ΣΕΒ: Το κόστος των καθυστερήσεων

Η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής απαιτεί άμεσα διορθωτικές κινήσεις ώστε να επισπευσθεί η επίτευξη των στόχων του, σημειώνει σχετική ανάλυση του ΣΕΒ στο σημερινό δελτίο για την ελληνική οικονομία.

 
Συνοπτικά: Η υλοποίηση του 3ου Μνημονίου το 2015 προέβλεπε, πέραν της επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων, την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, ύψους €3,1 δισ., τη δημιουργία ταμειακού αποθέματος, ύψους €3,2 δισ. και ιδιωτικοποιήσεις ύψους €1,2 δισ.  Λόγω καθυστερήσεων κανένας από τους στόχους αυτούς δεν επετεύχθη, δεν έκλεισε η 1η αξιολόγηση και, συνεπώς, δεν έχουν δοθεί στη χώρα οι δόσεις Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2015, ύψους €3,7 δισ. και €2 δισ.  αντιστοίχως που θα καθιστούσαν δυνατές τις πληρωμές ληξιπροθέσμων και την δημιουργία ταμειακού αποθέματος ως ανωτέρω.  Οι καθυστερήσεις του 2015 θα πρέπει να καλυφθούν το 2016, για να παραμείνει το πρόγραμμα σε πορεία επιτυχούς υλοποίησης και να επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.  Η υλοποίηση του προγράμματος προσαρμογής το 2016 προβάλλει, συνεπώς, ως αναγκαιότητα υψίστης σημασίας για την επαναφορά της χώρας στην κανονικότητα των αγορών και της ανάπτυξης.  Η εφαρμογή του προϋπολογισμού προϋποθέτει €1,8 δισ. σε παρεμβάσεις στην κοινωνική ασφάλιση και €3,2 δισ. σε έσοδα από νέους φόρους.  Η υλοποίηση του χρηματοδοτικού σχεδίου του 3ου Μνημονίου για το 2016, πέραν της εξυπηρέτησης του χρέους που απαιτεί επιπλέον €12,8 δισ. περίπου, περιλαμβάνει επίσης έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις €4,8 δισ., πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, ύψους €6,5 δισ. περίπου και τη δημιουργία ταμειακού αποθέματος €5,5 δισ. περίπου, αντισταθμιζόμενων έτσι των καθυστερήσεων που σημειώθηκαν το 2015.  Υπάρχουν οι προϋποθέσεις το πρόγραμμα να εφαρμοσθεί ως έχει σχεδιασθεί.  Οι πόροι της χρηματοδοτικής βοήθειας θα πρέπει, πέραν της εξυπηρέτησης του χρέους, να βοηθήσουν επιτέλους την ανάκαμψη της εγχώριας οικονομίας μέσω των ιδιωτικοποιήσεων και της αύξησης της ρευστότητας με την εξόφληση των χρεών του κράτους προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις, που έχουν επιβαρυνθεί από τη φοροεπιδρομή του 2016 και τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων. Τέλος, χωρίς τη δημιουργία ενός ταμειακού αποθέματος σεβαστού ύψους, το δημόσιο δεν θα διαθέτει την αξιοπιστία που απαιτείται ώστε να προσφύγει κάποια στιγμή στις αγορές.  Συνεπώς, οι καθυστερήσεις θα πρέπει να εξαλειφθούν και το πρόγραμμα να υλοποιηθεί, ως έχει σχεδιασθεί, για να μπορέσει η χώρα να μπει επιτέλους σε έναν ενάρετο κύκλο αυτοδυναμίας και αυτοπεποίθησης, για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της χώρας και των ανθρώπων της.

