
ΣΕΒ: Νοικοκυριά σε απόγνωση… με σπίτι και αυτοκίνητο, αλλά χωρίς λεφτά!
Μετά από μία δεκαετία ευημερίας με δανεικά, τα ελληνικά νοικοκυριά, από το 2009 και μετά, έχουν υποστεί μία από τις μεγαλύτερες, σε καιρό ειρήνης, απομειώσεις του βιοτικού τους επιπέδου, του εισοδήματος και της περιουσίας τους. Στα ασθενέστερα, ιδίως, οικονομικά στρώματα, η φτώχεια, η ανεργία και ο κοινωνικός αποκλεισμός προβάλλουν ως παγιωμένες καταστάσεις, που δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο με την ταχεία επιστροφή συνθηκών υγιούς ανάκαμψης της ιδιωτικής οικονομίας, σημειώνει το Εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την Ελληνική οικονομία.
Για τη μεγάλη μάζα των νοικοκυριών, πάντως, οι προκλήσεις από την χειροτέρευση των κοινωνικοοικονομικών τους χαρακτηριστικών αντιμετωπίζονται χωρίς να προκαλούνται συστημικές ασυνέχειες, όπως προκύπτει από την Έρευνα Χρηματοδότησης και Κατανάλωσης Νοικοκυριών, που διενεργεί περιοδικά, για όλες τις χώρες της Ευρωζώνης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αν και, σε σχετικά μεγάλο βαθμό, τα ελληνικά νοικοκυριά ζουν σε δικό τους σπίτι και έχουν αυτοκίνητο (και αρκετοί εξοχικό), οι τραπεζικές καταθέσεις τους είναι κατά κανόνα πολύ χαμηλές, και συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην εξυπηρέτηση των δανείων τους. Οι οικογένειές τους περιλαμβάνουν σε μεγαλύτερο βαθμό συνταξιούχους και μη εργαζόμενα μέλη απ’ ό,τι παλαιότερα, δεν μπορούν να αποταμιεύσουν σε σταθερή βάση, αλλά ούτε ζητούν πλέον οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς, ενώ μερικοί χρωστούν περισσότερα από όσο αξίζει η περιουσία τους (και όχι μόνο στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα), κ.ο.κ.. Η οικογένεια, αν και εξασθενημένη, δρα ακόμη ως δίχτυ κοινωνικής ασφάλειας και προστασίας. Οι αντοχές, βεβαίως, εξαντλούνται και οι νέοι, κυρίως, αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο εργασιακό περιβάλλον που τους εμποδίζουν να φτιάξουν την ζωή τους. Σε κάθε περίπτωση, τα προβλήματα δεν λύνονται μόνο με την ανακατανομή εισοδημάτων από τους περισσότερο στους λιγότερο ικανούς ή τυχερούς στην παραγωγική διαδικασία. Το μόνο που κάνει η πολιτική αυτή είναι να διαιωνίζει την φτώχεια και την ανημπόρια, με την υπερφορολόγηση των πιο παραγωγικών στρωμάτων να στερεί από τους ανθρώπους που υποφέρουν, τις δουλειές που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν. Επιπλέον, η διατήρηση περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων είναι αντιπαραγωγική καθώς εμποδίζει τα ελληνικά νοικοκυριά να επενδύουν τις αποταμιεύσεις τους κατά το δοκούν, εξασθενώντας την ροπή προς αποταμίευση καθώς οι επιλογές εναλλακτικών τοποθετήσεων, μετά την κατάρρευση και της οικοδομής, είναι περιορισμένες. Αλλά ούτε και οι ξένοι επενδυτές θα επιλέξουν να φέρουν τα λεφτά τους σε μία χώρα όπου δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι οι ροές κεφαλαίων με το εξωτερικό είναι διασφαλισμένες. Ταυτόχρονα, το κόστος για την οικονομία είναι τεράστιο καθώς οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων επιτρέπουν στην κυβέρνηση να κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, μιας και δεν υπάρχουν σοβαρές πιέσεις μαζικής φυγής των καταθέσεων από τις τράπεζες κάθε φορά που αυξάνεται η αβεβαιότητα, όπως γινόταν πριν την επιβολή τους.
