ΣΕΒ: «Από πού θα έρθουν οι θέσεις εργασίας;»

Τις  χαμένες ευκαιρίες απασχόλησης αναλύει περιεκτικά και στοχευμένα το εβδομαδιαίο δελτίο για την ελληνική οικονομία του ΣΕΒ.

 
Συνοπτικά: Το βασικό πρόβλημα που πρέπει να λύσει σήμερα η χώρα μας είναι από πού και πως θα βρεθούν νέες θέσεις εργασίας. Μια σύγκριση με την Ευρώπη δείχνει ότι οι κλάδοι με το μεγαλύτερο έλλειμμα απασχόλησης και πιθανώς  με τη μεγαλύτερη δυνατότητα δημιουργίας  νέων θέσεων  εργασίας εντοπίζονται στην παραγωγική οικονομία, όπως είναι η βιομηχανία και οι  υποστηρικτικές προς αυτή δραστηριότητες. Η ανάπτυξή  τους αποτελεί και την προϋπόθεση για να βελτιώσει η χώρα κοινωνικές υπηρεσίες, τόσο μέσω της ιδιωτικής οικονομίας, όσο και μέσω του δημοσίου που θα αξιοποιεί πιο αποδοτικά τους πόρους που έχει στη διάθεση του, τις οποίες άλλες Ευρωπαϊκές χώρες ήδη συντηρούν ακριβώς διότι έχουν ισχυρότερη παραγωγική βάση. Αντίστοιχα, κλάδοι όπως το εμπόριο που σε ποσοστά απασχόλησης βρίσκονται κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο εμφανίζονται σχετικά υπερτροφικοί, ακριβώς λόγω της συγκριτικής  αδυναμίας της παραγωγικής βάσης. Αυτό το έλλειμμα απασχόλησης στην Ελλάδα επηρεάζει τόσο τους νέους όσο και την  απασχόληση των γυναικών. Επιπλέον η εξέλιξη της απασχόλησης στα χρόνια της κρίσης αναδεικνύει συγκεκριμένες αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος που είναι σημαντικό να αντιμετωπιστούν ώστε να ισχυροποιηθεί η ανάκαμψή της.

 
-Η ήπια αποδυνάμωση της οικονομίας μετά το καλοκαίρι του 2015 συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.  Αυτή είναι εμφανής ειδικά σε δραστηριότητες στις οποίες η διατήρηση των capital controls αποθαρρύνει την εισροή κεφαλαίων στη χώρα – όπως αποτυπώνει η εξέλιξη των εισπράξεων από ναυτιλία και τουρισμό, των εξαγωγών, της βιομηχανικής παραγωγής και της χωρητικότητας του εμπορικού στόλου με Ελληνική σημαία.

 
-Η μετάβαση της χώρας μας σε μία οικονομία χαμηλών εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος μπορεί να έχει ισχυρό αναπτυξιακό πρόσημο, αρκεί να υπάρξει θεσμική εγρήγορση και σωστός ενεργειακός προγραμματισμός με τη βέλτιστη δυνατή χρήση των διαθέσιμων ενεργειακών πόρων. Αναπτυξιακές ευκαιρίες διαμορφώνονται και στο πεδίο της ενεργειακής εξοικονόμησης, δλδ τη βελτίωση της ενεργειακής αποδοτικότητας κτιρίων, την εξοικονόμηση ενέργειας μέσω έξυπνων δικτύων, έξυπνων μετρητών και πρακτικών τηλε-ελέγχου, την ανάπτυξη αποκεντρωμένων συστημάτων παραγωγής-κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, την αύξηση της  διείσδυσης φυσικού αερίου στην οικονομία μέσω των προγραμματισμένων νέων διασυνδέσεων και την κατασκευή νέων σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου, και, τέλος, την παραγωγή και διανομή οικονομικά βιώσιμης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Τέλος, στον τομέα της περιβαλλοντικής βιομηχανίας υπάρχουν ανεκμετάλλευτες επιχειρηματικές ευκαιρίες που η αξιοποίησή τους προϋποθέτει την αύξηση των ποσοστών ανακύκλωσης και εναλλακτικής διαχείρισης των αποβλήτων, που στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι σχετικά περιορισμένες. Αναλυτικά:

 
 ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΡΩΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ-ΣΕΒ