– Ο δείκτης προσδοκιών των διευθυντών προμηθειών στη βιομηχανία (PMI) φαίνεται να σταθεροποιείται, όπως και η εμπιστοσύνη σε μεταποίηση, και το λιανεμπόριο την ώρα που η εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις προοπτικές απασχόλησης συνεχίζει να υποχωρεί, η απομόχλευση και εκροή καταθέσεων συνεχίζονται και το λιανικό εμπόριο βρίσκεται σε μια αδύναμη σταθερότητα. Η εκτέλεση του προϋπολογισμού συνεχίζει να εμφανίζει πλεονάσματα, που βασίζονται στη συγκράτηση των πληρωμών προς την αγορά και των επενδύσεων ως αντιστάθμιση σε αυξημένες δαπάνες και αδύναμα φορολογικά έσοδα, αν και η βελτίωση των εσόδων από φόρους περιουσίας και εισοδήματος έχει εδραιώσει μια τάση εξομάλυνσης. Η χρήση υπηρεσιών ΤΠΕ και ηλεκτρονικού εμπορίου από τις επιχειρήσεις παραμένει σχετικά χαμηλή, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ο μεγάλος αριθμός μικρών επιχειρήσεων και νοικοκυριών, χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο, αναδεικνύει ένα πιθανό έλλειμμα απαραίτητων δεξιοτήτων. Από την άλλη, η υψηλή φορολογία,  τα τέλη πνευματικών δικαιωμάτων που επιβάλλονται σε εξοπλισμό ΤΠΕ (που μάλιστα σχεδιάζεται να επεκταθούν και στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές) καθώς και μια σειρά διαδικαστικά εμπόδια και νομικές αβεβαιότητες επιδεινώνουν τις επιπτώσεις της κρίσης  και αθροιστικά  μπορεί να ερμηνεύσουν την υστέρηση χρήσης  πολύ  γρήγορου internet καθώς και cloud computing. Η υποχώρηση των πωλήσεων μέσω διαδικτύου, αντίθετα με την Ευρώπη  όπου συνεχίζεται η αυξητική τάση, μπορεί να ερμηνευτεί μόνο εξ αιτίας της εφαρμογής των capital controls και των επιπτώσεων τους. Αναλυτικά:

ΣΕΒ 1

Το κόστος των καθυστερήσεων

Το 2015 έκλεισε με την οικονομία όρθια, με την κυβέρνηση να εφαρμόζει το 3ο Μνημόνιο και με μία συγκρατημένη αισιοδοξία ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Οι καθυστερήσεις, όμως, που σημειώθηκαν στην εφαρμογή του προγράμματος ήταν σημαντικές και ως εκ τούτου, το 2016 επιβαρύνεται πλέον με σημαντικά βάρη που απαιτούν εγρήγορση, συνειδητοποίηση της κρισιμότητας της κατάστασης και επίσπευση των προσπαθειών που καταβάλλονται. Η επίλυση του ασφαλιστικού, η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων, η άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων, η επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα είναι δράσεις κομβικής σημασίας για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και για την ανάκαμψη της ιδιωτικής οικονομίας με την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, που θα δημιουργήσουν νέες και καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και ισχυρότερες και ανταγωνιστικότερες επιχειρήσεις.

