
ΣΕΒ: Μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα. Χτυπά για σένα!
Brexit, and Grexit revisited!
Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ), μίας από τις ισχυρότερες οικονομικά και πολιτικά χώρες του κόσμου, είναι ένα ανυπολόγιστα βαρύ πλήγμα για την ευρωπαϊκή ενοποίηση, σημειώνει το σημερινό Eβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική Οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις του ΣΕΒ.
Μία κακή εξέλιξη στην ιστορία της Ευρώπης που απαιτεί περισυλλογή και αυτοκριτική, ιδίως σήμερα που ευρωσκεπτικιστικά κινήματα ανθούν σε πολλές χώρες, και εν δυνάμει απειλούν τη συνοχή της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η έξοδος αναμφίβολα θα έχει κόστος, όμως εν τέλει οι Βρετανοί θα βρουν τον δρόμο τους καθώς διαθέτουν ισχυρούς θεσμούς και ανταγωνιστική οικονομία, υπάρχουν χιλιάδες Ευρωπαίοι πολίτες εκατέρωθεν που ζουν και ευημερούν στις δύο οικονομικές περιοχές, και μία νέα συνθήκη οικονομικής και πολιτικής συνεργασίας αργά ή γρήγορα, θα καθορίζει τις σχέσεις επ’ ωφελεία και των δύο πλευρών. Από την άλλη πλευρά, η ΕΕ θα πρέπει να ενσκήψει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα στα θέματα κοινωνικής συνοχής και να δημιουργήσει ένα περιβάλλον μεγαλύτερης ασφάλειας για τους πολίτες της και ιδιαίτερα τους πιο ευάλωτους, χωρίς να υπονομεύσει τις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας και οικονομίας. Στην Ελλάδα, η αντίδραση των αγορών μετά το βρετανικό δημοψήφισμα ήταν εντονότατη, παρόλο που η χώρα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα προσαρμογής σε καθεστώς περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και με τις τράπεζες να διαθέτουν ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Προκύπτει, συνεπώς, ως ζητούμενο η προσήλωση της Ελλάδος στην επίτευξη των στόχων του Μνημονίου καθώς οι αγορές, αλλά και οι ηγεσίες στην Ευρωζώνη, εμφανίζουν όλο και μικρότερες πλέον ανοχές στην οικονομική και πολιτική αβεβαιότητα. Η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι θα παραμείνει σχετικά αλώβητη σε οικονομικό επίπεδο, πέραν της επιπρόσθετης υφεσιακής επίπτωσης από την τυχόν επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Είναι τόσες πολλές και μεγάλες οι διαρθρωτικές αλλαγές που πρέπει να γίνουν για να προσελκύσουμε νέες επενδύσεις στην χώρα, που η ενδεχόμενη αποχώρηση του ΗΒ και η αβεβαιότητα στην ανάληψη επενδυτικού κινδύνου που προκαλεί, να θεωρείται παρωνυχίδα στην επενδυτική προσπάθεια της χώρας. Από την άλλη πλευρά, θα είναι ανεπίτρεπτη και αλόγιστη συμπεριφορά να χαλαρώσουμε την εφαρμογή του προγράμματος και να τρενάρουμε τις διαπραγματεύσεις για τις επόμενες αξιολογήσεις όπως στο παρελθόν. Δεν υπάρχει πλέον ούτε η διάθεση ούτε τα περιθώρια επιεικούς διαχείρισης της ελληνικής ιδιαιτερότητας διότι κάτι τέτοιο τροφοδοτεί τον ευρωσκεπτικισμό και φέρνει την Ευρώπη πιο κοντά στην διάσπαση.
Brexit, and Grexit revisited!
