ΣΕΒ: Fast track ανόρθωση προσδοκιών για τη διαμόρφωση ενισχυμένης αναπτυξιακής δυναμικής

Το χάσμα μεταξύ των αισιόδοξων επιχειρηματικών και των απαισιόδοξων καταναλωτικών προσδοκιών πρέπει να γεφυρωθεί για να έχει βιωσιμότητα η ανάκαμψη, υπογραμμίζει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο δελτίο του για την ελληνική οικονομία.

 
-Σήμερα, παρατηρείται ένα χάσμα μεταξύ της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που παραμένει μουδιασμένη, και του επιχειρηματικού κλίματος, που καταγράφει βελτίωση προεξοφλώντας την έξοδο της οικονομίας από την κρίση και την ύφεση. Το χάσμα αυτό πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατόν. Μια παρατεταμένη στασιμότητα της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να διαβρώνει την αισιοδοξία των επιχειρήσεων, καθώς τα σχέδια τους για αύξηση του κύκλου εργασιών στην εγχώρια αγορά και για ανάληψη επενδύσεων, θα ματαιώνονται ή θα μετατίθενται για το μέλλον. Από την άλλη πλευρά, μια υπερβολική αισιοδοξία για το μέλλον από την πλευρά των επιχειρήσεων δεν είναι βιώσιμη, εάν η καταναλωτική βάση της οικονομίας παραμένει εν υπνώσει. Στο πλαίσιο αυτό, η όποια ανάκαμψη κινδυνεύει να έχει περιορισμένη διάρκεια και η οικονομία να επανέλθει στη στασιμότητα. Οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και οικονομικού κλίματος έχουν επιστρέψει στα επίπεδα του καλοκαιριού του 2013 και της άνοιξης του 2014 αντιστοίχως, όταν διαμορφώνονταν σταδιακά συνθήκες ανάκαμψης (2013) και η χώρα έβγαινε ξανά στις αγορές (2014). Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη η οικονομική πολιτική να επιδιώξει μια fast track ανόρθωση των προσδοκιών, τώρα που διαμορφώνονται ευνοϊκότερες συνθήκες για την ανάκαμψη της οικονομίας και υπάρχει μεγαλύτερη ορατότητα όσον αφορά στην επάνοδο της χώρας στις αγορές και την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Η ενισχυμένη αναπτυξιακή δυναμική δεν πρόκειται να έρθει από μόνη της, μόνο και μόνο επειδή θα επιτευχθεί σύντομα η συμφωνία, ή επειδή θα αποσαφηνισθούν τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. Απαιτούνται, επιπροσθέτως, απλές κινήσεις αναπτυξιακού περιεχομένου, σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις. Πρέπει να ενισχυθούν η μεταποίηση και οι εξαγωγές. Πρέπει να προετοιμασθούν και να προβληθούν διεθνώς, μεγάλα επενδυτικά έργα υποδομών προς αναζήτηση ιδιωτών επενδυτών και χρηματοδότησης. Πρέπει, επίσης, να συσταθούν από την κυβέρνηση ομάδες δράσης υψηλού επιπέδου, για την συνδιαμόρφωση των μεσοπρόθεσμων εξελίξεων που κυοφορούνται στην παραγωγική διαδικασία λόγω επερχόμενων τεχνολογικών και θεσμικών αλλαγών. Τέτοιες πρακτικές συνεργασίας και συνδιαβούλευσης μεταξύ κυβέρνησης και επιχειρήσεων βοηθούν τις ελληνικές επιχειρήσεις να σχεδιάσουν τις δικές τους επενδυτικές δράσεις, και, έτσι, να προσδώσουν μια νέα δυναμική στην αναπτυξιακή διαδικασία, από την οποία θα ωφεληθούν όλοι. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις προσφέρουν δουλειές και πληρώνουν μισθούς στους εργαζόμενους, και φόρους στο κράτος. Ας τις βοηθήσουμε να πετύχουν.

