ΣΕΒ: η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι απώλειες της ύφεσης

Η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής πριν την κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική, επισημαίνει το Μηνιαίο δελτίο οικονομικής δραστηριότητας του ΣΕΒ,  που κυκλοφoρεί σήμερα, Τρίτη, 22 Ιανουαρίου 2019. Το δελτίο επιμελείται ο Τομέας Μακροοικονομικής Ανάλυσης και Ευρωπαϊκής Πολιτικής του ΣΕΒ. Αναλυτικά:

 
Το 2018 έκλεισε με την ελληνική οικονομία να παρουσιάζει σημάδια σταθεροποίησης. Όμως, το νέο έτος, που σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις, θα είναι το 3ο κατά σειρά έτος ανάπτυξης, ξεκινά με εντεινόμενους κινδύνους σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι τάσεις προστατευτισμού που διαμορφώνονται κυρίως μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, η πολιτική αβεβαιότητα στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με τις μεταναστευτικές ροές που πυροδοτούν ολοένα και περισσότερες εθνικιστικές τοποθετήσεις, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, η αυξητική τάση των επιτοκίων και η επιβράδυνση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας αποτελούν τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία το 2019. Οι προκλήσεις αυτές αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να αναζητήσει κεφάλαια στις αγορές για να καλύψει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, καθώς για πρώτη φορά έπειτα από 9 χρόνια θα στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς την οικονομική στήριξη που παρείχαν τα μνημόνια με τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ.

Για να αντιμετωπιστούν οι παραπάνω προκλήσεις και για να καλυφθεί η αποεπένδυση και η απώλεια των εισοδημάτων που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση, απαιτείται η περαιτέρω ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, ώστε η Ελληνική οικονομία να θωρακιστεί έναντι της διαφαινόμενης κάμψης της παγκόσμιας οικονομίας, και να επιτευχθούν ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης στο μέλλον. Η ανάγκη αυτή γίνεται ακόμη πιο επιτακτική αν ληφθεί υπόψη ότι η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σήμερα πρωτίστως στις εξαγωγές και τον τουρισμό που θα είναι και οι πρώτοι τομείς που θα κινδυνεύσουν από έναν διεθνή κύκλο οικονομικής επιβράδυνσης.

Κατά τη διάρκεια της προσαρμογής, η Ελλάδα προχώρησε σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις, έχοντας πλέον ανακτήσει σημαντικό μέρος των απωλειών ανταγωνιστικότητας. Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ μισθών και παραγωγικότητας, η οποία είναι αναγκαία προκειμένου να μετασχηματιστεί η χώρα σε μια εξωστρεφή οικονομία, προσανατολισμένη στις εξαγωγές και την προσέλκυση επενδύσεων. Για τους παραπάνω λόγους, η επιστροφή στις πολιτικές της εποχής πριν την κρίση, κυρίως σε ό,τι αφορά τη δημοσιονομική διαχείριση και τη λειτουργία των αγορών, ιδίως της αγοράς εργασίας, μπορεί να αποβεί καταστροφική.

Όπως φαίνεται στο γράφημα Δ01, οι χώρες στη Νότια Ευρώπη, που επηρεάσθηκαν πιο πολύ από την κρίση, έχουν αρχίσει να σημειώνουν ήδη χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά σημαντικό να κρατηθεί το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (της διαφοράς, δηλαδή, των ονομαστικών μισθών και της πραγματικής παραγωγικότητας της εργασίας) υπό έλεγχο. Στους πίνακες Δ03 και Δ04 παρατίθενται οι ονομαστικές αμοιβές μισθωτών και η παραγωγικότητα σε πραγματικούς όρους στην Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία. Την τελευταία τετραετία, με την εξαίρεση της Ισπανίας, η παραγωγικότητα στις άλλες χώρες είτε είναι στάσιμη (Ιταλία), είτε μειώνεται (Ελλάδα, Πορτογαλία). Σε όλες τις χώρες, η μεταβολή των αμοιβών είτε είναι μηδενική (Ιταλία), είτε είναι οριακά θετική (Ισπανία, Πορτογαλία), είτε οριακά αρνητική (Ελλάδα).

Στην Πορτογαλία, ειδικότερα, οι αμοιβές συνεχίζουν να αυξάνουν παρά την πτώση της παραγωγικότητας, που προοιωνίζεται απώλεια ανταγωνιστικότητας και κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης στο άμεσο μέλλον. Επίσης, οι συνεχείς αυξήσεις του κατώτατου μισθού μετά την έξοδο από το Μνημόνιο το 2015 (+20% περίπου) έχουν οδηγήσει σε σημαντική αύξηση των μέσων αμοιβών (+6,5%), αλλά και προκαλέσει σημαντική απώλεια ανταγωνιστικότητας (-5,6%). Αντίθετα, στην διάρκεια της ίδιας περιόδου (2015 – 2018) στην Ισπανία οι αμοιβές (+1,5%) συμβαδίζουν με την αύξηση της παραγωγικότητας (+1,3%), περιορίζοντας την απώλεια ανταγωνιστικότητας σε σχετικά χαμηλά επίπεδα (-0,9%), με την Ισπανία να καταγράφει καλύτερη αναπτυξιακή επίδοση σε σχέση με τις άλλες χώρες. Τέλος, στην Ελλάδα, οι αμοιβές έχουν σταματήσει να μειώνονται και οριακά βελτιώνονται (+0,9%), ενώ η παραγωγικότητα εξακολουθεί να καταγράφει ελαφρά πτώση (-1,1%), αν και επιβραδυνόμενη, ενώ παρατηρείται μία εξασθένιση της ανταγωνιστικότητας κατά -3,1% (Δ03, Δ04 και Δ05).