Μέρος της χρηματοδότησης στην περίοδο Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2015 (Πίνακας 1) προοριζόταν για την αύξηση των ταμειακών διαθεσίμων του δημοσίου, από €1,2 δισ. τον Ιούλιο σε €4,4 δισ. τον Δεκέμβριο και για τη μείωση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα, κατά €3,1 δισ. (από €5,0 δισ. τον Ιούλιο σε €1,9 δισ. τον Δεκέμβριο, με την υπόθεση ότι δεν θα αυξηθούν περαιτέρω οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στο μεσοδιάστημα). Προϋπόθεση για να αυξηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα και να μειωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές ήταν, βεβαίως, να εκτελεσθεί πλήρως το πρόγραμμα χρηματοδότησης. Το πρόγραμμα αυτό, πέραν των χρημάτων που κατεβλήθησαν τον Αύγουστο 2015 (€13 δισ.) και των δόσεων Σεπτεμβρίου (2 δισ.) και Οκτωβρίου (€1 δισ.) που κατεβλήθησαν με καθυστέρηση τον Νοέμβριο και Δεκέμβριο αντιστοίχως, προέβλεπε την καταβολή €3,7 δισ. τον Νοέμβριο και €2 δισ. τον Δεκέμβριο, δηλαδή €5,7 δισ. συνολικά, εάν η εφαρμογή των μέτρων του προγράμματος εξελισσόταν όπως είχε συμφωνηθεί. Συνεπώς, λόγω των εκλογών του Σεπτεμβρίου και των καθυστερήσεων στη λήψη μέτρων και ως εκ τούτου, έλλειψης χρηματοδοτικών πόρων ύψους €5,7 δισ., δεν κατέστη δυνατόν να αυξηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα και να μειωθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου, που θα απαιτούσαν €3,2 δισ. και €3,1 δισ. αντιστοίχως, δηλαδή €6,3 δισ. συνολικά. Κατά συνέπεια, οι πόροι που διετέθησαν στη χώρα την περίοδο Αυγ – Δεκ. 2015, ουσιαστικά κάλυψαν δημοσιονομικές ανάγκες και την εξυπηρέτηση του χρέους, για τα οποία είχαν προβλεφθεί €2,3 δισ. και €14,3 δισ. αντιστοίχως. Με την υπόθεση ότι τα χρήματα αυτά διετέθησαν, ως είχαν προγραμματισθεί, προκύπτει ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους στο τέλος Δεκεμβρίου 2015 είναι grosso modo όσα ήσαν τον Ιούλιο του 2015 (€1,2 δισ.) ή και ακόμη μικρότερα (€0,6 δισ. κατά τις εκτιμήσεις μας), επηρεαζόμενα σε κάθε περίπτωση από την εκτέλεση του προϋπολογισμού, για την οποία δεν υπάρχουν τελικά στοιχεία καιβεβαίως, δεν φαίνεται να έχουν γίνει καθαρές πληρωμές ληξιπρόθεσμων οφειλών στον ιδιωτικό τομέα, που δοκιμάζεται από την φοροκαταιγίδα και την στενότητα στην αγορά, λόγω περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων.

Σημειώνεται ότι με βάση τα δημοσιευμένα στοιχεία, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του δημοσίου σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν το 2015, από €3008 εκατ. τον Δεκέμβριο του 2014 σε €4972 εκατ. τον Ιούλιο και €5100 εκατ. τον Οκτώβριο (τελευταίο διαθέσιμο στοιχείο). Στην περίοδο Ιουλίου-Οκτωβρίου υπήρξαν, σύμφωνα με δημοσιεύσεις στον τύπο, πληρωμές ληξιπρόθεσμων ύψους €450 εκατ. περίπου, που αντισταθμίσθηκαν όμως από συσσώρευση νέων ληξιπρόθεσμων, με αποτέλεσμα το υπόλοιπο να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητο. Υπάρχουν επίσης και €758 εκατ. επιστροφές φόρων σε εκκρεμότητα τον Οκτώβριο 2015, χωρίς να έχουν αυξηθεί στη διάρκεια του 10μήνου, που αντιπροσωπεύουν το σύνηθες επίπεδο εισροών-εκροών στη λειτουργία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, αν και θα έπρεπε το ποσόν αυτό να είχε συμπιεσθεί στο ελάχιστο δυνατό, δεδομένης της στενότητας πόρων στην αγορά. Σε κάθε περίπτωση, το 3ο Μνημόνιο προέβλεπε (στο σχέδιο χρηματοδότησης Αυγ 2015 – Αυγ 2018,) την εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων οφειλών ύψους €7 δισ. μέχρι το α’ τρίμηνο του 2017, εκ των οποίων €3,1 δισ. εντός του 2015, €3,4 δισ. το 2016 και €0,7 δισ. το 2017.