 
Το χάσμα μεταξύ των αισιόδοξων επιχειρηματικών και των απαισιόδοξων καταναλωτικών προσδοκιών πρέπει να γεφυρωθεί για να έχει βιωσιμότητα η ανάκαμψη

Ο δείκτης οικονομικού κλίματος είναι ένας σύνθετος δείκτης που αποτυπώνει κυρίως τις επιχειρηματικές προσδοκίες στους κλάδους βιομηχανίας (40%), υπηρεσιών (30%), λιανικού εμπορίου (5%) και κατασκευών (5%). Λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, στη βιομηχανία τις νέες παραγγελίες, τα αποθέματα και την εξέλιξη της παραγωγής τους επόμενους τρεις μήνες, στις υπηρεσίες την τρέχουσα κατάσταση των επιχειρήσεων, τη ζήτηση και την βραχυπρόθεσμη εξέλιξή της, στο λιανικό εμπόριο τις πωλήσεις και τα αποθέματα και, τέλος, στις κατασκευές τις νέες παραγγελίες και την απασχόληση. Στην κατασκευή του δείκτη οικονομικού κλίματος συμμετέχει και ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης με ποσοστό 20%. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης είναι ένας σύνθετος δείκτης που λαμβάνει υπόψη τα ποσοστά των νοικοκυριών που πιστεύουν ότι η οικονομική τους κατάσταση θα βελτιωθεί, η γενικότερη κατάσταση της χώρας θα βελτιωθεί, η αποταμίευση τους θα αυξηθεί και η ανεργία θα μειωθεί (Δ01). Έγινε μια προσπάθεια να κατασκευασθεί ένας δείκτης αμιγώς επιχειρηματικών προσδοκιών, αφαιρώντας την καταναλωτική εμπιστοσύνη από τον δείκτη οικονομικού κλίματος (Δ02). Ο νέος δείκτης δείχνει ακόμη μεγαλύτερη βελτίωση καθώς αφαιρείται η αρνητική επίπτωση από την εξασθένιση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αλλά για πρακτικούς λόγους, η όλη ανάλυση γίνεται χρησιμοποιώντας τον δείκτη οικονομικού κλίματος.

Συγκρίνοντας τους δύο δείκτες (διάγραμμα μπροστινής σελίδας) διαπιστώνεται ότι από το καλοκαίρι του 2014 και μετά, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών άρχισαν να αποκλίνουν, ερμηνεύοντας με τελείως διαφορετικό τρόπο την πιθανολογούμενη τότε αλλαγή κυβέρνησης, με αφορμή την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας στις αρχές του 2015. Οι καταναλωτικές προσδοκίες έφθασαν στα ύψη με το εκλογικό αποτέλεσμα του Ιανουαρίου 2015, όπως είχε συμβεί και στις εκλογές του 2012, καθώς υπάρχει πάντα προσδοκία ότι κάτι αλλάζει με την αλλαγή που φέρνει η κάθε νέα κυβέρνηση. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες είχαν αρχίσει να εξασθενούν λόγω της δυστοκίας στην 5η αξιολόγηση του 2ου Μνημονίου και της βιασύνης που επέδειξε η τότε κυβέρνηση να βγει η χώρα όσο το δυνατόν ταχύτερα από τα Μνημόνια, με τις επικείμενες εκλογές του 2015 να παίζουν καθοριστικό ρόλο και στην δυστοκία και την βιασύνη. Από τον Ιανουάριο του 2015 και μετά, οι επιχειρηματικές προσδοκίες μαζί με τις καταναλωτικές προσδοκίες, εμφανίζουν καθοδική πορεία. Με τη συμφωνία για το 3ο Μνημόνιο τον Αύγουστο του 2015, ξεκινά και πάλι μια απόκλιση των προσδοκιών, με τις επιχειρηματικές προσδοκίες να ανακάμπτουν σχετικά γρήγορα και τις καταναλωτικές προσδοκίες, μετά από μια μικρή σταθεροποίηση που κράτησε μέχρι το τέλος του 2015, να εμφανίζουν καθοδική πορεία σε σχέση με το επίπεδο του Ιουνίου 2015 και να διατηρούνται στο ίδιο περίπου επίπεδο μέχρι και σήμερα. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι καταναλωτικές προσδοκίες επηρεάζονται από την αβεβαιότητα που επικρατεί πριν από την κάθε αξιολόγηση. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες εμφανίζουν, από την άλλη πλευρά, μεγαλύτερη αντοχή στην αβεβαιότητα καθώς τα φορολογικά μέτρα που έφερε το 3ο Μνημόνιο ήταν γνωστά από την αρχή και έτσι, ενσωματώθηκαν στη λειτουργία των επιχειρήσεων, κάτι που οι καταναλωτικές προσδοκίες δεν λαμβάνουν υπόψη παρά μόνο με χρονική καθυστέρηση όταν τα μέτρα αρχίσουν να εφαρμόζονται, και ιδίως τα μέτρα για μελλοντικές περικοπές συντάξεων. Παρόλα αυτά, οι επιχειρηματικές προσδοκίες κινούνται πλαγιοανοδικά χωρίς να εμφανίζουν σημεία ταχείας ανάκαμψης. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος τον Απρίλιο 2017 βρίσκεται στο ίδιο περίπου επίπεδο που βρισκόταν τον Απρίλιο του 2014 (Δ03) όταν ξεκίνησε να εδραιώνεται η βεβαιότητα ότι η χώρα όχι μόνο ανακάμπτει αλλά ότι επανέρχεται στις αγορές, μετά από διαδοχικές εκδόσεις εταιρικών ομόλογων τραπεζών και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και των εκδόσεων κρατικών ομολόγων πενταετίας τον Απρίλιο του 2014 και τριετίας τον Ιούλιο του 2014. Αντίθετα, ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Απρίλιο του 2017 βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο που βρισκόταν το Φθινόπωρο του 2013 (Δ04), όταν ξεκίνησε η μεγάλη βελτίωση των προσδοκιών για την επικείμενη ανάκαμψη του 2014. Μια σειρά από παράγοντες, βεβαίως, δρουν προς την κατεύθυνση βελτίωσης των προσδοκιών, κυρίως, των επιχειρήσεων (Δ05). Με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια οικονομία σε ανοδική πορεία, είναι σίγουρο ότι οι ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα γνωρίσουν άνθηση (εξαγωγές αγαθών, χωρίς και με πετρελαιοειδή, τουρισμός, μεταφορές, εξαγωγές υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας και δραστηριότητας κατασκευαστικών εταιρειών στο εξωτερικό). Μικρότερη μεν, θετική όμως, ώθηση θα δώσει στην οικονομική δραστηριότητα και η διαφαινόμενη βελτίωση στις συνθήκες τραπεζικής, και ίσως μη τραπεζικής, χρηματοδότησης, καθώς μειώνεται το περιθώριο κινδύνου που κρατά τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα (Δ06 και Δ07). Δημιουργείται, επίσης, μια δευτερογενής αγορά για την διευθέτηση κόκκινων δανείων, ενώ ενισχύεται και η θεσμική επάρκεια, μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού αντιμετώπισης των οφειλών υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Οι προσδοκίες των νοικοκυριών, με κάποια χρονική υστέρηση, ενδεχομένως και αυτές να βελτιωθούν, αναλόγως της αναπτυξιακής δυναμικής που θα διαμορφωθεί, αν και οι παράγοντες που καθηλώνουν την καταναλωτική εμπιστοσύνη έχουν περισσότερο μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, και αναμένεται να συνεχίσουν να δρουν ανασταλτικά. Οι καταναλωτές είναι μουδιασμένοι όχι μόνο λόγω των απωλειών εισοδήματος και εργασίας που έχουν υποστεί, αλλά και λόγω της αβεβαιότητας οριστικής εξόδου από την κρίση και την ύφεση, που τους ωθεί σε αναζήτηση εναλλακτικών επιλογών ευκαιριών απασχόλησης, ακόμη και εκτός Ελλάδας. Σε κάθε περίπτωση, οι προσδοκίες βρίσκονται σήμερα σε δυνητικά ανοδική φάση. Και εξαρτάται από την οικονομική πολιτική, αν θα ενισχυθούν ή θα εξασθενήσουν περαιτέρω. Έτσι, λοιπόν, η προσδοκώμενη ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης, μαζί με την εξασφάλιση της συμμετοχής του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, είναι αναγκαία, αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, την άρση των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων και την πρόσβαση του δημοσίου, των τραπεζών και των επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές. Αυτό που είναι εκ των ουκ άνευ είναι να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική πειθαρχία που