Η εξαιρετικά αρνητική έκβαση του δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου (ΗΒ) από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αποτελεί προειδοποιητικό καμπανάκι για όλους. Τηρουμένων των αναλογιών, για πρώτη φορά ακούγεται ξεκάθαρα η φωνή της συσσωρευμένης δυσαρέσκειας των πολιτών, και παίρνει σάρκα και οστά, για την αδυναμία του πολιτικού και οικονομικού συστήματος να διαφυλάξει την κοινωνική και οικονομική συνοχή. Και αυτό συμβαίνει σε μία μεταβατική περίοδο, όπου η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική πρόοδος δημιουργούν σε μία μεγάλη μάζα πολιτών συνθήκες σύνθλιψης των προσδοκιών για μία καλύτερη ζωή στις δυτικές κοινωνίες. Η ψήφος εναντίον της ΕΕ συνιστά προσπάθεια ανθρώπων που θίγονται από τις οικονομικές διεργασίες, να ξαναπάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της ζωής τους. Αλλά ο απλός ψηφοφόρος στέλνει το δυναμικό μήνυμα στις πολιτικές ηγεσίες ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας, που δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί κάτω από το χαλί του κοινωνικού κράτους και της ανταγωνιστικής οικονομίας. Οι δύο αυτοί ακρογωνιαίοι λίθοι των δυτικών κοινωνιών, αν δεν αναπτύσσονται ισόρροπα, τείνουν να δημιουργούν προβλήματα είτε οικονομικής ανασφάλειας είτε ανεπάρκειας πόρων κοινωνικής προστασίας και αφήνουν την κοινωνία ευάλωτη σε πολιτικούς των άκρων, που με απλοϊκές λύσεις θέτουν το όλο κοινωνικό και οικονομικό οικοδόμημα σε κίνδυνο. Κάτι τέτοιο φαίνεται να συμβαίνει σε πολλές δυτικές κοινωνίες σήμερα όπου αυξάνεται το κύρος και η επιρροή κομμάτων διαμαρτυρίας αριστερά και δεξιά του πολιτικού φάσματος, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, περιλαμβανομένης και της Ελλάδος, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία σε καθεμία. Αυτό συνέβη και στο ΗΒ, όπου η ανταγωνιστική της οικονομία δοκιμάζει τις αντοχές των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, σε μία περίοδο που και το κράτος ευημερίας βρίσκεται σε οπισθοδρόμηση (Διάγραμμα πρώτης σελίδας, & Διάγραμμα 1, 2, 3).
Το BREXIT έχει επίσης, δημιουργήσει μία τεράστια αναταραχή στις αγορές, καθώς επαναξιολογούνται εκ του μηδενός οι προοπτικές της βρετανικής οικονομίας από εδώ και πέρα. Το ΗΒ, από μία χώρα που είχε πρόσβαση σε μία ενιαία ευρωπαϊκή αγορά 500 εκατ. καταναλωτών, και προς την οποία κατευθύνεται το 43% των εξαγωγών της, γίνεται μία χώρα όπου θα πρέπει πλέον να επαναδιαπραγματευθεί τη θέση της στην παγκόσμια οικονομία, μία διαδικασία που θα είναι πολύχρονη και θα προκαλέσει απώλεια ευημερίας για το βρετανικό λαό, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.
Η Bank of America Merril Lynch αναθεώρησε την πρόβλεψη της για το ΑΕΠ σε 0,2% το 2017 από 2,3% πριν το δημοψήφισμα. Και, βεβαίως, η εξασθένηση αυτή της βρετανικής οικονομίας σε συνδυασμό με την αύξηση της αβεβαιότητας για τη βιωσιμότητα της ίδιας της ΕΕ στο μέλλον, εκτιμάται από την Bank of America Merrill Lynch να οδηγήσει σε μετριασμό του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη σε 1,1% από 1,6% πριν το δημοψήφισμα για το 2017. Και οι προβλέψεις αυτές, θεωρούν