ΣΕΒ: Το μετέωρο βήμα του πελαργού -Έλλειμμα αναπτυξιακής προοπτικής

Το νέο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ για την ελληνική οικονομία, υπό τον τίτλο οικονομία και επιχειρήσεις, σημειώνει ότι:

«Καθώς κορυφώνονται οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους χωρίς ευκρινές αποτέλεσμα, το έλλειμμα αξιόπιστης προοπτικής για την πορεία της ελληνικής οικονομίας επιδρά αρνητικά στην οικονομική δραστηριότητα, καθυστερώντας την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών και την απορρόφηση των χιλιάδων ανέργων.

 
Η αναπτυξιακή πολιτική είναι απούσα στην σημερινή δύσκολη οικονομική συγκυρία και, αν μη τι άλλο, γίνονται προσπάθειες παλινόρθωσης περιορισμών στον ανταγωνισμό και επαναρύθμισης της αγοράς εργασίας, που είναι η καλύτερη συνταγή για το βάθεμα της ύφεσης. Διαμορφώνεται, επίσης, ένα κλίμα υπερφορολόγησης της οικονομίας, καθώς είναι η εύκολη λύση σε κάθε διαρθρωτικό πρόβλημα που δεν αντιμετωπίζεται.

Οι ρυθμίσεις των ληξιπρόθεσμων φορολογικών υποχρεώσεων δεν προσφέρουν μόνιμη λύση στην αύξηση των εσόδων του κράτους, ενώ ενδυναμώνουν την ασυλία των μπαταχτσήδων και διαιωνίζουν την αδικία σε βάρος των συνεπών φορολογουμένων. Η σχεδιαζόμενη αύξηση (σχεδόν διπλασιασμός) των συντελεστών ΦΠΑ στην τουριστική βιομηχανία της χώρας είναι άφρων ενέργεια και, αν δεν αποφευχθεί, θα οδηγήσει την χώρα σε μεγαλύτερη ύφεση και διόγκωση της ανεργίας.

Η αγορά ακίνητης περιουσίας βρίσκεται σε τέλμα καθώς απομακρύνεται η προοπτική επαναφοράς του ΕΝΦΙΑ στην σωστή του βάση (μικρή επιβάρυνση ανά ακίνητο χωρίς πρόσθετη φορολογία στις μεγάλες περιουσίες), ιδίως σε μία συγκυρία που είναι αδύνατη η ρευστοποίηση ακινήτων χωρίς τεράστια ζημιά. Οιαδήποτε ελάφρυνση των μικρών, με αντίστοιχη επιβάρυνση των μεγάλων ιδιοκτησιών, θα οδηγήσει σε σημαντική απώλεια εσόδων στερώντας τον προϋπολογισμό από πόρους που δεν είναι δυνατόν να αναπληρωθούν και θα απαιτήσει την δραστική περικοπή δαπανών, με ευκολότερη λύση την οριζόντια περικοπή κοινωνικών δαπανών.

Η υπερφορολόγηση των συνεπών φορολογουμένων και μάλιστα των καλύτερα αμειβόμενων μισθωτών, οδηγεί σε σμίκρυνση της φορολογικής βάσης που συνεισφέρει το μεγαλύτερο μερίδιο στα φορολογικά έσοδα, σε αδυναμία συλλογής εσόδων καθώς δεν μπορεί να επιβληθεί αντισταθμιστικά μεγαλύτερη φορολόγηση στους οικονομικά ασθενέστερους, σε διόγκωση των αυτοαπασχολουμένων με διευρυμένη δυνατότητα φοροδιαφυγής, και, σε τελευταία ανάλυση, στην φυγή ανθρώπων και επιχειρήσεων στο εξωτερικό.

