
ΣΕΒ: Οι φόροι σκοτώνουν την οικονομία
Καθώς οι διαπραγματεύσεις προσεγγίζουν σε σημείο καμπής, η έμφαση στην αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης αναδεικνύει το αναπτυξιακό έλλειμμα της επιδιωκόμενης συμφωνίας, αναφέρει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό του δελτίο. Όπως σημειώνει αναλυτικά:
«Η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων θα έχει καταλυτικές αρνητικές επιδράσεις στην αγορά και την ανεργία, καθώς και στα κίνητρα για εργασία και αποταμίευση. Εξασθενούν σημαντικά οι δυνατότητες των νέων να βρουν δουλειά, των ανέργων να ανακτήσουν μία αξιοπρεπή διαβίωση και των πιο παραγωγικών μελών της κοινωνίας να συνεχίσουν να προσφέρουν στην ανόρθωση της οικονομίας της χώρας.
-Το αναπτυξιακό πρότυπο που επιδιώκεται με περιορισμούς στις αγορές εργασίας και προϊόντων, με πρακτικές προστασίας από τον ανταγωνισμό, με πελατειακές πολιτικές αναδιανομής εισοδήματος, με πρακτικές αποθάρρυνσης των ξένων επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων, και με κρατικές εν γένει παρεμβάσεις στην οικονομία, οδηγεί σε αδιέξοδο. Η οικονομική θεωρία και η εμπειρία από τις αναπτυγμένες χώρες του υπαρκτού καπιταλισμού το αποδεικνύουν.
-Παρά τις προσδοκίες για αποκλιμάκωση της οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα τρίμηνα, παραμένει αξιοσημείωτη η δυναμική πορεία της οικονομίας στο τετράμηνο του 2015. Οι εξαγωγές αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων, η παραγωγή του μεταποιητικού κλάδου (χωρίς πετρελαιοειδή), η καθαρή ροή απασχόλησης που συναρτάται σε μεγάλο βαθμό με την έξαρση του τουρισμού αλλά όχι μόνο, αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι η οικονομία αντιστέκεται, παρά την μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί για το μέλλον. Οι εξελίξεις αυτές οφείλονται εν μέρει στην μεταφορά της αναπτυξιακής δυναμικής του 2014 στο τρέχον έτος, σε συνδυασμό με την τόνωση του διαθέσιμου εισοδήματος που συνεχίζεται σε μεγάλο βαθμό στο α’ εξάμηνο του 2015. Οι μισθοί, οι συντάξεις και η απασχόληση έχουν σταθεροποιηθεί, η συσσώρευση ληξιπρόθεσμων οφειλών έχει ενταθεί, και οι συνεχιζόμενες εκροές καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα τροφοδοτούν μία πλασματική αίσθηση αύξησης του πλούτου. Ως αποτέλεσμα, η ιδιωτική κατανάλωση διατηρείται σε σχετικά εύρωστο επίπεδο.
-Πρόσφατη έρευνα της ICAP καταγράφει το σημαντικό brain drain που προκαλεί η κρίση. Ανεργία, χαμηλές αποδοχές και αδιάφορες προοπτικές εξέλιξης, διαφθορά, αναξιοκρατία, η κρίση και η αβεβαιότητα εκδιώκουν την αφρόκρεμα των επιστημόνων και στελεχών. Η άρση των λόγων μετανάστευσης και η δυνητική επιστροφή μέρους έστω εξ αυτών θα ενίσχυε σημαντικά τον παραγωγικό ιστό της χώρας. Οι φόροι και εισφορές που αντιστοιχούν στις αποδοχές με τις οποίες θα δεχόντουσαν να επιστρέψουν αυτοι οι επιστήμονες και αυτά τα στελέχη υπερβαίνουν σε ετήσια βάση το διπλάσιο της προτεινόμενης από την κυβέρνηση έκτακτης εισφοράς στις επιχειρήσεις.»
Οι φόροι σκοτώνουν την οικονομία
Η ελληνική οικονομία, συνεχίζει η ανάλυση, «ήδη υφίσταται τις δυσμενείς επιδράσεις της ακραίας αβεβαιότητας που συνοδεύει τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις, υπό την πίεση και του χρόνου για την ολοκλήρωσή τους καθώς οι εξωτερικές υποχρεώσεις της χώρας δεν θα είναι δυνατόν να εξυπηρετηθούν από ένα χρονικό σημείο και μετά.