ότι οι νομισματικές αρχές θα πράξουν τα δέοντα ώστε, όσον αφορά σε μέτρα περαιτέρω ποσοτικής χαλάρωσης και προσφοράς ρευστότητας σε ξένα νομίσματα, να μην αποσταθεροποιηθούν οι αγορές λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας στην οποία εισέρχεται η ευρωπαϊκή αλλά και η παγκόσμια οικονομία. Τα μαθήματα που θα πρέπει να αντλήσουμε στην Ελλάδα από το βρετανικό πλήγμα στην ΕΕ, δεδομένου ότι και εμείς φτάσαμε πολύ κοντά στην έξοδο στο παρελθόν, είναι ότι οι αλόγιστες συμπεριφορές, οσοδήποτε και αν μπορούν να δικαιολογούνται από το επίπεδο της ανθρωπιστικής κρίσης που βιώνει η χώρα μας, μπορεί να έχουν πολύ πιο οδυνηρές επιπτώσεις, ιδίως στην περίπτωση μίας αδύναμης οικονομίας, όπως είναι η ελληνική. Εάν εγείρονται σήμερα όλες αυτές οι υφεσιακές ανησυχίες για τη βρετανική οικονομία που είναι μία από τις ισχυρότερες οικονομίες διεθνώς, μπορεί κανείς να φαντασθεί τι θα γινόταν εάν η Ελλάδα επέλεγε ένα χρόνο πριν να μην υπογράψει τη χρηματοδοτική βοήθεια των €86 δις και να κατευθυνθεί προς την έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ. Και, βεβαίως, το ΗΒ έχει το δικό του εθνικό νόμισμα που όσο και αν κλυδωνίζεται αποτυπώνοντας τις εκτιμήσεις των αγορών για τις μελλοντικές οικονομικές εξελίξεις, ταυτόχρονα, διασφαλίζει την επαναφορά της οικονομίας σε κατάσταση ισορροπίας σε κάποια στιγμή στο μέλλον, σε συνδυασμό, με όλα τα μέτρα οικονομικής πολιτικής που λαμβάνονται για τη σταθεροποίηση της οικονομίας ώστε να αποφευχθεί η χρηματοοικονομική κρίση και η έξοδος κεφαλαίων από την χώρα. Κάτι που δε συνέβαινε στην Ελλάδα για μήνες πέρυσι, στην περίοδο της διαπραγμάτευσης. Στην Ελλάδα, η απόφαση υπέρ του BREXIT οδήγησε σε κατακρήμνιση του Ελληνικού Χρηματιστηρίου στις 24/6/2016, όπως έγινε με τα χρηματιστήρια διεθνώς, με τις μετοχές όμως, των ελληνικών τραπεζών σε ελεύθερη πτώση (limit down – 30%), ακολουθώντας τις τραπεζικές μετοχές του ευρωπαϊκού νότου (-15% περίπου) και της υπόλοιπης Ευρώπης (-7% περίπου). Η Ελλάδα δηλαδή υπέστη αναλογικά μεγαλύτερο πλήγμα λόγω της συσχέτισης με την περυσινή προοπτική του GREXIT, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι σήμερα εφαρμόζουμε με σχετική επιτυχία το πρόγραμμα, έχει διασφαλισθεί η χρηματοδότηση της οικονομίας μέχρι το 2018 τουλάχιστον, και οι υφιστάμενοι περιορισμοί στη κίνηση κεφαλαίων αποτρέπουν κάποιου είδους αναταραχή στον χρηματοοικονομικό τομέα. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να διαφυλαχθεί η προσήλωση στην εφαρμογή του προγράμματος καθώς οι προσδοκίες των διεθνών επενδυτών για την Ελλάδα παραμένουν εύθραυστες, όπως έδειξε το βρετανικό δημοψήφισμα, δεδομένου του ιστορικού αναξιοπιστίας της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων διαχρονικά. Το ζητούμενο σήμερα στην ελληνική οικονομία είναι να ξεκινήσουν οι επενδύσεις με κεφάλαια από το εξωτερικό, μιας και το ελληνικό δημόσιο στερείται πόρων και ακόμη και η ακαθάριστη (προ αποσβέσεων) αποταμίευση των νοικοκυριών είναι αρνητική. Η σύνδεση του εγχειρήματος αυτού με την απόφαση του ΗΒ να εγκαταλείψει την ΕΕ διέρχεται μέσω της πιθανολογούμενης εξασθένησης της