Τα καλά νέα και το στοίχημα για το 2016 είναι ότι, εάν επιταχυνθεί η υλοποίηση των συμφωνηθέντων, όπως και αναμένεται, τότε η χρηματοδότηση κατά το 2016 από τους θεσμούς, μπορεί να ανέλθει από περίπου €13 δισ., όπως έχει προγραμματισθεί, σε €17-18 δισ. Το ποσόν αυτό θα επιτρέψει τη δημιουργία ταμειακών διαθεσίμων στα επιθυμητά επίπεδα (γύρω στα €5 δισ.) και βεβαίως την εξόφληση όλων σχεδόν των ληξιπρόθεσμων οφειλών (γύρω στα €7δισ.). Βέβαια, το χρηματοδοτικό πρόγραμμα απαιτεί την εισροή και εσόδων από τις ιδιωτικοποιήσεις ύψους €4,8 δισ. (€1,2 δισ. μεταφερόμενο από το 2015 και €3,6 δισ. σύμφωνα με το πρόγραμμα του 2016). Άνευ των εισροών αυτών θα υπάρξουν ανάλογες δυσκολίες στην καταβολή των ληξιπρόθεσμων προς τον ιδιωτικό τομέα και τη συσσώρευση ταμειακών διαθεσίμων σε επιθυμητά επίπεδα.

Σημειώνεται ότι, οι ιδιωτικοποιήσεις που βρίσκονται σε προχωρημένο στάδιο ωρίμανσης αναμένεται να δημιουργήσουν έσοδα €3,5 δισ. περίπου αν και είναι εξαιρετικά δύσκολος ο επιμερισμός των εσόδων αυτών χρονικά. Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές είναι τα 14 αεροδρόμια, ο ΟΛΠ, το Ελ. Βενιζέλος, το Ελληνικό, ο Αστέρας Βουλιαγμένης, η ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η ΔΕΣΦΑ, ο ΟΛΘ, τα 52 υδατοδρόμια κλπ.

Στον Πίνακα 2, εμφανίζονται τα ποσά της ελάχιστης χρηματοδότησης το 2016 ανά τρίμηνο που απαιτούνται για να μπορεί η χώρα να λειτουργήσει στοιχειωδώς (εξυπηρέτηση χρέους και κάλυψη πρωτογενούς δημοσιονομικού στόχου). Συνεπώς, οι ιδιωτικοποιήσεις προβάλλουν ως το μεγάλο ζητούμενο το 2016. Χωρίς τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, η χώρα θα βρεθεί είτε σε αδυναμία πληρωμών, με όχι και τόσο θετικές επιπτώσεις για την οικονομία, είτε σε αδυναμία μείωσης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και/ή σε αδυναμία συσσώρευσης ταμειακών διαθεσίμων στο επιθυμητό επίπεδο. Σημειώνεται ότι, το επίπεδο αυτό ορίζεται σε €8 δισ. στο τέλος του προγράμματος (Αυγ 2018), έτσι ώστε να μπορεί το ελληνικό δημόσιο να προσφύγει με αξιώσεις στις αγορές για δανεισμό, έχοντας «αποτοξινωθεί» από τις δόσεις του χρηματοδοτικού προγράμματος προσαρμογής. Σημειώνεται επίσηςότι, το ποσόν αυτό συμπεριλαμβάνει και €770 εκατ. που το ελληνικό δημόσιο απέσυρε τον Μάϊο του 2015 για εξυπηρέτηση χρέους, από τον καταθετικό λογαριασμό σε SDR που διέθετε στο ΔΝΤ.

Συμπερασματικά, στο 2016 υπάρχουν σημαντικές δυνατότητες να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα με την παροχή σημαντικής ρευστότητας από το κράτος προς την ιδιωτική οικονομία. Απαραίτητη προϋπόθεση πάντως παραμένει η απαρέγκλιτη υλοποίηση του προϋπολογισμού το 2016, καθώς και του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, που περιλαμβάνονται στο 3ο Μνημόνιο. Σε διαφορετική περίπτωση, το 2016 θα αποδειχθεί annus horribilis για τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους, καθώς θα συνεχισθεί η συμπίεση του διαθεσίμου εισοδήματος λόγω υπερφορολόγησης, χωρίς την ελάφρυνση που θα επέφερε η εκκαθάριση των ληξιπροθέσμων υποχρεώσεων του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.

ΠΙΝΑΚΕΣ ΣΕΒ

Σχετικά Άρθρα