Οι χαμένες ευκαιρίες απασχόλησης

Πρόσφατη μελέτη της PwC, βασισμένη σε στοιχεία του ΟΟΣΑ, αναδεικνύει τη δυνατότητα αύξησης του ΑΕΠ της χώρας μέσω της μείωσης της ανεργίας των νέων. Μάλιστα υπολογίζει τη δυνατότητα αύξησης του ΑΕΠ περίπου κατά €15 δισ., από τη μείωση της ανεργίας των 20ρηδων και 25ρηδων στα επίπεδα της Γερμανίας. Αυτή η καθαρά υποθετική άσκηση, σύγκρισης των ποσοστών απασχόλησης του πληθυσμού ανάμεσα σε χώρες με διαφορετική παραγωγική βάση και διαφορετικό επίπεδο θεσμικής ωρίμανσης, μπορεί να επεκταθεί με τις απαραίτητες επιφυλάξεις και σε όλες τις ηλικίες – ο Πίνακας 1 μας δείχνει ότι «αν η Ελλάδα ήταν στον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ» θα εργαζόντουσαν στη χώρα πάνω από σχεδόν 1,1 εκατ. άτομα τα οποία σήμερα είναι είτε άνεργα είτε άεργα. Αν ήμασταν «ο μέσος όρος της ζώνης του ευρώ» και πολλαπλασιάσουμε αυτό το 1,1 εκατ. δυνητικά εργαζόμενων με το ανά εργαζόμενο ΑΕΠ της χώρας του 2014, το ΑΕΠ της χώρας θα αυξανόταν κατά €47 δισ. ευρώ. Ως μέτρο σύγκρισης αναφέρεται ότι την περίοδο 2009-2015 η χώρα απώλεσε ΑΕΠ αξίας €64 δισ. Ευρώ με ο,τι αυτό συνεπάγεται μεταξύ άλλων και για τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ΣΕΒ

Όπως δείχνει όμως ο Πίνακας 1 δεν «λείπουν» στην Ελλάδα της κρίσης μόνο οι εργαζόμενοι νέοι, απουσιάζει και ένας ιδιαίτερα μεγάλος αριθμός εργαζόμενων γυναικών (650 χιλιάδες!) και μάλιστα ένας μεγάλο μέρος αυτών εντοπίζεται στις ηλικίες 40-59 ετών, εξέλιξη που έχει να κάνει τόσο με την πολιτική πρόωρων συνταξιοδοτήσεων όσο και με το γεγονός ότι με την έναρξη της κρίσης πολλές γυναίκες άφησαν την αγορά εργασίας ώστε να καλύψουν, στα πλαίσια περικοπής των οικογενειακών εξόδων λόγω απολύσεων ή μειώσεων αποδοχών, τη φροντίδα παιδιών ή ηλικιωμένων.

Σίγουρα η έλλειψη αποφασιστικότητας στην προώθηση μεταρρυθμίσεων και τα νέα προβλήματα που προσέθεσε η κρίση όπως η χρηματοπιστωτική ασφυξία και η υπερφορολόγηση των επιχειρήσεων και της μισθωτής εργασίας  περιορίζουν τη ζήτηση για εργασία. Η ανάλυση της σχέσης επιδόσεων αγοράς εργασίας και του επιπέδου εκπαίδευσης του πληθυσμού αναδεικνύει όμως και σημαντικές αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος, σε ό,τι αφορά την ικανότητα του να κατευθύνει σε κλάδους που οδηγούν σε απασχόληση – είναι παράδοξο άλλωστε παρά την τόσο υψηλή ανεργία οτι υπάρχουν επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν και δυσκολεύονται να βρούνε κατάλληλα εκπαιδευμένους εργαζόμενους.

