
ΣΕΒ: Ελευθερία στις ΣΣΕ και στα ΜΜΕ!
Στα εργασιακά, οι νομοθετικές ρυθμίσεις από μόνες τους δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της απασχόλησης ή της ανάπτυξης. Όμως, αποτελούν σημαντικό συστατικό στοιχείο του συνολικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που ο επενδυτής κρίνει εάν το θεωρεί φιλικό ή γεμάτο παγίδες και που η λειτουργούσα επιχείρηση βλέπει εάν μπορεί να τη βοηθήσει να γίνει ανταγωνιστική για να διατηρηθεί στη ζωή, αναφέρει το Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Oικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.
Πρέπει να εκλογικεύσουμε το σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων εφαρμόζοντας όσα επιτάσσουν οι Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας για τη διαιτησία. Πρέπει να διατηρηθεί το ενισχυμένο κύρος στις συμβάσεις που συμφωνούνται στο επίπεδο της επιχείρησης. Πρέπει ακόμη να επανεξετάσουμε τα προνόμια που έχουν δοθεί στους συνδικαλιστές (άδειες, μισθοδοσία, εύρος προστασίας) και τις διαδικασίες κήρυξης απεργίας. Υπάρχουν και άλλα τεχνικά θέματα που επιδέχονται βελτιώσεις, και γι’ αυτό ο ΣΕΒ έχει δημοσιοποιήσει με λεπτομέρεια τις θέσεις του σε τεχνικό επίπεδο. Παράλληλα επαναλαμβάνει πάγια πρόσκληση στους κοινωνικούς εταίρους να ξεκινήσουμε από τώρα να οικοδομήσουμε ένα σύστημα που θα είναι απαλλαγμένο από τις ατέλειες και τα σφάλματα του παρελθόντος, που θα ευθυγραμμίζεται με τις δυναμικές ευρωπαϊκές οικονομίες ως προς τους στόχους, τις προοπτικές και τα εργαλεία πολιτικής.
-Η μισθωτή απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, υποστηριζόμενη κυρίως από την καλή αναμενόμενη πορεία του τουρισμού, αλλά όχι μόνο, συνεχίζει να επιδεικνύει καλές επιδόσεις σε ό,τι αφορά τις καθαρές προσλήψεις, αν και ο αριθμός των ανέργων που καταγράφει ο ΟΑΕΔ ανθίσταται. Επίσης, τα τακτικά έσοδα του κράτους είχαν μια ιδιαίτερα καλή πορεία τον Ιούνιο, που σε συνδυασμό με τη συγκράτηση των δαπανών διατήρησε την καλή πορεία του πρωτεγονούς πλεονάσματος. Συνεχίζεται από μελέτες η καταγραφή του μεγέθους του brain drain καθώς και της απώλειας φορολογικών εσόδων που αυτή συνεπάγεται για το κράτος, ενώ ο υπό ελληνική σημαία εμπορικός στόλος σταθεροποιείται. Από την άλλη, ο κύκλος εργασιών στη βιομηχανία υποχωρεί.
