
ΣΕΒ: Η κατάκτηση του μέλλοντος δεν μπορεί να γίνει με σχέδια που απέτυχαν στο παρελθόν
To χαρακτηριστικό της νέας παγκοσμιοποίησης είναι η τεράστια ποικιλία και ευελιξία στην επιλογή σχημάτων και μεθόδων παραγωγής που μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το εγχείρημα κυβερνήσεων «να σχεδιάσουν την ανάπτυξη» με μονοδιάστατες πολιτικές καθίσταται όλο και πιο επισφαλές και με χαμηλότερες πιθανότητες επιτυχίας, σημειώνει σχετική ανάλυση του ΣΕΒ στο Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις.
Η μελέτη της McKinsey για τη ψηφιακή παγκοσμιοποίηση καταγράφει τις τάσεις σχετικής υποχώρησης του εμπορίου αγαθών και πρώτων υλών, προς το ΑΕΠ, καθώς η παραγωγή τελικών αγαθών αποδεσμεύεται από το εργασιακό κόστος, και συνεπώς τοποθετείται πιο κοντά στον τελικό καταναλωτή, καθιστώντας τις αλυσίδες αξίας πιο σύντομες και μειώνοντας τα αγαθά που διακινούνται διεθνώς. Αυτή η τάση αναμένεται να επιταχυνθεί με τεχνολογίες όπως ενδεικτικά η τρισδιάστατη εκτύπωση, που θα αλλάξουν ριζικά το πώς και που παράγονται αγαθά όπως ηλεκτρονικά εξαρτήματα, μέρη οχημάτων, εξοπλισμός και ιατρικά εργαλεία. Την ίδια ώρα όμως η ροή πληροφορίας εκτινάσσεται. Αυτή δεν αφορά μόνο την παραγωγή, αλλά και όλη τη διαδικασία σύνδεσης του καταναλωτή με το αγαθό ή την υπηρεσία που ζητά. Ενδεικτικά, η μελέτη αναφέρει ότι ενώ ο 20ος αιώνας χαρακτηρίστηκε από τη ροή αγαθών, ο 21ος θα χαρακτηριστεί από τη ροή πληροφορίας.
Η μελέτη καταγράφει ότι, σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας όταν οι ροές παρέμεναν κυρίως ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες, τώρα καταγράφεται και μια αύξηση των ροών από και προς αναπτυσσόμενες χώρες. Παλιότερα ήταν κράτη, πολυεθνικές επιχειρήσεις και μεγάλα χρηματοοικονομικά κέντρα που συμμετείχαν στην παγκοσμιοποίηση, ενώ σήμερα μικρές επιχειρήσεις ή ακόμα και άτομα συμμετέχουν σε ψηφιακές πλατφόρμες με παγκόσμια έκθεση μετατρεπόμενες σε «μικροπολυεθνικές» και δίνοντας σε μικρές, νέες, επιχειρήσεις εύκολη πρόσβαση σε παγκόσμιες αγορές, με τις εταιρικές σελίδες σε Facebook ή το Ebay (Διάγραμμα 12) να αποτελούν ενδεικτικό παράδειγμα. Οι παγκόσμιες αυτές πλατφόρμες δίνουν τη δυνατότητα σε μικρές επιχειρήσεις να έχουν παγκόσμια πρόσβαση όχι μόνο σε ό,τι αφορά την προσέγγιση πελατών (361 εκατομμύρια πελάτες αγοράζουν ηλεκτρονικά από άλλη χώρα κατά τη μελέτη, Διάγραμμα 13), αλλά και προμηθευτών, χρηματοδότησης και ταλέντου (Διάγραμμα 14) επιτρέποντας τους την απόκτηση εξωστρέφειας, για πρώτη φορά, ανεξάρτητα μεγέθους. Την ίδια ώρα όμως, οι επιχειρήσεις εκτίθενται σε παγκόσμιο ανταγωνισμό που συμπιέζει τα περιθώρια, με τη διάδοση του Airbnb και την πίεση που ασκεί στις παραδοσιακές ξενοδοχειακές υποδομές να αποτελούν ένα ενδεικτικό και πολύ σχετικό για τη χώρα μας παράδειγμα. Επιπλέον, η συμβολή της γνώσης, δηλαδή των δεδομένων που επεξεργάζονται άνθρωποι με δεξιότητες, στην αξία των αγαθών και υπηρεσιών καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μέρος, με αυτό της ύλης (πρώτων υλών, ενδιάμεσης και τελικής μεταποίησης) να υποχωρεί.
Η εργασία υψηλής εξειδίκευσης με την αξιοποίηση των δεδομένων πλέον αποδεσμεύει την παραγωγή από τους περιορισμούς που έθεταν στο παρελθόν τα φυσικά χαρακτηριστικά της ύλης, και γίνεται κρίσιμο μέρος της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά την ίδια ώρα η εργασία χαμηλότερης εξειδίκευσης αποκτά όλο και μικρότερη σημασία, φέρνοντας τις αναπτυσσόμενες χώρες χαμηλού εργατικού κόστους σε δύσκολη θέση, καθώς ένα βασικό τους συγκριτικό πλεονέκτημα εξανεμίζεται.
