλό επίπεδο προσφοράς υπηρεσιών και προϊόντων στην αγορά.

Σε κάθε περίπτωση, η νοοτροπία και το αναπτυξιακό πρότυπο, όπως λειτουργεί, καθώς και η εξέλιξη του κοινωνικού κράτους, δίνουν ή όχι τη δυνατότητα και τα κίνητρα στα άτομα και τις επιχειρήσεις κάθε χώρας να γίνουν παραγωγικότεροι, να αποταμιεύουν περισσότερο και να βελτιώνουν, έτσι, την περιουσιακή τους κατάσταση. Στο διάγραμμα Δ05, διάφορες χώρες κατατάσσονται σε αύξουσα σειρά με βάση το ποσοστό των ενηλίκων στα υψηλότερα κλιμάκια περιουσίας (από USD 100.000 και άνω), ενώ καταγράφεται και η ανισοκατανομή της περιουσίας σε κάθε περιοχή του κόσμου (Διάγραμμα Δ06).

Σε αυτό το πλαίσιο αναφοράς, η χώρα μας βρίσκεται στην πρώτη κατηγορία χωρών (μαζί με την Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, Ισπανία και Πορτογαλία), δηλαδή με την μεγάλη μάζα του πληθυσμού να έχει περιουσία κάτω από USD 100 χιλ., αν και η Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία έχουν πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού με περιουσία άνω των USD 100 χιλ. απ’ ό,τι οι άλλες τρεις χώρες Βουλγαρία, Ρουμανία και Τουρκία. Μετά ακολουθούν χώρες με πιο δυναμικές οικονομίες και σχετικά υψηλή ανισότητα περιουσίας (Σουηδία, ΗΠΑ, Γερμανία, Δανία, Ιρλανδία). Μετά έρχονται οι ώριμες (και κουρασμένες) καπιταλιστικές οικονομίες της παλιάς φρουράς (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία και Ιαπωνία).

Συμπερασματικά, η περιουσιακή κατάσταση των Ελλήνων έχει υποστεί μεγάλο πλήγμα τα χρόνια της κρίσης. Από την άλλη μεριά, η μεγάλη αύξηση της περιουσίας στα χρόνια πριν την κρίση είχε τις ρίζες της σε μία οικονομία υπερδανεισμού από το εξωτερικό, που χρηματοδοτούσε τεράστια καταναλωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα και πριμοδοτούσε εσωστρεφείς παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Έτσι, βεβαίως, οδηγηθήκαμε στην κρίση αφού η οικονομία μας ήταν κτισμένη στην άμμο, χωρίς επενδύσεις στην εξωστρέφεια και τις εξαγωγές, ώστε να δημιουργούνται πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ικανών να εξυπηρετήσουν το διογκούμενο εξωτερικό χρέος. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι η περιουσία στον πληθυσμό είναι πιο ισοκατανεμημένη στην Ελλάδα απ’ ό,τι σε πολλές άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του κόσμου γενικότερα. Και σε αυτό το φαινόμενο φαίνεται ότι έχει επενεργήσει το αναπτυξιακό πρότυπο, που παρ’ ό,τι στρεβλό, έδωσε τη δυνατότητα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, μέσω της δημοσιονομικής επέκτασης, να φτιάξει προσωρινά τη ζωή του, και να αποκτήσει κάποια περιουσία, επιβεβαιώνοντας τη λαϊκή ρήση «έχουμε φτωχό κράτος με πλούσιους πολίτες». Και, βεβαίως, αυτό που δεν ενσωματώνουν τα στοιχεία για την περιουσία είναι τα τεράστια ελλείμματα του ασφαλιστικού συστήματος, που βρίσκονται μπροστά μας και πρέπει με κάποιο τρόπο να αντιμετωπισθούν. Στο μέλλον, η αύξηση της περιουσίας θα είναι αποτέλεσμα αύξησης των εισοδημάτων, και της αποταμίευσης που θα προκύπτει, από μία οικονομία που θα βασίζεται μόνον στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της, και όχι στα δανεικά, τα ελλείμματα, την προσοδοθηρία, τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή. Σήμερα, τίθενται οι βάσεις για μία παραγωγικότερη ελληνική οικονομία. Εναλλακτικές βιώσιμες λύσεις ουδέποτε υπήρξαν, ούτε πρόκειται να υπάρξουν.

Σχετικά Άρθρα