Οπωσδήποτε η Ελλάδα είναι μια χώρα με σημαντική αύξηση του ποσοστού του πληθυσμού που ολοκληρώνει ανώτερες σπουδές κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών –δηλαδή η νέα γενιά σε γενικές γραμμές έχει σημαντικά καλύτερη εκπαίδευση από την προηγούμενη. Αυτό, σύμφωνα με εκθέσεις του ΟΟΣΑ (Education at a glance 2015), επηρεάζει τη δυναμική της κοινωνίας, καθώς τα παιδιά γονέων με υψηλή εκπαίδευση έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα τα ίδια να ολοκληρώσουν καλύτερες σπουδές και να έχουν αυξημένα εισοδήματα από εργασία. Όμως παραμένουν και αδυναμίες. Η ηλικιακή διάρθρωση της ανεργίας δείχνει ότι η απώλεια θέσεων εργασίας έχει πλήξει κυρίως τις μικρότερες ηλικίες και τις χαμηλότερες ακαδημαϊκές επιδόσεις –χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και για τους νέους με καλύτερες ακαδημαϊκές επιδόσεις δεν έχουν υποχωρήσει τα ποσοστά απασχόλησης. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε (Πίνακας 2) ότι υπήρξε από το 2005 έως το 2014 μια μεγάλη υποχώρηση του ποσοστού απασχόλησης ειδικά των ηλικιών 25-34 ετών με δευτεροβάθμια (δηλαδή, έχουν τελειώσει το λύκειο ή το γυμνάσιο) και ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (δηλαδή έχουν και κάποια τεχνική εκπαίδευση), με μείωση κοντά 20 ποσοστιαίες μονάδες του πληθυσμού σε αυτή την ηλικία, ενώ η υποχώρηση ήταν περίπου η μισή (11 και 8 ποσοστιαίες μονάδες) για άτομα ίδιας εκπαίδευσης αλλά ηλικίας 45-54 ετών (μια ομάδα που σε γενικές γραμμές επηρεάζεται λιγότερο από τις αθρόες πρόωρες συνταξιοδοτήσεις που επηρέασαν στα χρόνια της κρίσης τις ηλικίες 55-60 ετών). Στον πληθυσμό με ανώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση αναπαράγεται σε γενικές γραμμές η ίδια εικόνα, με τη διαφορά ότι τα ποσοστά απασχόλησης στην Ευρώπη εδώ είναι σημαντικά αυξημένα, αντανακλώντας τη διαδεδομένη στην Ευρώπη και ουσιαστικά ανύπαρκτη στην Ελλάδα τεχνική εκπαίδευση η οποία στις άλλες χώρες, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, συνεισφέρει σημαντικά στη μείωση της ανεργίας και την αύξηση της απασχόλησης.

ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΣΕΒ

Το Διάγραμμα 1 μας δείχνει καταρχήν ότι η τόσο μεγάλη υποχώρηση της απασχόλησης στους νέους με δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς η ομάδα αυτή του πληθυσμού είναι σχετικά πολυπληθής, ειδικά αν συγκριθεί με την επόμενη βαθμίδα εκπαίδευσης –διαφορά που και πάλι εκφράζει τη σχετική αδυναμία της τεχνικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1 ΣΕΒ

Το ίδιο διάγραμμα μας αναλύει και τη διάρθρωση των ακαδημαϊκών επιδόσεων όσων έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Εκεί βλέπουμε ότι στην Ελλάδα μεγάλο μέρος όσων έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση περιορίζονται στο πτυχίο, ενώ στην Ευρώπη αρκετοί προχωρούν σε κάποιου είδους μεταπτυχιακό. Σε επίπεδο διδακτορικού οι διαφορές με την Ευρώπη σε ό,τι αφορά τον αριθμό κατόχων σχεδόν εκλείπουν. Από τον Πίνακα 2 βλέπουμε ότι στον πληθυσμό με τριτοβάθμια εκπαίδευση και σε σχέση με την προ κρίσεως περίοδο το ποσοστό απασχόλησης για τις ηλικίες 45-54 έχει υποχωρήσει σχετικά λίγο και από σχετικά υψηλά επίπεδα, ενώ για τους νέους 25-34 έχει υποχωρήσει κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες (μικρότερη υποχώρηση πάντως από τους νέους με χαμηλότερα ακαδημαϊκά επιτεύγματα). Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι η μεγάλη διαφορά στο ποσοστό απασχόλησης όσων νέων 25-34 ετών έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ελλάδα της κρίσης σε σχέση με την Ευρώπη – εδώ μόνο το 62,9% όσων έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση εργάζεται, ενώ στην Ευρώπη το 81,1%. Την εικόνα αυτή καθρεφτίζει και το Διάγραμμα 2. Το Διάγραμμα 3 αντίστοιχα καταγράφει τη σχετική πορεία απασχόλησης γυναικών με τριτοβάθμια εκπαίδευση σε δυο διαφορετικές ηλικιακές ομάδες –νέες και μέσης ηλικίας – ενώ η εικόνα για τους άνδρες είναι αντίστοιχη.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 2 ΣΕΒ

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 3 ΣΕΒ

Παρατηρούμε επιπλέον από τα Διαγράμματα 4-6 πως η υστέρηση στο ποσοστό απασχόλησης όσων έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση προκύπτει κυρίως από τη μεγάλη υστέρηση στην απασχόληση του πληθυσμού που έχει μόνο πτυχίο, και όχι κάποιο μάστερ ή διδακτορικό (αν και στις περιπτώσεις αυτές η χώρα μας υστερεί σημαντικά στην απασχόληση όσων αποφοίτων έχουν αφιερώσει πολλά επιπλέον χρόνια στην εκπαίδευση). Αναδεικνύεται συνεπώς η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να εξοπλίσει τους πτυχιούχους με κάποιες επιπλέον δεξιότητες, σε μεταπτυχιακά που να οδηγούν σε απασχόληση, κάτι που αναδεικνύει μια ποιοτική υστέρηση της τριτοβάθμιας παιδείας.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑΤΑ 4-6 ΣΕΒ