Οι προτάσεις, όμως, της κυβέρνησης και των θεσμών που είδαν το φως της δημοσιότητας, και ιδίως στο φορολογικό σκέλος της επιδιωκόμενης συμφωνίας, έρχονται να επισφραγίσουν την καταδίκη της όποιας αναπτυξιακής δυναμικής έχει απομείνει από την περυσινή «άνοιξη» της ανάκαμψης, και να ξαναθέσουν την ελληνική οικονομία σε τροχιά ύφεσης.
Συνολικά, προτείνονται μέτρα φορολογικού χαρακτήρα σε μόνιμη βάση με ετήσια εκτιμώμενη απόδοση μέχρι και €3,5 δισ. περίπου.
Συγκεκριμένα:
- Η κυβέρνηση προτείνει αύξηση των συντελεστών της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης από €30 χιλ. και πάνω, με κλίμακα που επιβαρύνει με 4% και 6% (από 2,1% και 2,8% προηγουμένως) όσους (συνεπείς φορολογουμένους) έχουν εισόδημα χονδρικά άνω των €50 χιλ. και €100 χιλ. αντιστοίχως, με εκτιμώμενη απόδοση €220 εκατ. περίπου. Οι θεσμοί προτείνουν την ενσωμάτωση της έκτακτης εισφοράς στην φορολογία εισοδήματος.
- Η κυβέρνηση προτείνει έκτακτη εισφορά στα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων (άνω των €5 εκατ.), ενώ οι θεσμοί αύξηση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων. Η απόδοση του μέτρου εκτιμάται από την κυβέρνηση σε €1,1 δισ. με βάση την εμπειρία του 2010-11, που δεν είναι δυνατόν να επαναληφθεί, λόγω της ανυπαρξίας κερδών στις τράπεζες και μείωση εν γένει της φορολογητέας ύλης λόγω της ύφεσης.
- Οι θεσμοί προτείνουν την αύξηση στο 100% της προκαταβολής φόρου για όλες τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες από 55% έως 80% που ισχύουν σήμερα. Για τους αγρότες προτείνουν, επίσης, την αύξηση του συντελεστή φορολόγησης από το 13,5% στο 26% και της προκαταβολής φόρου από το 27,5% στο 100%.
- Η φορολογική επιβάρυνση από το ΦΠΑ στον τουρισμό προτείνεται να αυξηθεί κατακόρυφα. Ειδικότερα, η σίτιση από 13% σε 23% (θεσμοί) και 11% (κυβέρνηση), ενώ τα ξενοδοχεία από 6,5% σε 11% (θεσμοί και κυβέρνηση), ενώ καταργούνται και οι χαμηλοί συντελεστές ΦΠΑ που ισχύουν στα νησιά.
- Αυξάνεται η συνολική επιβάρυνση από τον ΦΠΑ σε είδη πρώτης ανάγκης (με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο πλευρών), όπως π.χ.: – φάρμακα από 6,5% σε 6% (κυβέρνηση) και 11% (θεσμοί) – ενέργεια από 13% σε 11% (κυβέρνηση) και 23% (θεσμοί) – βασικά τρόφιμα από 13% σε 11% (κυβέρνηση και θεσμοί) – άλλα τρόφιμα (28% του συνόλου) από 13% σε 23% (κυβέρνηση) και 11% (θεσμοί)
- Σημειώνεται ότι η κυβέρνηση ήδη (9/6/2015) έχει προχωρήσει , στο πλαίσιο υποχωρήσεων στις διαπραγματεύσεις, σε πρόταση για συντελεστή ΦΠΑ 12% ή 13% αντί για 11%.