Πίσω στο μέλλον των εργασιακών σχέσεων
Στη σημερινή συγκυρία, οι σχέσεις εργαζομένων – εργοδοτών έχουν αλλάξει, με τις μεταβολές που επέβαλαν τα Μνημόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι το προ κρίσης εργασιακό τοπίο παρήγαγε αγαθά αποτελέσματα για την αύξηση των αμοιβών και της απασχόλησης με ταυτόχρονη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, το αντίθετο. Αν μη τι άλλο, το μοίρασμα από τους κοινωνικούς εταίρους μιας πίτας που μεγάλωνε λόγω κυρίως των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων, και η έντονη πολιτικοποίηση κάποιων από τους φορείς των κοινωνικών εταίρων συνετέλεσαν στην καταβαράθρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας και την εμφάνιση της κρίσης. Σήμερα, οι κανόνες που διέπουν τις εργασιακές σχέσεις πρέπει να εκσυγχρονιστούν ώστε να εξυπηρετήσουν καλύτερα τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις, καθώς η οικονομία θα εξέρχεται από την κρίση και την ύφεση. Η ανάκτηση των χαμένων θέσεων εργασίας και η βελτίωση των εισοδημάτων προϋποθέτουν ιδιωτικές επιχειρήσεις που είναι διεθνώς ανταγωνιστικές, και μία οικονομία που είναι ικανή να προσελκύσει επενδύσεις στο πολύ μεγάλο ύψος που απαιτείται πλέον σήμερα. Στην ανάλυση που ακολουθεί γίνονται κάποιες διαπιστώσεις από την μέχρι σήμερα πορεία των εργασιακών θεμάτων και κάποιες προτάσεις για να αποκατασταθεί η λειτουργία της αγοράς εργασίας χωρίς κρατικό παρεμβατισμό και στη βάση της πλήρους ελευθερίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Αναφορικά με τον κατώτατο μισθό, αυτός πλέον καθορίζεται από το κράτος μέσω μιας πολύπλοκης διαδικασίας διαβούλευσης. Το σύστημα αυτό πρακτικά υποκατέστησε την παλαιά Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, και νομοθετήθηκε σε μία περίοδο όπου η μείωση του μισθολογικού κόστους είχε κριθεί απαραίτητη προϋπόθεση για να μην κλείσουν πολλές χιλιάδες επιχειρήσεις, πέραν των όσων ήδη έκλεισαν, δεδομένης της τεράστιας δημοσιονομικής προσαρμογής που επιχειρήθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα και του τεράστιου βάρους της αβεβαιότητας που μετακύλισε η πολιτική στην ιδιωτική οικονομία.
Το ως άνω σύστημα του διοικητικού καθορισμού του κατώτατου μισθού προβλέπεται από τον νόμο να παραμείνει σε ισχύ όσο τα επίπεδα ανεργίας παραμένουν άνω του 10%, δηλαδή για πολλά χρόνια ακόμη. Οι κοινωνικοί εταίροι επιζητούν να επανέλθει το παλαιό σύστημα καθορισμού του κατώτατου μισθού μέσω συλλογικής σύμβασης. Πιστεύουμε ότι έχουμε πάρει όλοι τα μαθήματά μας από το παρελθόν, και μία τέτοια λύση αποτρέπει τον υπαρκτό κίνδυνο με το σημερινό σύστημα ένας λαϊκιστής υπουργός Εργασίας να δώσει υπερβολικές αυξήσεις μόλις δει τα πρώτα ίχνη της ανάκαμψης, αγνοώντας τις επιπτώσεις σε μία εύθραυστη οικονομία.
Πέραν της ΕΓΣΣΕ, το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη χώρα πρέπει με οριστικό τρόπο να ενταχθεί στη λογική ότι υπερισχύουν εκείνες οι συμβάσεις που είναι πλησιέστερα στο χώρο εργασίας στον οποίο αφορούν. Με άλλα λόγια οι επιχειρησιακές συμβάσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να κατισχύουν, καθεστώς που υφίσταται τώρα. Όμως η ελευθερία των συλλογικών διαπραγματεύσεων σήμερα νοθεύεται από το καθεστώς της λεγόμενης «υποχρεωτικής διαιτησίας» όπως εφαρμόζεται στην Ελλάδα. Σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, ο νόμος προβλέπει δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία της οποίας το αποτέλεσμα έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα, και η οποία καθίσταται μονόδρομος εφόσον ο προσφεύγων θεωρεί ότι μέσω της διαιτησίας μπορεί να επιτύχει χωρίς κόστος πολλά που δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτύχει μέσα από διαπραγμάτευση. Με τη μορφή αυτή, η διαιτησία έχει κριθεί αντίθετη με τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, και δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη.