θέσης της ΕΕ ως επενδυτικού προορισμού, χωρίς να έχει ως μέλος μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου όπως είναι η Μεγάλη Βρετανία. Βεβαίως, πολλά εξαρτώνται και από το πως θα αντιδράσει η ΕΕ στην απώλεια αυτή. Στο θέμα αυτό αναπτύσσονται δύο αντίρροπες δυνάμεις. Από την μία πλευρά, οι ευρωσκεπτικιστές δυναμώνουν πλέον τη φωνή τους σε όλες τις χώρες της ΕΕ, προσπαθώντας να αξιοποιήσουν την λαϊκή δυσαρέσκεια που φούντωσε τα τελευταία χρόνια, μετά την χρηματοοικονομική κρίση και ύφεση του 2007-2009. Το εγχείρημα της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ μπορεί να ενέχει μεγάλο κόστος για την οικονομία της και το πολιτικό της σύστημα. Τα κόμματα υφίστανται ήδη τη δράση διασπαστικών δυνάμεων καθώς επαναοριοθετούν τη στάση τους, αλλά και το ίδιο συμβαίνει με μεγάλες περιοχές του Η.Β. που ψήφισαν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ όπως η Σκωτία, η Βόρεια Ιρλανδία, το Λονδίνο κ.λπ. Μπορεί, όμως, να μην συμβεί και τίποτα από όλα αυτά στο τέλος. Αναλόγως, λοιπόν, θα επηρεασθεί και το κίνημα του ευρωσκεπτικισμού. Από την άλλη πλευρά, το μέλλον εξαρτάται, επίσης, και από το πώς θα επιλέξουν να αντιδράσουν οι υπέρτερες σήμερα φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Αναρωτιέται κανείς εάν θα βαδίσουμε, πλέον, με πιο αποφασιστικά βήματα σε μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση και, κυρίως, σε πολιτική ενοποίηση, λαμβάνοντας περισσότερο υπόψη και την κοινωνική συνοχή των λαών της Ευρώπης ή θα προσποιούμεθα ότι η κάθε χώρα είναι ένα νησί και ότι είναι στα καθήκοντα της εθνικής καθεστηκυίας τάξης να συνθέσει τις λαϊκές ανησυχίες σε μία ομογενοποιημένη λειτουργική θέση υπέρ της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό που είναι ανησυχητικό είναι ότι η επίσημη νομενκλατούρα των Βρυξελλών φαίνεται να θεωρεί το BREXIT ως ένα τεχνικό συμβάν που χρήζει γραφειοκρατικής αντιμετώπισης όταν το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτικό, όπως αποδεικνύεται από τα κινήματα ευρωσκεπτικισμού σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες. Χρειάζεται προσοχή για να μην τροφοδοτηθεί ένα κύμα απαιτήσεων για δημοψηφίσματα σε άλλες χώρες. Και αυτό δεν πρόκειται να γίνει με το να πιέσουμε την Βρετανία να αποχωρήσει όσο το δυνατόν νωρίτερα και με τους χειρότερους δυνατούς όρους συνεργασίας προς παραδειγματισμό των ευρωπαϊκών λαών. Αυτό θα γίνει μόνο εάν οι πολιτικές ηγεσίες στην Ευρώπη ενσκήψουν πάνω στα αίτια που προκαλούν τις φυγόκεντρες δυνάμεις για διάλυση της ΕΕ. Από τον συνδυασμό των δυνάμεων, δράσεων και αντιδράσεων των παραπάνω παραγόντων, μπορεί να προκύψει μία ισχυρότερη ΕΕ, ακόμη και χωρίς τη Μεγάλη Βρετανία, ή να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Συνεπώς, δεδομένου του ασαφούς μέλλοντος που διαμορφώνεται, η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στον ισχυρό πυρήνα της Ευρώπης και να επιδιώξει να αναπτυχθεί με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα απ’ ό,τι μέχρι σήμερα. Δυστυχώς, για μικροπολιτικούς κυρίως λόγους, η ελληνική οικονομία έχει καταρρεύσει και η ανόρθωση της τίθεται εν αμφιβόλω