- Τα περισσότερα είδη και υπηρεσίες που επιβαρύνονται με ΦΠΑ 13% (υποδήματα, ενδύματα, ιατρικές υπηρεσίες, κηδείες, αγροτικά εφόδια, επισκευές, εισιτήρια μεταφορικών μέσων, κ.α.) μετατάσσονται στο 23% (κυβέρνηση και θεσμοί). Συνολικά, η εκτίμηση για την αύξηση εσόδων ΦΠΑ ανέρχεται, σύμφωνα με τους θεσμούς, σε €1,8 δισ. και σύμφωνα με την κυβέρνηση σε €1,4 δισ.
- Τέλος, η κυβέρνηση προτείνει φόρο στις τηλεοπτικές διαφημίσεις (€200 εκατ.) και αύξηση του φόρου πολυτελείας από 10% σε 13% (€30 εκατ.).
Τα μέτρα είναι σε αναντιστοιχία με τις αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας
Δυστυχώς, αυτά τα μέτρα είναι σε αναντιστοιχία με τις αναπτυξιακές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Από την πλευρά των θεσμών, τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για την διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας, καθώς χάθηκε σχεδόν ένας χρόνος προσαρμογής, λόγω της αβελτηρίας των πολιτικών ηγεσιών να ολοκληρώσουν με επιτυχία την 5η αξιολόγηση του προγράμματος. Από την πλευρά της κυβέρνησης, για να μην πειραχθούν μισθοί και συντάξεις, προκρίνονται μέτρα αύξησης των φορολογικών εσόδων, και μάλιστα μέσω επιβάρυνσης των συνεπών φορολογουμένων, που ήδη υπερφορολογούνται. Και αυτά συμβαίνουν χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι καταστροφικές επιπτώσεις της υψηλής φορολογίας στην οικονομική δραστηριότητα και την ανεργία, στα κίνητρα για εργασία και αποταμίευση και, αργά ή γρήγορα, ακόμη και στα κίνητρα παραμονής των κατοίκων αυτής της χώρας στον τόπο τους.
Νέοι που θέλουν να δουλέψουν και να αξιοποιήσουν τις σπουδές τους, βλέπουν τα χρόνια να περνούν και τις προοπτικές να λιγοστεύουν καθώς δεν δημιουργούνται πλέον νέες θέσεις εργασίας.
Χιλιάδες συνάνθρωποί μας που είναι άνεργοι, είτε υποαπασχολούνται με μισθούς πείνας, βλέπουν να χάνουν το τρένο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, χωρίς επανακατάρτιση σε νέες εξειδικεύσεις και ευκαιρίες σταθερής απασχόλησης.
Ταυτόχρονα, άτομα υψηλών προσόντων και παραγωγικότητας, βλέπουν τους κόπους μιας ζωής να εξανεμίζονται στο βωμό πελατειακών πολιτικών αναδιανομής εισοδήματος.
Είναι πραγματικό δυστύχημα ότι οι διαπραγματεύσεις καθυστερούν στο όνομα μιας ανάπτυξης που ποτέ δεν θα δούμε. Είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι η ανάπτυξη έρχεται από την μια πλευρά με την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων (με μείωση δηλαδή της εγχώριας αποταμίευσης και αντίστοιχη αύξηση του δανεισμού), με υπερφορολόγηση των εισοδημάτων, με ρυθμίσεις για τις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις των μπαταχτσήδων, και με έναν δημόσιο τομέα να υποφέρει από ελλείψεις στελεχών και καθήλωση μισθών στους τομείς αιχμής και, ταυτόχρονα, συσσώρευση υπεράριθμου προσωπικού λόγω χαμηλής παραγωγικότητας.
Και από την άλλη πλευρά, με έναν ιδιωτικό τομέα να λειτουργεί με περιορισμούς στις αγορές εργασίας και προϊόντων, με αναπτυξιακές τράπεζες απροσδιόριστου σκοπού, με επενδυτικά κίνητρα αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, και, τέλος, με πολιτικές προστασίας από τον ανταγωνισμό οργανωμένων ομάδων πίεσης, τοπικών συμφερόντων, «παραγωγικών» τάξεων, κ.ο.κ.
Γενικότερα, οι προτάσεις των θεσμών δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στη μείωση δαπανών, κυρίως του ασφαλιστικού συστήματος (Πίνακας 2), και την αύξηση εσόδων από μείωση απαλλαγών και εξαιρέσεων ειδικά στον ΦΠΑ και τα αγροτικά εισοδήματα. Αντίθετα, η κυβέρνηση δίνει έμφαση στην αύξηση φόρων με έκτακτες εισφορές σε επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα με σταδιακές και πιο ήπιες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό σύστημα (Πίνακας 1).