Όσον αφορά στις ομαδικές απολύσεις, η ευρωπαϊκή οδηγία εφαρμόστηκε στην Ελλάδα με προσθήκες που δίδουν αποφασιστική αρμοδιότητα στους πολιτικούς. Οι περιορισμοί που τίθενται δεν προστατεύουν τους εργαζόμενους παρά μόνο φαινομενικά και πολύ βραχυπρόθεσμα. Για να φθάσει μια επιχείρηση να εξετάζει περίπτωση ομαδικών απολύσεων, σημαίνει ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά και προσπαθεί να περικόψει το ζημιογόνο κομμάτι της λειτουργίας της για να διασφαλίσει την επιβίωσή της με όποιες δραστηριότητες απομένουν. Οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση σε τέτοιες επιχειρηματικές αποφάσεις προσαρμογής του κόστους λειτουργίας στα δεδομένα της ζήτησης και της αγοράς έχει ως τελικό αποτέλεσμα την καθυστέρηση, τη συσσώρευση ζημιών και εν τέλει την αναστολή της λειτουργίας της επιχείρησης. Στην πράξη κανένας υπουργός Εργασίας δεν φέρεται να έχει εγκρίνει ομαδικές απολύσεις (ακόμη και σε περιπτώσεις που ήταν ανεκτές από τους εργαζόμενους). Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι ούτε μία από τις εταιρείες, στις οποίες απαγορεύτηκε να διενεργήσουν ομαδικές απολύσεις, δεν επέζησε, με αποτέλεσμα να εξαφανιστούν και οι θέσεις εργασίας της απομένουσας δραστηριότητας, που ίσως να επιβίωνε. Ένα τέτοιο περιοριστικό καθεστώς στις απολύσεις έχει, όμως, και ακόμη σοβαρότερες παράπλευρες επιπτώσεις, καθώς κάνει και τον υγιή εργοδότη επιφυλακτικό να προσλάβει εργαζόμενους όταν γνωρίζει ότι δεν θα είναι εύκολο να μειώσει το προσωπικό του γρήγορα εάν οι οικονομικές συνθήκες χειροτερέψουν και επιβάλλουν αναπροσαρμογή του κόστους λειτουργίας, πράγμα σημαντικό στην σημερινή εποχή της μεγάλης αβεβαιότητας.
Συνεπώς, ο παρεμβατισμός των πολιτικών όχι μόνον δεν προστατεύει τελικά τους ήδη απασχολούμενους, αλλά δημιουργεί εμπόδια απασχόλησης και σε αυτούς που είναι άνεργοι ή είναι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας.
Καταδικάζει, επίσης, την χώρα σε ένα υψηλότερο επίπεδο ανεργίας απ’ ό,τι σε άλλες χώρες, καθώς οι επενδυτές αποφεύγουν να δραστηριοποιούνται σε χώρες με υψηλό κόστος διαχείρισης του εργατικού δυναμικού της επιχείρησης. Η ιδιαιτερότητα αυτή αποτυπώνεται και στους δείκτες ρύθμισης αγοράς εργασίας του ΟΟΣΑ, όπου οι προϋποθέσεις για ομαδικές απολύσεις έχουν παραμείνει σε υψηλά επίπεδα σε αντίθεση με τις αποζημιώσεις και τη ρύθμιση της μερικής απασχόλησης, όπου η Ελλάδα πλησίασε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
Ειδικά το πρόβλημα της διοικητικής έγκρισης αναδείχθηκε πρόσφατα και από τον Γενικό Εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που εξετάζει το θέμα της ΑΓΕΤ. Σε κάθε περίπτωση, οι ομαδικές απολύσεις στο πλαίσιο διάσωσης, συγχώνευσης, αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων, επιβάλλεται να επισπεύδονται διαδικαστικά – όλες αυτές είναι περιπτώσεις που δεν έχουν την πολυτέλεια να περιμένουν. Τέλος, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι για τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν και σχετικοί κοινοτικοί πόροι που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ελαφρύνουν μέρος από το πρόβλημα που δημιουργείται στο προσωπικό.