Όπως και με την βιομηχανική επανάσταση, η οποία εδραίωσε στις ανεπτυγμένες χώρες ένα κρίσιμο για την αύξηση της παραγωγικότητας τεχνολογικό προβάδισμα και καταδίκασε της αναπτυσσόμενες χώρες στην αδιέξοδη αξιοποίηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων όπως οι πρώτες ύλες και η χαμηλού κόστους εργασία, υπάρχουν συνεπώς ευκαιρίες για ανάπτυξη αλλά και ο κίνδυνος να μείνει μια χώρα ουραγός, αν δεν «προλάβει το τρένο».
Οι ευκαιρίες ανάπτυξης δεν σημαίνουν ότι όλοι θα τις αδράξουν και συνεπώς δεν εξασφαλίζουν αυτόματα σύγκλιση – η αργή σύγκλιση που ήδη καταγράφηκε την εποχή της «υλικής παγκοσμιοποίησης», καταγράφεται από τη μελέτη και στην εποχή της «ψηφιακής παγκοσμιοποίησης» που σημαίνει ότι οι διαφορές που έχουν οι χώρες στην ικανότητα αξιοποίησης των ευκαιριών που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση δεν εξαλείφονται αυτόματα και έχουν την τάση να εδραιώνονται.
Το χαρακτηριστικό της νέας παγκοσμιοποίησης είναι η τεράστια ποικιλία και ευελιξία στην επιλογή σχημάτων και μεθόδων παραγωγής που μπορούν να οδηγήσουν στην επιτυχία. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι το εγχείρημα κυβερνήσεων «να σχεδιάσουν την ανάπτυξη» με μονοδιάστατες πολιτικές καθίσταται όλο και πιο επισφαλές και με χαμηλότερες πιθανότητες επιτυχίας. Από την άλλη, η ενδυνάμωση του ανθρωπίνου δυναμικού, μέσω της άριστης παιδείας, σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή σε ατομικό επίπεδο σε αυτή την παγκόσμια αγορά καθώς και η ένταξη σε παγκόσμιες ροές κάθε είδους αποτελούν προϋποθέσεις , μαζί με την ανυπαρξία εμποδίων που θέτουν διοικητικές διαδικασίες, θεσμικές και ρυθμιστικές αδυναμίες αλλά και η έλλειψη κατάλληλων υποδομών, φυσικών και ψηφιακών σε μια χώρα.
Έχει ενδιαφέρον ότι οι διάφοροι παράγοντες που περιγράφουν την ποιότητα της ανάπτυξης μιας χώρας επιδρούν διαφορετικά στις επιμέρους κατηγορίες εξωστρέφειας που εξετάζει η μελέτη. Έτσι, ενδεικτικά, οι δείκτες ποιότητας υποδομών του WEF για παράδειγμα έχουν ισχυρή συσχέτιση με την εξωστρέφεια αγαθών, αλλά λιγότερο των δεδομένων – αυτό είναι λογικό καθώς τα λιμάνια και οι δρόμοι έχουν σημασία για το εμπόριο, και λιγότερο για τα ψηφιακά start-ups.
Από την άλλη, η ποιότητα των θεσμών και η εκπαίδευση, για παράδειγμα, έχουν πιο μεγάλη σημασία για την εξωστρέφεια δεδομένων, όπου άυλες συμβάσεις και ιδιοκτησίες αναζητούν την προστασία των θεσμών. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι οι παράγοντες που ευνοούν την παραγωγή δεν έχουν σημασία ακόμα και για την ψηφιακή εξωστρέφεια: όπου υπάρχει η παραγωγή υπάρχουν και δουλειές και οικοσυστήματα δουλειών ενώ η συνύπαρξη παραγωγής και γνώσης ενδυναμώνει και τις δυο. Αυξάνεται έτσι η πιθανότητα όταν κάποιος πετύχει στην παγκόσμια ψηφιακή αγορά να μην εγκαταλείψει τη χώρα που τον ανέδειξε για να εγκατασταθεί σε μια χώρα με φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον και πιο αναπτυγμένη δικτύωση – ένα ζήτημα που είναι ιδιαίτερα επίκαιρο για τη χώρα μας.
Παραμένει πάντως ότι η θέση της Ελλάδας (κατατάσσεται στη θέση 47, η οποία παρά την πιο αδύναμη επίδοση στη διασύνδεση σε αγαθά και δεδομένα διαμορφώνεται από τις καλές επιδόσεις στη «διασυνδεσιμότητα» με άλλες χώρες σε υπηρεσίες και ανθρώπους, χάρη στο μεγάλο αριθμό τουριστών όμως και όχι λόγω άλλων ροών υψηλότερης έντασης γνώσης όπως είναι ενδεικτικά τα πνευματικά δικαιώματα, και από χαμηλότερες θέσεις στη ροή αγαθών (παρά τις υψηλές εισαγωγές) και δεδομένων . Τονίζεται ότι παραλείπεται η αναφορά στην κατάταξη στη θέση 54 (από 139 χώρες) στις χρηματοοικονομικές ροές, καθώς τα στοιχεία είναι του 2014 και συνεπώς προγενέστερα της επιβολής των capital controls.