Σύμφωνα με την μελέτη Γιαννίτση-Ζωγραφάκη, μπορεί η μέση φορολογική επιβάρυνση στο 70% των φορολογουμένων με τα χαμηλότερα εισοδήματα να υπερδιπλασιάστηκε μεταξύ 2008 και 2012 και του 10% των φορολογουμένων με τα υψηλότερα εισοδήματα να έμεινε σχεδόν αμετάβλητη, αλλά οι ευπορότεροι (με εισόδημα άνω των €32.694 τον χρόνο) είδαν τον φορολογικό τους συντελεστή (περιλαμβανομένων των φόρων στην ακίνητη περιουσία) να διαμορφώνεται στο 24% του εισοδήματός τους (από 17% το 2008), ενώ οι ασθενέστεροι (με εισόδημα κάτω των €9.395 τον χρόνο) πληρώνουν πλέον με φορολογικό συντελεστή 9,2% έναντι 3,6% το 2008, κυρίως λόγω της επίπτωσης της φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας. Η επιδιωκόμενη, συνεπώς, ελάφρυνση των ασθενέστερων με την επαναφορά του αφορολόγητου των €12.000 και την μείωση των συντελεστών του ΕΝΦΙΑ είναι αδιέξοδες πολιτικές που υποσκάπτουν την δημοσιονομική προσαρμογή και υπονομεύουν την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών της χώρας.

 
Έλλειμμα αναπτυξιακής προοπτικής
Ουδέποτε στην σύγχρονη οικονομική ιστορία της χώρας υπήρξε μία τόσο παρατεταμένη περίοδος δυναμικής αστάθειας όσο αυτή που βιώνει η ελληνική οικονομία από τους τελευταίους μήνες του 2014 και μετά. Η χώρα βρίσκεται σε μία απίστευτη περιδίνηση. Η αδυναμία του πολιτικού συστήματος να συνδιαλαγεί δημιουργικά με τους εταίρους μας στην Ευρωζώνη έχει δημιουργήσει ένα ζοφερό κλίμα αβεβαιότητας. Επιχειρήσεις και πολίτες ανησυχούν για το μέλλον της χώρας και βλέπουν τους κόπους μιας ζωής να κινδυνεύουν να εξανεμισθούν. Οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις έχουν γίνει πλέον αυτοσκοπός και μονοπωλούν σε μεγάλο βαθμό το κυβερνητικό έργο. Ο χρόνος κυλά αμείλικτα χωρίς να γίνεται ουσιαστική πρόοδος στις διαπραγματεύσεις. Η ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων ανακοινώνεται σχεδόν κάθε εβδομάδα, μόνο και μόνο για να ανανεωθεί η ανακοίνωση την επόμενη εβδομάδα.

Αυτήν την εβδομάδα «αποκαλύφθηκε» σχέδιο Γιουνκέρ που μας δίνει μερική χρηματοδότηση, χωρίς όμως να αντιμετωπίζει το χρηματοδοτικό κενό Ιουλίου-Αυγούστου 2015. Η συνεχής διάψευση των προσδοκιών αναζωπυρώνει την αβεβαιότητα, αποδομώντας σταδιακά την αναπτυξιακή δυναμική της ελληνικής οικονομίας, που στο α’ τρίμηνο του 2015 εξακολουθεί να παραμένει σχετικά ισχυρή, αν και αναμένεται αποκλιμάκωση λόγω των αρνητικών προσδοκιών που εδραιώνονται πλέον στην οικονομία.

Έτσι, όμως, είναι αδύνατον να πάρει εμπρός η οικονομία. Πέραν της άρσης της αβεβαιότητας, η τόνωση της αναπτυξιακής διαδικασίας απαιτεί ένα πιο φιλικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις. Ήδη, διαμορφώνονται συνθήκες υπερφορολόγησης που αποθαρρύνουν την οικονομική δραστηριότητα και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Οι επενδυτές στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία απαιτούν σταθερούς κανόνες παιχνιδιού και κερδοφορία στα όρια του διεθνούς ανταγωνισμού.

Κανένας επενδυτής δεν θα φέρει χρήματα στην Ελλάδα εάν οι προοπτικές κερδοφορίας είναι καλύτερες κάπου αλλού.

Καμία επιχείρηση δεν θα επενδύσει εάν δεν μπορεί ούτε καν να υπολογίσει την αναμενόμενη κερδοφορία της επένδυσης επειδή το φορολογικό, νομικό, χωροταξικό, αδειοδοτικό, κλπ. περιβάλλον αλλάζει κάθε λίγο και λιγάκι.