-Το οικονομικό κλίμα υποχώρησε στις 92,9 μονάδες τον Φεβρουάριο του 2017, κυρίως λόγω της σημαντικής πτώσης της καταναλωτικής εμπιστοσύνης σε επίπεδα 2012, αλλά και της κάμψης των προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο. Η ανάκαμψη του όγκου λιανικών πωλήσεων πλην καυσίμων που είχε αρχίσει από το 3ο τρίμηνο του 2016 (+3,7%), αποδυναμώθηκε ελαφρά το τελευταίο τρίμηνο του 2016 (+2,3%), λόγω της σημαντικής υποχώρησης που σημειώθηκε τον Δεκέμβριο 2016 (-0,9%).
Η ακτινογραφία του ελληνικού νοικοκυριού μέσα στην κρίση
Η μακροχρόνια κρίση και ύφεση από το 2009 και μετά, που ακολούθησε μία δεκαετία ευημερίας που βασίστηκε εν πολλοίς στο δανεισμό (ιδιωτικό και δημόσιο) έχει αφήσει το αποτύπωμά της στην κοινωνική και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών. Μέσα σε μία πενταετία, από το 2009 μέχρι το 2014, έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των νοικοκυριών με 1-2 άτομα και έχει συρρικνωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με 3-4 άτομα, χωρίς, όμως, να έχουμε ακόμη προσεγγίσει τους μέσους όρους στην Ευρωζώνη, όπου η τάση να ζει κανείς μόνος του ή σε ζευγάρι είναι πολύ μεγαλύτερη (Δ01).
Το 72% των ελληνικών νοικοκυριών διαθέτουν ιδιόκτητο σπίτι (και από αυτούς το 16% έχει στεγαστικό δάνειο), ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ευρωζώνη είναι 61.2% και 32%, με αυτούς που νοικιάζουν στην Ελλάδα να είναι αναλογικά λιγότεροι. Όσον αφορά στην ηλικία του οικογενειάρχη, αν και το 2014 δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες διαφορές μεταξύ Ελλάδος και Ευρωζώνης, αξίζει να αναφερθεί ότι το 2009 και μετά έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχη ηλικίας 45-54 ετών, πιθανόν λόγω επανένταξης στο νοικοκυριό ανέργων παιδιών, ενώ έχει μειωθεί αντίστοιχα το ποσοστό των νοικοκυριών με οικογενειάρχες σε νεότερες ηλικίες. Επίσης, έχει αυξηθεί το ποσοστό των νοικοκυριών όπου η ηλικία του οικογενειάρχη είναι άνω των 65 ετών και, ιδίως, άνω των 75 ετών, αποτέλεσμα ίσως της ομαδικής συμβίωσης μεγαλύτερων σε ηλικία ατόμων ή της φροντίδας παιδιών από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους λόγω της ανεργίας και της οικονομικής δυσπραγίας των γονέων τους. Η εικόνα αυτή είναι συμβατή με στοιχεία με την εργασιακή κατάσταση του Έλληνα οικογενειάρχη, όπου έχουν αυξηθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες συνταξιούχους ή μη εργαζόμενους, και έχουν αντίστοιχα συρρικνωθεί τα ποσοστά των νοικοκυριών με οικογενειάρχες μισθωτούς ή αυτοαπασχολούμενους. Έχει ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι τα νοικοκυριά με οικογενειάρχη αυτοαπασχολούμενο μειώθηκαν συγκριτικά περισσότερo από εκείνα που ο οικογενειάρχης είναι μισθωτός, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης έπληξαν σε μεγαλύτερο βαθμό τους αυτοαπασχολούμενους. Τέλος, φαίνεται να μειώνονται τα ποσοστά των νοικοκυριών που ο οικογενειάρχης έχει αντιστοίχως πρωτοβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, καθώς άνθρωποι με πρωτοβάθμια μόνο εκπαίδευση αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες σε περιβάλλον κρίσης και ύφεσης, και άνθρωποι με τριτοβάθμια εκπαίδευση αντιμετωπίζουν, σε ένα δυσμενές οικονομικό περιβάλλον, και την προοπτική μετανάστευσης στο εξωτερικό. Στην δεκαετία πριν από την κρίση, το χρέος των νοικοκυριών εκτοξεύθηκε στα ύψη καθώς απελευθερώθηκε πλήρως η στεγαστική και η καταναλωτική πίστη. Η διαθέσιμη ρευστότητα με σχετικώς χαμηλά τραπεζικά επιτόκια, σε ένα περιβάλλον αύξησης της απασχόλησης και των εισοδημάτων, λόγω και της διόγκωσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που χρηματοδοτούνταν από εξωτερικό δανεισμό, έδωσε την ευκαιρία για πρώτη φορά σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού να αποκτήσουν σπίτι και αυτοκίνητο, και να επεκτείνουν την καταναλωτική τους δαπάνη με την βοήθεια πιστωτικών καρτών και άλλων τραπεζικών δανείων προς ιδιώτες (Δ02). Το 2014, το 72,1% των νοικοκυριών είχε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, με το 35,7% των νοικοκυριών να έχει και πρόσθετα ακίνητα στην κατοχή του, το 70,6% των νοικοκυριών έχει αυτοκίνητο και ένα 15,7% των νοικοκυριών έχει κάποια ατομική επιχείρηση (από 9.8% των νοικοκυριών το 2009 πριν την κρίση, Δ03), καθώς αυξήθηκε η λεγόμενη «επιχειρηματικότητα ανάγκης» .
