
ΣΕΒ: Η πτώση και η άνοδος της ελληνικής γεωργίας
Ο αγροτικός τομέας της Ελλάδας έχει ιδιαίτερη σημασία για την απασχόληση και την ανάπτυξη λόγω α) του μεγάλου αριθμού των απασχολούμενων σε αυτόν, β) των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που έχει η χώρα στην παραγωγή ορισμένων προϊόντων και γ) της ικανότητας της βιομηχανίας τροφίμων να προσθέτει σημαντική αξία στα προϊόντα τα οποία μπορεί να παράγει η Ελλάδα, σύμφωνα με ανάλυση του εβδομαδιαίου δελτίου του ΣΕΒ.
Όσον αφορά την απασχόληση, παρατηρούμε καταρχήν τον μεγάλο αριθμό των αγροτών – ακόμα και σήμερα σχεδόν 500.000 εργάζονται στον πρωτογενή τομέα σε μια χώρα που πλέον έχει μόνο 3,5 εκατ. εργαζόμενους ή πάνω από 12% του συνόλου όλων των εργαζόμενων, ποσοστό πολύ υψηλό για τα δεδομένα μιας ανεπτυγμένης χώρας και περισσότερο συμβατό με την πραγματικότητα αναπτυσσόμενων χωρών. Μάλιστα, ο αριθμός αυτός των εργαζόμενων περιλαμβάνει μόνο τους εργαζόμενους στον πρωτογενή τομέα.
Δεν περιλαμβάνει όσους έχουν άλλη βασική εργασία και περιστασιακά εργάζονται στην αγροτική παραγωγή για παράδειγμα την εποχή του θέρους ή που η εργασία τους εξαρτάται από τον αγροτικό τομέα χωρίς οι ίδιοι να είναι αγρότες. Μάλιστα, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων αυτών είναι αυτοαπασχολούμενοι (Διάγραμμα 4) ενώ η συμβολή του κλάδου στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας υπολείπεται σημαντικά της συμβολής του στην απασχόληση (Διάγραμμα 5). Την ίδια ώρα ο μέσος κλήρος είναι πολύ μικρός σε σύγκριση με άλλες χώρες (Διάγραμμα 6). Τέλος, όχι μόνο αντιστοιχούν λίγα στρέμματα ανά αγρότη αλλά επιπλέον οι κλήροι αυτοί είναι κατακερματισμένοι (Διάγραμμα 7).
Τα χαρακτηριστικά αυτά δεν αποτελούν αναγκαστικά μειονεκτήματα, αλλά οριοθετούν τις δυνατότητες επέκτασης παραγωγής περισσότερο στην κατεύθυνση της αύξησης της ποιότητας παρά της μείωσης τιμής μέσω της μαζικοποίησης της παραγωγής ενώ επιβάλλουν και την αξιοποίηση δικτύων και κοινών υποδομών που μπορούν να μετασχηματίσουν την κατακερματισμένη παραγωγή σε μεγαλύτερη προσφορά. Τέτοιες υποδομές μπορεί να είναι οι κεντρικές αγορές, τα δημοπρατήρια, τα συσκευαστήρια και μονάδες πρώτης μεταποίησης, σημεία αποδοτικής φορτοεκφόρτωσης σε περιφερειακά λιμάνια έως και πρακτικές όπως η συμβολαιακή γεωργία. Επιπλέον θέτουν περιορισμούς ως προς τη σύνθεση της παραγωγής. Η διάρθρωση αυτή της παραγωγής σε μικρούς και κατακερματισμένους κλήρους που παράγουν προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας και που δεν μεταποιούνται, επηρεάζεται από τις στρεβλώσεις που έχει εισαγάγει η Κοινή Αγροτική Πολιτική.
Έτσι, η παραγωγή ορισμένων προϊόντων στα οποία η χώρα δεν έχει καταρχήν συγκριτικό πλεονέκτημα έχει αυξηθεί λόγω των επιδοτήσεων αυτών την ίδια ώρα που η παραγωγή άλλων αγαθών, κυρίως στην κτηνοτροφία, δεν λαμβάνει καθόλου επιδοτήσεις (εκτενή καταγραφή γίνεται στη μελέτη Α. Δαγκαλίδη).
Ο τρόπος διαχείρισης των πόρων της ΚΑΠ είχε άλλη μια επίπτωση που είναι σημαντική: ενθάρρυνε την έμφαση στην παραγωγή ανεξαρτήτως ποιότητας, με αποτέλεσμα οι παραγωγοί στα επιδοτούμενα προϊόντα να μην προσέχουν την ποιότητα στο βαθμό που θα καθιστούσε την παραγωγή ελκυστική για επόμενα στάδια μεταποίησης. Παρουσιάζεται έτσι το παράδοξο να υπάρχει παραγωγή ορισμένων προϊόντων όπως το σιτάρι αλλά βιομηχανίες να προμηθεύονται σιτάρι από το εξωτερικό όπου είναι σε θέση να διασφαλίσουν την σταθερή ποιότητα.