Τα στοιχεία που φαίνεται να επικαλούνται οι θεσμοί δείχνουν ότι ενώ τα έσοδα των επιχειρήσεων καταγράφονται στα €190 δις, η βάση επί της οποίας εφαρμόζεται η ΦΠΑ περιορίζεται στα €80 δις μετά την αφαίρεση των εξόδων των επιχειρήσεων. Η διαφορά αυτή δημιουργεί υπόνοιες για την κατάχρηση των υφιστάμενων εξαιρέσεων. Σε ότι αφορά τα αναμενόμενα έσοδα από τα προτεινόμενα μέτρα των θεσμών, η κατάργηση του προνομιακού καθεστώτος στα νησιά εκτιμάται ότι (αν δεν υπάρξει αύξηση φοροδιαφυγής και μείωση κατανάλωσης) θα αυξήσει τα έσοδα από ΦΠΑ στις επηρεαζόμενες περιοχές από €675 εκατ. σε €1 δις ενώ η κατάργηση του χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ θα εξασφαλίσει αύξηση εσόδων κατά €310 εκατ. Οι θεσμοί προτείνουν επίσης την κατάργηση του ΕΚΑΣ και την αντικατάσταση του από στοχευμένες φοροεκπτώσεις. Επιπλέον, δίνουν έμφαση στη δραστική περικοπή των δαπανών του ασφαλιστικού συστήματος και των φοροαπαλλαγών ενώ η κυβέρνηση προτείνει την σταδιακή εφαρμογή μέτρων εξυγίανσης στο ασφαλιστικό και αύξηση των φόρων σε επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα. Προφανώς, με κάθε αντικειμενικό κριτήριο, οι κοινωνικές επιπτώσεις επεμβάσεων στο συνταξιοδοτικό θα είναι σημαντικότατες σε μια χώρα που γερνάει ταχύτατα και στην οποία λιγότερο από 2 εκατ. ασφαλισμένοι μισθωτοί στο ΙΚΑ πλαισιώνονται από, αθροιστικά, μεγάλο αριθμό συνταξιούχων, δημοσίων υπαλλήλων και αγροτών πουαπολαμβάνουν σημαντικές απαλλαγές και ασφαλιστικά προνόμια (Πίνακας 3).
Στο πλαίσιο αυτό, οι προτάσεις των θεσμών εκτιμάται ότι θα επηρεάσουν άμεσα 280.000 ασφαλισμένους και 100.000 συνταξιούχους, ενώ οι προτάσεις της κυβέρνησης 100.000 ασφαλισμένους. Τα παραπάνω μεγέθη όμως δίνουν μια εικόνα του προβλήματος: Οι προτάσεις των θεσμών επηρεάζουν ένα πολύ μεγάλο αριθμό πολιτών (και άρα ψηφοφόρων) που όμως δεν συνεισφέρουν πάντα παραγωγικά στην οικονομική δραστηριότητα ή τα φορολογικά βάρη. Από την άλλη πλευρά, οι αντοχές της παραγωγικής οικονομίας εξαντλούνται. Τα πλέον παραγωγικά φυσικά και νομικά πρόσωπα έχουν δει τα εισοδήματα τους να μειώνονται με γοργούς ρυθμούς, όπως δείχνει και η μελέτη Γιαννίτση –Ζωγραφάκη . Όσο αυξάνονται τα φορολογικά βάρη σε αυτή την ομάδα, η οποία είναι ιδιαίτερα αποδοτική για τα φορολογικά έσοδα, ο κίνδυνος οριστικής αποψίλωσης της παραγωγικής βάσης της χώρας, μετανάστευσης του καλύτερου ανθρωπίνου δυναμικού και απώλειας των εισοδημάτων τους από τη φορολογητέα ύλη αυξάνει καθώς ειδικά αυτή η ομάδα έχει αυξημένη ικανότητα αλλαγής του τόπου δραστηριότητας και εγκατάστασης.»