οδηγεί στην επίτευξη του μεσοπρόθεσμου στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Από το καλοκαίρι του 2018, μετά το τέλος του 3ου προγράμματος προσαρμογής, η χώρα θα βρίσκεται χωρίς τη χρηματοδοτική στήριξη των πιστωτών και θα χρηματοδοτεί τις ανάγκες της στις αγορές. Τα επιτόκια αγοράς με τα οποία θα επιβαρύνεται η χώρα θα είναι τόσο χαμηλότερα όσο μεγαλύτερη είναι η αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, αν και, σε κάθε περίπτωση, υψηλότερα από τα επιτόκια που πληρώνουμε σήμερα. Συνεπώς, είναι ουσιαστική ανάγκη να ελαχιστοποιήσουμε το κόστος επανένταξης στις αγορές, και αυτό είναι συνάρτηση μιας οικονομικής πολιτικής προσανατολισμένης στην χρηματοοικονομική σταθερότητα και την προώθηση της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι επιχειρηματικές προσδοκίες των διαφόρων κλάδων της ελληνικής οικονομίας και η καταναλωτική εμπιστοσύνη. Σήμερα, παρατηρείται ένα χάσμα μεταξύ της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, που παραμένει μουδιασμένη, και του επιχειρηματικού κλίματος, που καταγράφει βελτίωση προεξοφλώντας την έξοδο της οικονομίας από την κρίση και την ύφεση. Το χάσμα αυτό πρέπει να κλείσει το συντομότερο δυνατόν. Μια παρατεταμένη στασιμότητα της καταναλωτικής εμπιστοσύνης, αργά ή γρήγορα θα αρχίσει να διαβρώνει την αισιοδοξία των επιχειρήσεων, καθώς τα σχέδια τους για αύξηση του κύκλου εργασιών στην εγχώρια αγορά και για ανάληψη επενδύσεων, θα ματαιώνονται ή θα μετατίθενται για το μέλλον. Από την άλλη πλευρά, μια υπερβολική αισιοδοξία για το μέλλον από την πλευρά των επιχειρήσεων δεν είναι βιώσιμη, εάν η καταναλωτική βάση της οικονομίας παραμένει εν υπνώσει. Στο πλαίσιο αυτό, η όποια ανάκαμψη δεν θα έχει παρά περιορισμένη διάρκεια, και, αργά ή γρήγορα, η οικονομία θα επανέλθει στη στασιμότητα. Με άλλα λόγια, όσο υφίσταται αυτό το χάσμα στις προσδοκίες, η ανάκαμψη της οικονομίας θα είναι περιορισμένης εμβέλειας. Με τα όσα συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της 2ης αξιολόγησης, η βέβαια μείωση του αφορολόγητου το 2020 συνοδεύεται από εξαιρετικά απίθανη να επιτευχθεί μείωση της υπερφορολόγησης (μιας και εξαρτάται από τη διατήρηση του μεσοπρόθεσμου στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος σε επίπεδα άνω του 3,5% του ΑΕΠ και μόνο κατά το τμήμα της υπέρβασης). Η διαφαινόμενη, λοιπόν, αύξηση της ήδη υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης (Δ08) θα επηρεάσει ήδη από σήμερα αρνητικά τις προσδοκίες, και μάλιστα εκείνες των επιχειρήσεων και σε κάποιο βαθμό τις προσδοκίες των καταναλωτών. Οι τελευταίες θα υποστούν περαιτέρω εξασθένιση καθώς στα νέα μέτρα που ανακοινώθηκαν περιλαμβάνονται βέβαιες μειώσεις συντάξεων το 2019 και, όπως και προηγουμένως, εξαιρετικά απίθανες να συμβούν αυξήσεις κοινωνικών παροχών, και για τους ίδιους λόγους που μόλις αναφέρθηκαν (Δ09). Συνεπώς, χωρίς κάποια ισχυρή αναπτυξιακή πρωτοβουλία, το χάσμα στις προσδοκίες επιχειρήσεων και νοικοκυριών μάλλον θα διατηρηθεί και στο προσεχές μέλλον. Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη, να ενισχυθούν η βιομηχανία και οι εξαγωγές. Πρέπει επίσης να ενισχυθεί η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων στη βάση της προσδοκώμενης κερδοφορίας. Πρέπει να επιταχυνθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και να προετοιμασθούν 4-5, ή και περισσότερα, μεγάλα έργα υποδομών που να μετασχηματίζουν την εθνική οικονομία και να προκαλούν θετικές εξωτερικές οικονομίες στην ιδιωτική οικονομία. Η προσέλκυση ιδιωτών επενδυτών και χρηματοδότησης από την αγορά είναι εκ των ουκ άνευ για την πραγματοποίηση των επενδύσεων σε υποδομές. Η χώρα πρέπει να γίνει επενδυτικός προορισμός, με την κυβέρνηση να επιδιώκει μια τέτοια εξέλιξη ενεργητικά και με άμεση προτεραιότητα. Δεν μπορεί κανείς να περιμένει να γίνουν όλες οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να φτιαχτεί ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον. Ενδεχομένως η μαζική παρουσία επενδυτών και κεφαλαίων στη χώρα να οδηγήσει αργά ή γρήγορα και σε βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος καθώς η δημόσια διοίκηση και το πολιτικό σύστημα θα βρουν ad hoc λύσεις και θα ακολουθήσουν παρακαμπτήριες οδούς για συντόμευση διαδικασιών και, έτσι, σταδιακά ένα νέο modus operandi να αρχίσει να εξαπλώνεται και να αποκτά κανονικότητα. Οι νομικές αβεβαιότητες μπορεί να αυξηθούν αλλά η εναλλακτική της απραξίας δεν είναι αποδεκτή επιλογή. Το σύστημα θα αρχίσει να αποδίδει καρπούς υπό το βάρος των απαραίτητων αναγκαίων προσαρμογών στις συνήθεις πρακτικές. Καθώς οι αλλαγές εδραιώνονται, θα δούμε να λαμβάνουν χώρα διεργασίες σε έναν ενάρετο κύκλο δράσεων και αντιδράσεων που οδηγούν στην πρόοδο.

Συνεπώς, είναι σημαντικό τα σχέδια της κυβέρνησης για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, στην εποχή μετά το Μνημόνιο, να ανακοινωθούν το ταχύτερο. Μια αναπτυξιακή πολιτική business as usual δεν πρόκειται να δημιουργήσει την υπέρβαση ώστε να αρθεί η οικονομία σε ένα ανώτερο επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας σε μόνιμη βάση. Είναι, λοιπόν, επιτακτική ανάγκη να σχεδιασθεί και να εφαρμοσθεί ένα αξιόπιστο σχέδιο οικονομικής ανόρθωσης. Μια τέτοια πολιτική πρέπει να λαμβάνει υπόψιν τις προσδοκίες των καταναλωτών και των επιχειρήσεων. Οι καταναλωτές πρέπει να δουν να μειώνεται η ανεργία και να αυξάνονται τα εισοδήματα (Δ10 και Δ11). Οι επιχειρήσεις πρέπει να δουν να αυξάνονται οι παραγγελίες, οι πωλήσεις κ.ο.κ. και, βεβαίως, τα κέρδη τους, ώστε να συνεχίσουν να επιχειρούν. Όλα, λοιπόν, συγκλίνουν στην ανάγκη η οικονομική πολιτική να είναι προσανατολισμένη στην πλευρά της προσφοράς διότι μόνο έτσι, θα αρχίσει η οικονομία να παίρνει μπρος. Απαιτείται η αύξηση της παραγωγής, η αύξηση των εξαγωγών και προϋποθέτει τη μείωση της φορολογίας εταιρικών κερδών, μείωση του μη μισθολογικού κόστους, μείωση του ενεργειακού κόστους, μείωση του κόστους τραπεζικής χρηματοδότησης κ.ο.κ. Όλα αυτά, όμως, απαιτούν ένα δυναμικό αναπτυξιακό περιβάλλον, δεδομένης της δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα πρέπει να διαφυλαχθεί και της αδυναμίας του θεσμικού περιβάλλοντος να μειώσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά ανοίγματα. Με την αποταμίευση σε αρνητικό επίπεδο (Δ11), η κυβερνητική πολιτική θα πρέπει να προκαλέσει ένα επενδυτικό τσουνάμι από το εξωτερικό και να αυξήσει την εγχώρια αποταμίευση στο εσωτερικό (διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μείωση ελλειμμάτων, αύξηση κερδών). Επενδυτικά κίνητρα στη μορφή υπεραποσβέσεων για εγχώριες επιχειρήσεις και κίνητρα στη μορφή φοροεκπτώσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά για ενθάρρυνση πρόσθετης οικονομικής δραστηριότητας, μπορούν, επίσης σταδιακά να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη αποταμίευση και περισσότερες επενδύσεις.

Διαβάστε εδώ το Εβδομαδιαίο Δελτίο για την Ελληνική οικονομία – Οικονομία & Επιχειρήσεις και δείτε τους σχετικούς πίνακες.

Σχετικά Άρθρα