Το 73,9% των νοικοκυριών διέθετε καταθέσεις σε τράπεζες, διάμεσης αξίας €2 χιλ., και ένα πολύ μικρό μονοψήφιο ποσοστό νοικοκυριών διέθετε και άλλα χρηματοοικονομικά επενδυτικά προϊόντα, όπως ομόλογα, μετοχές, αμοιβαία κεφάλαια κτλ. Σε σχέση με τα προ κρίσης (2009) επίπεδα, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν έχουν αλλάξει ουσιωδώς, πέραν της μείωσης των περιουσιακών αξιών και των εισοδημάτων που έφερε η μεγάλη ύφεση (Δ04).
Με την είσοδο της χώρας στην κρίση, όχι μόνον ανακόπτεται η επέκταση στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων, αλλά επέρχεται σταδιακά και αδυναμία εξυπηρέτησης των, καθώς τα εισοδήματα μειώνονται και η ανεργία εκτοξεύεται στα ύψη. Έκτοτε, οι χρηματοδοτικές ροές (εκταμιεύσεις μείον αποπληρωμές δανείων) εξακολουθούν να είναι αρνητικές, καθώς τα νέα δάνεια (στεγαστικά και καταναλωτικά) που χορηγούνται υπεραντισταθμίζονται από την συνεχιζόμενη αποπληρωμή των παλαιών δανείων (Δ05). Τον Ιούνιο 2016, τα υπόλοιπα των στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων ανέρχονταν σε € 67,2 δισ. και € 27,6 δισ. αντιστοίχως, με το 41,8% των στεγαστικών και το 55,3% των καταναλωτικών να είναι μη εξυπηρετούμενα. Ένα ποσοστό 40% των στεγαστικών και 65% των καταναλωτικών δανείων είναι σε οριστική καθυστέρηση και οι συμβάσεις έχουν καταγγελθεί (Δ06). Σύμφωνα με διάφορες μετρήσεις, ένα ποσοστό 30% των μη εξυπηρετούμενων στεγαστικών δανείων δεν εξυπηρετείται από πιστούχους που αν και έχουν την οικονομική δυνατότητα, επιλέγουν να μην πληρώνουν («στρατηγικοί κακοπληρωτές»).