Η εικόνα μιας αγροτικής παραγωγής που δεν αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας (ενδεικτικά, η εξαγωγή χύμα ελαιόλαδου) καθώς και που οδηγεί στην παραγωγή πρώτης ύλης που στη συνέχεια δεν μεταποιείται (εξαγωγές επιδοτούμενου βαμβακιού καθώς η υψηλή τιμολόγηση ενέργειας στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας έχει οδηγήσει στο κλείσιμο τις περισσότερες μονάδες μεταποίησης) αναδεικνύει την έκταση στην οποία οι σημαντικότατες επιδοτήσεις (Διάγραμμα 8, το 2013 αντιστοιχούσαν σε €6.000 / αυτοαπασχολούμενο αγρότη αν και αυτός ο μέσος όρος μπορεί να κρύβει μεγάλες ανισότητες ως προς την πρόσβαση στις επιδοτήσεις αυτές) δεν έχουν αξιοποιηθεί από τη χώρα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι την περίοδο σημαντικής αύξησης της ανεργίας και κατάρρευσης των εισοδημάτων, οι επιδοτήσεις αυτές ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται συμβάλλοντας σημαντικά στην ανθεκτικότητα των εισοδημάτων των αγροτών, κάτι που κατέγραψε και η μελέτη των Γιαννίτση και Ζωγραφάκη. Τα παραπάνω δεδομένα καταγράφουν ότι η αναδιάρθρωση του αγροτικού τομέα, πριν προχωρήσει σε ποσοτικούς στόχους όπως η αύξηση της απασχόλησης, πρέπει να στοχεύσει σε ποιοτικούς στόχους και συγκεκριμένα στη στροφή της χώρας προς την παραγωγή των προϊόντων στα οποία έχει σημαντικό πλεονέκτημα λόγω ποιότητας και γεωμορφολογίας με μια παράλληλη στόχευση στην ποιότητα και την αύξηση της προστιθέμενης αξίας.
Η βελτίωση του πλαισίου αδειοδότησης, η βελτίωση οδικών δικτύων σε όλη τη χώρα και υποδομών όπως στο λιμάνι του Πειραιά και η απελευθέρωση των οδικών μεταφορών είναι μεταρρυθμίσεις που έχουν τη δυνατότητα να επιτρέψουν την αναβίωση μονάδων πρώτης και δεύτερης μεταποίησης και συνεπώς την αύξηση της προστιθέμενης αξίας των προϊόντων της αγροκτηνοτροφίας.
Η συνεργασία με μεγαλύτερες επιχειρήσεις ή ομάδες επιχειρήσεις μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά στην εκπαίδευση των αγροτών και να τους βοηθήσει να υιοθετήσουν βελτιωμένα πρότυπα ποιότητας. Έτσι, η ποιοτική αναβάθμιση της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα μπορεί να συνοδευτεί με άλλο έναν επιθυμητό στόχο, την παραπέρα ενίσχυση της μεταποίησης τροφίμων στην οποία ήδη η χώρα διακρίνεται.
Παρόλο που τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει καταγραφεί μια εκτενής αναδιάρθρωση της παραγωγής, τα χρόνια της κρίσης ο αγροτικός τομέας προσπαθεί σταθερά να αυξήσει την εξωστρέφεια του, όπως καταγράφεται και από την σταθερά καλή πορεία των εξαγωγών τροφίμων και ειδικά αγροτικών προϊόντων (Πίνακας 5).
Νέοι παραγωγοί στρέφονται στην παραγωγή εξαγώγιμων αγαθών υψηλής προστιθέμενης αξίας και μπορεί τα μεγέθη ακόμα να είναι μικρά, αλλά πιο σημαντικό είναι ότι αλλάζει η νοοτροπία και ότι δίνεται έμφαση στην ποιότητα και εξωστρέφεια.
Η αναδιάρθρωση της αγροτικής θα μπορούσε να μειώσει και την εξάρτηση της χώρας από εισαγωγές κρεάτων, γαλακτοκομικών αλλά και φρέσκων φρούτων και λαχανικών (Πίνακας 6). Κάποιες εισαγωγές σε μπανάνες αλλά ακόμα και σε καρπούζια δικαιολογούνται από τις προτιμήσεις των καταναλωτών, αλλά οι εισαγωγές προϊόντων όπως λεμόνια, πατάτες, ντομάτες, μήλα, μαρούλια, πορτοκάλια, κρεμμύδια, καρπούζια και πεπόνια υποδηλώνουν ότι αξίζει τον κόπο να εξεταστεί γιατί η χώρα μας αναγκάζεται να εισάγει τέτοια προϊόντα. Τέλος, είναι γεγονός ότι το 60% των εισαγωγών φρούτων και λαχανικών και η συντριπτική πλειοψηφία των σημαντικών σε αξία και ποσότητα εισαγωγών κρεάτων και γαλακτομικών προέρχονται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ότι σημαντικές εισροές για την εγχώρια αγροτική παραγωγή είναι εισαγώμενες (λιπάσματα, φυτοφάρμακα) και επηρεάζονται από τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Οι πραγματικότητες αυτές υπογραμμίζουν παραπέρα την ανάγκη επίτευξης συμφωνίας χρηματοδοτικής στήριξης με τους εταίρους μας.