Ουσιαστικά, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας θα συνεχίσει μάλλον να εξασθενεί, καθώς δεν στηρίζεται από αύξηση της παραγωγικότητας λόγω της καχεξίας των επενδύσεων, υπονομεύοντας την συνεχιζόμενη ανάκαμψη της οικονομίας, όπως αποτυπώνεται πλέον στους περισσότερους δείκτες. Ειδικότερα, το 2018 οι επενδύσεις στις περισσότερες κατηγορίες παρουσίασαν ανάκαμψη, η βιομηχανική παραγωγή ακολούθησε ανοδική πορεία, ο δυναμισμός των εξαγωγών ενισχύθηκε περαιτέρω, η οικοδομική δραστηριότητα συνέχισε να αυξάνεται για 2ο συνεχόμενο έτος μετά από 9 έτη πτώσης, ενώ οι καλές επιδόσεις του τουρισμού συνέβαλαν στην ενίσχυση της απασχόλησης, των εισοδημάτων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Παράλληλα, το οικονομικό κλίμα και η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώθηκαν αισθητά κατά τη διάρκεια του έτους, ενώ η ροή των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες είναι θετική. Η εικόνα αυτή, ωστόσο, συμπληρώνεται από την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας του ιδιωτικού τομέα, με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές να διαμορφώνονται πλέον κοντά στα €100 δισ. και το ποσοστό των κόκκινων δανείων να εξακολουθεί να ξεπερνά το 40%, ενώ η άνοδος του οικονομικού κλίματος ανακόπηκε κατά το τελευταίο τρίμηνο τους έτους.

Πιο αναλυτικά:

  • Το οικονομικό κλίμα παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο τον Δεκέμβριο του 2018 σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα (στις 101,6 μονάδες, από 101,8 τον Νοέμβριο του 2018 και 101,3 τον Δεκέμβριο του 2017), καθώς η ανάκαμψη των επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο, μετά την πτώση που σημείωσαν τους δύο προηγούμενους μήνες, και η νέα βελτίωση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αντισταθμίστηκαν από την επιδείνωση του κλίματος στη βιομηχανία και στις κατασκευές.
  • Η καταναλωτική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε για 6ο συνεχόμενο μήνα και διαμορφώθηκε στις -35 μονάδες, από -35,8 τον προηγούμενο μήνα και -50,3 τον Δεκέμβριο του 2017, κυρίως λόγω των θετικών εκτιμήσεων των νοικοκυριών για την οικονομική τους κατάσταση και τη γενικότερη κατάσταση της χώρας, την ώρα όμως που η πρόθεσή τους για αποταμίευση υποχωρεί. Η αισιοδοξία των νοικοκυριών αποτυπώνεται επίσης στην πρόθεσή τους για μείζονες αγορές, με το ποσοστό αυτών που εκτιμούν ότι θα προβούν σε νέες αγορές να ανέρχεται σε 7,3%, από 3,9% στις αρχές του έτους, και αντίστοιχα αυτών που εκτιμούν μείωση των αγορών να μειώνεται σταθερά (43,5% από 61,8% στις αρχές του έτους).
  • Η παραγωγή στη μεταποίηση πλην πετρελαιοειδών παρουσίασε ανάκαμψη τον Νοέμβριο του 2018 (+6%, έναντι +0,3% τον Νοέμβριο του 2017), έπειτα από οριακή κάμψη τον προηγούμενο μήνα (-0,5%) και παρά την υποχώρηση των επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία στην Ελλάδα και γενικότερα στην Ευρώπη το τελευταίο τρίμηνο του έτους. Η τάση που διαμορφώνεται είναι μεν θετική, αλλά ο ρυθμός ανόδου παρουσιάζει επιβράδυνση από τις αρχές του 2018 (+1,9% το 11μηνο του 2018, επιπλέον αύξησης +3,3% το αντίστοιχο διάστημα το 2017).

-Παρά τις τάσεις προστατευτισμού που διαμορφώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο και τις επιπτώσεις τους στο διεθνές εμπόριο αγαθών, οι ελληνικές εξαγωγές (εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων) συνέχισαν να κινούνται ανοδικά το 2018 (+11,4% στο 11μηνο). Ωστόσο το εμπορικό έλλειμμα (εξαιρουμένων των καυσίμων και των πλοίων) συνέχισε να διογκώνεται (-€14,9 δισ. το διάστημα Ιαν – Νοε 2018 από -€14,2 δισ. το αντίστοιχο διάστημα το 2017), καθώς παράλληλα συνέχισαν να αυξάνονται και οι αντίστοιχες εισαγωγές (+8,7% στο 11μηνο).