λόγω της υπερφορολόγησης. Και η κατάσταση θα γίνει χειρότερη εάν επιχειρήσουμε να χαλαρώσουμε την εφαρμογή των μέτρων λιτότητας, κάτι που θα μας φέρει ξανά στα πρόθυρα του GREXIT. Όσον αφορά, λοιπόν, στις επιπτώσεις του BREXIT στην ελληνική οικονομία και τα οικονομικά μεγέθη, οι φόβοι που ήδη διατυπώνονται είναι μάλλον υπερβολικοί. Πρώτον, η Μεγάλη Βρετανία είναι και θα παραμείνει μέλος της ΕΕ τουλάχιστον τα επόμενα δύο χρόνια. Συνεπώς, υπάρχει χρόνος για τις επιχειρήσεις να επαναξιολογήσουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες από και προς τη Μεγάλη Βρετανία. Δεύτερον, η εξασθένιση της λίρας, που μπορεί να είναι και προσωρινή, επηρεάζει αρνητικά τις εξαγωγές, τον τουρισμό και τις μεταφορές της Ελλάδος . Τα ποσά όμως, είναι σχετικώς μικρά, δηλαδή €1,1 δις από €26 δις εξαγωγών αγαθών, €1,4 δις από €12 δις εισπράξεις από τουρισμό, και €2,1 δις από €12 δις εισπράξεις από μεταφορές. Επηρεάζει, πάντως, θετικά τις ελληνικές εισαγωγές (€1,25 δις από €43,6 δις συνολικές εισαγωγές), καθώς και τα εμβάσματα και τα λεφτά που στέλνουν οι έλληνες γονείς στα παιδιά τους που σπουδάζουν στο ΗΒ. Και τα περί αύξησης των διδάκτρων στους έλληνες φοιτητές λόγω εξομοίωσης τους με άλλους διεθνείς επισκέπτες είναι υπερβολικό. Ας μην ξεχνάμε ότι χιλιάδες Βρετανοί πολίτες ζουν σε όλη την ΕΕ, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα όπου έχουν αποκτήσει και σπίτια και πολλοί ζουν τα «αργυρά» χρόνια τους σε πλήρη αρμονία με τους Έλληνες. Συνεπώς, το πλαίσιο οικονομικής συνεργασίας που θα προκύψει από την επαναδιαπραγμάτευση της σχέσης ΗΒ και ΕΕ θα είναι φιλικό προς τους χιλιάδες ‘Έλληνες που ζουν και ευημερούν στο ΗΒ. Τρίτον, η Ελλάδα έχει μία ανεπανάληπτη ευκαιρία να προσπαθήσει να αναπτύξει τον Πειραιά ως μεγάλο ναυτιλιακό/ασφαλιστικό κέντρο και να υποκαταστήσει το Λονδίνο ως οικονομικό κέντρο εξυπηρέτησης της ναυτιλίας. Όπως αναφέρει ο Γ. Γράτσος, πρώην Πρόεδρος του Ναυτικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας, στο ΗΒ, εισρέουν €45 δις ετησίως grosso modo με συνεισφορά της ναυτιλίας μόλις στο ¼ της ελληνόκτητης, και απασχολούνται σχεδόν 600.000 άτομα στους ναυτιλιακούς κλάδους ναυλώσεων, ασφαλίσεων, υπηρεσιών λιμένων κ.ο.κ. Ο ελληνικός νηογνώμονας είναι σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ ο νορβηγικός που ήδη συγχωνεύθηκε με τον γερμανικό, έχει 10.500 υπαλλήλους σε 300 γραφεία παγκοσμίως και παρακολουθεί το 15% της μεταφορικής ικανότητας παγκοσμίως. (σχεδόν όση είναι και η μεταφορική ικανότητα της ελληνόκτητης ναυτιλίας) Ο Πειραιάς, που διαθέτει ήδη 800 διαχειρίστριες εταιρείες και μικρά περιφερειακά γραφεία ξένων εταιρειών που σχετίζονται με τη ναυτιλία, έχει τις δυνατότητες να γίνει η πρώτη δύναμη στον ναυτιλιακό κλάδο, ιδίως τώρα που γίνεται μεγάλο διαμετακομιστικό κέντρο. Όλα προϋποθέτουν να φτιαχτεί ένα κλίμα προσέλκυσης ναυτιλιακών γραφείων παντός είδους με το κατάλληλο σταθερό φορολογικό και θεσμικό πλαίσιο. Όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν και χωρίς το BREXIT. Αλλά η ευκαιρία παρουσιάζεται ξανά σήμερα, και ίσως έχει σημάνει η ώρα πλέον να δραστηριοποιηθούμε.