Μέχρι το 2009, το 36,6% των νοικοκυριών είχε συσσωρεύσει ιδιωτικά χρέη, με το 17,5% να έχει λάβει στεγαστικό δάνειο και το 26,1% να έχει δανεισθεί μέσω καταναλωτικών δανείων και πιστωτικών καρτών. Οι αριθμοί δεν αθροίζουν λόγω της σωρευτικής συνδυασμένης χρήσης στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης από ορισμένα νοικοκυριά (Δ07). Σε κάθε περίπτωση, το διάμεσο ελληνικό νοικοκυριό (50% των νοικοκυριών βρίσκεται άνω και κάτω του διάμεσου) είχε συσσωρεύσει χρέος € 15,1 χιλ. Όσοι είχαν λάβει στεγαστικό δάνειο, είχαν χρεωθεί με €43,7 χιλ. και όσοι είχαν καταναλωτικά δάνεια με €4,6 χιλ. Η κρίση είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί δραστικά το ποσοστό των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος σε 27,1%, (42,4% στην Ευρωζώνη), με ανάλογη μείωση και του υπολοίπου του δανείου, καθώς νέες εκταμιεύσεις δανείων, είτε στεγαστικών είτε καταναλωτικών, περιορίσθηκαν σημαντικά ή και εκμηδενίστηκαν. Το διάμεσο χρέος του ελληνικού νοικοκυριού το 2014 ανερχόταν σε €12,1 χιλ. ενώ στην Ευρωζώνη το αντίστοιχο νοικοκυριό επιβαρύνεται με χρέος €28,2 χιλ.. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η κατανομή των νοικοκυριών με τραπεζικό χρέος κατά κατηγορία εισοδηματικού κλιμακίου αποκαλύπτει ότι το πιο φτωχό εισοδηματικά κατώτατο 20% των νοικοκυριών έχει μεγαλύτερο χρέος από το αντίστοιχο νοικοκυριό στην Ευρωζώνη, με το ανώτατο 20% να έχει χρέος 50% ανώτερο από το διάμεσο χρέος ενώ στην Ευρωζώνη το ποσοστό αυτό υπερβαίνει το 300% (Δ08).
Στον πίνακα Δ09, παρατίθενται διάφοροι δείκτες του βαθμού υπερχρέωσης των νοικοκυριών και χρηματοοικονομικής ευπάθειας. Στην Ελλάδα, το χρέος αντιπροσωπεύει το 17,4% των περιουσιακών στοιχείων των νοικοκυριών (25,7% στην Ευρωζώνη), το 53,3% του διαθέσιμου εισοδήματος (71,8% στην Ευρωζώνη) και η εξυπηρέτηση του απορροφά το 16,8% του διαθέσιμου εισοδήματος (13,5% στην Ευρωζώνη).
Παρατίθενται, επίσης, παρόμοιοι δείκτες για την επιβάρυνση με στεγαστικά δάνεια, που δεν διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ Ελλάδας και Ευρωζώνης. Μεγάλη διαφορά, όμως, παρατηρείται στον δείκτη ρευστότητας ως ποσοστού του διαθεσίμου εισοδήματος, που στην Ελλάδα είναι μόλις 2,8% (4,9% το 2009), όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 16,7%. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά κατά κανόνα δεν είναι υπερχρεωμένα, αν και συναντούν μεγαλύτερη δυσκολία στην εξυπηρέτηση των δανείων τους, και η ρευστότητα τους είναι πολύ πιο συμπιεσμένη, σε σχέση με τα νοικοκυριά στην Ευρωζώνη. Σημειώνεται, επίσης, ότι ο λόγος χρέους προς διαθέσιμο εισόδημα που είναι 53,3% στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερος της Ιρλανδίας (102,1%), της Ισπανίας (141,8%), της Πορτογαλίας (198,5%), της Ολλανδίας (177,1%) και της Κύπρου (251%). Σε όλες αυτές τις χώρες, πάντως, ο λόγος εξυπηρέτησης του χρέους προς εισόδημα δεν διαφέρει δραματικά από εκείνον των ελληνικών νοικοκυριών, με την εξαίρεση της Κύπρου όπου είναι υπερδιπλάσιος και ανέρχεται σε 35,7%. Στον πίνακα Δ10, μπορούμε, επίσης, να δούμε πως κατανέμεται ο δείκτης χρέους προς εισόδημα και εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα στα νοικοκυριά, δεδομένων των κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών τους.