  • Ο όγκος λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων ενισχύθηκε κατά +1,7% κατά το διάστημα Ιαν – Οκτ 2018, επιπλέον αύξησης +1,6% το αντίστοιχο διάστημα το 2017. Παρόλα αυτά, τον Οκτώβριο η ανοδική τάση ανακόπηκε (-3,3%), έπειτα από 7 συνεχόμενους μήνες θετικής μεταβολής, γεγονός το οποίο μπορεί να αποδοθεί στη λήξη της τουριστικής περιόδου και τις αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις των νοικοκυριών. Πάντως, οι επιχειρηματικές προσδοκίες στο λιανικό εμπόριο βελτιώθηκαν αισθητά τον Δεκέμβριο του 2018, ενόψει των εορτών των Χριστουγέννων και ενδεχομένως των χειμερινών εκπτώσεων τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο του 2019.
  • εισπράξεις από υπηρεσίες αυξήθηκαν κατά +10% κατά το διάστημα Ιαν – Οκτ 2018, επιπλέον αύξησης +14,3% το αντίστοιχο διάστημα το 2017, με τον τουρισμό να παρουσιάζει αξιοσημείωτες επιδόσεις (+9,9% οι εισπράξεις και +10,8% οι αφίξεις) και τις εισπράξεις από μεταφορές (+14,2%) να έχουν σχεδόν πλήρως αποκατασταθεί, μετά τις αναταράξεις που δημιούργησαν τα capital controls το 2015. Έτσι, το πλεόνασμα του ισοζυγίου υπηρεσιών αυξήθηκε κατά €1,2 δισ. και διαμορφώθηκε σε €18,3 δισ., αντισταθμίζοντας εν μέρει το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
  • Η ροή καταθέσεων των νοικοκυριών ήταν οριακά θετική τον Νοέμβριο του 2018 (+€60 εκατ.), έπειτα από μικρή υποχώρηση τον προηγούμενο μήνα (-€78 εκατ.), ενώ συνολικά το 11μηνο του 2018 οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά €3,5 δισ., με το υπόλοιπό τους να ανέρχεται σε €107,7 δισ. Αντίθετα, οι καταθέσεις των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων μειώθηκαν για 2ο συνεχόμενο μήνα (-€240 εκατ.), αντανακλώντας τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν και που αποτυπώνονται στον αρνητικό ρυθμό χρηματοδότησης (-0,6%) για 9ο συνεχόμενο μήνα.
  • Το ποσοστό ανεργίας διαμορφώθηκε σε 18,6% τον Οκτώβριο του 2018, αμετάβλητο σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα και έναντι 21,0% τον Οκτώβριο του 2017, όμως το ποσοστό ανεργίας των νέων και των μακροχρόνια ανέργων παραμένουν σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο (38,5% και 71,8% αντίστοιχα).

Από την άλλη πλευρά:

  • Οι νέες (από την αρχή του έτους) ληξιπρόθεσμες οφειλές τον Οκτώβριο του 2018 ανήλθαν σε €8,8 δισ. (από €7,84 δισ. τον προηγούμενο μήνα), ενώ συνολικά οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του ιδιωτικού τομέα, νέες και παλιές, προς το κράτος ανήλθαν σε €103,4 δισ., από €99,9 δισ. το Δεκέμβριο 2017.

Τα παραπάνω στοιχεία είναι ενθαρρυντικά, ωστόσο δεν αποτυπώνουν μια εικόνα ισχυρής ανάκαμψης που έχει ανάγκη η χώρα. Σημειώνεται ότι οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ) για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας τα επόμενα έτη είναι μετριοπαθείς και συγκλίνουν κοντά στο +2%. Ο ρυθμός αυτός δεν επαρκεί για να καλυφθούν οι απώλειες της ύφεσης, ενώ ενδέχεται να διαμορφωθεί σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο, δεδομένης της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Επιπρόσθετα, το 2019 είναι έτος εκλογών, γεγονός το οποίο εκ των πραγμάτων θα θέσει την οικονομική δραστηριότητα για ένα διάστημα σε κατάσταση αναμονής ή και αβεβαιότητας. Συνεπώς, θα πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια ώστε το διάστημα αυτό να είναι σύντομο, αποφεύγοντας έναν νέο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, ως αποτέλεσμα προεκλογικών παροχών. Προς αυτή την κατεύθυνση, εκείνο που προέχει είναι η διασφάλιση των συνθηκών που θα επιτρέψουν την πραγματοποίηση επενδύσεων και την αύξηση της απασχόλησης και των εισοδημάτων σε μόνιμη βάση.

Διαβάστε εδώ το Μηνιαίο δελτίο .
Δείτε εδώ το Μηνιαίο δελτίο στα αγγλικά.

Σχετικά Άρθρα