Όσον αφορά σε θέματα απεργιών, η απεργιακή νομοθεσία απαιτείται να εκλογικευτεί, ιδιαίτερα σε τομείς που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφέλειας ή που εξυπηρετούν το γενικό οικονομικό συμφέρον (εταιρείες που παρέχουν ηλεκτρισμό, ύδρευση, επικοινωνίες, αλλά και μεταφορές, υγεία κλπ). Οι απεργοί δεν μπορούν να κρατούν όμηρο την οικονομία ή να μην παρέχουν ελάχιστες ζωτικής σημασίας υπηρεσίες. Σήμερα χάνονται επενδυτικές πρωτοβουλίες με απώλεια και νέων ευκαιριών απασχόλησης στην οικονομία. Κλασσική περίπτωση είναι η απόφαση της COSCO να παρακάμψει τους ελληνικούς σιδηροδρόμους από το δίκτυο διοχέτευσης των εμπορευμάτων που διακινεί με προορισμό την Ευρώπη. Ο υπερβολικός αριθμός απεργιών (Διάγραμμα πρώτης σελίδας, Διάγραμμα 12) σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, συνιστά ανταγωνιστικό μειονέκτημα με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των δυναμικών εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Χρειάζεται νηφαλιότητα στην προκήρυξη απεργιών και σωματεία που να εξισορροπούν τα στενά οικονομικά συμφέροντα των μελών τους με την ανάγκη διασφάλισης της ανταγωνιστικότητας της επιχείρησης στην οποία εργάζονται, που είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για να διατηρήσει την εργασία και τις αμοιβές τους μακροπρόθεσμα.
Ειδικότερο ζήτημα σχετικά με την κήρυξη απεργιών είναι η έκταση της εξουσιοδότησης της γενικής συνέλευσης του σωματείου προς το διοικητικό συμβούλιο που κηρύσσει την απεργία, και η όσο το δυνατόν πιο γνήσια εκπροσώπηση της βούλησης των εργαζομένων, που ενίοτε καταστρατηγείται από μειοψηφίες. Έχουν επίσης συμβεί περιπτώσεις όπου δεν παρέχεται σε όσους θέλουν να εργαστούν η προστασία που προβλέπει ο ίδιος ο νόμος επειδή υπάρχει ανοχή της πολιτείας σε καταχρηστικές πρακτικές, συχνά με πολιτική καθοδήγηση. Από την άλλη, η ανταπεργία από την πλευρά των εργοδοτών, συνιστά μη αποτελεσματικό τρόπο επίλυσης των προβλημάτων καθώς κλιμακώνει την αντιπαράθεση. Ούτως ή άλλως, ο νόμος παρέχει τη δυνατότητα να μην καταβάλλονται μισθολογικά κόστη όταν είναι αδύνατη η παραγωγική εργασία, πράγμα που πρέπει να επιλύεται δικαστικά με την ταχύτητα των εργατικών διαφορών. Τέλος, τα προνόμια που παρέχει ο συνδικαλιστικός νόμος στους συνδικαλιστές πρέπει να εκλογικευτούν, όπως στην περίπτωση της διάρκειας των χορηγούμενων συνδικαλιστικών αδειών, και της συνέχισης της μισθοδοσίας από τον εργοδότη όσο ο συνδικαλιστής λείπει σε συνδικαλιστική άδεια, και ακόμη της έκτασης προστασίας των συνδικαλιστών, όπως π.χ. εκείνων που έχουν υποπέσει σε ποινικό αδίκημα, ή εκείνων που ανήκουν σε συνδικαλιστική οργάνωση, η οποία κατά νόμο δεν συνάπτει την επιχειρησιακή σύμβαση.
Συμπερασματικά, οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας από μόνες τους δεν μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της απασχόλησης ή της ανάπτυξης. Όμως είναι σημαντικό συστατικό στοιχείο του συνολικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος, που ο επενδυτής κρίνει εάν το θεωρεί φιλικό ή γεμάτο παγίδες, και που η λειτουργούσα επιχείρηση βλέπει εάν μπορεί να τη βοηθήσει να γίνει ανταγωνιστική για να διατηρηθεί στη ζωή. Δυστυχώς διανύουμε ήδη το έβδομο έτος της κρίσης, και πολλές νοοτροπίες δεν έχουν αλλάξει. Πολλοί ακόμη ελπίζουν ότι με τα πρώτα καλά σημάδια στο ΑΕΠ, θα πρέπει να ξαναγυρίσουμε στις παλαιές πρακτικές. Αυτό είναι λάθος – πρέπει να ξεκινήσουμε από τώρα να οικοδομήσουμε ένα σύστημα που θα είναι απαλλαγμένο από τις ατέλειες και τα σφάλματα του παρελθόντος, που θα ευθυγραμμίζεται με τις δυναμικές ευρωπαϊκές οικονομίες ως προς τους στόχους, τις προοπτικές και τα εργαλεία πολιτικής.