Ο λόγος χρέους προς εισόδημα, που για το διάμεσο νοικοκυριό είναι 53,3%, ανεβαίνει στο 328,7%, και ο λόγος εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα, που για το διάμεσο νοικοκυριό είναι 16,8%, ανεβαίνει σε 69,7%, στο φτωχότερο εισοδηματικά 20% των νοικοκυριών. Για συγκριτικούς λόγους και μόνο, παρατηρείται ότι ο λόγος εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα στο φτωχότερο εισοδηματικά 20% των νοικοκυριών ανέρχεται σε 47,3% στην Ισπανία και 145% στην Κύπρο, ενώ ο λόγος χρέους προς εισόδημα σε 405,3% και 832,5% αντιστοίχως. Διεθνώς, οι τράπεζες συνήθως δεν δανείζουν σε πελάτες όταν ο λόγος εξυπηρέτησης χρέους προς εισόδημα υπερβαίνει το 35-40%. Όπως φαίνεται στον πίνακα Δ08, στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών που έχει χρέος στο κατώτατο αυτό εισοδηματικό κλιμάκια ανέρχεται σε 17,6% και κάθε νοικοκυριό επιβαρύνεται με χρέος €9,7 χιλ. (διάμεσος). Συνεπώς, σε αυτό το εισοδηματικό κλιμάκιο συγκεντρώνονται, κατά πάσα πιθανότητα αν και όχι αποκλειστικά, τα νοικοκυριά που παρουσίασαν πρόβλημα εξυπηρέτησης του χρέους τους.
Στον Πίνακα Δ11, καταγράφονται δείκτες χρηματοδοτικής ασφυξίας για τα νοικοκυριά. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ενώ το 2009 το 8.8% των νοικοκυριών είχε κάνει αίτηση για δάνειο μέσα στα προηγούμενα τρία χρόνια, το ποσοστό αυτό έχει κατέλθει σε μόλις 2,5% το 2014, ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν έκανε αίτηση για δάνειο καθώς διέβλεπε αρνητική εξέλιξη όσον αφορά στην έγκρισή του, έχει ανέλθει σε 4,2% το 2014 από 3,3% το 2009. Από τα νοικοκυριά που έκαναν αίτηση για δάνειο μέσα στα προηγούμενα τρία χρόνια, το 2014 ένα ποσοστό 72% δεν έλαβε δάνειο, ή έλαβε μικρότερο ποσό από αυτό που είχε αιτηθεί, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 41,4% το 2009. Συνολικά, το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει πρόβλημα στην λήψη δανείου λόγω κακής πιστοληπτικής ικανότητας διαμορφώνεται σε 5%, όταν στην Ιρλανδία είναι 14,7%, στην Ισπανία 11,5%, στην Πορτογαλία 7,1%, στην Κύπρο 9,9%, και στο σύνολο της Ευρωζώνης 8%. Βεβαίως, ενώ το ποσοστό των νοικοκυριών που έκανε αίτηση για δάνειο στην Ελλάδα το 2014 ήταν μόνο 2,5%, στην Ιρλανδία ήταν 28,1%, την Ισπανία 18,4%, την Πορτογαλία 14,4%, την Κύπρο 17,8% και το σύνολο της Ευρωζώνης 18,6%. Τα μεγέθη αυτά συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η πτώση του εισοδήματος ήταν τόσο δριμεία στην Ελλάδα, και η αβεβαιότητα τόσο μεγάλη, λόγω της κρίσης, που οδήγησε σε κατάρρευση της όποιας ζήτησης, κυρίως για στεγαστικά δάνεια, σε συνδυασμό, βεβαίως, με την εισαγωγή του ΕΝΦΙΑ που κατέστησε την κατοχή των ακινήτων αντιοικονομική.
Από τα στοιχεία της έρευνας χρηματοδότησης και κατανάλωσης νοικοκυριών της ΕΚΤ (Δ12) προκύπτει ότι το 3,2% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι 5,2% στην Ευρωζώνη ως σύνολο, έχουν καθαρή αρνητική θέση περιουσίας, δηλαδή τα χρέη τους είναι μεγαλύτερα της περιουσίας τους. Παρατηρείται ότι σε όλα τα εισοδηματικά κλιμάκια, ακόμη και στα ανώτατα, υπάρχουν νοικοκυριά που έχουν αρνητική καθαρή θέση περιουσίας, η οποία κορυφώνεται σε περιπτώσεις που ο οικογενειάρχης είναι ιδιοκτήτης σπιτιού και εξυπηρετεί στεγαστικό δάνειο, είναι σχετικά νεότερος σε ηλικία και έχει μεγαλύτερη οικογένεια.
Από τον Πίνακα Δ13, προκύπτει επίσης ότι το 2014 μόνο το 13,5% των νοικοκυριών στην Ελλάδα, έναντι του 45,1% στην Ευρωζώνη, έχει τη δυνατότητα να αποταμιεύει σε τακτική βάση.
Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη. Αντιστοίχως, το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι μπορούν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς είναι 36,4% στην Ελλάδα, έναντι 52,3% στην Ευρωζώνη, που είναι το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό στις χώρες της Ευρωζώνης. Σημειώνεται ότι το 2009, πριν από την κρίση, το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που μπορούσε να αποταμιεύει ήταν 21,9% (δεύτερο χαμηλότερο πάνω από την Πορτογαλία), έναντι 41,2% στην Ευρωζώνη. Πιο έντονη είναι η διαφορά όσον αφορά στο ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν ότι μπορούν να ζητήσουν οικονομική βοήθεια από φίλους ή συγγενείς, που πριν την κρίση (2009) ήταν 59,4%. Η μεγάλη πτώση του ποσοστού αυτού στο 36,4% το 2014, καταδεικνύει ανάγλυφα την μιζέρια που βιώνουν τα ελληνικά νοικοκυριά λόγω της παρατεταμένης ύφεσης. Σε κάθε περίπτωση, παρατηρείται ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των νοικοκυριών που μπορούν να αποταμιεύσουν στο κατώτατο εισοδηματικά 20% κλιμάκιο, είναι μόλις 7,2%, και 29,3% στο ανώτατο 20%, ενώ η δυνατότητα για αποταμίευση επηρεάζεται αρνητικά εάν ο οικογενειάρχης είναι ιδιοκτήτης σπιτιού και εξυπηρετεί στεγαστικό δάνειο, είναι πιο νέος ή πιο ηλικιωμένος, και εάν το νοικοκυριό αποτελείται από λιγότερα ή περισσότερα των 2 ατόμων. Οι αποταμιεύσεις των νοικοκυριών στο τραπεζικό σύστημα παρουσιάζουν, μετά την έναρξη της κρίσης το 2009, μία σημαντική καθοδική πορεία, όχι μόνο λόγω της ραγδαίας πτώσης των εισοδημάτων, αλλά κυρίως λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας σχετικά με την παραμονή ή όχι της χώρας στην Ευρωζώνη. Πιο πρόσφατα, οι καταθετικές ροές, έχουν επηρεασθεί από την μεγάλη αβεβαιότητα που κυριάρχησε από τον Νοέμβριο του 2014 και μέχρι τον Ιούνιο του 2015, όταν οι καθαρές εκροές καταθέσεων των νοικοκυριών ανήλθαν σταδιακά σε €32.6 δισ., όσο δεν έκλειναν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ θεσμών και κυβέρνησης, αναγκάζοντας τα δύο μέρη να συμφωνήσουν στην επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων για να μην φεύγουν στο εξωτερικό τα λεφτά που έδινε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις ελληνικές τράπεζες για να καλύψει την διαφορά μεταξύ καταθέσεων και χορηγήσεων, το λεγόμενο εμπορικό κενό των τραπεζών. Με την επιβολή των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, ανακόπηκε εν πολλοίς η έξοδος καταθέσεων των νοικοκυριών από το τραπεζικό σύστημα, και με την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου άρχισαν οι ροές να γίνονται θετικές, ιδίως μετά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης την άνοιξη του 2016. Συνολικά, πάντως, μετά τον Ιούνιο 2015 και μέχρι και τον Ιανουάριο του 2017, οι σωρευτικές καθαρές καταθετικές ροές των νοικοκυριών ήταν ελαφρά αρνητικές (-€0,5 δισ.), έναντι καθαρών εκροών ύψους €36,2 δισ. που είχαν προηγηθεί της επιβολής των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων τον Ιούνιο 2015 (Δ14).
Έτσι, λοιπόν, 19 μήνες μετά την επιβολή περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, τα υπόλοιπα των καταθέσεων των νοικοκυριών παραμένουν ουσιαστικώς αμετάβλητα, παρά την εφαρμογή του 3ου Μνημονίου. Σε κάθε περίπτωση, οι σημειούμενες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων της πορείας του προγράμματος δεν συμβαδίζουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης, γεγονός που προοιωνίζεται απομάκρυνση των προοπτικών πρόσβασης στις αγορές εάν δεν ανατραπεί η εμφανής αδυναμία ιδιοκτησίας του προγράμματος από την ελληνική κυβέρνηση.