Όμως και η ανάλυση της κατανομής της απασχόλησης σε κλάδους «ως αν ήμασταν Ευρώπη» αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες πληροφορίες. Από το Διάγραμμα της πρώτης σελίδας βλέπουμε καταρχήν ότι η Ελλάδα έχει μεγάλο έλλειμμα απασχόλησης στην καρδιά της παραγωγικής οικονομίας –στη μεταποίηση. Η υστέρηση είναι τέτοια που φαίνεται ότι βασικά αυτός ο κλάδος μπορεί να προσφέρει απάντηση στο ερώτημα «από πού θα έρθουν οι θέσεις εργασίας», κάτι που είναι εύλογο καθώς είναι καταρχήν ο κλάδος που παράγει κατά κανόνα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, διεθνώς εμπορεύσιμα, αγαθά. Αντίστοιχα, υπηρεσίες διοικητικής υποστήριξης και τεχνολογιών επικοινωνιών και πληροφορικής καθώς και επαγγελματικές και επιστημονικές δραστηριότητες που υποστηρίζουν την παραγωγή μπορούν να δημιουργήσουν αξιόλογο αριθμό θέσεων εργασίας, αλλά προϋποθέτουν φυσικά την ανάκαμψη της ίδιας της παραγωγής. Από τις κατηγορίες απασχόλησης με μεγάλο έλλειμμα απασχόλησης (ή δυνητικά με μεγάλη δυνατότητα προσθήκης θέσεων εργασίας) είναι και ο κλάδος υγείας και κοινωνικών υπηρεσιών. Το έλλειμμα αυτό αντανακλά από τη μία το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης της Ελληνικής οικονομίας, που δεν είναι σε θέση να προσφέρει υπηρεσίες που χώρες της Ευρώπης με ισχυρότερη παραγωγική βάση έχουν τη δυνατότητα να προσφέρουν στους πολίτες τους. Αντικατοπτρίζει όμως και τη σημαντική υστέρηση της χώρας σε αριθμό βασικών υπηρεσιών, όπως για παράδειγμα η λειτουργία παιδικών σταθμών, υπηρεσίες που είναι κρίσιμες για τη διευκόλυνση των γυναικών να παραμείνουν στην αγορά εργασίας. Η ανάλυση αυτή αναδεικνύει επίσης το «πλεόνασμα» απασχόλησης σε καταλύματα και εστιατόρια, που είναι εύλογο και αντικατοπτρίζει τις συγκριτικά με την Ευρώπη ισχυρές επιδόσεις του τουριστικού τομέα, αν και το πλεόνασμα αυτό απασχόλησης είναι μάλλον περιορισμένο. Η σχετικά μικρή υστέρηση στην απασχόληση στο εμπόριο πρέπει να συγκριθεί και με τη μεγάλη υστέρηση στην παραγωγή, ώστε να αναδειχθεί και από την πλευρά της απασχόλησης το έλλειμμα της παραγωγής σε σχέση με την κατανάλωση. Τέλος, φαίνεται ότι υπερβολικά πολλοί εργαζόμενοι βρίσκονται στον πρωτογενή αγροτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι με την κατάλληλη αγροτική πολιτική που δίνει έμφαση στην αναδιάρθρωση και στην επεξεργασία βιομηχανικών καλλιεργειών και όχι στην άκοπη είσπραξη επιδοτήσεων όπως γινόταν κατά κόρον στο παρελθόν, υπάρχουν κυρίως δυνατότητες ενίσχυσης της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων και αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Επίσης, ο αναλογικά μεγάλος αριθμός των γυναικών που εργάζονται στην αγροτική παραγωγή (40% των εργαζόμενων του κλάδου στην Ελλάδα αντί 30% κατά μέσο όρο στη ζώνη του ευρώ) ειδικά μέσων και υψηλότερων ηλικιών (Διάγραμμα 7) αναδεικνύει την κοινωνική διάσταση που είχε για πολλά χρόνια η ασφάλιση στον ΟΓΑ, γεγονός που συνεπάγεται αντίστοιχες προκλήσεις για τον σχεδιασμό του ασφαλιστικού και της κοινωνικής πολιτικής.

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 7 ΣΕΒ

Σχετικά Άρθρα