Τέλος, κανείς δεν θα αναλάβει επενδυτικές πρωτοβουλίες εάν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς την εφαρμογή των κανόνων της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, και σε μια χώρα όπου ενοχοποιείται η ιδιωτική πρωτοβουλία, και μπαίνουν εμπόδια ακόμη και στην λειτουργία ιδιωτικών επιχειρήσεων για πολιτικούς, πελατειακούς λόγους.

Εν τω μεταξύ, η οικονομία παραπαίει.

Η βιομηχανία, και οι μεγάλες επιχειρήσεις εν γένει, εξακολουθούν να επιβαρύνονται υπέρμετρα από το υψηλό ενεργειακό κόστος και την παντελή έλλειψη ρευστότητας και εξαγωγικών πιστώσεων, ενώ αντιμετωπίζουν τεράστια γραφειοκρατικά εμπόδια ως προς την εφαρμογή συγχρόνων συστημάτων αδειοδότησης και χωροθέτησης δραστηριοτήτων.

Οι κατασκευές, που κάποτε ήταν οι κινητήριος δύναμη της οικονομίας μας, βρίσκονται σε τέλμα, λόγω άστοχης φορολόγησης της ακίνητης περιουσίας, απουσίας αναπτυξιακού νόμου και μείωσης ή μετάθεσης στο μέλλον των δαπανών δημοσίων επενδύσεων για έργα υποδομής.

Ο τουρισμός, που λόγω γεωπολιτικών συγκυριών βρίσκεται σε φάση απογείωσης, υφίσταται τις επιπτώσεις της αβεβαιότητας και της νομισματικής αστάθειας στις κρατήσεις από το εξωτερικό, καθώς και των νέων αναμενόμενων φορολογικών επιβαρύνσεων που θα μειώσουν κάθετα την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού τουριστικού προϊόντος.

Παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στον τομέα της απελευθέρωσης των περιορισμών που διέπουν την λειτουργία των επαγγελμάτων και, εν γένει, στην αποκατάσταση συνθηκών ελεύθερου ανταγωνισμού στην αγορά υπηρεσιών, υπάρχουν ακόμη διάσπαρτες στρεβλώσεις στο σύστημα. Οι στρεβλώσεις αυτές αυξάνουν το κόστος των συναλλαγών στην οικονομία, μειώνοντας το επίπεδο οικονομικής ευημερίας επ’ ωφελεία των εισοδημάτων διαφόρων ομάδων πίεσης στον πληθυσμό. Υπάρχουν δε πρόσφατες ενδείξεις ότι γίνεται προσπάθεια επανεισαγωγής περιοριστικών πρακτικών που έχουν ήδη απελευθερωθεί, σε μια προσπάθεια αποκατάστασης «αδικιών» απέναντι σε ορισμένες «παραγωγικές» τάξεις.

Επίσης, οι ιδιωτικοποιήσεις ματαιώνονται ή επιβραδύνονται χωρίς να υπάρχει πραγματικό εναλλακτικό σχέδιο για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών σε μία σειρά από κρίσιμους τομείς της εθνική οικονομίας, όπως η ενέργεια και οι μεταφορές, αλλά ούτε καν και οι πόροι που απαιτούνται για την χρηματοδότησή τους.

Τέλος, επιχειρείται μια προσπάθεια παλινόρθωσης στρεβλώσεων στις εργασιακές σχέσεις, σε βάρος των χιλιάδων ανθρώπων που παραμένουν άνεργοι και που βλέπουν τις προοπτικές τους για απασχόληση και σταθερό εισόδημα να μειώνονται μέρα με τη μέρα.

Η εκθεμελίωση του πλαισίου λειτουργίας της αγοράς εργασίας είναι η καλύτερη συνταγή για ύφεση. Αυξήσεις εισοδημάτων χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας δεν εκβιάζονται παρά μόνον σε βάρος της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, δηλαδή, της κερδοφορίας τους και, κατά συνέπεια, των μελλοντικών τους επενδύσεων.

Σχετικά Άρθρα